Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο -

«Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες (2001/220/ΔΕΥ)»· και

«Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου»· και

για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής του περί Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, για την Πώληση Παιδιών, Παιδική Πορνεία και Πορνογραφία (Κυρωτικού) Νόμου, του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικού) Νόμου, του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου, του περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικού) Νόμου και του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικού) Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, καθώς επίσης και της εφαρμογής της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Παιδιών ενάντια στη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική Κακοποίηση η οποία υπογράφτηκε στο Lanzarote στις 25 Οκτωβρίου 2007.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014.

ΜΕΡΟΣ I ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Ερμηνεία

2. Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«Αρχή Εποπτείας» σημαίνει την Αρχή Εποπτείας Καταδικασθέντων για Αδικήματα Σεξουαλικής Φύσης κατά Ανηλίκων, που εγκαθιδρύεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 47.

«βία» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία δύναται να προκληθεί βλάβη στο θύμα·

«βλάβη» περιλαμβάνει τη σωματική ή σεξουαλική ή ψυχική βλάβη ή ασθένεια ή διαταραχή, είτε μόνιμη είτε προσωρινή, ή οποιαδήποτε άλλη βλάβη κατά συγκεκριμένου προσώπου, καθώς και βλάβη στην οικογένεια, στην περιουσία, στη φήμη αυτού∙

«διαδικασία» περιλαμβάνει, πέραν της ποινικής διαδικασίας, όλες τις επαφές που πραγματοποιεί το θύμα υπό την ιδιότητα του θύματος, με κάθε αρχή, δημόσια υπηρεσία ή οργάνωση υποστήριξης θυμάτων, σε σχέση με την υπόθεσή του, πριν, κατά ή μετά την ποινική διαδικασία·

«διάταγμα αποκλεισμού» σημαίνει διάταγμα που εκδίδεται από αρμόδιο δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 34 του παρόντος Νόμου∙

«διωκτικές αρχές» σημαίνει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή/και την Αστυνομία∙

«εμπλεκόμενες υπηρεσίες» σημαίνει τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το Υπουργείο Υγείας, τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, την Αστυνομία, το Υπουργείο Εσωτερικών, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και την Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών, το Υπουργείο Εξωτερικών και τις προξενικές αρχές της Δημοκρατίας στο Εξωτερικό∙

«εξαναγκασμός» περιλαμβάνει -

(α) απειλές για βλάβη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή περιουσίας ή για φυσικό περιορισμό οποιουδήποτε προσώπου∙

(β) οποιαδήποτε συμπεριφορά ή σχέδιο που στοχεύει στο να δημιουργήσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο την εντύπωση ότι η παράλειψη εκτέλεσης μιας πράξης θα επιφέρει τη βλάβη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή περιουσίας ή το φυσικό περιορισμό οποιουδήποτε προσώπου∙

(γ) κατάχρηση ή απειλούμενη κατάχρηση νομικών ή διοικητικών διαδικασιών αναφορικά με το καθεστώς οποιουδήποτε προσώπου∙ και

(δ) κατάχρηση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης∙

«εκπαιδευτικός» σημαίνει δάσκαλο ή καθηγητή της προδημοτικής, δημοτικής, μέσης ή ανωτέρας εκπαίδευσης, ο οποίος δραστηριοποιείται στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα∙

«Επίτροπος» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«ηλεκτρονικό σύστημα» σημαίνει κάθε μέσο ή ομάδα διασυνδεδεμένων ή συναφών μέσων εκ των οποίων ένα ή περισσότερα, προβαίνουν σε αυτόματη επεξεργασία δεδομένων, σύμφωνα με συγκεκριμένο πρόγραμμα∙

«ηλικία συναίνεσης» σημαίνει την ηλικία κάτω της οποίας, απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων με παιδί και η οποία ορίζεται ως η ηλικία των δεκαεπτά (17) ετών·

«θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» περιλαμβάνει –

(α) σχέση συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού μεταξύ του θύματος και του προσώπου που διαπράττει ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ή

(β) οποιαδήποτε άλλη σχέση μεταξύ του θύματος και του προσώπου αυτού, λόγω της θέσης του ή της ιδιότητάς του περιλαμβανομένης της σχέσης του με τον κηδεμόνα του παιδιού, εκπαιδευτικό, εργοδότη, υπεύθυνο οποιουδήποτε δημόσιου ή ιδιωτικού ιδρύματος το οποίο φιλοξενεί παιδιά ή στο οποίο περιορίζονται ή κρατούνται πρόσωπα δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης διοικητικών ή δικαστικών αρχών, καθώς και με άλλα πρόσωπα με ανάλογη θέση ή ιδιότητα∙

«θύμα» σημαίνει παιδί σχετικά με το οποίο ξεκινά ή υπάρχει εν εξελίξει διαδικασία σε σχέση με οποιοδήποτε από τα αδικήματα τα οποία περιγράφονται στον παρόντα Νόμο∙

«κατάχρηση θέσης εξουσίας, εμπιστοσύνης ή επιρροής ή ευάλωτης θέσης» περιλαμβάνει την περίπτωση όπου το θύμα δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να υποστεί ή να υποκύψει στη συγκεκριμένη κατάχρηση∙

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

«μη κυβερνητικοί οργανισμοί» σημαίνει μη κερδοσκοπικές οργανώσεις δεόντως εγγεγραμμένες δυνάμει του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, οι οποίες δυνάμει του καταστατικού τους έχουν εντολή να δραστηριοποιούνται στους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων των παιδιών ή ενάντια στη βία στην οικογένεια και οι οποίες παρέχουν οποιεσδήποτε υποστηρικτικές υπηρεσίες∙

«νομικό πρόσωπο» σημαίνει κάθε οντότητα με νομική προσωπικότητα η οποία αναγνωρίζεται ως τέτοια δυνάμει των σχετικών νόμων της Δημοκρατίας ή οποιασδήποτε άλλης σχετικής εφαρμοστέας νομοθεσίας, εξαιρουμένων των κρατικών υπηρεσιών ή άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου όταν ασκούν κρατική εξουσία και των δημόσιων διεθνών οργανισμών∙

«οπτικογράφηση» σημαίνει την καταγραφή με οποιαδήποτε συσκευή σε κινούμενες εικόνες αντικειμένων, γεγονότων, οργανισμών και προσώπων είτε αυτά ομιλούν ή κινούνται είτε όχι που μπορούν να αναπαραχθούν και παρουσιαστούν με τη χρήση οποιουδήποτε τεχνικού μέσου·

«παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών∙

«παιδική πορνεία» περιλαμβάνει τη χρησιμοποίηση παιδιού για σεξουαλικές πράξεις με την προσφορά χρημάτων ή άλλου είδους αμοιβής ή ανταλλάγματος ως πληρωμή ή υπόσχεση πληρωμής, προκειμένου το παιδί να συμμετάσχει σε σεξουαλικές πράξεις, ανεξάρτητα από το εάν η εν λόγω πληρωμή, η υπόσχεση πληρωμής ή το αντάλλαγμα δίνονται στο παιδί ή σε τρίτο∙

«παιδική πορνογραφία» περιλαμβάνει -

(α) κάθε υλικό στο οποίο απεικονίζεται παιδί να επιδίδεται σε πραγματική ή προσομοιωμένη πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα,

(β) κάθε απεικόνιση σεξουαλικού χαρακτήρα των γεννητικών οργάνων παιδιού·

(γ) κάθε υλικό στο οποίο απεικονίζεται πρόσωπο που εμφανίζεται ως παιδί να επιδίδεται σε πραγματική ή προσομοιωμένη πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα ή κάθε απεικόνιση των γεννητικών οργάνων οποιουδήποτε προσώπου εμφανίζεται ως παιδί, ή

(δ) ρεαλιστικές εικόνες παιδιού στις οποίες απεικονίζεται να επιδίδεται σε πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα ή ρεαλιστικές εικόνες των γεννητικών οργάνων παιδιού·

«πορνογραφικές παραστάσεις» περιλαμβάνει την απευθείας έκθεση, που προορίζεται για ακροατήριο το οποίο αποτελείται από ένα ή περισσότερα άτομα, μεταξύ άλλων και με τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών -

(α) παιδιού που επιδίδεται σε πραγματική ή προσομοιωμένη πράξη σεξουαλικού χαρακτήρα, ή

(β) των γεννητικών οργάνων παιδιού με σεξουαλικό χαρακτήρα·

«ποινική διαδικασία» περιλαμβάνει το στάδιο της διερεύνησης, δίωξης και εκδίκασης της υπόθεσης για οποιοδήποτε αδίκημα προβλέπεται στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου∙

«σεξουαλική εκμετάλλευση και σεξουαλική κακοποίηση παιδιού» περιλαμβάνει τη συμπεριφορά όπως αυτή αναφέρεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 του παρόντος Νόμου∙

«σεξουαλική πράξη» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη η οποία εύλογα θεωρείται-

(α) ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική, ανεξάρτητα από το σκοπό του προσώπου που προβαίνει σε αυτή, ή

(β) δυνατό να είναι ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργείται την καθιστούν σεξουαλική∙

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων∙

«υποχρέωση κοινοποίησης» σημαίνει την υποχρέωση κοινοποίησης που επιβάλλεται σε καταδικασθέντα δυνάμει του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.

Σκοπός του παρόντος Νόμου

3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η λήψη μέτρων για την πρόληψη, καταστολή και καταπολέμηση των αδικημάτων της σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, της παιδικής πορνογραφίας και της άγρας παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς, η προστασία και στήριξη των θυμάτων των εν λόγω αδικημάτων, η δημιουργία μηχανισμών ελέγχου και εποπτείας θυμάτων και θυτών και η προώθηση της διεθνούς συνεργασίας για την εφαρμογή των πιο πάνω μέτρων.

Αρχές επί των οποίων βασίζεται η εφαρμογή του παρόντος Νόμου

4.(1) Η εφαρμογή του παρόντος Νόμου από οποιαδήποτε εμπλεκόμενη υπηρεσία και μη κυβερνητικό οργανισμό και η χρήση των μέτρων για την προστασία και προώθηση των δικαιωμάτων των θυμάτων διασφαλίζεται χωρίς καμία διάκριση λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικής ή άλλης άποψης, εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, σχέσης με εθνική μειονότητα, περιουσίας, γέννησης, σεξουαλικού προσανατολισμού, κατάστασης υγείας, αναπηρίας ή άλλης κατάστασης.

(2) Κάθε εμπλεκόμενη υπηρεσία και μη κυβερνητικός οργανισμός, κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου διασφαλίζει το συμφέρον του παιδιού λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και το βαθμό ψυχολογικής και σωματικής ανάπτυξης ή ωριμότητάς του καθώς και της ευάλωτης κατάστασής του.

