39.(1) Ανεξάρτητα και χωρίς επηρεασμό οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου ή θεραπείας που προβλέπεται δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, το θύμα έχει θεσμικό αγώγιμο δικαίωμα αποζημιώσεων κατά παντός υπευθύνου, για τα διαπραχθέντα σε βάρος του ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και για παραβιάσεις των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων, ο οποίος υπέχει αντίστοιχη αστική ευθύνη για την καταβολή ειδικών και γενικών αποζημιώσεων προς τα θύματά του.
(2) Δικαιοδοσία για την εκδίκαση αγωγής για αποζημίωση, ως προνοείται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, έχει το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο ως αυτό καθορίζεται από τον περί Δικαστηρίων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(3) Οι πιο πάνω αναφερόμενες γενικές αποζημιώσεις πρέπει να είναι δίκαιες και εύλογες και κατά τον υπολογισμό τους το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:
(α) Την έκταση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ή σεξουαλικής κακοποίησης και το όφελος που ο δράστης αποκόμισε ή μπορούσε να αποκομίσει από την εκμετάλλευση ή κακοποίηση του θύματος∙
(β) το βαθμό της υπαιτιότητας του δράστη∙ και
(γ) τη συγγένεια ή τη σχέση εξουσίας ή επιρροής του δράστη προς το θύμα του.
(4) Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό βαναυσότητας της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης ή το βαθμό συγγένειας ή σχέσης εξουσίας του δράστη με το θύμα, δύναται να επιδικάζει τιμωρητικές αποζημιώσεις.
(5) Σε περίπτωση θανάτου του θύματος, θεσμικό αγώγιμο δικαίωμα για αποζημίωση έχουν οι γονείς ή οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας ή ο διαχειριστής της περιουσίας του.
(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το αγώγιμο δικαίωμα του παιδιού θύματος δεν παραγράφεται.