50.—(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) Εσκεμμένα παρακωλύει εξουσιοδοτημένο λειτουργό του Συμβουλίου από του να ενεργήσει σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο,
(β) εσκεμμένα παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απαίτηση που του απευθύνει δικαιωματικά εξουσιοδοτημένος λειτουργός δυνάμει του άρθρου 49, ή
(γ) χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να παράσχει στον πιο πάνω λειτουργό οποιαδήποτε άλλη βοήθεια ή πληροφορία την οποία εύλογα θέλει ζητήσει ο λειτουργός προς το σκοπό εκπλήρωσης των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος Νόμου,
διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο, παρέχοντας οποιαδήποτε πληροφορία που του ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 49 προβαίνει εν γνώσει του σε ανακριβή δήλωση, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες.
(3) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) ή (2) του παρόντος άρθρου μπορεί, επιπρόσθετα με την επιβαλλόμενη ποινή, να διατάξει τον καταδικασθέντα να καταβάλει στο Συμβούλιο τέτοιο άλλο ποσό υπό μορφή αποζημίωσης για τυχόν ζημιές που προκλήθηκαν ως αποτέλεσμα της διάπραξης των αδικημάτων αυτών, όπως το δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο.
(4) Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 49 δεν μπορεί να ερμηνευτεί ότι επιβάλλει σε πρόσωπο την υποχρέωση να απαντήσει σ' οποιαδήποτε ερώτηση ή να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία με την οποία θα μπορούσε να αυτοενοχοποιηθεί.