Πεδίο εφαρμογής

5.(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται για την πρόληψη, έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ αυτού, καθώς επίσης και για την προστασία των θυμάτων τέτοιων αδικημάτων, όπου-

(α) τέτοια αδικήματα είναι διεθνικά ως εκ της φύσεώς τους και στα οποία υπάρχει ανάμειξη οργανωμένης εγκληματικής ομάδας κατά την έννοια του άρθρου 63Β του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

(β) τέτοια αδικήματα είναι διεθνικά ως εκ της φύσεώς τους χωρίς να υπάρχει ανάμειξη οργανωμένης εγκληματικής ομάδας κατά την πιο πάνω έννοια∙ ή

(γ) τέτοια αδικήματα δεν είναι διεθνικά ως εκ της φύσεώς τους και ανεξάρτητα από το κατά πόσο υπάρχει ή όχι ανάμειξη οργανωμένης εγκληματικής ομάδας.

(2) Ο παρών Νόμος είναι συμπληρωματικός των διατάξεων του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, αναφορικά με τα αδικήματα εις βάρος των ανήλικων θυμάτων, καθώς και των διατάξεων του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όπου τα αδικήματα του παρόντος Νόμου διαπράττονται ενδοοικογενειακά από μέλος της οικογένειας κατά την έννοια του νόμου αυτού.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Σεξουαλική κακοποίηση παιδιού

6.(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος προκαλεί ώστε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων ή απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων, ακόμα και αν το εν λόγω παιδί δεν συμμετέχει σε αυτές, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(2) Όποιος προκαλεί ώστε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης γίνει μάρτυρας σεξουαλικής κακοποίησης ή απεικόνισης σεξουαλικής κακοποίησης, ακόμα και αν το εν λόγω παιδί δεν συμμετέχει σε αυτή, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη.

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(4) Όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί όταν -

(α) γίνεται κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου,

(β) γίνεται κατάχρηση ευάλωτης θέσης του παιδιού, κυρίως λόγω διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας ή κατάστασης εξάρτησης είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου,

(γ) γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου:

Νοείται ότι σε περίπτωση όπου το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, η ποινή φυλάκισης που προνοείται στις παραγράφους (α) και (γ) δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(5) Όποιος εξαναγκάζει παιδί ή χρησιμοποιεί βία ή χρησιμοποιεί απειλές προς παιδί, το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, προκειμένου να τελέσει σεξουαλική πράξη με τρίτο πρόσωπο, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου:

Νοείται ότι σε περίπτωση όπου το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, η ποινή φυλάκισης που προνοείται στο παρόν εδάφιο δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(6) Όποιος εξαναγκάζει ή εξωθεί παιδί να συμμετάσχει σε σεξουαλική πράξη με τρίτο πρόσωπο είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε (25) έτη.

(7) Όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου και το θύμα είναι παιδί το οποίο, κατά την διάπραξη του αδικήματος, ήταν ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.

Σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών

7.(1) Όποιος προκαλεί τη συμμετοχή παιδιού σε πορνογραφικές παραστάσεις ή στρατολογεί παιδί προκειμένου αυτό να συμμετάσχει σε αυτές ή αποκομίζει κέρδη από τη συμμετοχή παιδιού σε πορνογραφικές παραστάσεις ή εκμεταλλεύεται παιδί με άλλους τρόπους προς τον σκοπό αυτό είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

(2) Όποιος εξαναγκάζει παιδί ή κάνει χρήση βίας προκειμένου να συμμετάσχει παιδί σε πορνογραφικές παραστάσεις ή απειλεί παιδί προς τον σκοπό αυτό είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε (25) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος εν γνώσει του παρακολουθεί πορνογραφικές παραστάσεις ή παιδική πορνογραφία διά ζώσης ή διά άλλων μέσων, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(4) Όποιος διά ζώσης ή μέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών, προκαλεί ή προτείνει σε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, όπως το παιδί αυτό συμμετέχει σε πορνογραφική παράσταση, με σκοπό ο προκαλών ή ο προτείνων ή το τρίτο πρόσωπο να παρακολουθήσει την παράσταση αυτή, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(5) Όποιος προκαλεί τη συμμετοχή παιδιού σε παιδική πορνεία ή στρατολογεί παιδί προκειμένου να συμμετάσχει σε παιδική πορνεία για να αποκομίσει κέρδη από το παιδί ή εκμεταλλεύεται το παιδί με άλλους τρόπους προς τον σκοπό αυτό, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε (25) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(6) Όποιος εξαναγκάζει ή χρησιμοποιεί βία προκειμένου να συμμετάσχει το παιδί σε παιδική πορνεία ή απειλεί το παιδί προς τον σκοπό αυτό, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε (25) έτη:

Νοείται ότι εάν παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(7) Όποιος τελεί σεξουαλικές πράξεις με παιδί οι οποίες πραγματοποιούνται μέσω παιδικής πορνείας είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε (25) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (7), όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου με παιδί το οποίο, κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, ήταν ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.

Παιδική πορνογραφία

8.(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος αποκτά ή έχει στην κατοχή του υλικό παιδικής πορνογραφίας είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(2) Όποιος εν γνώσει του αποκτά πρόσβαση σε παιδική πορνογραφία μέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(3) Όποιος διανέμει, διαδίδει ή μεταδίδει υλικό παιδικής πορνογραφίας είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

(4) Όποιος προσφέρει ή παρέχει ή διαθέτει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή παρέχει πληροφορίες ως προς τον τρόπο απόκτησης υλικού παιδικής πορνογραφίας, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

(5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος παράγει υλικό παιδικής πορνογραφίας είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (5), όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου όπου το παιδί το οποίο απεικονίζεται στο υλικό παιδικής πορνογραφίας είναι ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.

Άγρα παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς

9.(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος προτείνει σε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, μέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών, να το συναντήσει, με σκοπό την τέλεση σεξουαλικής πράξης μαζί του ή την παραγωγή υλικού παιδικής πορνογραφίας ή την σεξουαλική εκμετάλλευση του παιδιού το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, και η εν λόγω πρόταση ακολουθείται από την τέλεση πράξεων οι οποίες οδηγούν σε συνάντηση, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος μέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών, προσκαλεί ή προσεγγίζει παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης και αποπειράται να αποκτήσει ή αποπειράται να έχει πρόσβαση ή αποκτά ή επιτυγχάνει πρόσβαση σε υλικό παιδικής πορνογραφίας που απεικονίζει το παιδί αυτό, είναι ένοχος κακουργήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.

Προβολή ευκαιριών κακοποίησης και σεξουαλικού τουρισμού εις βάρος παιδιών

10.(1) Όποιος διοχετεύει υλικό που προβάλλει ευκαιρίες για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 9 του παρόντος Νόμου είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(2) Όποιος διοργανώνει ταξίδια για τρίτα πρόσωπα, για εμπορικούς ή μη σκοπούς, με σκοπό τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 9 του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

Ιστότοποι που περιέχουν ή διαδίδουν παιδική πορνογραφία

11.(1) Για την τιμωρία της παραγωγής, προσφοράς, διανομής ή διαβίβασης, εξασφάλισης ή κατοχής παιδικής πορνογραφίας μέσω της χρήσης συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικός) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), το δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας δύναται να διατάξει τα πιο κάτω:

(α) Την κατάργηση ή/και την μη πρόσβαση από τους χρήστες σε ιστότοπους που φιλοξενούν ιστοσελίδες που περιέχουν παιδική πορνογραφία ή διαδίδουν παιδική πορνογραφία·

(β) τη φραγή της πρόσβασης σε ιστοσελίδες που περιλαμβάνουν ή διαδίδουν παιδική πορνογραφία, για τους χρήστες του διαδικτύου που διαμένουν στη Δημοκρατία.

(3)(α) Πάροχοι διαδικτύου οι οποίοι προσφέρουν υπηρεσίες ή πρόσβαση στο διαδίκτυο εντός του εδάφους της Δημοκρατίας, υπέχουν υποχρέωση όπως όταν αποκτήσουν γνώση ή όταν ενημερωθούν από την εμπλεκόμενη υπηρεσία για την ύπαρξη παιδικής πορνογραφίας σε οποιονδήποτε ιστότοπο, λάβουν άμεσα τα κατάλληλα μέτρα για την διακοπή της πρόσβασης από τους χρήστες διαδικτύου.

(β) Παράβαση της αναφερόμενης στην παράγραφο (α) υποχρέωσης συνιστά ποινικό αδίκημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Συναινετικές σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ανηλίκων ή μεταξύ παιδιού και ενήλικα, όπου η διαφορά ηλικίας μεταξύ των δύο δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή στα πλαίσια γάμου

12.(1) Συναινετικές σεξουαλικές δραστηριότητες όπως καθορίζονται στα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 6, στο εδάφιο (3) του άρθρου 7, στα εδάφια (1) και (5) του άρθρου 8 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 9 μεταξύ δύο παιδιών τα οποία δεν έχουν φτάσει στην ηλικία συναίνεσης και τα οποία έχουν παρόμοια ηλικία και παρόμοιο βαθμό ψυχολογικής και σωματικής ανάπτυξης ή ωριμότητας, και οι οποίες δραστηριότητες δεν περιλαμβάνουν οποιαδήποτε κακοποίηση ή βία ή εκμετάλλευση ή εξαναγκασμό δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Συναινετικές σεξουαλικές δραστηριότητες όπως καθορίζονται στα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 6, στο εδάφιο (3) του άρθρου 7, στα εδάφια (1) και (5) του άρθρου 8 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 9, μεταξύ ενός ενήλικα και ενός παιδιού το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, όπου η διαφορά ηλικίας μεταξύ των δύο δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια και οι οποίες δραστηριότητες δεν περιλαμβάνουν οποιαδήποτε κακοποίηση ή βία ή εκμετάλλευση ή εξαναγκασμό δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Συναινετικές σεξουαλικές δραστηριότητες, όπως καθορίζονται στα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 6, στο εδάφιο (3) του άρθρου 7, στα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 8 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 9, δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου σε περίπτωση που έχει συναφθεί γάμος όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 του περί Γάμου Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, μεταξύ παιδιού και του προσώπου που διενήργησε την πράξη και εφόσον στην εν λόγω πράξη δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε κακοποίηση ή βία ή εκμετάλλευση ή εξαναγκασμός.

(4) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου οποιοδήποτε από τα εμπλεκόμενα παιδιά είναι ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών.

Ευθύνη νομικών προσώπων

13.(1) Νομικό πρόσωπο είναι υπεύθυνο για τα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο όταν αυτά διαπράττονται προς όφελός του, από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει στο νομικό αυτό πρόσωπο ηγετική θέση που βασίζεται σε –

(α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου· ή

(β) εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις εκ μέρους του νομικού προσώπου· ή

(γ) εξουσία να ασκεί έλεγχο εντός του νομικού προσώπου.

