ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
LEFKOS P. GEORGHIADES ν. REPUBLIC (MINISTER OF FINANCE) (1972) 3 CLR 157
FIVE BUS TROUS LTD. ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 793
KARATSI ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 488
IOANNIDES ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 1801
Xριστοφίδης Xρ. Σ. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 772
Καλαπαλίκκης Γεώργιος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 818
Ελευθερίου Παρασκευάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 880
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 246/1990 - Ο περί Ο Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 1990
Ν. 4/1978 - Ο περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμος του 1978
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 309/2001)
27 Ιουλίου, 2004
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
L.L. CLEAN AND SHINE LIMITED,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Ν. Παπαδόπουλος, για την Αιτήτρια.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Με την παρούσα προσφυγή η εταιρεία L.L. Clean and Shine Limited (η αιτήτρια) προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ο Έφορος) με την οποία ο Έφορος επέβαλε στην αιτήτρια συνολικό ποσό επιβάρυνσης £19.691,32 για τη μη υποβολή φορολογικών δηλώσεων και απέρριψε αίτημα της για την επιθεώρηση του σχετικού διοικητικού φακέλου.(α) Τα γεγονότα.
Η αιτήτρια εταιρεία που ασχολείτο με τη συντήρηση μαρμάρων, χαλιών και τον καθαρισμό τζαμιών και ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ζήτησε στις 6/4/94 τη διαγραφή της από το πιο πάνω Μητρώο γιατί σύμφωνα με δήλωση της είχε διακόψει τις εργασίες της από τις 30/6/93. Το Επαρχιακό Γραφείο του Εφόρου στη Λευκωσία μετά από σχετική έρευνα διαπίστωσε ότι στις 20/12/93 η εταιρεία "C.L. Clean and Shine Limited" άλλαξε το όνομά της σε "L.L. Cle
an and Shine Limited" και υπέβαλε φορολογικές δηλώσεις μόνο για την περίοδο 1/10/92-28/2/93. Επειδή η αιτήτρια δεν παρουσίασε τα απαραίτητα στοιχεία για την επιβεβαίωση του τερματισμού των δραστηριοτήτων της, το αίτημα της για την ακύρωση της εγγραφής της απορρίφθηκε. Ταυτόχρονα ο Έφορος προέβηκε σε εκτίμηση βεβαίωσης φόρου σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Νόμου 246/90 και απέστειλε τις σχετικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας, χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου. Στην αιτήτρια στάληκε επίσης επιστολή ημερομηνίας 28/2/95 με την οποία ο Έφορος την πληροφορούσε ότι είχε αναθεωρήσει το ύψος των οφειλόμενων ποσών μετά τον επαναϋπολογισμό της κατ' εκτίμηση βεβαίωσης φόρου. Το Νοέμβριο του 1997 ο Έφορος διενήργησε έρευνα για τον εντοπισμό της αιτήτριας, αφού διαπιστώθηκε ότι η απευθυνόμενη προς αυτήν αλληλογραφία και οι φορολογικές δηλώσεις που την αφορούσαν είχαν επιστραφεί ανεπίδοτες. Ο αρμόδιος λειτουργός που ανέλαβε την έρευνα εντόπισε τελικά το Διευθυντή της αιτήτριας, ο οποίος παρέλαβε όλες τις φορολογικές δηλώσεις που δεν είχαν μέχρι στιγμής υποβληθεί. Στις 10/12/97 η αιτήτρια υπέβαλε όλες τις φορολογικές δηλώσεις που δεν είχαν υποβληθεί και στις 29/12/97 υπέβαλε και πάλι αίτηση για ακύρωση της εγγραφής της στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 30/6/93, δηλώνοντας ότι από την πιο πάνω ημερομηνία είχε αναστείλει τις εργασίες της. Μαζί με την αίτηση η αιτήτρια κοινοποίησε στον Έφορο επιστολή της με αίτημα να ακυρωθούν όλες οι χρηματικές επιβαρύνσεις που της είχαν επιβληθεί, ισχυριζόμενη πως είχε ήδη από τον Απρίλιο του 1994 ζητήσει, λόγω παύσης εργασιών, τη διαγραφή της από το Μητρώο Φ.Π.