44. Κάθε πρόσωπο περιλαμβανομένου εγγεγραμμένου εργολήπτη το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απαγόρευση, καθήκον ή υποχρέωση που επιβάλλεται από ή δυνάμει οποιασδήποτε από τις διατάξεις, του παρόντος Νόμου ή και των Κανονισμών διαπράττει αδίκημα και υπόκειται, αν δεν προβλέπεται άλλη ποινή, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες, και σε περίπτωση συνεχιζόμενου αδικήματος σε πρόσθετη χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι λίρες για κάθε ημέρα ή μέρος της ημέρας κατά την οποία η παράβαση ή η παράλειψη συνεχίζεται μετά την καταδίκη.
45.—(1) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή και οποιωνδήποτε κανονισμών, θεωρείται ότι συμμετείχε στη διάπραξη και ότι είναι ένοχος αυτού και μπορεί να διωχθεί και να δικαστεί ότι πράγματι διέπραξε αυτό και μπορεί να τιμωρηθεί ανάλογα, το καθένα από τα ακόλουθα πρόσωπα, δηλαδή:
(α) Κάθε πρόσωπο το οποίο πράγματι διενεργεί την πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα·
(β) κάθε πρόσωπο το οποίο διενεργεί ή παραλείπει να πράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παράσχει συνδρομή στη διάπραξη του αδικήματος από άλλο·
(γ) κάθε πρόσωπο το οποίο προάγει, παρέχει συνδρομή σε άλλο ή παρακινεί αυτό στη διάπραξη του αδικήματος·
(δ) κάθε πρόσωπο το οποίο ζητεί από άλλο ή διεγείρει ή προσπαθεί να πείσει άλλο πρόσωπο να διαπράξει το ποινικό αδίκημα·
(ε) κάθε πρόσωπο το οποίο διενεργεί οποιαδήποτε πράξη προπαρασκευαστική στη διάπραξη του ποινικού αδικήματος· ή
(στ) κάθε πρόσωπο το οποίο επιβλέπει ή εποπτεύει οποιαδήποτε κατασκευαστική εργασία η εκτέλεση της οποίας συνιστά το ποινικό αδίκημα.
(2) Όταν νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου κάθε τεχνικός διευθυντής, διευθυντής ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του, διευθύνων σύμβουλος, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, ο οποίος εξουσιοδοτεί ή παρακινεί ή επιτρέπει την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη η οποία συνιστά το αδίκημα, το πρόσωπο αυτό, καθώς και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος αυτού και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο παρών Νόμος για το συγκεκριμένο αδίκημα.
46. Σε ποινική διαδικασία για αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή και των Κανονισμών αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο αν αποδείξει ότι κατά την διάπραξη του αδικήματος-
(α) Τελούσε σε υπαλληλική σχέση προς εργοδότη,
(β) ενήργησε καλόπιστα υπακούοντας σε οδηγίες ή εντολές του εν λόγω εργοδότη και ότι παρέσχε πλήρεις λεπτομέρειες για τον εργοδότη του όταν του ζητήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή ή για λογαριασμό της.
47.—(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται ποινικό αδίκημα δυνάμει , των άρθρων 24, 25, 26 ή 34(7) μπορεί, κατόπιν ex-parte αίτησης, να διατάξει την αναστολή κάθε εργασίας ή έργου σχετικού με το εκδικαζόμενο αδίκημα, ή και τη διενέργεια ή την αποφυγή διενέργειας οποιασδήποτε πράξης, μέσα σε τέτοια χρονική περίοδο την οποία ήθελε εύλογα καθορίσει το δικαστήριο, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη.
(2) Επιπρόσθετα με την επιβολή της ποινής η οποία προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1), μπορεί να διατάξει το καταδικαζόμενο πρόσωπο-
(α) Να διακόψει ή να αναστείλει τις εργασίες αναφορικά με το οικοδομικό ή και τεχνικό έργο που σχετίζεται με το ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε μέχρις ότου εξασφαλιστεί από το Συμβούλιο η σχετική άδεια συνέχισης των εργασιών αυτών, ή και
(β) να διενεργήσει ή να αποφύγει τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα, μέσα σε τέτοια χρονική περίοδο την οποία ήθελε κρίνει αναγκαία να καθορίσει στο διάταγμα το δικαστήριο με σκοπό την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή και των Κανονισμών.