(2) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), νομικό πρόσωπο δύναται να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο σε περίπτωση κατά την οποία η ελλιπής εποπτεία ή ο ελλιπής έλεγχος από πρόσωπο που καθορίζεται στο εδάφιο (1) έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων προς όφελος του νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο ενεργεί υπό την δικαιοδοσία του.

(3) Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), δεν αποκλείει την ποινική δίωξη των φυσικών προσώπων που ενεργούν ως αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

(4) Νομικό πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος προβλέπεται στο παρόν Μέρος, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες ευρώ (€600.000).

(5) Πέραν τις ποινικής ευθύνης για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το νομικό πρόσωπο υπέχει επίσης και αστική ευθύνη.

Επιπρόσθετες ποινές ή κυρώσεις κατά νομικών ή φυσικών προσώπων

14.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου και ανεξάρτητα από την επιβολή οποιασδήποτε άλλης ποινής ή κύρωσης για τη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το Δικαστήριο δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ή κατά την επιβολή ποινής σε καταδικασθέντα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, να διατάξει ως επιπρόσθετη ποινή ή κύρωση-

(α) τον αποκλεισμό από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·

(β) την προσωρινή ή τη μόνιμη απαγόρευση άσκησης καθορισμένης εμπορικής δραστηριότητας ή παροχή υπηρεσιών είτε απ΄ευθείας είτε μέσω τρίτου∙

(γ) την επιβολή δικαστικής εποπτείας ή την παραπομπή στην Αρχή Εποπτείας που εγκαθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου για χρονικό διάστημα που καθορίζει το Δικαστήριο:

Νοείται ότι διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου δύναται να τροποποιηθεί, να ανανεωθεί ή να καταργηθεί από το Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το διάταγμα ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

(δ) τη διάλυση του νομικού προσώπου∙

(ε) το προσωρινό ή το μόνιμο κλείσιμο των υποστατικών ή εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος∙

(στ) την απαγόρευση εργοδότησης του καταδικασθέντος σε χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά∙

(ζ) τον τερματισμό απασχόλησης του καταδικασθέντος σε χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά∙

(η) την απαγόρευση διαμονής του καταδικασθέντος στο χώρο διαμονής του θύματος ή άλλων παιδιών ή σε χώρο ο οποίος γειτνιάζει είτε με τον τόπο διαμονής του θύματος ή άλλων παιδιών είτε με οργανωμένους χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά∙

(θ) την κατάσχεση και τη δήμευση οποιουδήποτε αντικειμένου ή μέσου το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16∙

(ι) την ενεργοποίηση του συστήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης και προειδοποίησης όπως αυτό καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 21Β του περί Φυλακών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Το Δικαστήριο δύναται, με τη συγκατάθεση του προσώπου για το οποίο εκδίδεται το διάταγμα, να διατάξει την υποβολή του προσώπου αυτού σε διαγνωστική εξέταση από ψυχίατρο και/ή κλινικό ψυχολόγο των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας ή θεραπεία από ψυχίατρο και/ή κλινικό ψυχολόγο των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας:

Νοείται ότι σε περίπτωση που το πιο πάνω πρόσωπο εκτίει ποινή φυλάκισης η ευθύνη της αξιολόγησης, αντιμετώπισης πιθανής συννοσηρότητας, παρακολούθησης, προσπάθειας ανάπτυξης θεραπευτικών κινήτρων, στήριξης για βελτίωση της εναισθησίας του καταδικασθέντος, και προετοιμασία του για εποπτεία η οποία δύναται να διαταχθεί και μετά την αποφυλάκισή του ανήκει στο Τμήμα Ψυχικής Υγείας των Φυλακών.

(3) Παράλειψη συμμόρφωσης με διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, σε περίπτωση που πρόσωπο καταδικάζεται για αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου, η εν λόγω καταδίκη καταχωρείται στο ποινικό μητρώο αυτού και δεν διαγράφεται.

(5) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για τη διάπραξη αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, το Δικαστήριο, δύναται κατά την επιβολή ποινής να λαμβάνει υπόψη του τυχόν προηγούμενες καταδίκες του ίδιου προσώπου από Δικαστήρια των άλλων συμβαλλομένων κρατών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση ενάντια στην Εμπορία Ανθρώπων, όπως αυτή κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση ενάντια στην Εμπορία Ανθρώπων (Κυρωτικό) Νόμο και της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Παιδιών ενάντια στη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική Κακοποίηση η οποία υπογράφτηκε στο Lanzarote στις 25 Οκτωβρίου 2007.

(6) Πέραν τις ποινικής ευθύνης για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, ο καταδικασθείς υπέχει επίσης και αστική ευθύνη.

Υποκίνηση, συνέργια και απόπειρα διάπραξης των αδικημάτων του παρόντος Νόμου

15.(1) Όποιος συνδράμει, υποκινεί ή συνεργάζεται με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για τη διάπραξη αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στην ίδια ποινή φυλάκισης που φέρουν τα εν λόγω αδικήματα για τον αυτουργό.

(2) Όποιος αποπειράται τη διάπραξη των αδικημάτων τα οποία προνοούνται στα εδάφια (3), (4), (5), (6) και (7) του άρθρου 6, στα εδάφια (1), (2), (5), (6), (7) και (8) του άρθρου 7, και στα εδάφια (3), (4), (5) και (6) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα (14) έτη.

(3) Όποιος αποπειράται τη διάπραξη των αδικημάτων τα οποία προνοούνται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 6, στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 7, στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 8, και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα εφτά (7) έτη.

(4) Για την απόδειξη των αδικημάτων της απόπειρας, συνδρομής, υποκίνησης, συνέργειας για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 20 μέχρι 23 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

Γενεσιουργά αδικήματα και δήμευση προϊόντων αδικημάτων

16.(1) Τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 7 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου θεωρούνται γενεσιουργά αδικήματα δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Οποιαδήποτε έσοδα προκύπτουν από τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 7 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου δημεύονται δυνάμει των διατάξεων του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το προϊόν δήμευσης που προκύπτει δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) καθώς και οποιαδήποτε χρηματική ποινή που επιβάλλεται από το Δικαστήριο για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου, κατατίθενται στο Ταμείο Ανήλικων Θυμάτων Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης και Κακοποίησης που εγκαθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 46 του παρόντος Νόμου.

Επέκταση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων

17.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα και παρά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα, τα δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφόσον αυτά διαπράττονται για λογαριασμό νομικού προσώπου το οποίο είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα και παρά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα, τα δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφόσον αυτά διαπράττονται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος στο οποίο υπάρχει πρόσβαση από το έδαφος της Δημοκρατίας, ασχέτως εάν το ηλεκτρονικό σύστημα ευρίσκεται ή όχι στο έδαφος της Δημοκρατίας.

Αποκλεισμός ορισμένων υπερασπίσεων

18.(1) Δεν αποτελεί υπεράσπιση σχετικά με οποιοδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ή δεν πίστευε ότι το θύμα του αδικήματος ήταν παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει την ηλικία συναίνεσης.

(2) Η συναίνεση του παιδιού το οποίο δεν έχει φτάσει την ηλικία συναίνεσης, είτε αυτή είναι πραγματική είτε δίνεται ως αποτέλεσμα χρήσης απειλής ή βίας ή άλλης μορφής εξαναγκασμού ή δόλου ή εξαπάτησης ή κατάχρησης εξουσίας ή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης του παιδιού ή παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων δεν αποτελεί υπεράσπιση σχετικά με οποιοδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

Επιβαρυντικές περιστάσεις

19. Κατά την εκδίκαση των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 9 και 15 και στην επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, ως επιβαρυντικές οι ακόλουθες περιστάσεις:

(α) Η διάπραξη του αδικήματος εξέθεσε εξ υπαίτιας ή ανυπαίτιας σοβαρής μορφής αμέλειας σε κίνδυνο τη ζωή του θύματος∙

(β) το αδίκημα διεπράχθη εις βάρος παιδιού ευάλωτης θέσης, όπως για παράδειγμα παιδιού με διανοητική ή σωματική αναπηρία, σε κατάσταση εξάρτησης ή σε κατάσταση σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας∙

(γ) το αδίκημα διεπράχθη από μέλος της οικογένειας του θύματος, από πρόσωπο που συγκατοικεί με το θύμα ή από πρόσωπο που έχει κάνει κατάχρηση θέσεως εμπιστοσύνης, επιρροής ή εξουσίας·

(δ) το αδίκημα διεπράχθη από τουλάχιστον δύο πρόσωπα που ενέργησαν από κοινού·

(ε) κατά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος χρησιμοποιήθηκε βία ή προκλήθηκε βλάβη στο θύμα∙

(στ) το ποινικό αδίκημα διεπράχθη στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 63Β του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

(ζ) ο δράστης έχει καταδικασθεί στο παρελθόν για αδικήματα του ίδιου τύπου·

(η) το αδίκημα διεπράχθη από δημόσιο λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Μεταχείριση παιδιών θυτών

20. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, δικαστήριο το οποίο εκδικάζει υπόθεση για διάπραξη αδικήματος που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο από παιδί λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον τόσο του παιδιού θύματος όσο και του παιδιού θύτη αποφασίζει, όπου αυτό είναι δυνατό, την εφαρμογή του περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμου και εφαρμόζει την αρχή ότι η επιβολή της ποινής της φυλάκισης αποτελεί την έσχατη λύση και, σε περίπτωση που αποφασίζει την επιβολή ποινής φυλάκισης, κατά τον καθορισμό της λαμβάνει σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι πρόκειται για παιδί.

Ενισχυτική μαρτυρία και άμεση καταγγελία αποδεκτή ως μαρτυρία

21.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.

(2) Χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, καταγγελία η οποία γίνεται από θύμα αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο προς οποιοδήποτε αστυνομικό, λειτουργό κοινωνικών υπηρεσιών, ψυχολόγο, ψυχίατρο ή γιατρό άλλης ειδικότητας που εξετάζει το θύμα, εκπαιδευτικό, μέλος μη κυβερνητικού οργανισμού που παρέχει συνδρομή και στήριξη σε θύματα ή μέλος του στενού περιβάλλοντος του θύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξή του, αποτελεί ικανή μαρτυρία.

(3) Μαρτυρία θύματος που δίδεται σε εμπειρογνώμονα αποτελεί ικανή μαρτυρία.

