45.—(1) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή και οποιωνδήποτε κανονισμών, θεωρείται ότι συμμετείχε στη διάπραξη και ότι είναι ένοχος αυτού και μπορεί να διωχθεί και να δικαστεί ότι πράγματι διέπραξε αυτό και μπορεί να τιμωρηθεί ανάλογα, το καθένα από τα ακόλουθα πρόσωπα, δηλαδή:
(α) Κάθε πρόσωπο το οποίο πράγματι διενεργεί την πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα·
(β) κάθε πρόσωπο το οποίο διενεργεί ή παραλείπει να πράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παράσχει συνδρομή στη διάπραξη του αδικήματος από άλλο·
(γ) κάθε πρόσωπο το οποίο προάγει, παρέχει συνδρομή σε άλλο ή παρακινεί αυτό στη διάπραξη του αδικήματος·
(δ) κάθε πρόσωπο το οποίο ζητεί από άλλο ή διεγείρει ή προσπαθεί να πείσει άλλο πρόσωπο να διαπράξει το ποινικό αδίκημα·
(ε) κάθε πρόσωπο το οποίο διενεργεί οποιαδήποτε πράξη προπαρασκευαστική στη διάπραξη του ποινικού αδικήματος· ή
(στ) κάθε πρόσωπο το οποίο επιβλέπει ή εποπτεύει οποιαδήποτε κατασκευαστική εργασία η εκτέλεση της οποίας συνιστά το ποινικό αδίκημα.
(2) Όταν νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου κάθε τεχνικός διευθυντής, διευθυντής ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του, διευθύνων σύμβουλος, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, ο οποίος εξουσιοδοτεί ή παρακινεί ή επιτρέπει την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη η οποία συνιστά το αδίκημα, το πρόσωπο αυτό, καθώς και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος αυτού και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο παρών Νόμος για το συγκεκριμένο αδίκημα.