10.-(1) Όταν το δικαστήριο, καταδικάζοντας πρόσωπο για αδίκημα για το οποίο η ποινή δεν καθορίζεται από οποιοδήποτε νόμο είναι της γνώμης, αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της φύσης του αδικήματος και του χαρακτήρα του αδικοπραγούντος, ότι δεν είναι σκόπιμο να επιβάλει ποινή και ότι δεν αρμόζει να εκδοθεί διάταγμα κηδεμονίας, τότε δύναται να εκδώσει διάταγμα που να τον απαλλάσσει απόλυτα ή, αν το θεωρεί πρέπον, να τον απαλλάξει με τον όρο ότι δε θα διαπράξει αδίκημα κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος που δε θα υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία εκδόσεως του διατάγματος, όπως θα οριστεί σε αυτό.
(2) Διάταγμα με το οποίο απαλλάσσεται πρόσωπο με όρους που αναφέρονται πιο πάνω καλείται “διάταγμα απαλλαγής υπό όρους” και η περίοδος που ορίζεται σε αυτό καλείται “περίοδος απαλλαγής υπό όρους”.
(3) Πριν από την έκδοση διατάγματος απαλλαγής υπό όρους το δικαστήριο εξηγεί στον αδικοπραγούντα σε γλώσσα καταληπτή ότι, αν διαπράξει άλλο αδίκημα κατά τη διάρκεια της περιόδου απαλλαγής υπό όρους, θα υπόκειται σε ποινή για το αρχικό αδίκημα.
(4) Όταν, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε πρόσωπο που έχει απαλλαγεί υπό όρους, βάσει του παρόντος άρθρου, επιβάλλεται ποινή για το αδίκημα αναφορικά με το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα απαλλαγής υπό όρους, τότε αυτό παύει να ισχύει.