15.(1) Όποιος συνδράμει, υποκινεί ή συνεργάζεται με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για τη διάπραξη αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στην ίδια ποινή φυλάκισης που φέρουν τα εν λόγω αδικήματα για τον αυτουργό.
(2) Όποιος αποπειράται τη διάπραξη των αδικημάτων τα οποία προνοούνται στα εδάφια (3), (4), (5), (6) και (7) του άρθρου 6, στα εδάφια (1), (2), (5), (6), (7) και (8) του άρθρου 7, και στα εδάφια (3), (4), (5) και (6) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα (14) έτη.
(3) Όποιος αποπειράται τη διάπραξη των αδικημάτων τα οποία προνοούνται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 6, στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 7, στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 8, και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα εφτά (7) έτη.
(4) Για την απόδειξη των αδικημάτων της απόπειρας, συνδρομής, υποκίνησης, συνέργειας για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 20 μέχρι 23 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.