Α. χωρίς αποτέλεσμα και ότι ενώ είχε δηλώσει στον Έφορο την αλλαγή της διεύθυνσής της, η αποστολή των φορολογικών δηλώσεων συνεχιζόταν να αποστέλλεται στην παλιά διεύθυνση. Ακολούθησε σχετική υπηρεσιακή έρευνα για να εξακριβωθούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας. Προς τούτο διευθετήθηκε συνάντηση μεταξύ του Διευθυντή της αιτήτριας και αρμόδιας λειτουργού του Εφόρου, η οποία ζήτησε την παρουσίαση των βιβλίων, αρχείων και λοιπών στοιχείων της επιχείρησης της αιτήτριας. Ο Διευθυντής της αιτήτριας δήλωσε κατά τη συνάντηση ότι η αιτήτρια είχε σταματήσει τις δραστηριότητές της από το τέλος του 1993, ότι ο ίδιος απουσίαζε συχνά στο εξωτερικό, ότι τα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης είχαν χαθεί κατά τη μετακόμιση σε νέα διεύθυνση και υποσχέθηκε να παρουσιάσει τραπεζικές καταστάσεις των τηρουμένων λογαριασμών. Ως αποτέλεσμα της έρευνας και των στοιχείων που τελικά παρουσιάστηκαν διαπιστώθηκε ότι:(α) Η εταιρεία δεν είχε στην κατοχή της οποιαδήποτε στοιχεία ή βιβλία αναφορικά με τις δραστηριότητές της,
(β) Η αιτήτρια υπέβαλε τις φορολογικές της δηλώσεις στις 10/12/97 με μηδενικά, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν στοιχεία ότι η αιτήτρια ασκούσε εμπορική δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα η αιτήτρια είχε παράσχει υπηρεσίες σε τρίτα πρόσωπα με αντιπαροχή, χωρίς να αποδώσει Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, όπως στην εταιρεία "RO.MA.KO Entertainment Ltd" στην οποία είχε παράσχει υπηρεσίες ύψους £7.636,00 χωρίς να αποδώσει τον οφειλόμενο φόρο εκροών,
(γ) Η αιτήτρια διατηρούσε στο αρχικό όνομα της τραπεζικό λογαριασμό στη Λαϊκή Τράπεζα στον οποίο παρουσιάζονται καταθέσεις για την περίοδο 1/1/93-10/5/93 ποσά ύψους £5.155,54. Ο λογαριασμός αυτός έκλεισε στις 10/5/93,
(δ) Η αιτήτρια διατηρούσε μετά την αλλαγή της ονομασίας της νέο λογαριασμό στη Λαϊκή Τράπεζα στον οποίο παρουσιάζονται καταθέσεις για την περίοδο 1/1/93-31/12/93, ύψους £4.654,10 για την περίοδο 1/1/94-31/12/94 καταθέσεις ύψους £2.400,00 και για την περίοδο 1/1/95-29/9/95 καταθέσεις ύψους £3.513,59. Ο λογαριασμός
(ε) Η αιτήτρια τερμάτισε τις δραστηριότητές της μετά τις 29/9/95 ενώ η αίτηση για ακύρωση της εγγραφής είχε υποβληθεί στις 29/12/97, και
(στ) Από τα ευρήματα της έρευνας διαπιστώθηκε ότι δεν ευσταθούσε ο ισχυρισμός ότι η εμπορική δραστηριότητα της είχε τερματιστεί το 1993.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις ο Έφορος ακύρωσε την εγγραφή της αιτήτριας από το Μητρώο Φ.Π.Α. από τις 29/9/95 και της επέβαλε χρηματική επιβάρυνση ΛΚ 1300, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 21Α του Ν. 246/90, γιατί η αιτήτρια καθυστέρησε να γνωστοποιήσει τον τερματισμό της υποχρέωσης εγγραφής της κατά 26 μήνες. Με την ίδια επιστολή του ημερομηνίας 24/6/98 ο Έφορος ενημέρωσε την αιτήτρια ότι έπρεπε να υποβάλει όλες τις φορολογικές δηλώσεις για την περίοδο που ίσχυε η εγγραφή της, σε περίπτωση που δεν τις είχε ήδη υποβάλει, και ότι θα της αποστέλλετο και τελική φορολογική δήλωση για διακανονισμό του φόρου σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία και οποιεσδήποτε άλλες αναπροσαρμογές. Στις 23/1/2001 ο Έφορος κοινοποίησε στην αιτήτρια περιοδική κατάσταση λογαριασμού στην οποία καθορίστηκε ως ολικό πληρωτέο ποσό επιβαρύνσεων και τόκων το ποσό των ΛΚ 19.691,52. Η αιτήτρια αντέδρασε και ζήτησε μέσω των δικηγόρων της διευκρινίσεις για τον τρόπο υπολογισμού του πιο πάνω ποσού. Ζήτησε επίσης να της επιτραπεί η επιθεώρηση του σχετικού διοικητικού φακέλου και των στοιχείων που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, επικαλούμενη το δικαίωμα ακρόασης που καθιερώνεται στο άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω την απάντηση του Εφόρου της 12/2/2001, που αποτελεί και το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας.