Τήρηση Αρχείου και υποχρέωση κοινοποίησης

22.(1) Η Αστυνομία διατηρεί Αρχείο, στο οποίο καταχωρούνται τα αναφερόμενα στο εδάφιο (2) στοιχεία σε σχέση με φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία καταδικάστηκαν για οποιοδήποτε από τα πιο κάτω αδικήματα ή για τα οποία λαμβάνεται ειδοποίηση ότι καταδικάστηκαν για τέτοιου είδους αδικήματα στο εξωτερικό, σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ ή οποιασδήποτε διεθνούς συνθήκης που έχει υπογράψει η Δημοκρατία:

(α) Αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου,

(β) αδίκημα κατά παιδιού που προβλέπεται στο Μέρος IV του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου,

(γ) αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 9, 10 και 11 των περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμων του 2007 και 2012,

(δ) αδίκημα κατά ανηλίκου που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 4 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000,

(ε) αδίκημα που προβλέπεται στον περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(στ) αδίκημα που προβλέπεται στον περί Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, για την Πώληση Παιδιών, Παιδική Πορνεία και Πορνογραφία (Κυρωτικού) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(ζ) αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 9, 10 και 11 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Τα πιο κάτω στοιχεία καταχωρούνται στο Αρχείο το οποίο δημιουργείται δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου για κάθε πρόσωπο που εμπίπτει στις πρόνοιες του παρόντος άρθρου:

(α) Η ημερομηνία γέννησής του ή, στην περίπτωση νομικού πρόσωπου, η ημερομηνία εγγραφής του στο Μητρώο Εταιρειών,

(β) ο αριθμός ταυτότητάς του ή, στην περίπτωση νομικού πρόσωπου, ο αριθμός εγγραφής του στο Μητρώο Εταιρειών,

(γ) το όνομά του και, σε περίπτωση που χρησιμοποιεί άλλο όνομα ή άλλα ονόματα, τα ονόματα αυτά,

(δ) η διεύθυνση κατοικίας του ή, στην περίπτωση νομικού πρόσωπου, τη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου του κατά την ημερομηνία συμπερίληψής του στο Αρχείο,

(ε) η διεύθυνση οποιουδήποτε υποστατικού εντός του εδάφους της Δημοκρατίας στο οποίο διαμένει ή παραμένει τακτικά ή εργοδοτείται ή διεξάγει εργασίες,

(στ) σε περίπτωση που έχει διαβατήριο ή διαβατήρια, οι πιο κάτω λεπτομέρειες για κάθε διαβατήριο που κατέχει:

(i) Η εκδίδουσα αρχή,

(ii) ο αριθμός διαβατηρίου,

(iii) οι ημερομηνίες έκδοσης και λήξης, και

(iv) το όνομα και η ημερομηνία γέννησης του προσώπου στο οποίο εκδόθηκε το διαβατήριο,

(ζ) τρεις φωτογραφίες του (πρόσοψη και προφίλ),

(η) το ύψος του,

(θ) τα δακτυλικά του αποτυπώματα,

(ι) δεδομένα σχετικά με το γενετικό του προφίλ (DNA), και

(κ) οι κατηγορίες για τις οποίες έχει καταδικασθεί, οι κατηγορίες για τις οποίες υπήρξε άμεση παραδοχή και ο συνήθης τρόπος δράσης αυτού.

(3) Πρόσωπο το οποίο έχει καταδικασθεί για αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου υπέχει υποχρέωση κοινοποίησης στην Αστυνομία των στοιχείων που καθορίζονται στο εδάφιο (2), καθώς και υποχρέωση κοινοποίησης στην Αστυνομία οποιασδήποτε αλλαγής στα στοιχεία αυτά εντός τριών (3) ημερών από την ημερομηνία της αλλαγής αυτής ή πριν από αυτή την ημερομηνία, καθώς και για τη χρήση οποιουδήποτε ονόματος άλλου από αυτά που έχει δηλώσει εντός τριών (3) ημερών από την ημερομηνία της χρήσης αυτού ή πριν από αυτή την ημερομηνία:

Νοείται ότι, ο καταδικασθείς δύναται να ειδοποιήσει την Αστυνομία για τα πιο πάνω στοιχεία μέχρι και τρεις (3) ημέρες πριν την ημερομηνία αλλαγής των στοιχείων αυτών ή της χρήσης άλλου ονόματος καθορίζοντας και την ημερομηνία που πρόκειται να πραγματοποιηθεί αυτή η αλλαγή ή η χρήση:

Νοείται περαιτέρω ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, ο καταδικασθείς υπέχει υποχρέωση κοινοποίησης στην Αστυνομία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από την ημερομηνία αλλαγής σε σχέση με τα στοιχεία που καθορίζονται στις παραγράφους (δ) και (ε) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.

(4) Ο καταδικασθείς κοινοποιεί στην Αστυνομία τα αναφερόμενα στις παραγράφους (α) έως (ζ) του εδαφίου (2) στοιχεία σε κάθε περίπτωση τουλάχιστο μία (1) φορά κάθε έτος, μετά την αρχική τους κοινοποίηση.

(5) Παράλειψη συμμόρφωσης με την υποχρέωση κοινοποίησης που επιβάλλεται δυνάμει των προνοιών του παρόντος άρθρου συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(6) Οποιοσδήποτε προτίθεται να εργοδοτήσει πρόσωπο για επαγγελματικές ή οργανωμένες δραστηριότητες ή δραστηριότητες εθελοντικού χαρακτήρα, οι οποίες περιλαμβάνουν τακτικές επαφές με παιδιά, υπέχει υποχρέωση όπως μην προχωρήσει στην εργοδότηση οποιουδήποτε προσώπου, εκτός εάν αυτό προσκομίσει πιστοποιητικό ότι δεν περιλαμβάνεται στο Αρχείο που τηρείται δυνάμει των προνοιών του παρόντος άρθρου.

(7) Παράλειψη συμμόρφωσης με την υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Διάρκεια υποχρέωσης ειδοποίησης

23.(1) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (2), η αναφερόμενη στο άρθρο 22 υποχρέωση κοινοποίησης υφίσταται για περίοδο που καθορίζεται ως ακολούθως:

(α) Σχετικά με πρόσωπο που καταδικάστηκε σε διά βίου φυλάκιση ή σε φυλάκιση για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των τριάντα (30) μηνών, επ’ αόριστον,

(β) σχετικά με πρόσωπο που καταδικάστηκε σε φυλάκιση για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών αλλά όχι μεγαλύτερη των τριάντα (30) μηνών, για περίοδο δέκα (10) ετών αρχόμενη από την ημερομηνία της καταδίκης του,

(γ) σχετικά με πρόσωπο που καταδικάστηκε σε φυλάκιση για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, για περίοδο επτά (7) ετών αρχόμενη από την ημερομηνία της καταδίκης του.

(2) Σε περίπτωση που ο καταδικασθείς είναι πρόσωπο το οποίο κατά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος ήταν ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών, οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) περίοδοι υποχρέωσης ειδοποίησης μειώνονται κατά το ένα δεύτερο (1/2).

(3) Στον υπολογισμό των αναφερόμενων στα εδάφια (1) και (2) χρονικών περιόδων, δε λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε χρονική περίοδος κατά την οποία ο καταδικασθείς βρίσκεται σε φυλάκιση ή σε κράτηση.

Μέθοδος ειδοποίησης

24. Ο καταδικασθείς δίνει την αναφερόμενη στο άρθρο 22 ειδοποίηση στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό της επαρχίας στην οποία διαμένει κατά τη χρονική στιγμή της ειδοποίησης και λαμβάνει γραπτή απόδειξη στην οποία αναφέρεται ότι λήφθηκε η εν λόγω ειδοποίηση.

Αναθεώρηση επ’ αόριστον υποχρέωσης ειδοποίησης

25.(1) Η επ’ αόριστον υποχρέωση ειδοποίησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 23, αναθεωρείται μετά από την πάροδο δεκαπέντε (15) ετών από την ημερομηνία καταδίκης του καταδικασθέντος:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το εν λόγω πρόσωπο ήταν ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών κατά την ημερομηνία της καταδίκης του, η χρονική αυτή περίοδος μειώνεται στα οκτώ (8) έτη.

(2) Κατά τον υπολογισμό της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) χρονικής περιόδου δε λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε χρονική περίοδος κατά την οποία ο καταδικασθείς βρίσκεται σε φυλάκιση ή σε κράτηση.

Λήψη της απόφασης από το δικαστήριο και ενημέρωση του καταδικασθέντος

26.(1) Στο τέλος της αναφερόμενης στο άρθρο 23 χρονικής περιόδου, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας υποβάλλει στο αρμόδιο δικαστήριο όλα τα σχετικά στοιχεία και το δικαστήριο αποφασίζει είτε τη συνέχιση της υποχρέωσης κοινοποίησης για περαιτέρω περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη είτε τη διακοπή αυτής.

(2) Σε περίπτωση το δικαστήριο αποφασίσει τη συνέχιση της υποχρέωσης ειδοποίησης, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας υποβάλλει στο αρμόδιο δικαστήριο όλα τα σχετικά στοιχεία κατά το τέλος της χρονικής περιόδου που καθορίζεται στην απόφαση αυτή, και το δικαστήριο αποφασίζει εκ νέου είτε τη συνέχιση της υποχρέωσης ειδοποίησης για περαιτέρω περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη είτε τη διακοπή αυτής.

(3) Η Αστυνομία ενημερώνει τον καταδικασθέντα, όχι αργότερα από την ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται τα δεκαπέντε (15) ή τα οκτώ (8) έτη, ανάλογα με την περίπτωση, κατά πόσο συνεχίζεται ή τερματίζεται η υποχρέωση ειδοποίησης, με επίδοση της απόφασης του δικαστηρίου.

(4) Κατά τη λήψη της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) απόφασης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

(α) Την πιθανότητα ο καταδικασθείς να αποτελεί κίνδυνο πρόκλησης σεξουαλικής βλάβης στον πληθυσμό ή σε μέρος του πληθυσμού της Δημοκρατίας,

(β) τη σοβαρότητα του αδικήματος ή των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε, στην οποία καταδίκη βασίζεται η υποχρέωση ειδοποίησης,

(γ) το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος ή των αδικημάτων,

(δ) κατά πόσο ο καταδικασθείς διέπραξε αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου,

(ε) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης από το δικαστήριο,

(στ) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος,

(ζ) την ηλικία του ανήλικου προσώπου που ήταν το θύμα τέτοιου αδικήματος και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ του θύματος και του καταδικασθέντος,

(η) οποιαδήποτε άλλη καταδίκη για αδίκημα που περιλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο ή/και αδίκημα κατά των ηθών εναντίον ανήλικου προσώπου δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου,

(θ) κατά πόσο εκκρεμεί ποινική διαδικασία εναντίον του καταδικασθέντος για αδίκημα που περιλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο ή/και αδίκημα κατά των ηθών εναντίον ανήλικου προσώπου δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου,

(ι) οποιαδήποτε στοιχεία κατατέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αναφορικά με τον κίνδυνο που αποτελεί ο καταδικασθείς στον πληθυσμό ή σε οποιοδήποτε μέρος του πληθυσμού της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης της άποψης της Αρχής Εποπτείας,

(ια) οποιαδήποτε στοιχεία κατατέθηκαν από ή εκ μέρους του καταδικασθέντος που να καταδεικνύουν ότι αυτός δεν αποτελεί κίνδυνο στον πληθυσμό ή σε οποιοδήποτε μέρος του πληθυσμού της Δημοκρατίας,

(ιβ) οτιδήποτε άλλο το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη λήψη της απόφασής του.

