ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 68

8 Φεβρουαρίου, 2001

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΠΙΤΣΑ ΕΙΚΟΣΙ,

2. ΜΑΡΙΑ ΕΙΚΟΣΙ,

3. ΚΙΚΗ ΕΙΚΟΣΙ,

4. ΓΚΛΟΡΙΑ ΕΙΚΟΣΙ,

Αιτήτριες,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΙ/ Ή ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση,

(Υπόθεση Αρ. 954/1999)

 

Επίταξη ― Επίταξη ακίνητης ιδιοκτησίας ― Παράταση της ισχύος του διατάγματος επίταξης ― Κρίθηκε παράνομη διότι κατά την έκδοση της παράτασης είχε ήδη ατονήσει η διαδικασία απαλλοτρίωσης προς την οποία και μόνο συναρτάτο το διάταγμα επίταξης.

Οι αιτήτριες προσέφυγαν κατά της αποφάσεως για παράταση της ισχύος του διατάγματος επίταξης της ακίνητης ιδιοκτησίας τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Η παράλειψη εκδόσεως διατάγματος απαλλοτρίωσης επενεργούσε καίρια, όπως εισηγούνται οι Αιτήτριες, στη νομιμότητα του διατάγματος παράτασης της επίταξης.  Κατ΄αρχή, το Άρθρο 6(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν. 21/62, όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρο του Ν. 25/83, προνοεί ρητά ότι "απαγορεύεται η έκδοσις τοιούτου διατάγματος [απαλλοτρίωσης] μετά την πάροδον δέκα μηνών από της ημερομηνίας καθ΄ην εδημοσιεύθη η οικεία γνωστοποίησις απαλλοτριώσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας".  Είναι γεγονός ότι το Άρθρο 3 του Νόμου 135(Ι)/99 τροποποίησε το Άρθρο 6(2) ώστε η περίοδος έκδοσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης να είναι δώδεκα μήνες αντί δέκα μήνες, ο νόμος αυτός όμως δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού εδημοσιεύθη στις 19.11.1999, μετά δηλαδή από το χρόνο στον οποίο αναφέρεται η προκειμένη περίπτωση.  Τούτου δοθέντος, το διάταγμα απαλλοτρίωσης σε σχέση με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης δεν μπορούσε να εκδοθεί καθόλου μετά τη λήξη της δεκάμηνης περιόδου, δηλαδή μετά τις 28.3.1999, με αποτέλεσμα βέβαια η όλη διαδικασία της απαλλοτρίωσης που άρχισε με τη γνωστοποίηση να μην μπορούσε να συνεχίσει στη βάση της υφιστάμενης γνωστοποίησης.  Υπό αυτό το πρίσμα είναι μάλιστα που αντελήφθη και η ίδια η διοίκηση την ανάγκη για νέα διαδικασία απαλλοτρίωσης και επίταξης, όπως φαίνεται από τη σημείωση της 22.4.1999 στην επιστολή της 1.3.1998 ότι "Η όλη διαδικασία της απαλλοτρίωσης/επίταξης θα επαναληφθεί γιατί παρήλθε η προθεσμία για τη δημοσίευση διατάγματος".  Παρά ταύτα, αντί να τροχιοδρομηθεί νέα διαδικασία απαλλοτρίωσης και επίταξης, η διοίκηση προέβη στη δημοσίευση του επίδικου διατάγματος ανανέωσης της επίταξης στις 21.5.1999.

Ούτε το υφιστάμενο διάταγμα επίταξης όμως μπορούσε να συνεχίζει, ούτε και ιδιαίτερα το διάταγμα παράτασης του μπορούσε να εκδοθεί νόμιμα, εφ΄όσον η ίδια η διαδικασία της απαλλοτρίωσης, προς την οποία ήταν άμεσα και αποκλειστικά συναρτημένο, δεν μπορούσε να συνεχίσει.  Είναι δε εμφανής και αναμφισβήτητη η άμεση και αποκλειστική συνάρτηση της επίταξης προς την απαλλοτρίωση.  Μάλιστα το ίδιο το προσβαλλόμενο διάταγμα παράτασης της ισχύος του διατάγματος επίταξης ρητά συναρτάται προς το ότι τα εν λόγω κτήματα εξακολουθούσαν να είναι αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέροντο στο αρχικό διάταγμα.  Τούτο συνιστούσε πλάνη, αφού οι σκοποί εκείνοι έπαυσαν να υφίστανται με την πάροδο της δεκάμηνης περιόδου που κατέστησε αδύνατη την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης προς την οποία συναρτάτο το αρχικό διάταγμα και κατ΄επέκταση και το προσβαλλόμενο διάταγμα παράτασής του.  Η δημοσίευση μάλιστα νέας γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης στις 16.7.1999, τροχιοδρόμησε νέα διαδικασία απαλλοτρίωσης, επισφραγίζοντας την ήδη επελθούσα λήξη της προηγούμενης και του παρεπόμενου αυτής διατάγματος επίταξης.

Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τις αιτήτριες κατά της παράτασης της διάρκειας της επίταξης των κτημάτων τους στο Κίτι για άλλο ένα έτος, μέχρι τις 28/5/2000.

Α. Ευσταθίου για Ε. Ευσταθίου, για τις Αιτήτριες.

Ευγ. Παπαγεωργίου-Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι Αιτήτριες ζητούν ακύρωση απόφασης με την οποία η ισχύς διατάγματος επίταξης το οποίο είχε δημοσιευθεί στις 29.5.1998 με προβλεπόμενη διάρκεια ενός έτους παρετάθη για άλλο ένα έτος μέχρι τις 28.5.2000.

Το εν λόγω διάταγμα είχε εκδοθεί συναφώς προς γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης δύο κτημάτων των Αιτητριών στο Κίτι προς το σκοπό ανέγερσης νέου δημοτικού σχολείου και ανάλογης διαμόρφωσης του οδικού δικτύου εξυπηρέτησης του, η οποία δημοσιεύθηκε επίσης στις 29.5.1998.  Οι Αιτήτριες είχαν υποβάλει ένσταση κατά της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.  Εν τω μεταξύ, ετοιμάσθησαν νέα σχέδια και πίνακες ώστε να δημοσιευθεί νέα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης. Στις 21.5.1999 δημοσιεύθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα παράτασης του διατάγματος επίταξης. Η νέα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, που περιλάμβανε και πάλι τα κτήματα των Αιτητριών, δημοσιεύθηκε στις 16.7.1999, οι δε Αιτήτριες υπέβαλαν ένσταση και εναντίον αυτής.

Η βασική θέση των Αιτητριών είναι ότι, δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης εντός της προβλεπομένης υπό του νόμου περιόδου των δέκα μηνών από της δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, η διαδικασία της απαλλοτρίωσης περιέπεσε σε ατονία και λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα από της λήξης της εν λόγω δεκαμήνου περιόδου, ήτοι από τις 29.3.1999.  Ως εκ τούτου, λέγουν, και εφ΄όσον η σκοπούμενη απαλλοτρίωση συνιστούσε προϋπόθεση για την επίταξη, δεν ήταν δυνατή η παράταση της επίταξης μετά που η προϋπόθεση αυτή εξέλιπε.  Άλλη θέση των Αιτητριών είναι ότι η απαλλοτρίωση των κτημάτων τους δεν ήταν ο προσφορότερος τρόπος εξυπηρέτησης του επιδιωκόμενου σκοπού δημόσιας ωφέλειας, ότι η απαλλοτρίωση ήταν παράνομη ως αντικείμενη στη Δήλωση Πολιτικής ως προς τις προϋποθέσεις χωροθέτησης εκπαιδευτηρίων, ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα ως προς την επίταξη, και ότι η επίταξη ήταν αναιτιολόγητη.