(3) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα μέσα στη χρονική περίοδο που τυχόν καθορίζεται σ' αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος, και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
48. Όλες οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σε σχέση με οποιαδήποτε ποινικά αδικήματα δυνάμει του παρόντος Νόμου, με την επιβολή τους από το δικαστήριο περιέρχονται στο Συμβούλιο και καταβάλλονται στο ταμείο του μόλις εισπραχθούν.
49.—(1) Εξουσιοδοτημένος λειτουργός του Συμβουλίου μπορεί κατά οποιαδήποτε εύλογη ώρα και επιδεικνύοντας το έγγραφο της εξουσιοδότησής του, να εισέρχεται σε οποιοδήποτε υποστατικό που χρησιμοποιείται από εργολήπτη για την άσκηση του επαγγέλματος του ή σε οποιοδήποτε εργοτάξιο ή χώρο στον οποίο εκτελείται οικοδομικό ή και τεχνικό έργο και να απαιτεί από τον ιδιοκτήτη, τον εγγεγραμμένο εργολήπτη του έργου ή και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο κατά τη κρίση του εξουσιοδοτημένου λειτουργού φαίνεται να έχει την εποπτεία και τον έλεγχο του έργου, την παρουσίαση οποιωνδήποτε εγγράφων περιλαμβανομένης της γραπτής συμβάσεως εκτέλεσης του έργου καθώς και την παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες για τον έλεγχο και τη διαπίστωση της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή και των Κανονισμών.
(2) Όταν από την επιθεώρηση οποιωνδήποτε εγγράφων που παρουσιάζονται δυνάμει του εδαφίου (1), ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός του Συμβουλίου σχηματίσει εύλογη πεποίθηση ότι διαπράχθηκε οποιοδήποτε αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, τότε αυτός μπορεί να κατακρατήσει οποιαδήποτε από τα έγγραφα αυτά ή να πάρει αντίγραφα αυτών αν πιστεύει ότι μπορεί να χρειασθούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία για το αδίκημα αυτό.
(3) Χωρίς επηρεασμό των εξουσιών που παρέχονται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), το Συμβούλιο ή εξουσιοδοτημένος λειτουργός αυτού μπορεί, σε κατάλληλες περιπτώσεις, να απαιτεί με γραπτή ειδοποίηση σε οποιοδήποτε πρόσωπο που σχετίζεται με οποιοδήποτε οικοδομικό ή τεχνικό έργο που βρίσκεται σε εκτέλεση, την παρουσίαση ή παροχή, μέσα σε τέτοια προθεσμία που καθορίζεται στην ειδοποίηση, οποιωνδήποτε εγγράφων περιλαμβανομένης της γραπτής συμβάσεως εκτέλεσης του έργου, ή άλλων στοιχείων ή πληροφοριών που εύλογα κρίνονται αναγκαίες για τον έλεγχο ή τη διαπίστωση τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή και των Κανονισμών.
(4) Καθένας που καλείται βάσει γραπτής διαταγής δυνάμει του παρόντος άρθρου να παρουσιάσει έγγραφο, θεωρείται ότι συμμορφώθηκε με τη διαταγή, αν προκάλεσε, την παρουσίαση του εγγράφου αντί να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως για να το παρουσιάσει.
50.—(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) Εσκεμμένα παρακωλύει εξουσιοδοτημένο λειτουργό του Συμβουλίου από του να ενεργήσει σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο,
(β) εσκεμμένα παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απαίτηση που του απευθύνει δικαιωματικά εξουσιοδοτημένος λειτουργός δυνάμει του άρθρου 49, ή
(γ) χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να παράσχει στον πιο πάνω λειτουργό οποιαδήποτε άλλη βοήθεια ή πληροφορία την οποία εύλογα θέλει ζητήσει ο λειτουργός προς το σκοπό εκπλήρωσης των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος Νόμου,
διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο, παρέχοντας οποιαδήποτε πληροφορία που του ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 49 προβαίνει εν γνώσει του σε ανακριβή δήλωση, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.
(3) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) ή (2) του παρόντος άρθρου μπορεί, επιπρόσθετα με την επιβαλλόμενη ποινή, να διατάξει τον καταδικασθέντα να καταβάλει στο Συμβούλιο τέτοιο άλλο ποσό υπό μορφή αποζημίωσης για τυχόν ζημιές που προκλήθηκαν ως αποτέλεσμα της διάπραξης των αδικημάτων αυτών, όπως το δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο.
(4) Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 49 δεν μπορεί να ερμηνευτεί ότι επιβάλλει σε πρόσωπο την υποχρέωση να απαντήσει σ' οποιαδήποτε ερώτηση ή να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία με την οποία θα μπορούσε να αυτοενοχοποιηθεί.