Δικαίωμα του καταδικασθέντος για υποβολή αίτησης αναθεώρησης

27. Σε περίπτωση που η Αστυνομία δεν καταθέσει τα σχετικά στοιχεία στο δικαστήριο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 του παρόντος Νόμου, ο καταδικασθείς δύναται να απευθυνθεί ο ίδιος στο δικαστήριο, με γραπτό αίτημά του, για αναθεώρηση της υποχρέωσης ειδοποίησης και το δικαστήριο λαμβάνει σχετική απόφαση όπως προβλέπεται στο άρθρο αυτό.

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών

28. Τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 22 του παρόντος Νόμου, καθώς και του ποινικού μητρώου των καταδικασθέντων προσώπων, διαβιβάζονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στην Απόφαση-Πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ.

Επιπρόσθετες υποχρεώσεις Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Αρχηγού της Αστυνομίας σε σχέση με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων

29. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο Αρχηγός της Αστυνομίας και το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί προς εκδίκαση ποινική υπόθεση για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου, στο πλαίσιο των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να -

(α) διασφαλίσουν ότι η ποινική διαδικασία που αφορά τα αδικήματα που προβλέπονται στο παρόντα Νόμο έχει προτεραιότητα και διεξάγονται χωρίς καθυστέρηση∙

(β) διασφαλίσουν ότι η διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας δεν θα επιδεινώσει την τραυματική εμπειρία που βίωσε το θύμα∙

(γ) εξασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα, οι μονάδες ή οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα, δίωξη και προσαγωγή των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο τυγχάνουν της ανάλογης επιμόρφωσης αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου∙

(δ) θέσουν στη διάθεση των προσώπων, μονάδων ή υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στον παρόντα Νόμο, αποτελεσματικά εργαλεία έρευνας, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται κατά του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων σοβαρών εγκλημάτων καθώς και άλλων απαραίτητων μέσων και διευκολύνσεων∙

(ε) δοθεί η δυνατότητα στις ερευνητικές μονάδες ή υπηρεσίες να επιχειρούν την ταυτοποίηση των θυμάτων των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 6 έως 10, ειδικότερα μέσω ανάλυσης υλικού παιδικής πορνογραφίας, όπως φωτογραφίες και οπτικοακουστικές εγγραφές που μεταδίδονται ή καθίστανται διαθέσιμες μέσω της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών· και

(στ) διασφαλιστεί ότι η αβεβαιότητα για την πραγματική ηλικία του θύματος δεν θα αποτρέψει την εκκίνηση των ποινικών ερευνών.

Αναφορά υποψίας σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης παιδιών και προώθηση καταγγελίας

30.(1) Οποιοσδήποτε παραλείπει να καταγγείλει περίπτωση που περιέρχεται σε γνώση του, όπου εμπλέκεται παιδί ή παιδί με διανοητική ή ψυχική ανεπάρκεια σε αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου ή δεν προωθεί σχετική καταγγελία, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δεκαπέντε (15) έτη ή σε χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, κατά την επιμέτρηση της ποινής το δικαστήριο λαμβάνει ως επιβαρυντική περίσταση το γεγονός ότι το πρόσωπο που παραλείπει να καταγγείλει ή δεν προωθεί καταγγελία, είναι εκπαιδευτικός, λειτουργός των κοινωνικών υπηρεσιών ή δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα ή μέλος του αστυνομικού σώματος ή επαγγελματίας υγείας, όπως ψυχίατρος, ιατρός οποιασδήποτε άλλης ειδικότητας, νοσηλευτής, ψυχολόγος ή άλλος επαγγελματίας με συναφείς προς το αντικείμενο δραστηριότητες.

(3) Κατά την επιμέτρηση της ποινής για την διάπραξη του αδικήματος που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν αποτελεί υπεράσπιση ότι τα άτομα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) παρέλειψαν να προβούν σε καταγγελία λόγω του επαγγελματικού τους απόρρητου.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΘΥΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Υποχρεώσεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών για τα μέτρα συνδρομής, στήριξης και προστασίας των θυμάτων

31.(1) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες καθώς και οι εμπλεκόμενοι μη κυβερνητικοί οργανισμοί μεταχειρίζονται τα θύματα με τον οφειλόμενο σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους, αναγνωρίζουν τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντά τους, ιδίως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας καθώς και διασφαλίζουν ότι τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης, που ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στο συμφέρον τους, την κατάστασή τους, την ηλικία και το βαθμό της ωριμότητάς τους.

(2) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζουν ότι παρέχεται συνδρομή, στήριξη και προστασία σε παιδί αμέσως μόλις αυτές ή οποιαδήποτε άλλη εμπλεκόμενη υπηρεσία, έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι ενδέχεται να έχει διαπραχθεί εις βάρος του κάποιο εκ των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 έως 10 και 15 ανεξαρτήτως της προθυμίας του παιδιού να συνεργαστεί σε ποινική ανάκριση, έρευνα, δίωξη ή δίκη.

(3) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζουν ότι, όταν η ηλικία προσώπου που έχει υποστεί κάποιο εκ των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 έως 10 και 15 είναι αβέβαιη και υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι πρόκειται για παιδί, το εν λόγω πρόσωπο θεωρείται κατά τεκμήριο παιδί, έτσι ώστε να έχει άμεση πρόσβαση σε συνδρομή, στήριξη και προστασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου.

Διάταγμα απομάκρυνσης θύματος

32.(1) Το δικαστήριο δύναται, κατά ή μετά την εκδίκαση υπόθεσης για τα αδικήματα τα οποία προνοούνται στον παρόντα Νόμο, να διατάξει για οποιαδήποτε χρονική περίοδο ήθελε κρίνει αναγκαία την απομάκρυνση του θύματος και την τοποθέτησή του σε ασφαλές μέρος ή την ανάθεση της φροντίδας του στο Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εφόσον κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο προς το συμφέρον του παιδιού, και νοουμένου ότι οποιαδήποτε άλλα μέτρα εναντίον του θύτη δεν εξασφαλίζουν το συμφέρον και την προστασία του παιδιού.

(2) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης θύματος εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 33 του παρόντος Νόμου.

Προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή απομάκρυνσης θύματος

33.(1) Το δικαστήριο δύναται, έπειτα από αίτηση μέλους της οικογένειας ή της αστυνομίας ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή του Επιτρόπου ή άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε απ' αυτούς, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του υπόπτου ή απομάκρυνσης θύματος, μέχρις ότου καταχωρισθεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου για ποινικό αδίκημα το οποίο προνοείται στον παρόντα Νόμο.

(2) Το δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα καθ’ οιονδήποτε χρόνο έπειτα από αίτηση που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή οποιουδήποτε προσώπου που είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την αναγκαιότητα προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.

(3)(α) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει το δικαστήριο.

(β) Κατά την ορισμένη από το δικαστήριο ημέρα και ώρα το δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα το παρατείνει μέχρι οκτώ επιπρόσθετες ημέρες.

(γ) Το δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ διατάγματος για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες σε κάθε περίπτωση, χωρίς όμως η συνολική περίοδος ισχύος του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις (24) ημέρες πριν από την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου.

(δ) Το δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου να εκδώσει ή παρατείνει διάταγμα αποκλεισμού ή απομάκρυνσης θύματος με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

Διάταγμα αποκλεισμού

34.(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει εναντίον προσώπου που κατηγορείται για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος με βάση τον παρόντα Νόμο, διάταγμα, το οποίο θα ισχύει για την περίοδο και με τους όρους που δυνατό να θέσει, με το οποίο να απαγορεύει σε αυτό να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή το χώρο διαμονής του θύματος ή σε χώρους όπου συχνάζουν παιδιά.

(2) Το δικαστήριο στο διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδει ορίζει ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης του διατάγματος αυτού.

(3) Κατά την πιο πάνω εξέταση, το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του κατηγορούμενου, του θύματος ή εκπροσώπου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός όπου δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του κατηγορούμενου, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.

(4) Ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.

(5) Διάταγμα αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής του παρόντος άρθρου ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου.

(6) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα αποκλεισμού και το οποίο, ενώ το εν λόγω διάταγμα βρίσκεται σε ισχύ, παραβαίνει οποιοδήποτε από τους όρους που περιλαμβάνονται σ' αυτό διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη.

Προστασία θυμάτων από ποινικοποίηση

35.(1) Τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης δεν διώκονται ποινικά και δεν υπόκεινται σε κυρώσεις για τη συμμετοχή τους σε εγκληματικές δραστηριότητες, τις οποίες εξαναγκάστηκαν να διαπράξουν ως άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι υπέστησαν οιαδήποτε των πράξεων μνεία των οποίων γίνεται στα άρθρα 6 και 7 και στο εδάφιο (5) του άρθρου 8.

(2) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται υπόθεση εναντίον θύματος για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, εφόσον διαπιστώσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), σε περίπτωση που η ποινική δίωξη εναντίον του δεν διακοπεί, ακόμα και εάν κριθεί ένοχο το θύμα, δεν επιβάλλει οποιαδήποτε ποινή ή τιμωρία.

Δικαίωμα λήψης πληροφοριών

36.(1) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ή/και η Αστυνομία κατά την πρώτη τους επαφή με το θύμα ή/και τον κηδεμόνα του, ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό ωριμότητας, παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, σε γλώσσα που κατανοεί, αναφορικά με τα δικαιώματά του, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Σε ποιές υπηρεσίες ή οργανώσεις μπορεί να προσφεύγει για να του δοθεί υποστήριξη σε σχέση με την παροχή προστασίας, φροντίδας, ψυχολογικής στήριξης, νομικών ή άλλων συμβουλών·

(β) το είδος της υποστήριξης που μπορεί να λαμβάνει σε σχέση με την ποινική διαδικασία·

(γ) πού και με ποιο τρόπο μπορεί να υποβάλει καταγγελία εναντίον του δράστη·

(δ) τις διαδικασίες που έπονται της καταγγελίας και το ρόλο του ως θύμα στα πλαίσια των διαδικασιών αυτών·

(ε) πώς και υπό ποιους όρους μπορεί να λάβει προστασία·

(στ) σε ποιο βαθμό και υπό ποιους όρους έχει πρόσβαση σε:

(i) νομικές συμβουλές, ή

(ii) νομική συνδρομή, ή

(iii) συμβουλές κάθε άλλου είδους,

και στις περιπτώσεις (i) και (ii), κατά πόσο έχει το σχετικό δικαίωμα·

(ζ) ποιες προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν για να δικαιούται αποζημίωσης·

(η) εάν κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος ή επιθυμεί να μεταβεί στο κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα καταγωγής του, ποιοι ιδιαίτεροι μηχανισμοί είναι διαθέσιμοι για την υπεράσπιση των συμφερόντων του.