Έχω τη γνώμη ότι η παράλειψη εκδόσεως διατάγματος απαλλοτρίωσης επενεργούσε καίρια, όπως εισηγούνται οι Αιτήτριες, στη νομιμότητα του διατάγματος παράτασης της επίταξης.  Κατ΄αρχή, το άρθρο 6(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν. 21/62, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο του Ν. 25/83, προνοεί ρητά ότι "απαγορεύεται η έκδοσις τοιούτου διατάγματος [απαλλοτρίωσης] μετά την πάροδον δέκα μηνών από της ημερομηνίας καθ΄ην εδημοσιεύθη η οικεία γνωστοποίησις απαλλοτριώσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας".  Είναι γεγονός ότι το άρθρο 3 του Νόμου 135(Ι)/99 τροποποίησε το άρθρο 6(2) ώστε η περίοδος έκδοσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης να είναι δώδεκα μήνες αντί δέκα μήνες, ο νόμος αυτός όμως δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού εδημοσιεύθη στις 19.11.1999, μετά δηλαδή από το χρόνο στον οποίο αναφέρεται η προκειμένη περίπτωση.  Τούτου δοθέντος, το διάταγμα απαλλοτρίωσης σε σχέση με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης δεν μπορούσε να εκδοθεί καθόλου μετά τη λήξη της δεκάμηνης περιόδου, δηλαδή μετά τις 28.3.1999, με αποτέλεσμα βέβαια η όλη διαδικασία της απαλλοτρίωσης που άρχισε με τη γνωστοποίηση να μην μπορούσε να συνεχίσει στη βάση της υφιστάμενης γνωστοποίησης. Υπό αυτό το πρίσμα είναι μάλιστα που αντελήφθη και η ίδια η διοίκηση την ανάγκη για νέα διαδικασία απαλλοτρίωσης και επίταξης, όπως φαίνεται από τη σημείωση της 22.4.1999 στην επιστολή της 1.3.1998 ότι "Η όλη διαδικασία της απαλλοτρίωσης/επίταξης θα επαναληφθεί γιατί παρήλθε η προθεσμία για τη δημοσίευση διατάγματος".  Παρά ταύτα, αντί να τροχιοδρομηθεί νέα διαδικασία απαλλοτρίωσης και επίταξης, η διοίκηση προέβη στη δημοσίευση του επίδικου διατάγματος ανανέωσης της επίταξης στις 21.5.1999.

Ούτε το υφιστάμενο διάταγμα επίταξης όμως μπορούσε να συνεχίζει, ούτε και ιδιαίτερα το διάταγμα παράτασης του μπορούσε να εκδοθεί νόμιμα, εφ΄όσον η ίδια η διαδικασία της απαλλοτρίωσης, προς την οποία ήταν άμεσα και αποκλειστικά συναρτημένο, δεν μπορούσε να συνεχίσει.  Είναι δε εμφανής και αναμφισβήτητη η άμεση και αποκλειστική συνάρτηση της επίταξης προς την απαλλοτρίωση.  Το διάταγμα επίταξης όχι μόνο δημοσιεύθηκε με απόλυτη χρονική ακολουθία της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης στις 29.4.1998, αλλά και αναφέρει ρητά ότι ο λόγος έκδοσης του είναι η αναγκαιότητα των εν λόγω κτημάτων για τους ίδιους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονται στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης.  Το διάταγμα επίταξης ήταν λοιπόν άρρηκτα συνδεδεμένο προς την απαλλοτρίωση που αφορούσε η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης της 28.5.1998 ως προϋπόθεση του και δεν είχε άλλη ή αυθύπαρκτη υπόσταση ανεξάρτητη από την εν λόγω απαλλοτρίωση.  Παρελθούσας της δεκάμηνης περιόδου για την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης, και έτσι και της δυνατότητας συνέχισης της διαδικασίας απαλλοτρίωσης δυνάμει της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης της 28.5.1998, το διάταγμα επίταξης απώλεσε ολόκληρο το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο του και, τοσούτο μάλλον, δεν παρείχετο δυνατότητα παράτασης της ισχύος του.  Μάλιστα το ίδιο το προσβαλλόμενο διάταγμα παράτασης της ισχύος του διατάγματος επίταξης ρητά συναρτάται προς το ότι τα εν λόγω κτήματα εξακολουθούσαν να είναι αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέροντο στο αρχικό διάταγμα.  Τούτο συνιστούσε πλάνη, αφού οι σκοποί εκείνοι έπαυσαν να υφίστανται με την πάροδο της δεκάμηνης περιόδου που κατέστησε αδύνατη την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης προς την οποία συναρτάτο το αρχικό διάταγμα και κατ΄επέκταση και το προσβαλλόμενο διάταγμα παράτασης του.  Η δημοσίευση μάλιστα νέας γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης στις 16.7.1999 τροχιοδρόμησε νέα διαδικασία απαλλοτρίωσης, επισφραγίζοντας την ήδη επελθούσα λήξη της προηγούμενης και του παρεπόμενου αυτής διατάγματος επίταξης.

Η προσβαλλόμενη παράταση του διατάγματος επίταξης ήταν λοιπόν παράνομη.  Χωρίς να υπεισέρχομαι στα υπόλοιπα θέματα, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα των Αιτητριών.

Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο