ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

i-justice

(Αρ. Αίτησης 160/2024)

 

21 Νοεμβρίου 2024

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 33 ΤΟΥ 1964, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 12, ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2014, Ν.91(Ι)/2014

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΧΙΛΛΕΩΣ (ΑΔΤ     [ ]) ΑΠΟ [ ] ΠΑΦΟΣ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ. 3.7.2024, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠ΄ΑΡ. 29/2021 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΑΝΕΩΘΗΚΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΣΕ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, ΗΜΕΡ.29.1.2021, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ, ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ 2 ΧΡΟΝΩΝ

____________________

 

Α. Χρ. Αλεξάνδρου και Ε. Αλεξάνδρου (κα), για τον Αιτητή.

Λ. Σίγαρ (κα) και Στ. Παπουή (κα), για τον Γενικό Εισαγγελέα

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.  Ο Αιτητής ζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του διατάγματος παραπομπής του σε εποπτεία από την Αρχή Εποπτείας, ημερ.3.7.2024, το οποίο εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο, στη βάση ότι αυτό υπερέβηκε την εξουσία του, ενώ στη διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε, παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

 

    Με το διάταγμα ανανεώθηκε προγενέστερο διάταγμα παραπομπής του Αιτητή σε εποπτεία από την Αρχή Εποπτείας, το οποίο είχε εκδοθεί την 29.1.2021, με ισχύ από την 5.2.2021 και για διάρκεια τριών χρόνων, μέχρι 5.2.2024.

 

    Το διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 53 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Ν.91(Ι)/2014, το οποίο διαλαμβάνει ότι:

 

«(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να υποβάλει αίτηση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία, για την έκδοση διατάγματος παραπομπής σε εποπτεία από την Αρχή Εποπτείας για χρονικό διάστημα που θα καθορίσει το δικαστήριο, προσώπου το οποίο έχει καταδικασθεί για αδικήματα σεξουαλικής φύσης κατά παιδιών εντός του εδάφους της Δημοκρατίας ή στο εξωτερικό και για το οποίο δεν έχει παραγραφεί το αδίκημα από το ποινικό του μητρώο και το οποίο είτε εκτίει ποινή φυλάκισης είτε έχει αποφυλακιστεί εντός ενός (1) έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εφόσον κρίνει αυτό αναγκαίο για την προστασία παιδιών από την διάπραξη αδικημάτων τα οποία προνοούνται στον παρόντα Νόμο.

 

(2) Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου δύναται να τροποποιηθεί, να ανανεωθεί ή να καταργηθεί από το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το διάταγμα ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας».

 

 

 

    Η εφαρμογή του εδαφίου (1) του άρθρου 53 καθορίστηκε για περίοδο ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου την 4.7.2014, προδήλως για να δοθεί χρονικό περιθώριο ώστε να καλυφθούν οι περιπτώσεις προσώπων που είχαν καταδικαστεί πριν από την ημερομηνία αυτή και ήταν ακόμα στη φυλακή ή είχαν αποφυλακιστεί μέσα σε ένα χρόνο από την 4.7.2014.  Μετά τη θέσπιση του Νόμου, υφίσταται, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 14(1)(γ), εξουσία στο Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ή κατά την επιβολή ποινής σε καταδικασθέντα πρόσωπο, να διατάξει ως επιπρόσθετη ποινή ή κύρωση την επιβολή δικαστικής εποπτείας ή την παραπομπή στην Αρχή Εποπτείας για χρονικό διάστημα που καθορίζει το Δικαστήριο.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 14(1)(γ) προβλέπεται ότι: «Νοείται ότι διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου δύναται να τροποποιηθεί, να ανανεωθεί ή να καταργηθεί από το Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το διάταγμα ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας».

 

    Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 53 ως «διάταγμα ανανέωσης» του αρχικού διατάγματος εναντίον του Αιτητή που είχε εκδοθεί δυνάμει του εδαφίου (1) την 29.1.2021, λίγες ημέρες πριν την αποφυλάκιση του την 5.2.2021

 

    Το πρώτο ζήτημα για το οποίο χορηγήθηκε η άδεια αφορά στο γεγονός ότι το αρχικό διάταγμα είχε εκπνεύσει την 5.2.2024, προτού ο Γενικός Εισαγγελέας αιτηθεί την ανανέωση με την καταχώριση σχετικής αίτησης την 3.7.2024.  Επομένως, εισηγείται ο Αιτητής, δεν ήταν επιτρεπτή η ανανέωση του και το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε εκτός του πλαισίου του Νόμου, καθ' υπέρβαση εξουσίας. 

 

    Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο είναι, κατ' εφαρμογή του  άρθρου 53(2), δυνατή η ανανέωση διατάγματος παραπομπής που έχει εκπνεύσει ή είναι προϋπόθεση ότι το διάταγμα το οποίο ζητείται να ανανεωθεί βρίσκεται σε ισχύ.  Το εδάφιο (2) προνοεί ότι μπορεί να υποβληθεί αίτηση για τρία ζητήματα.  Για την τροποποίηση, για την ανανέωση και για την κατάργηση διατάγματος.     Εξ αντικειμένου για την τροποποίηση και για την κατάργηση το διάταγμα πρέπει να βρίσκεται σε ισχύ.  Όμως αυτό δεν εξυπακούει απαρέγκλιτα ότι και η ανανέωση περιορίζεται αναφορικά με διάταγμα που δεν έχει εκπνεύσει.

 

    Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα παρέπεμψε στη Yiannoplast Ltd v. «Reda Allah» (1991) 1 Α.Α.Δ. 526, απόφαση σε αίτηση στη δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου, υποδεικνύοντας ότι η ανανέωση κλητηρίου εντάλματος μπορεί να επιτευχθεί και με αίτηση που καταχωρείται μετά την εκπνοή της ισχύος του.

 

    Στην Σαββίδης κ.ά. ν. Σαζεΐδης & Υιός Λτδ κ.ά. (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1248, 1254, εφετειακή απόφαση, αναφέρθηκε ότι «Κλητήριο ένταλμα που δεν έχει επιδοθεί μέσα στους 12 μήνες από της εκδόσεως του παύει να βρίσκεται σε ισχύ μόνο για τους σκοπούς επίδοσής του.  Δεν παύει όμως να είναι έγκυρο κλητήριο ένταλμα για όλους τους άλλους σκοπούς».  Αυτό δεν ανατρέπει την επιχειρηματολογία, αφού αυτό που ανανεώνεται είναι η ισχύς του για σκοπούς επίδοσης, που είναι δυνατό να έχει εκπνεύσει.  Συνεπώς, ότι η ισχύς κλητηρίου εντάλματος για σκοπούς επίδοσης μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται αφού παρέλθουν 12 μήνες από την καταχώριση του, όταν πλέον η ισχύς του για σκοπούς επίδοσης έχει εκπνεύσει, αφού βέβαια ζητηθεί επέκταση του χρόνου, αναδεικνύει ότι στους δικονομικούς μας κανόνες είναι αποδεκτή η ανανέωση της ισχύος ακόμα και με αίτηση που υποβάλλεται όταν ο χρόνος ισχύος έχει ήδη παρέλθει.

 

    Δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος γιατί διάταγμα παραπομπής σε εποπτεία από την Αρχή Εποπτείας, να μην μπορεί να ανανεωθεί μετά την εκπνοή του.  Αντίθετα η δυνατότητα εξυπηρετεί για διάφορους λόγους, που δεν χρειάζεται εδώ να αναφερθούν.  Το λεκτικό που χρησιμοποίησε ο Νομοθέτης δεν είναι τέτοιο που να αποκλείει τη δυνατότητα, εξασφαλίζοντας έτσι εύρος εφαρμογής του άρθρου 53(2) προς ευόδωση των σκοπών του Νόμου.

 

    Παραμένει το ζήτημα της παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, αφού το επίδικο διάταγμα εξεδόθη στην απουσία του Αιτητή, χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να εμφανιστεί στη διαδικασία και να προβάλει τις θέσεις του.

 

    Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε ότι δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης γιατί ο Αιτητής είχε την ευκαιρία να αποταθεί στο κατώτερο Δικαστήριο για κατάργηση ή τροποποίηση του υπό έλεγχο διατάγματος.  Η ίδια αυτή δυνατότητα καταδεικνύει, υποστήριξε, ότι υφίσταται στη διάθεση του Αιτητή και άλλο ένδικο μέσο για να απαλλαγεί από το υπό έλεγχο διάταγμα.  Ότι δηλαδή ο Αιτητής θα μπορούσε, αντί της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να καταχωρίσει αίτηση στο κατώτερο Δικαστήριο για την κατάργηση του διατάγματος.

 

    Η δυνατότητα καταχώρισης αίτησης για κατάργηση διατάγματος από το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί, που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 53,  αναφέρεται σε διατάγματα που εκδόθηκαν δυνάμει του εδαφίου(1).

                                                                                            

    Είναι η θέση του Αιτητή ότι διάταγμα που έχει ανανεωθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 53 δεν μπορεί πλέον να τροποποιηθεί, ανανεωθεί ή καταργηθεί, εφόσον δεν είναι διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1)

 

    Δεν υπάρχει αποχρών λόγος γιατί, ενώ διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) είναι επιδεκτικό τροποποίησης, ανανέωσης ή κατάργησης, διάταγμα που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του εδαφίου (2) να μην είναι.  Αντίθετη προσέγγιση θα στερούσε τη δυνατότητα από το πρόσωπο για το οποίο ανανεώθηκε διάταγμα παραπομπής να αποταθεί στο Δικαστήριο για την κατάργηση ή την τροποποίηση του.  Η ορθή προσέγγιση πρέπει να είναι ότι διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) και που ανανεώθηκε δυνάμει του εδαφίου (2), είναι διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) ανανεωθέν δυνάμει του εδαφίου (2) και που μπορεί να τροποποιηθεί ή καταργηθεί και ακόμα να ανανεωθεί για δεύτερη και περισσότερες φορές.

 

    Η επιφύλαξη του άρθρου 14(1) αναφέρεται σε «. διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου δύναται να τροποποιηθεί, να ανανεωθεί ή να καταργηθεί  .», δεν αναφέρεται σε διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου.  Επομένως, διάταγμα που ανανεώνεται δυνάμει της επιφύλαξης του άρθρου 14(1) μπορεί να τροποποιηθεί ή καταργηθεί και ακόμα να ανανεωθεί για δεύτερη και περισσότερες φορές.  Οι ίδιες δυνατότητες είναι ορθό να ισχύουν και σε σχέση με διατάγματα που εκδόθηκαν και ανανεώθηκαν δυνάμει του άρθρου 53.  

 

    Είναι συνεπώς η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής μπορούσε και μπορεί να καταχωρίσει αίτηση δυνάμει του άρθρου 53(2) του Νόμου στο κατώτερο Δικαστήριο για την τροποποίηση ή κατάργηση του υπό έλεγχο διατάγματος.

 

    Είναι ορθή η επισήμανση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν καθορίζεται στο Νόμο ότι η αίτηση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα θα έπρεπε να είχε καταχωριστεί με κλήση.  Ούτε όμως και το αντίθετο, ότι δηλαδή θα μπορούσε να καταχωριστεί χωρίς κλήση προς το πρόσωπο που το διάταγμα θα αφορούσε.  Και αυτό είναι που έχει σημασία.  Η εξέταση από οποιοδήποτε Δικαστήριο οποιουδήποτε θέματος προϋποθέτει, κατά κανόνα, να γίνεται αφού παρασχεθεί η δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο να παραστεί και να προβάλει τις θέσεις του.    Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου οι επιπτώσεις για τον ενδιαφερόμενο μπορεί να είναι σοβαρές, όπως εν προκειμένω, όπου η παράβαση του διατάγματος συνιστά αδίκημα το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε έτη (άρθρο 53(4) του Νόμου).

 

    Στην περίπτωση κατά την οποία την αίτηση δυνάμει του άρθρου 53(2) καταχωρεί το πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, για την τροποποίηση ή για την κατάργηση του, θα ήταν κατά την κρίση του Δικαστηρίου απαράδεκτο η αίτηση να εξεταστεί ερήμην του Γενικού Εισαγγελέα, με ενδεχόμενο να καταργηθεί ή έστω τροποποιηθεί ένα τέτοιο διάταγμα χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στον Γενικό Εισαγγελέα να ακουστεί.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι δικαιολογείται διαφορετική προσέγγιση όταν, αντί το πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, αιτητής είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, όσο και αν αναγνωρίζει το ρόλο του τελευταίου στην προστασία της ευημερίας των ανηλίκων και του δημοσίου συμφέροντος γενικότερα.

 

    Στη Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1222, 1224, τονίστηκαν οι επιπτώσεις από την αποστέρηση των δικαιωμάτων που εγγυάται το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Αναφέρθηκε ότι:

 

«Παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, που εγγυάται το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, αναιρεί τη δίκη και καθιστά το αποτέλεσμα άκυρο. (Βλ. Psaras & Another v. Republic  C.L.R. 132, Έλληνας ν. Δημοκρατίας  και Ευσταθίου ν. Αστυνομίας, (1990) 2 Α.Α.Δ. 294. Κατ' ανάλογο τρόπο και για παρόμοιους λόγους αποστέρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το άρθρο 30.3 ενέχει τις ίδιες συνέπειες εφόσον η άσκηση τους επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω ή σε αντίθεση με αυτά. (Βλ. Rousos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1437 - βλ. επίσης Rousos and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119, Αίτηση Μαγκάκη, Αρ. 161/90, αποφασίστηκε στις 6.12.90, και Αίτηση Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 35)

 

 

    Διαπιστώνεται εν προκειμένω έκδηλη παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, που έχει επιφέρει συνέπειες στο πρόσωπο του Αιτητή.  Οι περιπτώσεις Μιχαήλ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 135 και Μιχαήλ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 142, στις οποίες παρέπεμψε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, όπου διατάχθηκε η ανανέωση δικαστικής απόφασης με μονομερείς αιτήσεις, σαφώς και διακρίνονται.  

 

    Η παραβίαση δεν μπορεί να γίνει ανεκτή με τη δικαιολογία ότι υφίσταται δικαιοδοσία στο κατώτερο Δικαστήριο για τροποποίηση ή κατάργηση του διατάγματος του.  Το δικαίωμα παρουσίας και παραστάσεων αφορά στη διαδικασία και στο χρόνο έκδοσης του διατάγματος που επηρεάζει το πρόσωπο για το οποίο εκδίδεται.  Δεν νοείται, σε αυτό το πεδίο, η παραγνώριση του δικαιώματος, με το δικαιολογητικό ότι προσφέρεται μια άλλη διαδικασία για την εκ των υστέρων διαφοροποίηση των δεδομένων που διαμορφώνονται.

 

    Πάγια νομολογία καθιερώνει ότι δεν είναι επιτρεπτή η επίκληση της προνομιακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο και ειδικά αυτό της έφεσης.  Όμως, αυτός ο κανόνας δεν είναι άκαμπτος και το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική εξουσία, παρά το διαθέσιμο παράλληλου ένδικου μέσου, να επιληφθεί του θέματος στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας σύμφωνα με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (Αλέκα Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31, 36 και Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, 48)

 

    Εξ ορισμού, οι εξαιρετικές περιστάσεις δεν μπορούν να καθοριστούν.  Όμως, όπου η νομοθεσία προβλέπει άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά το δικαίωμα έφεσης, η αναθεωρητική δικαιοδοσία δεν υπεισέρχεται, εκτός και αν ο αιτητής μπορεί να διακρίνει την περίπτωση του από τις περιπτώσεις εκείνες για τις οποίες η άλλη διαδικασία ή η έφεση προβλέφθηκε.  Η δυνατότητα αίτησης για την τροποποίηση ή κατάργηση εκδοθέντος διατάγματος, δεν ισοδυναμεί με έφεση. Φαίνεται να στοχεύει στις περιπτώσεις όπου δεν αμφισβητείται η νομιμότητα της έκδοσης του σχετικού διατάγματος, αλλά ότι αυτό θα πρέπει να τροποποιηθεί ή καταργηθεί στη βάση ενδεχομένως νέων στοιχείων ή περιστάσεων που έχουν προκύψει και επιμαρτυρούνται.

 

    Και σε κάθε περίπτωση, η τροποποίηση ή κατάργηση του διατάγματος εποπτείας δεν επιφέρει την εξ υπαρχής ακύρωση του.  Το διάταγμα θα μπορεί να τροποποιηθεί ή καταργηθεί από τη λήψη νέας απόφασης και θα παραμένει σε ισχύ μέχρι τότε.  Και είναι αμφίβολο κατά πόσο ο Αιτητής θα είχε τη δυνατότητα να εισηγηθεί στο κατώτερο Δικαστήριο να καταργήσει το εκδοθέν διάταγμα στη βάση ότι εσφαλμένα το εξέδωσε χωρίς να τον έχει ακούσει, ζητώντας ουσιαστικά από το κατώτερο Δικαστήριο να ενεργήσει ως εφετείο του εαυτού του.

 

     Τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω συνθέτουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να ασκηθεί η προνομιακή εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέρ του Αιτητή.

 

    Εκδίδεται συνεπώς προνομιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται το διάταγμα παραπομπής του Αιτητή σε εποπτεία από την Αρχή Εποπτείας, ημερ.3.7.2024, το οποίο εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στη βάση ότι κατά την έκδοση του παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

 

    Τα έξοδα της Αίτησης, όπως και τα έξοδα της αίτησης για άδεια, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ' ου η Αίτηση.

 

 

 

                                                      Χ. Μαλαχτός, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο