Για σκοπούς -
(α) εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με τίτλο -
(i) «Απόφαση-Πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας», όπως τροποποιήθηκε από την «Απόφαση-Πλαίσιο 2008/919/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την τροποποίηση της Απόφαση-Πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας»,
(ii) «Απόφαση 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 20ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία όσον αφορά τα τρομοκρατικά αδικήματα»,
(β) θέσπισης ορισμένων διατάξεων εφαρμογής -
(i) του Κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου της 27ης Δεκεμβρίου 2001 για την λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας,
(ii) του Κανονισμού (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου της 27ης Μαΐου 2002 για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάϊντα και τους Ταλιμπάν και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 467/2001 του Συμβουλίου για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης των πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν,
(γ) δημιουργίας κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου, που να επιτρέπει τη συμμόρφωση της Δημοκρατίας με τις Κοινές Θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας Νόμος του 2010.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αδίκημα τρομοκρατίας» σημαίνει οποιοδήποτε αδίκημα, που προβλέπεται ως τέτοιο στον παρόντα Νόμο˙
«Αστυνομία» σημαίνει την Αστυνομία Κύπρου˙
«δημόσιο σύστημα μεταφοράς» σημαίνει όλες τις υπηρεσίες, μέσα μεταφοράς, καθώς και άλλα μέσα, που ανήκουν, είτε στο δημόσιο είτε σε ιδιώτες, και χρησιμοποιούνται σε ή για υπηρεσίες που διατίθενται δημόσια, για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου˙
«διαρθρωμένη ομάδα» σημαίνει την ομάδα, που δεν έχει συσταθεί τυχαία, με σκοπό την άμεση διάπραξη ενός αδικήματος και η οποία δεν έχει απαραιτήτως τυπικά καθορισμένους ρόλους των μελών της, συνέχεια στη σύνθεσή της ή πολυσύνθετη δομή˙
«Δικαστήριο» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου˙
«εκρηκτική ύλη» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου˙
«Eurojust» σημαίνει τη Μονάδα, που εγκαθιδρύθηκε με την Απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τη σύσταση της Eurojust, προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος˙
«κατάλογοι» σημαίνει τους καταλόγους που αναφέρονται στο άρθρο 17 του παρόντος Νόμου˙
«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης˙
«ΜΟ.Κ.Α.Σ.» σημαίνει την Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης, η οποία εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου˙
«τρομοκρατική οργάνωση» σημαίνει τη διαρθρωμένη ομάδα δύο ή περισσότερων προσώπων που έχει συσταθεί και λειτουργεί για ορισμένο χρονικό διάστημα με σκοπό την τέλεση αδικημάτων τρομοκρατίας και η οποία περιλαμβάνεται στους καταλόγους.
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως˙
«χώρος δημόσιας χρήσης» σημαίνει τα μέρη οποιουδήποτε κτιρίου, γης, δρόμου, αγωγού νερού ή άλλης τοποθεσίας, στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό ή που είναι ανοικτά στο κοινό, συνεχώς, περιοδικά ή περιστασιακά, και περιλαμβάνει οποιοδήποτε εμπορικό, επιχειρησιακό, πολιτιστικό, ιστορικό, εκπαιδευτικό, θρησκευτικό ή κυβερνητικό χώρο ή χώρο αναψυχής ή παρόμοιο χώρο, στον οποίο έχει πρόσβαση το κοινό ή ο οποίος είναι ανοικτός στο κοινό.
3. Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται για την πρόληψη, διερεύνηση και ποινική δίωξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ αυτού.
4.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα, τα δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν, πρόσθετα, δικαιοδοσία να επιλαμβάνονται και να εκδικάζουν κάθε αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, όταν:
(α)το αδίκημα τελείται για λογαριασμό νομικού προσώπου, που είναι εγκατεστημένο στο έδαφος της Δημοκρατίας˙
(β)το αδίκημα στρέφεται κατά των θεσμών ή του πληθυσμού της Δημοκρατίας ή κατά οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οργανισμού, που ιδρύθηκε σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και εδρεύει στη Δημοκρατία.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι πρόνοιες των παραγράφων (2) και (3) του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα τυγχάνουν εφαρμογής.
5. Πρόσωπο, που εκ προθέσεως προβαίνει σε πράξη η οποία, δεδομένης της φύσης της, δύναται να πλήξει σοβαρά οποιαδήποτε χώρα ή οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό, με σκοπό-
- το σοβαρό εκφοβισμό του κοινού ή μερίδας του κοινού ή
- τον αδικαιολόγητο εξαναγκασμό δημοσίων αρχών ή διεθνούς οργανισμού, να ενεργήσουν ή να απόσχουν από του να ενεργήσουν οποιαδήποτε πράξη ή
- τη σοβαρή αποσταθεροποίηση ή καταστροφή των θεμελιωδών πολιτικών, συνταγματικών, οικονομικών ή κοινωνικών δομών μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού
και η πράξη αυτή συνιστά-
(α)αδίκημα, που περιλαμβάνεται στον Πίνακα του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου,
(β)αδίκημα, που περιλαμβάνεται στον Πίνακα του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου,
(γ)κατασκευή ή κατοχή ή κτήση ή μεταφορά ή προμήθεια ή χρήση πυροβόλων ή ραδιολογικών όπλων ή οποιασδήποτε εκρηκτικής ύλης ή άλλης θανατηφόρας συσκευής ή πυρηνικών ή βιολογικών όπλων ή έρευνα και ανάπτυξη βιολογικών και χημικών όπλων,
(δ)πρόκληση εκτεταμένης καταστροφής σε-
(i)κυβερνητική ή δημόσια εγκατάσταση,
(ii)δημόσιο σύστημα μεταφοράς,
(iii)υποδομή, περιλαμβανομένων των συστημάτων πληροφορικής,
(iv)εγκαταστάσεις ή άλλη περιουσία προξενικών αρχών ή διπλωματικών αποστολών,
(v)σταθερή εξέδρα στην υφαλοκρηπίδα,
(vi)χώρο δημόσιας χρήσης,
(vii)ιδιωτική ιδιοκτησία,
που δυνατό να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή ή να προξενήσει σοβαρή οικονομική ζημιά,
(ε)παρέμβαση ή διαταραχή ή διακοπή του εφοδιασμού νερού, ηλεκτρικής ενέργειας ή άλλου βασικού φυσικού πόρου, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κίνδυνο,
διαπράττει αδίκημα τρομοκρατίας και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε διά βίου φυλάκιση.
6. Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε απειλή για διάπραξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 5 του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος τρομοκρατίας και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.
7. Πρόσωπο, το οποίο, έχοντας γνώση των παράνομων σκοπών ή των δραστηριοτήτων τρομοκρατικής οργάνωσης, συμμετέχει, με οποιαδήποτε ενέργειά του, σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη τρομοκρατικής οργάνωσης, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€ 85.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
8. (1) Πρόσωπο που παρέχει υποστήριξη, με οποιοδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης της χρηματοδότησης, σε -
(α)τρομοκρατική οργάνωση ή
(β)μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης ή
(γ)οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, προς όφελος τρομοκρατικής οργάνωσης ή μέλους τρομοκρατικής οργάνωσης ή
(δ)οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, για τη διάπραξη αδικήματος τρομοκρατίας ή
(ε)πρόσωπα που περιλαμβάνονται στους καταλόγους,
έχοντας γνώση του γεγονότος ότι η υποστήριξή του αυτή θα συμβάλει στις δραστηριότητες των πιο πάνω, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€ 85.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Η παροχή υποστήριξης, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), περιλαμβάνει και την παροχή οδηγιών-
(α)για την κατασκευή ή χρήση εκρηκτικών, πυροβόλων όπλων ή άλλων όπλων ή επιβλαβών ή επικίνδυνων ουσιών ή
(β)για άλλες συγκεκριμένες μεθόδους ή τεχνικές,
με σκοπό τη διενέργεια ή τη συμβολή στη διάπραξη αδικήματος τρομοκρατίας, γνωρίζοντας ότι οι οδηγίες αυτές προορίζονται να χρησιμοποιηθούν από πρόσωπο ή οργάνωση, που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
9. Πρόσωπο, το οποίο, με σκοπό την διάπραξη οποιουδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 του παρόντος Νόμου, προβαίνει σε κλοπή ποσού ή αντικειμένου αξίας που υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50,000) ή σε εκβίαση ή σε πλαστογραφία οποιουδήποτε κυβερνητικού εγγράφου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες σαράντα χιλιάδες ευρώ (€ 340.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
10. Πρόσωπο, το οποίο κατέχει οποιαδήποτε πληροφορία η οποία δυνατό να υποβοηθήσει-
(α)την παρεμπόδιση της διάπραξης αδικήματος τρομοκρατίας από άλλο πρόσωπο ή
(β)τη διασφάλιση της σύλληψης, ποινικής δίωξης ή καταδίκης άλλου προσώπου για αδίκημα τρομοκρατίας και
αποκρύβει τέτοια πληροφορία από οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δυο αυτές ποινές.
11. Πρόσωπο, το οποίο διευθύνει ή οργανώνει τρομοκρατική οργάνωση, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε διά βίου φυλάκιση.
12. Πρόσωπο το οποίο με σκοπό την υποκίνηση διάπραξης αδικήματος τρομοκρατίας, διανέμει ή με άλλο τρόπο διαθέτει μήνυμα στο κοινό, προκαλώντας έτσι τον κίνδυνο διάπραξης αδικήματος τρομοκρατίας, ανεξαρτήτως αν τέτοιο αδίκημα έχει τελικά διαπραχθεί, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη.
13.-(1) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, πρόσωπο, το οποίο εν γνώσει του, με οποιοδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της χρήσης του διαδικτύου ή άλλων ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης και επικοινωνίας, αποπειράται ή υποκινεί άλλο πρόσωπο να διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ανεξάρτητα αν το πρόσωπο αυτό συναινεί ή όχι να διαπράξει αυτό, ή συνεργεί ή συμβάλλει στην διάπραξη οποιουδήποτε τέτοιου αδικήματος, είναι ένοχο αδικήματος, και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.
(2) Η απόπειρα διάπραξης των αδικημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο (γ) του άρθρου 5, στα άρθρα 6, 7, 8, 11 και 12, καθώς και η ηθική αυτουργία για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 8 και στα άρθρα 12 και 13 του παρόντος Νόμου, δε συνιστούν αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου.
14.-(1) Άνευ επηρεασμού της ποινικής ευθύνης οποιουδήποτε φυσικού προσώπου, που διαπράττει αδίκημα τρομοκρατίας δυνάμει του παρόντος Νόμου, νομικό πρόσωπο υπέχει την ίδια ευθύνη και δύναται να διωχθεί για οποιοδήποτε αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, το οποίο διαπράττεται για λογαριασμό του νομικού προσώπου από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού αυτού προσώπου και που ασκεί εντός του νομικού προσώπου διευθυντική εξουσία, η οποία στηρίζεται, είτε σε εξουσία αντιπροσώπευσης είτε σε εξουσία λήψεως αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου, είτε σε εξουσία ασκήσεως ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.
(2) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), νομικό πρόσωπο υπέχει την ίδια ευθύνη και δύναται να διωχθεί σε περίπτωση που η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους του προσώπου που αναφέρεται στο εδάφιο (1), καθιστά δυνατή τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, για λογαριασμό του νομικού προσώπου από πρόσωπο ιεραρχικά υπαγόμενο σε αυτό.
(3) Σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο κριθεί ένοχο δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€850.000) και, επιπρόσθετα, αναλόγως του αδικήματος, δύναται να καταδικαστεί-
(α)σε οριστική ή προσωρινή απαγόρευση άσκησης εμπορικής ή και άλλης δραστηριότητας,
(β)σε αποκλεισμό από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις,
(γ)σε διάλυση,
(δ)σε προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος τρομοκρατίας.
15. Πρόσωπο που παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 2,3 και 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου της 27ης Δεκεμβρίου 2001 για την λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται -
(α)στην περίπτωση φυσικού προσώπου, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€ 50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές,
(β)στην περίπτωση νομικού προσώπου, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€ 500.000).
16. Πρόσωπο που παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου της 27ης Μαΐου 2002 για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τις οργανώσεις ISIL (Da’esh) και Αλ Κάιντα, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται -
(α) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές,
(β) στην περίπτωση νομικού προσώπου, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000).
16Α. Πρόσωπο που παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται –
(α) Στην περίπτωση φυσικού προσώπου, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα οκτώ (8) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές,
(β) στην περίπτωση νομικού προσώπου, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000).
16Β. (1) Πρόσωπο που ασκεί χρηματοοικονομικές ή άλλες δραστηριότητες, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 2 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, δεσμεύει όλα τα κεφάλαια, χρηματικά περιουσιακά στοιχεία και οικονομικούς πόρους που-
(α) Ανήκουν ή ελέγχονται από καθορισμένο πρόσωπο ή οντότητα,
(β) ανήκουν ή ελέγχονται, εν’ όλω ή εν μέρει, άμεσα ή έμμεσα, από καθορισμένο πρόσωπο ή οντότητα,
(γ) απορρέουν ή πηγάζουν από κεφάλαια ή άλλα περιουσιακά στοιχεία τα οποία ανήκουν ή ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από καθορισμένο πρόσωπο ή οντότητα,
(δ) ανήκουν ή ελέγχονται από πρόσωπο ή οντότητα, που ενεργεί εκ μέρους, ή κατόπιν οδηγιών καθορισμένου προσώπου ή οντότητας.
(2) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στο εδάφιο (1), δεσμεύει όλα τα κεφάλαια, χρηματικά περιουσιακά στοιχεία και οικονομικούς πόρους που περιέρχονται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του και που γνωρίζει ή έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι εμπίπτουν στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (γ) ή (δ) του εδαφίου (1).
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «καθορισμένο πρόσωπο ή οντότητα» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ομάδα ή οντότητα που περιλαμβάνεται σε κατάλογο, περιλαμβανομένου προσώπου, ομάδας ή οντότητας που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 4 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κοινή Θέση του Συμβουλίου της 27ης Δεκεμβρίου 2001 για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (2001/931/ΚΕΠΠΑ)».
16Γ. (1) Πρόσωπο που ασκεί χρηματοοικονομικές ή άλλες δραστηριότητες, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 2 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, αναφέρει στην αρμόδια, ανάλογα με την περίπτωση, Εποπτική Αρχή, και η εν λόγω Εποπτική Αρχή αναφέρει στο Υπουργείο Εξωτερικών οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία έχουν δεσμευθεί ή οποιαδήποτε δράση έχει πραγματοποιηθεί σε σχέση με τη συμμόρφωση προς τα περιοριστικά μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 17.
(2) Εποπτική Αρχή δύναται να λάβει τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (6) του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου μέτρα σε περίπτωση που πρόσωπο που υπόκειται στην εποπτεία της παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «Εποπτική Αρχή» σημαίνει Εποπτική Αρχή που ορίζεται ως τέτοια δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.
17. Ο Υπουργός εκδίδει γνωστοποίηση, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στην οποία εκτίθεται ο ενημερωμένος κατάλογος προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων, για τις οποίες εφαρμόζονται οι πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κοινή Θέση του Συμβουλίου της 27ης Δεκεμβρίου 2001 για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (2001/931/ΚΕΠΠΑ)» και «Απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/1693 του Συμβουλίου της 20ης Σεπτεμβρίου 2016 για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά των ISIL (Da’esh) και Αλ Κάιντα και προσώπων, ομάδων, επιχειρήσεων και οντοτήτων που συνδέονται μαζί τους, και για την κατάργηση της Κοινής Θέσης 2002/402/ΚΕΠΠΑ», καθώς και οι κατάλογοι, που εκδίδονται δυνάμει των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
18. Το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει μειωμένη ποινή σε οποιοδήποτε πρόσωπο που κρίθηκε ένοχο για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, αν το πρόσωπο αυτό -
(α)παραιτείται από τις τρομοκρατικές δραστηριότητές του˙ και
(β)παράσχει στην Αστυνομία πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να ληφθούν διαφορετικά, συνδράμοντας έτσι στην-
(i) αποτροπή ή μετριασμό των αποτελεσμάτων του αδικήματος, ή
(ii) αναγνώριση και προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης προσώπων, τα οποία διέπραξαν αδίκημα που τιμωρείται με βάση τον παρόντα Νόμο, ή
(iii) παρεμπόδιση άλλων αδικημάτων , με βάση τον παρόντα Νόμο.
19. Οποιοσδήποτε μάρτυρας σε ποινική διαδικασία, αναφορικά με αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, θεωρείται ως μάρτυρας που χρήζει βοήθειας και εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου.
20. Οι διατάξεις του περί Αποζημίωσης Θυμάτων Βίαιων Εγκλημάτων Νόμου τυγχάνουν εφαρμογής σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει υποστεί σοβαρή σωματική βλάβη ή κλονισμό της υγείας του, που οφείλεται άμεσα σε αδίκημα τρομοκρατίας.
21. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, λογίζεται ως απαγορευμένος μετανάστης και δεν επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο έχει διαπράξει αδίκημα τρομοκρατίας ή συμμετέχει σε τρομοκρατική οργάνωση, σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου, ή παρέχει υποστήριξη σε τρομοκρατική οργάνωση, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος Νόμου, ή για το οποίο υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες ότι έχει εμπλακεί ή δύναται να εμπλακεί στη διάπραξη αδικήματος τρομοκρατίας.
22. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, η Υπηρεσία Ασύλου, η οποία εγκαθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 26 του εν λόγω Νόμου, δύναται να αποκλείσει από το καθεστώς πρόσφυγα ή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ή το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο έχει διαπράξει αδίκημα τρομοκρατίας ή συμμετέχει σε τρομοκρατική οργάνωση, σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου, ή παρέχει υποστήριξη σε τρομοκρατική οργάνωση, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος Νόμου, ή για το οποίο υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες ότι έχει εμπλακεί ή δύναται να εμπλακεί στη διάπραξη αδικήματος τρομοκρατίας.
23.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο Αρχηγός Αστυνομίας, η ΜΟ.Κ.Α.Σ. και το Τμήμα Τελωνείων, ανάλογα με την περίπτωση, συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές άλλων χωρών, για σκοπούς πρόληψης, διερεύνησης και εξιχνίασης αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, με την ανταλλαγή πληροφοριών οποιασδήποτε φύσης και με άλλους συναφείς τρόπους συνεργασίας.
(2) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) αρχές μεριμνούν για τη συγκέντρωση όλων των πληροφοριών, που αφορούν ή που απορρέουν από τη διενέργεια ποινικών ανακρίσεων, σχετικά με οποιοδήποτε αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, στο οποίο ενέχονται οποιαδήποτε πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες, που περιλαμβάνονται στους καταλόγους.
(3) Άνευ επηρεασμού των προνοιών του εδαφίου (1) και τηρουμένων των προνοιών του περί της Σύμβασης για την Ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας και του Πρωτοκόλλου Σχετικά με την Ερμηνεία της εν λόγω Σύμβασης από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με Προδικαστικές Αποφάσεις (Κυρωτικού) Νόμου του 2002, ο Αρχηγός Αστυνομίας, η ΜΟ.Κ.Α.Σ. και το Τμήμα Τελωνείων μεριμνούν για τη διαβίβαση στην Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία, μέσω του Εθνικού Γραφείου Ευρωπόλ, των ακολούθων στοιχείων και πληροφοριών, που προκύπτουν από ποινικές ανακρίσεις, που αφορούν οποιοδήποτε αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, στο οποίο ενέχονται οποιαδήποτε πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που περιλαμβάνονται στους καταλόγους:
(α)οποιεσδήποτε πληροφορίες που βοηθούν στην εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων που περιλαμβάνονται στους καταλόγους˙
(β)οποιαδήποτε στοιχεία που αφορούν τις υπό διερεύνηση υποθέσεις, περιλαμβανομένων και των ειδικών συνθηκών διάπραξης του αδικήματος˙
(γ)στοιχεία, αναφορικά με την διασύνδεση των υπό διερεύνηση αδικημάτων με άλλα αδικήματα τρομοκρατίας˙
(δ)στοιχεία που αφορούν την χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών˙
(ε)στοιχεία ή πληροφορίες που αφορούν οποιαδήποτε απειλή παρουσιάζεται σε σχέση με την κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής.
24.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ορίζει νομικό λειτουργό της Νομικής Υπηρεσίας ως εθνικό ανταποκριτή της Eurojust, για θέματα τρομοκρατίας.
(2) Ο εθνικός ανταποκριτής της Eurojust συλλέγει-
(α)όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους (α) μέχρι και (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 23 του παρόντος Νόμου,
(β)στοιχεία που αφορούν αιτήματα αμοιβαίας νομικής αρωγής, που υποβάλλονται σε σχέση με αδικήματα τρομοκρατίας,
και τα διαβιβάζει στην Eurojust.
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ
[άρθρο 5 (α)]
ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ
ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ (Π.Κ.)
1. Φόνος εκ προμελέτης (άρθρο 203 Π.Κ.).
2. Ανθρωποκτονία (άρθρο 205 Π.Κ.).
3. Γραπτές απειλές για φόνο (άρθρο 216 Π.Κ.).
4. Συνωμοσία για φόνο (άρθρο 217 Π.Κ.).
5. Περιαγωγή σε κατάσταση ανικανότητας για αντίσταση με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 226 Π.Κ.).
6. Περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 227 Π.Κ.).
7. Πράξεις που σκοπεύουν στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ή στην αποτροπή σύλληψης (άρθρο 228 Π.Κ.).
8. Βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 231 Π.Κ.).
9. Απόπειρα πρόκλησης σωματικής βλάβης με εκρηκτικές ύλες (άρθρο 232 Π.Κ.).
10. Κακόβουλη χορήγηση δηλητηρίου με σκοπό πρόκλησης σωματικής βλάβης (άρθρο 233 Π.Κ.).
11. Τραυματισμός και ανάλογες πράξεις (άρθρο 234 Π.Κ.).
12. Απαγωγή (άρθρο 248 Π.Κ.).
13. Διάρρηξη κτιρίου και διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 294 Π.Κ.).
14. Εμπρησμός (άρθρο 315 Π.Κ.).
15. Απόπειρα εμπρησμού (άρθρο 316 Π.Κ.).
16. Πρόκληση ναυαγίου (άρθρο 321 Π.Κ.).
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ
[άρθρο 5(β)]
ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ Η
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΧΕΙ ΚΥΡΩΣΕΙ
ΜΕ ΝΟΜΟ
1. Ομηροληψία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί της Διεθνούς Σύμβασης κατά της Σύλληψης Ομήρων (Κυρωτικού) Νόμου του 1990 (Ν.244/90).
2. Κατάληψη αεροσκάφους, σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης περί Καταστολής Παράνομων Καταλήψεων Αεροσκαφών, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως περί Καταστολής Παρανόμων Καταλήψεων Αεροσκαφών (Κυρωτικό) Νόμο του 1972 (Ν.30/72).
3. Αδίκημα κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας, σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης περί Καταστολής Παράνομων Πράξεων Στρεφόμενων κατά της Ασφάλειας της Πολιτικής Αεροπορίας, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης περί Καταστολής Παράνομων Πράξεων Στρεφόμενων κατά της Ασφάλειας της Πολιτικής Αεροπορίας (Κυρωτικό) Νόμο του 1973 (Ν.37/73), και όπως αυτή συμπληρώθηκε από το Πρωτόκολλο για την Καταστολή Παράνομων Πράξεων Βίας σε Αεροδρόμια που εξυπηρετούν τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία, το οποίο κυρώθηκε με τον περί του Πρωτοκόλλου για την Καταστολή Παράνομων Πράξεων Βίας σε Αεροδρόμια που εξυπηρετούν τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία (Κυρωτικό) Νόμο του 2001 [Ν.33(ΙΙΙ)/2001].
4. Αδίκημα κατά διεθνώς προστατευόμενων προσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του περί της Συμβάσεως για την Πρόληψη και τον Κολασμό Εγκλημάτων κατά Διεθνώς Προστατευομένων Προσώπων (Κυρωτικού) Νόμου του 1975 (Ν.63/75).
5. Αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 6 του περί της Σύμβασης για τη Φυσική Προστασία του Πυρηνικού Υλικού (Κυρωτικού και άλλες Διατάξεις) Νόμου του 1998 [Ν.3(ΙΙΙ)/98].
6. Αδίκημα, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συμβάσεως για την Καταστολή Παράνομων Πράξεων κατά της Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας του 1988 ή το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου για την Καταστολή των Παράνομων Πράξεων κατά της Ασφάλειας των Σταθερών Εγκαταστάσεων στην Υφαλοκρηπίδα του 1988, όπως αυτά έχουν κυρωθεί με τον περί της Συμβάσεως για την Καταστολή των Παράνομων Πράξεων κατά της Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας του 1988 και του Πρωτοκόλλου για την Καταστολή των Παράνομων Πράξεων κατά της Ασφάλειας των Σταθερών Εγκαταστάσεων στην Υφαλοκρηπίδα του 1988 (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 [Ν.17(ΙΙΙ)/1999].
7. Αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 4 του περί της Σύμβασης για τη Σήμανση Πλαστικών Εκρηκτικών Υλών για Σκοπούς Ανίχνευσης (Κυρωτικού) Νόμου του 2002 [Ν.19(ΙΙΙ)/2002].
8. Αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 5 του περί της Σύμβασης για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (Κυρωτικού) Νόμου του 1998 [Ν.8(ΙΙΙ)/1998].
9. Αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης για την Καταστολή της Βομβιστικής Τρομοκρατίας, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Σύμβασης για την Καταστολή της Βομβιστικής Τρομοκρατίας (Κυρωτικό) Νόμο του 2000 [Ν.19(ΙΙΙ)/2000].
10. Αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Διεθνούς Συνθήκης εναντίον της Στρατολόγησης, Χρησιμοποίησης, Χρηματοδότησης και Εκπαίδευσης Μισθοφόρων (Κυρωτικού) Νόμου του 1993 [Ν.14(ΙΙΙ)/93].
Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 75(Ι)/2019] ο περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας Νόμος καταργείται.