(2) Εφόσον το θύμα ή ο κηδεμόνας ή ο εκπρόσωπός του θύματος ο οποίος διορίζεται δυνάμει του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου το επιθυμεί, η Αστυνομία, το ενημερώνει αναφορικά με -

(α) τη συνέχεια που δόθηκε στην καταγγελία του·

(β) τα στοιχεία που του επιτρέπουν, εάν ασκηθεί ποινική δίωξη, να πληροφορηθεί την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας σχετικά με τον κατηγορούμενο για τις εγκληματικές πράξεις που το αφορούν, εκτός εάν κατά την κρίση των διωκτικών αρχών και σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαταραχθεί η ομαλή διεξαγωγή της υπόθεσης· και

(γ) την απόφαση που εξέδωσε το δικαστήριο.

(3) Σε περίπτωση που οι διωκτικές αρχές κρίνουν ότι το θύμα κινδυνεύει από την προφυλάκιση υπόδικου ή την απόλυση του κατάδικου το ενημερώνουν και λαμβάνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις.

(4) Το θύμα έχει δικαίωμα να αποποιηθεί εγγράφως της λήψης των πληροφοριών του παρόντος άρθρου, εκτός εάν η αποστολή των πληροφοριών είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τους όρους της σχετικής ποινικής διαδικασίας.

Εγγυήσεις επικοινωνίας και δικαίωμα σε νομικές συμβουλές

37.(1) Οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν την προστασία των παιδιών που καταγγέλλουν περιπτώσεις κακοποίησης εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος.

(2) Οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μειώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις τυχόν δυσχέρειες επικοινωνίας που επηρεάζουν την κατανόηση ή τη συμμετοχή θύματος το οποίο έχει την ιδιότητα του μάρτυρα, κατά τα στάδια της ποινικής διαδικασίας.

(3) Κάθε θύμα, ανεξάρτητα από την προθυμία του να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές, για την ποινική έρευνα, δίωξη ή δίκη, έχει δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε νομικές συμβουλές σύμφωνα με τον περί Δικηγόρων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και σε περίπτωση που δεν έχει επαρκείς πόρους έχει δικαίωμα σε δωρεάν νομική αρωγή ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Νομικής Αρωγής Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(4) Οι διαδικασίες που εφαρμόζονται για την παραχώρηση νομικής αρωγής σε θύμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 57 του παρόντος Νόμου.

(5) Επιπρόσθετα από τις νομικές συμβουλές, η Δημοκρατία αποζημιώνει τα θύματα τα οποία συνεργάζονται με τις διωκτικές αρχές ως μάρτυρες σε ποινική διαδικασία για οποιαδήποτε έξοδα στα οποία αυτά υπόκεινται λόγω της συμμετοχής τους στην ποινική διαδικασία.

(6) Οποιαδήποτε οργάνωση, ίδρυμα, σωματείο ή μη κυβερνητική οργάνωση, η οποία έχει στο καταστατικό της ως σκοπό την στήριξη και προστασία θυμάτων των αδικημάτων της σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης μπορεί, εφόσον το θύμα ή ο κηδεμόνας του συναινεί σε αυτό, να βοηθά και να στηρίζει το θύμα κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

Προστασία του θύματος και των μελών της οικογένειας του με βάση το Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης

38.(1) Θύμα των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου θεωρείται μάρτυρας που χρήζει βοήθειας κατά την έννοια του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και εντάσσεται στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 17 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, κατά την εκπόνηση του Σχεδίου Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κατά την κρίση του, διασφαλίζει, επίσης, ότι -

(α) λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ταυτότητα και η εικόνα του θύματος και να αποτρέπεται η κοινοποίηση πληροφοριών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή του,

(β) λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε να εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας για το θύμα και, όταν αυτό ενδείκνυται, για την οικογένειά του ή για πρόσωπα εξομοιούμενα με μέλη της οικογενείας του,

(γ) η προστασία αυτή διαρκεί και μετά από τη λήξη της ποινικής διαδικασίας.

(3) Εφόσον υπό τις περιστάσεις κριθεί αναγκαίο, οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν ότι παρέχεται αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη των δραστών στα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Οποιοδήποτε πρόσωπο, άλλο από το θύμα, το οποίο αναφέρει τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή συνεργάζεται διαφορετικά με οποιοδήποτε τρόπο με τις διωκτικές αρχές·

(β) οποιοδήποτε μάρτυρα, άλλο από το θύμα, ο οποίος δίνει κατάθεση αναφορικά με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο·

(γ) όπου είναι αναγκαίο, τα μέλη της οικογένειας του θύματος και των προσώπων που καθορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου·

(4) Οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία και απαραίτητα μέτρα για την παροχή κατάλληλης προστασίας από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη των δραστών των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για μέλη οργανώσεων, ιδρυμάτων, σωματείων ή μη κυβερνητικών οργανώσεων που ασκούν δραστηριότητες ή παρέχουν συνδρομή στα θύματα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(5) Οι διωκτικές αρχές εξασφαλίζουν ότι η διερεύνηση ή η άσκηση ποινικής δίωξης δεν εξαρτώνται από την υποβολή παραπόνου ή καταγγελίας από το θύμα ή εκπρόσωπό του και ότι η ποινική διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί ακόμα και εάν το πρόσωπο αυτό αποσύρει την κατάθεσή του.

(6) Οι διωκτικές αρχές συνεχίζουν τη δίωξη και μετά την ενηλικίωση του θύματος.

Δικαίωμα θύματος για αποζημιώσεις

39.(1) Ανεξάρτητα και χωρίς επηρεασμό οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου ή θεραπείας που προβλέπεται δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, το θύμα έχει θεσμικό αγώγιμο δικαίωμα αποζημιώσεων κατά παντός υπευθύνου, για τα διαπραχθέντα σε βάρος του ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και για παραβιάσεις των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων, ο οποίος υπέχει αντίστοιχη αστική ευθύνη για την καταβολή ειδικών και γενικών αποζημιώσεων προς τα θύματά του.

(2) Δικαιοδοσία για την εκδίκαση αγωγής για αποζημίωση, ως προνοείται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, έχει το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο ως αυτό καθορίζεται από τον περί Δικαστηρίων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(3) Οι πιο πάνω αναφερόμενες γενικές αποζημιώσεις πρέπει να είναι δίκαιες και εύλογες και κατά τον υπολογισμό τους το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

(α) Την έκταση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ή σεξουαλικής κακοποίησης και το όφελος που ο δράστης αποκόμισε ή μπορούσε να αποκομίσει από την εκμετάλλευση ή κακοποίηση του θύματος∙

(β) το βαθμό της υπαιτιότητας του δράστη∙ και

(γ) τη συγγένεια ή τη σχέση εξουσίας ή επιρροής του δράστη προς το θύμα του.

(4) Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό βαναυσότητας της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης ή το βαθμό συγγένειας ή σχέσης εξουσίας του δράστη με το θύμα, δύναται να επιδικάζει τιμωρητικές αποζημιώσεις.

(5) Σε περίπτωση θανάτου του θύματος, θεσμικό αγώγιμο δικαίωμα για αποζημίωση έχουν οι γονείς ή οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας ή ο διαχειριστής της περιουσίας του.

(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το αγώγιμο δικαίωμα του παιδιού θύματος δεν παραγράφεται.

Δικαίωμα σε νομικές συμβουλές και νομική εκπροσώπηση για άσκηση του δικαιώματος σε αποζημίωση

40.(1) Κάθε θύμα, ανεξάρτητα από την προθυμία του να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές, για την ποινική έρευνα, δίωξη ή δίκη, έχει δικαίωμα-

(α) άμεσης πρόσβασης σε νομικές συμβουλές και νομική εκπροσώπηση για την απαίτηση αποζημίωσης, σύμφωνα με τον περί Δικηγόρων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(β) νομικής αρωγής κατά τα προβλεπόμενα στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

 

Θύματα που διαμένουν εκτός της Δημοκρατίας

41.(1) Στην περίπτωση που το θύμα είναι υπήκοος ή κάτοικος άλλου κράτους, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να μειώσουν τις δυσκολίες που ανακύπτουν όταν το θύμα κατοικεί σε άλλο κράτος ιδίως όσον αφορά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας, εφαρμόζοντας, σε σχέση με κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις διατάξεις του περί Σύμβασης καταρτιζόμενης από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 34 της Συνθήκης για την Ε.Ε., για την Αμοιβαία Συνεργασία επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. και του Πρωτοκόλλου της (Κυρωτικού) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Καταγγελία θύματος αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το οποίο έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος, προς τις αρχές του κράτους μέλους της κατοικίας του, εφόσον διαβιβαστεί στις διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας, διερευνάται με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα διερευνάτο σε περίπτωση που το θύμα βρισκόταν στη Δημοκρατία.

Προστασία των θυμάτων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας

42.(1) Στην περίπτωση που οι γονείς ή οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας αποκλείονται από την εκπροσώπηση του παιδιού λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του θύματος ή στην περίπτωση που το παιδί είναι ασυνόδευτο ή αποχωρισμένο από την οικογένειά του, το δικαστήριο δύναται να διορίσει τον Επίτροπο για τη νομική εκπροσώπηση του παιδιού στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας ή διαδικασίας σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων υπεράσπισης των κατηγορουμένων, οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν ότι στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου -

(α) οι συνεντεύξεις με το θύμα πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από τότε που τα γεγονότα έχουν αναφερθεί είτε στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας είτε στις διωκτικές αρχές·

(β) οι συνεντεύξεις με το θύμα πραγματοποιούνται, εφόσον είναι δυνατό, σε χώρους σχεδιασμένους ή προσαρμοσμένους για τον σκοπό αυτό·

(γ) οι συνεντεύξεις με το θύμα διεξάγονται από επαγγελματίες εκπαιδευμένους προς τον σκοπό αυτό, ή με τη βοήθειά τους, και από άτομα του ιδίου φύλου·

(δ) όπου αυτό είναι δυνατό, όλες οι συνεντεύξεις με το θύμα διεξάγονται από το ίδιο πρόσωπο·

(ε) ο αριθμός των συνεντεύξεων με το θύμα είναι όσο το δυνατό περιορισμένος και οι συνεντεύξεις διεξάγονται μόνον όπου αυτό είναι αυστηρά αναγκαίο για τους σκοπούς των ποινικών ερευνών και διαδικασιών·

(στ) το θύμα μπορεί να συνοδεύεται από τον εκπρόσωπό του ο οποίος διορίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου ή, κατά περίπτωση, ενήλικα της επιλογής του παιδιού, εκτός εάν έχει εκδοθεί αιτιολογημένη απόφαση δικαστηρίου για το αντίθετο, σχετικά με το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Οπτικογραφημένη κατάθεση παιδιού

43.(1) Στις περιπτώσεις όπου παιδί είναι μάρτυρας σε αδικήματα που προβλέπονται στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου, οι διωκτικές αρχές εξασφαλίζουν ότι, στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας των αδικημάτων αυτών, όλες οι συνεντεύξεις με το παιδί μάρτυρα ή θύμα οπτικογραφούνται και ότι, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, οι συνεντεύξεις αυτές θεωρούνται ως ικανή μαρτυρία δυνάμει του περί Αποδείξεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Για την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ισχύουν οι προϋποθέσεις και οι κανόνες που προβλέπονται στον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και ειδικότερα τα ακόλουθα:

(α) Το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει όπως το θύμα ή το παιδί μάρτυρας τύχει αντεξέτασης χωρίς να είναι παρόν, με τη χρήση κατάλληλης τεχνολογίας επικοινωνιών, εκτός εάν έχει εκδοθεί αιτιολογημένη απόφαση δικαστηρίου για το αντίθετο∙ και

(β) εφόσον είναι προς το όφελος του θύματος ή του παιδιού μάρτυρα το δικαστήριο καθώς και οι διωκτικές αρχές προκειμένου να προστατεύσουν την ιδιωτική ζωή, την ταυτότητα και την εικόνα των παιδιών αποτρέπουν την κοινοποίηση πληροφοριών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή τους και λαμβάνουν κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για την προστασία των πιο πάνω αναφερόμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων του παιδιού.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), σε περίπτωση που εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, η συγκατάθεση που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του άρθρου 10 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου δίδεται από τον Επίτροπο.

Δίκη κεκλεισμένων των θυρών

44. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης που αφορά αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, όπου παιδί εμφανίζεται στο δικαστήριο ως θύμα ή ως μάρτυρας, το δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η ακροαματική διαδικασία ή μέρος αυτής διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΣΤΑ ΘΥΜΑΤΑ
Στήριξη των θυμάτων

45.(1) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, για να συνδράμουν και στηρίξουν τα παιδιά που είναι θύματα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, στο πλαίσιο της σωματικής και ψυχοκοινωνικής αποκατάστασής τους, μετά από ατομική εκτίμηση της προσωπικής κατάστασης του παιδιού, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την άποψή του, ανάλογα με την ηλικία την ψυχική και νοητική του κατάσταση, τις ανάγκες του και τις ανησυχίες του με σκοπό την εξεύρεση μόνιμων λύσεων για το παιδί.

(2) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες διασφαλίζουν, η κάθε μια στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, την άμεση πρόσβαση κάθε θύματος στα δικαιώματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

(3) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας στηρίζουν το παιδί και την οικογένεια ασκώντας, μεταξύ άλλων, διασυνδετικό ρόλο με άλλες υπηρεσίες, με στόχο τη διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού. Σε περίπτωση που οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διαπιστώσουν ότι οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας θύματος δεν διασφαλίζουν το συμφέρον του παιδιού και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να το εκπροσωπούν λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του θύματος, λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα και προβαίνουν σε όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες ώστε να διοριστεί επίτροπος σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου.

(4) Οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, κατόπιν παραπομπής από αρμόδια Υπηρεσία, παρέχουν έκτακτη ψυχολογική στήριξη στο θύμα και την οικογένειά του.

(5) Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, αρμόδια αρχή για το συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων υπηρεσιών είναι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.

Ίδρυση Ταμείου Στήριξης Θυμάτων

46.(1) Ιδρύεται Ταμείο Στήριξης Ανήλικων Θυμάτων Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης και Κακοποίησης, που τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στο οποίο κατατίθενται όλα τα έσοδα που προέρχονται από την εφαρμογή του άρθρου 16, καθώς από χορηγίες, εισφορές, δωρεές και κληροδοτήματα.

(2) Η διαχείριση του Ταμείου καθορίζεται με Κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 57 του παρόντος Νόμου.

(3) Όλες οι εισφορές οποιασδήποτε μορφής στο Ταμείο θα θεωρούνται ότι γίνονται για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

(4) Το Ταμείο Στήριξης Θυμάτων διαθέτει τους πόρους του για -

(α) την παροχή αποζημιώσεων στα θύματα που για οποιοδήποτε λόγο δεν δύνανται να αποζημιωθούν μέσα από μέτρα εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης για αποζημίωση από τους δράστες των αδικημάτων που διαπράχθηκαν εναντίον τους·

(β) την επιχορήγηση προγραμμάτων παροχής συνδρομής, στήριξης και νομικής αρωγής στα θύματα· και

(γ) την επιχορήγηση προγραμμάτων πρόληψης και ενημέρωσης αναφορικά με την σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση παιδιών.

ΜΕΡΟΣ V ΑΡΧΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΝΤΩΝ ΓΙΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ
Ίδρυση Αρχής Εποπτείας

47. Εγκαθιδρύεται Αρχή Εποπτείας Καταδικασθέντων για Αδικήματα Σεξουαλικής Φύσης κατά Ανηλίκων, η οποία αποτελείται από τα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Εκπρόσωπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, ως πρόεδρο της Αρχής,

(β) εκπρόσωπο της Αστυνομίας, ως αναπληρωτή πρόεδρο της Αρχής,

(γ) εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως μέλος,

(δ) εκπρόσωπο των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας, ως μέλος

(ε) εκπρόσωπο των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως μέλος,

(στ) εκπρόσωπο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ως μέλος,

(ζ) εκπρόσωπο του Τμήματος Φυλακών του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, ως μέλος,

(η) εκπρόσωπο του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ’ Αδεία, ως μέλος, και

(θ) εκπρόσωπο του Οργανισμού Νεολαίας Κύπρου, ως μέλος.

Λειτουργία της Αρχής Εποπτείας

48.(1) Ο πρόεδρος και τέσσερα (4) άλλα μέρη της Αρχής αποτελούν απαρτία και σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, προεδρεύει ο αναπληρωτής πρόεδρος.

(2) Οι αποφάσεις της Αρχής είναι πλήρως αιτιολογημένες και λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρευρισκόντων μελών της:

Νοείται ότι, σε περίπτωση ισοψηφίας ο πρόεδρος ή ο προεδρεύων της Αρχής έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), η Αρχή ρυθμίζει, με σχετική απόφασή της, οποιοδήποτε θέμα αφορά την εσωτερική λειτουργία της.

Γραμματέας της Αρχής Εποπτείας

49. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως ορίζει λειτουργό του Υπουργείου ως γραμματέα της Αρχής Εποπτείας, ο οποίος παρευρίσκεται σε όλες της συνεδρίες αυτής και τηρεί συνοπτικά πρακτικά της διαδικασίας.

Δικαιοδοσία της Αρχής Εποπτείας

50. Η Αρχή Εποπτείας έχει δικαιοδοσία επί ατόμων οι οποίοι παραπέμπονται σε αυτήν για εποπτεία δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 14 ή του άρθρου 53 για τη χρονική περίοδο η οποία καθορίζεται από το δικαστήριο.

Αρμοδιότητες της Αρχής Εποπτείας

51.(1) Η Αρχή Εποπτείας έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες :

(α) Θεσπίζει κανονισμούς, κριτήρια και κατευθυντήριες γραμμές για την εποπτεία προσώπου που υπόκειται σε αυτήν δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

(β) ελέγχει την ορθή διεκπεραίωση της εποπτείας προσώπου που υπόκειται σε αυτήν δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

(γ) καθορίζει, ανά περίπτωση και με τη σύμφωνη γνώμη του προσώπου που παραπέμπεται σε αυτή, λαμβάνοντας υπόψη εισήγηση των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, ψυχολογική στήριξη ή θεραπευτική παρέμβαση σε σχέση με το εν λόγω πρόσωπο∙

(δ) καταρτίζει πρόγραμμα επανένταξης προσώπου που παραπέμπεται σε αυτή, ανάλογα με την περίπτωση∙

(ε) συμβουλεύει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή/και την Αστυνομία, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν οδηγιών τους, σχετικά με την αναγκαιότητα υποβολής αιτήματος για επιπρόσθετη ποινή ή κύρωση δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου∙

(στ) συμβουλεύει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή/και την Αστυνομία, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν οδηγιών τους, σχετικά με την επικινδυνότητα οποιουδήποτε προσώπου που παραπέμπεται σε αυτή∙

(ζ) συντονίζει τις αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που σχετίζονται με πρόσωπο που παραπέμπεται στην Αρχή Εποπτείας∙

(η) εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα αποτελεσματικών προγραμμάτων ή μέτρων παρέμβασης με σκοπό την πρόληψη και ελαχιστοποίηση των κινδύνων επανάληψης αδικημάτων σεξουαλικού χαρακτήρα σε βάρος παιδιών∙

(θ) λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την αξιολόγηση της επικινδυνότητας των προσώπων που παραπέμπονται σε αυτή και του πιθανού κίνδυνου επανάληψης αδικήματος που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15, με σκοπό τον προσδιορισμό κατάλληλων προγραμμάτων ή μέτρων παρέμβασης∙

(ι) αποφασίζει την διακοπή της εποπτείας∙

(ια) τηρεί αρχείο των εποπτευόμενων από αυτήν προσώπων∙

(ιβ) ασκεί οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητες ανατεθούν σε αυτή δυνάμει νόμου:

Νοείται ότι στην περίπτωση που το πρόσωπο που παραπέμπεται στην Αρχή Εποπτείας είναι παιδί, οι πιο πάνω αρμοδιότητες ασκούνται λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές αναπτυξιακές ανάγκες και την διαφορετική ψυχοπαθολογία των παιδιών που διαπράττουν σεξουαλικά αδικήματα.

(2) Κατά τη λήψη της αναφερόμενης στην παράγραφο (ι) του εδαφίου (1) απόφασής της, η Αρχή Εποπτείας δύναται να λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

(α) Την πιθανότητα ο καταδικασθείς να αποτελεί κίνδυνο για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου,

(β) τη σοβαρότητα του αδικήματος ή των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε το πρόσωπο αυτό, στην οποία καταδίκη βασίζεται η εποπτεία,

(γ) το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος ή των αδικημάτων,

(δ) κατά πόσο ο καταδικασθείς διέπραξε αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου,

(ε) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης από την Αρχή Εποπτείας,

(στ) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά τη διάπραξη του αδικήματος,

(ζ) την ηλικία του θύματος του αδικήματος και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ του θύματος και του καταδικασθέντος,

(η) οποιαδήποτε άλλη καταδίκη για αδίκημα που περιλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο,

(θ) κατά πόσο εκκρεμεί ποινική διαδικασία εναντίον του καταδικασθέντος για αδίκημα που περιλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο,

(ι) οποιαδήποτε στοιχεία κατατέθηκαν ενώπιον της Αρχής Εποπτείας αναφορικά με τον κίνδυνο που αποτελεί ο καταδικασθείς για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου,

(ια) οποιαδήποτε στοιχεία κατατέθηκαν από ή εκ μέρους του καταδικασθέντος ενώπιον της Αρχής Εποπτείας που να καταδεικνύουν ότι δεν αποτελεί κίνδυνο για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου,

(ιβ) οτιδήποτε άλλο η Αρχή Εποπτείας κρίνει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη λήψη της απόφασής της.

ΜΕΡΟΣ VΙ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
Προληπτικά μέτρα και μέτρα παρέμβασης

52.(1) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας συντονίζουν, σε συνεργασία με όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, τη λήψη όλων των αναγκαίων προληπτικών μέτρων και μέτρων παρέμβασης προκειμένου να μειωθεί η διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15.

(2) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα στήριξης του παιδιού και της οικογένειας ασκώντας, μεταξύ άλλων, διασυνδετικό ρόλο με άλλες υπηρεσίες, με στόχο τη μείωση των παραγόντων που θέτουν το παιδί και την οικογένεια σε ευάλωτη θέση.

(3) Οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, σε συνεργασία με άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες, εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα διαγνωστικής αξιολόγησης, κατάλληλων θεραπευτικών παρεμβάσεων και αποτελεσματικών προγραμμάτων με σκοπό την πρόληψη και την ελαχιστοποίηση των κινδύνων επανάληψης αδικημάτων σεξουαλικού χαρακτήρα σε βάρος παιδιών.

(4) Οι εμπλεκόμενοι φορείς έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν και να εκπαιδεύουν το προσωπικό τους που ενδέχεται να έχει ή έχει επαφή με παιδιά σε όλα τα επίπεδα πρόληψης με σκοπό, μεταξύ άλλων, την μείωση των κινδύνων διάπραξης του αδικήματος, τον εντοπισμό των θυμάτων και των δυνητικών θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης ή εκμετάλλευσης και την ελαχιστοποίηση υποτροπής των θυτών:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, οι εμπλεκόμενοι φορείς εμπίπτουν στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της κοινωνικής προστασίας, της δικαιοσύνης και της επιβολής του νόμου και σε χώρους που σχετίζονται με τον αθλητισμό, τον πολιτισμό και τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες.

(5) Τα ακόλουθα πρόσωπα μπορούν να έχουν πρόσβαση στα προγράμματα ή μέτρα παρέμβασης που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου:

(α) Πρόσωπα που διώκονται ποινικά για αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15, υπό όρους που δεν είναι επιζήμιοι ούτε αντίθετοι προς το δικαίωμα της υπεράσπισης ή τις απαιτήσεις δίκαιης και αμερόληπτης δίκης, και ειδικότερα σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, και

(β) πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15.

(6) Οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, σε συνεργασία με άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες, όπου αυτό αρμόζει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας έχουν την ευθύνη αξιολόγησης της επικινδυνότητας των προσώπων που αναφέρονται στο εδάφιο (5) πιο πάνω και του πιθανού κίνδυνου επανάληψης αδικήματος που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15, με σκοπό τον προσδιορισμό κατάλληλων προγραμμάτων ή μέτρων παρέμβασης.

(7) Η Αστυνομία ή το αρμόδιο δικαστήριο, σε συνεργασία με άλλες εμπλεκόμενες υπηρεσίες, όπου αυτό αρμόζει, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα όπως τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (5) και στα οποία έχουν προταθεί προγράμματα ή μέτρα παρέμβασης σύμφωνα με το εδάφιο (3) -

(α) είναι πλήρως ενήμερα για τους λόγους της πρότασης·

(β) συγκατατίθενται να συμμετάσχουν στα προγράμματα ή μέτρα, έχοντας πλήρη επίγνωση των γεγονότων·

(γ) έχουν τη δυνατότητα να αρνηθούν και, εάν πρόκειται για πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί, ενημερώνονται για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της άρνησης αυτής.

Αίτηση για έκδοση διατάγματος παραπομπής σε εποπτεία

53.(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να υποβάλει αίτηση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία, για την έκδοση διατάγματος παραπομπής σε εποπτεία από την Αρχή Εποπτείας για χρονικό διάστημα που θα καθορίσει το δικαστήριο, προσώπου το οποίο έχει καταδικασθεί για αδικήματα σεξουαλικής φύσης κατά παιδιών εντός του εδάφους της Δημοκρατίας ή στο εξωτερικό και για το οποίο δεν έχει παραγραφεί το αδίκημα από το ποινικό του μητρώο και το οποίο είτε εκτίει ποινή φυλάκισης είτε έχει αποφυλακιστεί εντός ενός (1) έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εφόσον κρίνει αυτό αναγκαίο για την προστασία παιδιών από την διάπραξη αδικημάτων τα οποία προνοούνται στον παρόντα Νόμο.

(2) Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου δύναται να τροποποιηθεί, να ανανεωθεί ή να καταργηθεί από το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το διάταγμα ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

(3) Το δικαστήριο δύναται, κατά την λήψη απόφασης δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου, να λαμβάνει υπόψη μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

(α) Tην πιθανότητα ο καταδικασθείς να αποτελεί κίνδυνο για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου,

(β) τη σοβαρότητα του αδικήματος ή των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε,

(γ) το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος ή των αδικημάτων,

(δ) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά το χρόνο καταδίκης του,

(ε) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά τη διάπραξη του αδικήματος,

(στ) οποιαδήποτε άλλη καταδίκη για αδικήματα παρόμοιας φύσης,

(ζ) κατά πόσο εκκρεμεί ποινική διαδικασία εναντίον του καταδικασθέντος για παρόμοιας φύσης αδίκημα, και

(η) τις απόψεις της Αρχής Εποπτείας.

(4) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει διάταγμα εκδιδόμενο δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη.

(5) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «αδικήματα σεξουαλικής φύσης κατά παιδιών» περιλαμβάνει τα ακόλουθα αδικήματα:

(α) αδίκημα κατά παιδιού που προβλέπεται στο Μέρος IV του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(β) αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 9, 10 και 11 των περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμων του 2007 και 2012,

(γ) αδίκημα κατά ανήλικου που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 4 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000,

(δ) αδίκημα που προβλέπεται στον περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(ε) αδίκημα που προβλέπεται στον περί Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, για την Πώληση Παιδιών, Παιδική Πορνεία και Πορνογραφία (Κυρωτικού) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(στ) αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 9, 10 και 11 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

Εκπαίδευση των εμπλεκόμενων υπηρεσιών και υποχρεώσεις σε σχέση με την επαφή τους με παιδιά ή θύματα

54.(1) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες έχουν υποχρέωση να προωθούν την τακτική κατάρτιση των υπαλλήλων που ενδέχεται να έλθουν σε επαφή με παιδιά, θύματα κακοποίησης ή εκμετάλλευσης, περιλαμβανομένων των αστυνομικών που εργάζονται στην πρώτη γραμμή, με σκοπό να τους διευκολύνουν να εντοπίζουν τα θύματα και τα δυνητικά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ή εκμετάλλευσης.

(2) Οι επαγγελματίες που ενδέχεται να έρθουν σε επαφή με ανήλικα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης θα πρέπει να είναι δεόντως καταρτισμένοι, για να μπορούν να εντοπίζουν αυτά τα θύματα και να ασχολούνται με αυτά.

(3) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (2) κατάρτιση πρέπει να προωθηθεί για τα μέλη των κατωτέρω κατηγοριών, εφόσον ενδέχεται να έλθουν σε επαφή με θύματα:

(α) Αστυνομικοί,

(β) λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας,

(γ) δικηγόροι,

(δ) μέλη των δικαστικών αρχών και διοικητικό προσωπικό των δικαστηρίων,

(ε) προσωπικό παιδικής μέριμνας και υγειονομικής περίθαλψης,

(στ) άλλες ομάδες ατόμων που ενδέχεται να έρθουν σε επαφή κατά την άσκηση των καθηκόντων τους με ανήλικα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

Εκπαίδευση για παιδιά

55. Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού διασφαλίζει ότι τα παιδιά, κατά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευσης ενημερώνονται για τους κινδύνους της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και της κακοποίησης, καθώς και για τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να προστατευθούν, προσαρμοσμένα στην εξελικτική δυνατότητά τους. Οι πληροφορίες αυτές, που παρέχονται σε συνεργασία με τους γονείς, όπου χρειάζεται, θα δίνονται στα πλαίσια μίας γενικότερου περιεχομένου ενημέρωσης για τη σεξουαλικότητα και θα δίδεται ιδιαίτερη προσοχή σε καταστάσεις κινδύνου, ειδικά όπου περιλαμβάνεται η χρήση νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.

Πρόληψη και ενημέρωση

56. Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και ο Επίτροπος, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, -

(α) οργανώνουν εκστρατείες ενημέρωσης στη Δημοκρατία αναφορικά με την σεξουαλική κακοποίηση και σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, της παιδικής πορνογραφίας και της άγρας παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς∙

(β) εκδίδουν ενημερωτικά φυλλάδια για την σεξουαλική κακοποίηση και σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, την παιδική πορνογραφία και την άγρα παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς∙

(γ) μεριμνούν για την ενημέρωση και την εκπαίδευση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης∙

(δ) οργανώνουν εκστρατείες και λαμβάνουν μέτρα για τη διαπαιδαγώγηση και ευαισθητοποίηση της κοινωνίας για αποθάρρυνση της ζήτησης που ευνοεί την σεξουαλική εκμετάλλευση και την παιδική πορνογραφία∙

(ε) προβαίνουν σε όλες τις κατάλληλες ενέργειες και μέσω του διαδικτύου, όπως ενημερωτικές εκστρατείες και εκστρατείες ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, προγράμματα έρευνας και εκπαίδευσης, σε συνεργασία με ακαδημαϊκά ιδρύματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλους ενδιαφερομένους φορείς, με στόχο την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και τον περιορισμό του κινδύνου που υφίσταται για τα άτομα, και ιδιαίτερα για τα παιδιά, να πέσουν θύματα των εν λόγω αδικημάτων.

ΜΕΡΟΣ VΙI ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Κανονισμοί και διατάγματα

57.(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες, όπου αυτό αρμόζει, δύνανται να εκδίδουν διατάγματα για τη καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

Κατάργηση Νόμων

58. Οι περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμοι του 2007 και 2012 καταργούνται.