29. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο Αρχηγός της Αστυνομίας και το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί προς εκδίκαση ποινική υπόθεση για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου, στο πλαίσιο των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να -
(α) διασφαλίσουν ότι η ποινική διαδικασία που αφορά τα αδικήματα που προβλέπονται στο παρόντα Νόμο έχει προτεραιότητα και διεξάγονται χωρίς καθυστέρηση∙
(β) διασφαλίσουν ότι η διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας δεν θα επιδεινώσει την τραυματική εμπειρία που βίωσε το θύμα∙
(γ) εξασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα, οι μονάδες ή οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα, δίωξη και προσαγωγή των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο τυγχάνουν της ανάλογης επιμόρφωσης αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου∙
(δ) θέσουν στη διάθεση των προσώπων, μονάδων ή υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στον παρόντα Νόμο, αποτελεσματικά εργαλεία έρευνας, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται κατά του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων σοβαρών εγκλημάτων καθώς και άλλων απαραίτητων μέσων και διευκολύνσεων∙
(ε) δοθεί η δυνατότητα στις ερευνητικές μονάδες ή υπηρεσίες να επιχειρούν την ταυτοποίηση των θυμάτων των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 6 έως 10, ειδικότερα μέσω ανάλυσης υλικού παιδικής πορνογραφίας, όπως φωτογραφίες και οπτικοακουστικές εγγραφές που μεταδίδονται ή καθίστανται διαθέσιμες μέσω της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών· και
(στ) διασφαλιστεί ότι η αβεβαιότητα για την πραγματική ηλικία του θύματος δεν θα αποτρέψει την εκκίνηση των ποινικών ερευνών.