"Κύριοι,
Θέμα: Αίτημα για επιθεώρηση διοικητικού φακέλου
της εταιρείας «L.L. Clean & Shine Limited» -
αρ. εγγραφής 10051021Μ
Αναφέρομαι στο φωτοτηλεμήνυμα σας ημερομηνίας 31 Ιανουαρίου 2001 με το οποίο έχετε διαβιβάσει επιστολή σας ημερομηνίας 30 Ιανουαρίου 2001 και με λύπη μου σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας για επιθεώρηση του σχετικού διοικητικού φακέλου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Με βάση πάγια Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι Γενικές Διοικητικές Αρχές, τις οποίες επικαλείστε, δεν εφαρμόζονται σε φορολογικές υποθέσεις.
Σημειώνω ότι σύμφωνα με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ευαγγελία Ιωαννίδου ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Σάββα Ποέρου ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος [1985] 3 Α.Α.Δ. 1801, στις φορολογικές υποθέσεις δεν ισχύει το δικαίωμα πληροφόρησης και επιβεβαίωσε ότι οι φορολογικές αρχές δεν έχουν υποχρέωση να θέσουν στη διάθεση των φορολογουμένων τα στοιχεία και τις πληροφορίες που υπάρχουν στους φακέλους τους.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό σας ότι δεν είστε σε θέση να γνωρίζετε τα στοιχεία και τα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στη διαμόρφωση του ποσού που αναφέρεται στο Έντυπο Φ.Π.Α. 9, σας πληροφορώ ότι τα εν λόγω στοιχεία έχουν επεξηγηθεί σε συνάντηση των Λογιστών της Εταιρείας με Λειτουργό του Επαρχιακού Γραφείου Λευκωσίας. Για υποβοήθηση σας παραθέτω ότι με βάση τα στοιχεία της έρευνας της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. διαπιστώθηκε ότι:
Αποτέλεσμα των εν λόγω παραλείψεων ήταν να επιβληθεί στην εταιρεία χρηματική επιβάρυνση ύψους £16.691,32. Το εν λόγω ποσό αναλύεται ως ακολούθως:-
(αντίγραφο της σχετικής αναλυτικής κατάστασης σας επισυνάπτεται)
2. Για οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις χρειάζεστε σε σχέση με το θέμα μπορείτε να έλθετε σε επικοινωνία με το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λευκωσίας."
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Η αιτήτρια αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης του Εφόρου ισχυριζόμενη ότι,
(γ) Η προδικαστική ένσταση για την έλλειψη εκτελεστότητας.
Έχει υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο του Εφόρου ότι η επίδικη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού οι επιβαρύνσεις είναι αποτέλεσμα εφαρμογής νομοθετικών προνοιών και δεν εξαρτώνται από τη διακριτική ευχέρεια του Εφόρου. Η επίδικη ειδοποίηση αφορούσε τη χρηματική επιβάρυνση για τη μη έγκαιρη γνωστοποίηση του τερματισμού της υποχρέωσης εγγραφής (ύψους £1.300,00), χρηματική επιβάρυνση για τη μη έγκαιρη υποβολή των φορολογικών δηλώσεων (ύψους £12.630,00) καθώς
επίσης και τόκους ύψους (£5.770,02).Η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφόρου ευσταθεί. Το θέμα της επιβολής χρηματικών επιβαρύνσεων σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου 246/90 εξετάστηκε στην υπόθεση Γ. Καλαπαλίκης κ.ά. ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Α.Ε. 2803 της 20/9/2001) στην οποία τονίστηκαν τα πιο κάτω:
"Ο πρωτόδικος δικαστής δεν απέφυγε να ερευνήσει τη φύση των πράξεων, που αποτελούν το αντικείμενο του πρώτου λόγου της έφεσης. Ήταν η άποψη του ότι η επιβολή τόκου και επιβαρύνσεων δεν αποτελούν εκτελεστή πράξη, αλλά προβλέπονται απευθείας από το νόμο χωρίς το θέμα να εξαρτάται από τη βούληση του Εφόρου. Ελλείπει δηλαδή, το στοιχείο άσκησης μονομερούς εξουσίας, που γεννά την υποχρέωση. Παραλλήλισε μάλιστα την περίπτωση με την υπόθεση αρ. 425/97 Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 12/5/98, στην οποία ο ίδιος δικαστής έκρινε ότι η επιβολή τόκου σε βεβαιωθέντα φόρο εισοδήματος σύμφωνα με απευθείας πρόβλεψη του άρθρ. 39(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (ν. 4/78), όπως τροποποιήθηκε, δε συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η παραλληλία αυτή των δύο νόμων είναι απόλυτα εύστοχη, εφόσον πρόκειται για όμοια ρύθμιση περί επιβαρύνσεων και τόκων. Πρέπει να λεχθεί ότι η παραπάνω απόφαση Χριστοφίδη, εφεσιβλήθηκε. Η Ολομέλεια, όμως, με την απόφαση της στην Α.Ε. 2649 ημερ. 12/12/00, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση τονίζοντας ότι:
".... Πράξη είναι εκτελεστή εφ' όσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, που δεν υφίστανται πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεση τους. Ο τόκος και η πρόσθετη επιβάρυνση προβλέπονται άμεσα από το Νόμο 4/78 και δεν συνιστούν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου (βλέπε Παξιόλας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 988/96, ημερ. 21.4.99 και Καλαπαλίκκης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 704/96 κ.α., ημερ. 5.2.1999. Βλέπε επίσης Κώστας Γαβριηλίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 767/95, ημερ. 20.6.1996, όπου υποστηρίχθηκε ότι η σχετική επιβολή επιβάρυνσης ήταν πληροφοριακού περιεχομένου και όχι εκτελεστή πράξη)."
Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Π. Ελευθερίου ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Α.Ε. 2876 της 29/10/2001) στην οποία σημειώθηκαν τα ακόλουθα:
"Κατά την ενώπιον μας προφορική ακρόαση της έφεσης, η δικηγόρος του Εφεσίβλητου μας παρέπεμψε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2803, Γ. Καλαπαλίκης κ.α. ν. Εφόρου Φ.Π.Α., της 20.9.2001, όπου αποφασίσθηκε ότι η επιβολή επιβαρύνσεων και τόκων, όπως ακριβώς στην ενώπιον μας περίπτωση, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Και εισηγήθηκε, αφού αποδεχθούμε ότι με την προσφυγή δεν προσβλήθηκε εκτελεστή διοικητική πράξη, να απορρίψουμε την έφεση χωρίς να υπεισέλθουμε και εξετάσουμε τους λόγους της.
Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, αν και είχε το δικαίωμα απαντήσεως, απέφυγε να τοποθετηθεί επί της εισηγήσεως της δικηγόρου του Εφεσίβλητου. Επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός.
Στην Καλαπαλίκης η Ολομέλεια αποφάσισε ότι η επιβολή επιβαρύνσεων και τόκων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, διότι οι εν λόγω επιβαρύνσεις και τόκοι προβλέπονται, και επιβάλλονται, κατ' ευθείαν εκ του Νόμου, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να παρεμβληθεί διοικητική πράξη του Εφόρου η οποία να παράγει αφ' εαυτής έννομα αποτελέσματα.
Εφόσον, επομένως, σύμφωνα με την Καλαπαλίκης, με την προσφυγή του Εφεσείοντος δεν προσβλήθηκε εκτελεστή διοικητική πράξη, κρίνουμε ότι περιττεύει η εξέταση των λόγων έφεσης που προβάλλονται με σκοπό την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης η οποία, όπως αναφέραμε, λαμβάνοντας ως δεδομένη την εκτελεστότητα της επίδικης διοικητικής πράξης, απέρριψε την προσφυγή στην ουσία της."
Στην παρούσα περίπτωση οι επιβαρύνσεις και οι τόκοι που έχουν επιβληθεί αποτελούν νομοθετική υποχρέωση και δεν εγείρεται θέμα διακριτικής εξουσίας του Εφόρου. Η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου είναι ορθή. Το Α΄ σκέλος της προσφυγής δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από το Δικαστήριο, αφού στερείται εκτελεστότητας.
(δ) Άρνηση παροχής άδειας για την εξέταση του διοικητικού φακέλου.
Με το Β΄ σκέλος της προσφυγής η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου να απορρίψει το αίτημα της για την επιθεώρηση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου. Πιο συγκεκριμένα με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 30/1/2001 η αιτήτρια, αφού διεφώνησε με τα καθορισθέντα ποσά, ζήτησε να της επιτραπεί η επιθεώρηση του σχετικού διοικητικού φακέλου για την "καταχώριση πιθανής ένστασης" και "για υποβολή τυχόν παραστάσεων". Προς τούτο οι δικηγόροι της αιτήτριας επικαλέστηκαν το άρθρο 43 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (αρ. 158(Ι)/99). Το αίτημα απορρίφθηκε και επεξηγήθηκε ότι τα στοιχεία που εζητούντο είχαν δοθεί στη συνάντηση της αρμόδιου υπαλλήλου του Εφόρου με τους λογιστές της αιτήτριας εταιρείας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Έφορος δεν έχει καμιά νομική υποχρέωση να επιτρέψει την επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση
Ioannides v. Republic (1985) 3 CLR 1801, 1823,"The rules of natural justice are not applicable in this tax case. In general no duty is cast upon administrative bodies with regard to purely administrative matters, not disciplinary, to make to a person available the information they have - (Lefkos P. Georghiades v. The Republic, (1972) 3 C.L.R. 157; Five Bus Tour Limited v. The Republic, (1983) 3 C.L.R. 793, 809; Kontemeniotis v. C.B.C., (1983) 3 C.L.R. 1027, 1033-34; Karatsi v. The Republic, (1984) 3 C.L.R. 488)."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης δεν τυγχάνουν εφαρμογής στη συγκεκριμένη φορολογική υπόθεση. Ως γενική αρχή, δεν υφίσταται υποχρέωση των διοικητικών οργάνων σε σχέση με αμιγώς διοικητικά ζητήματα, εξαιρουμένων των πειθαρχικών θεμάτων, να επιτρέψουν στον πολίτη πρόσβαση στις πληροφορίες που διαθέτουν."
Επιπρόσθετα θα πρέπει να σημειωθεί ότι η θεραπεία που ζητείται με το Β΄ σκέλος δεν είναι συναφής με τη θεραπεία που ζητείται με το Α΄ σκέλος. Η προσβολή περισσοτέρων της μίας πράξεων με την ίδια προσφυγή επιτρέπεται μόνο όταν οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς μεταξύ τους, όταν δηλαδή στηρίζονται στις ίδιες νομικές διατάξεις, έχουν ταυτόσημη αιτιολογία και έχουν εκδοθεί από το ίδιο διοικητικό όργανο κατά την ίδια διοικητική διαδικασία. Στην παρούσα περίπτωση η θεραπεία που ζητείται με το Β΄ σκέλος της προσφυγής δεν συνάδει με τη θεραπεία που επιδιώκεται με το Α΄ σκέλος.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους της προσφυγής. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.