11.-(1) Αν το δικαστήριο το οποίο έχει εκδώσει διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους πληροφορηθεί ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται το διάταγμα αυτό έχει καταδικαστεί από οποιοδήποτε δικαστήριο της Δημοκρατίας για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου της κηδεμονίας ή της απαλλαγής υπό όρους και έτυχε μεταχείρισης σχετικά με το αδίκημα αυτό, τότε δύναται να εκδώσει κλήση με την οποία να καλεί το εν λόγω πρόσωπο να εμφανιστεί στον τόπο και κατά το χρόνο που ορίζονται στην κλήση ή ένταλμα για τη σύλληψη του, στην περίπτωση που η πληροφορία είναι γραπτή και επιβεβαιωμένη.
(2) Κλήση ή ένταλμα που εκδίδεται με βάση το άρθρο αυτό διατάζει το εν λόγω πρόσωπο να εμφανιστεί ή να προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο έχει εκδώσει το διάταγμα κηδεμονίας, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το διάταγμα έχει εκδοθεί από κακουργιοδικείο, οπότε το εν λόγω πρόσωπο καλείται να εμφανιστεί ή διατάζεται η προσαγωγή του ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου συνοπτικής διαδικασίας, το οποίο και επιλαμβάνεται της υπόθεσης μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, όπως αν ήταν το δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα.
(3) Αν πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους καταδικάζεται και τυγχάνει μεταχείρισης από δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας άλλης επαρχίας για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου της κηδεμονίας ή της απαλλαγής υπό όρους, τότε το δικαστήριο αυτό δύναται να θέσει υπό κράτηση ή να απολύσει με εγγύηση τον αδικοπραγούντα, με ή χωρίς εγγυητές, μέχρις ότου δυνηθεί να προσαχθεί ή να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε το διάταγμα ή ενώπιον άλλου δικαστηρίου της ίδιας επαρχίας. Αν ακολουθηθεί η διαδικασία αυτή, τότε το δικαστήριο διαβιβάζει στο δικαστήριο που έχει εκδώσει το διάταγμα αντίγραφο της καταδίκης υπογραμμένο από τον πρωτοκολλητή του δικαστηρίου το οποίο καταδίκασε τον κηδεμονευόμενο.
(4) Όταν αποδεικνύεται προς ικανοποίηση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου καλείται ή προσάγεται πρόσωπο δυνάμει του παρόντος άρθρου ή προς ικανοποίηση του δικαστηρίου επιτήρησης ότι το εν λόγω πρόσωπο καταδικάστηκε και έτυχε μεταχείρισης αναφορικά με αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου κηδεμονίας ή κατά τη διάρκεια της περιόδου απαλλαγής υπό όρους, ανάλογα με την περίπτωση, τότε το δικαστήριο δύναται να μεταχειριστεί το πρόσωπο αυτό, όσον αφορά το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί, αν το είχε μόλις καταδικάσει για το εν λόγω αδίκημα.
(5) Αν πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους από δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας καταδικάζεται από κακουργιοδικείο για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου της κηδεμονίας ή της απαλλαγής υπό όρους, τότε το κακουργιοδικείο δύναται να μεταχειριστεί το πρόσωπο αυτό, όσον αφορά το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο συνοπτικής δικαιοδοσίας θα μπορούσε να το μεταχειριστεί, αν το είχε μόλις καταδικάσει για το εν λόγω αδίκημα.
(6) Αν πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους από δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας καταδικάζεται από άλλο δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας για οποιοδήποτε αδίκημα που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου κηδεμονίας ή κατά τη διάρκεια της περιόδου απαλλαγής υπό όρους, τότε το δεύτερο δικαστήριο δύναται με τη συγκατάθεση του δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε το διάταγμα να μεταχειριστεί το πρόσωπο αυτό, όσον αφορά το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί, αν το είχε μόλις καταδικάσει για το εν λόγω αδίκημα.