ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 84
22 Ιανουαρίου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΤΜHΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΕΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Προσφυγή Αρ. 220/2001)
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Επιβολή και στη συνέχεια ανάκληση της φορολογίας και επιβολή νέας ― Περιστάσεις ― Πλαίσιο ανάκλησης δυσμενών διοικητικών πράξεων ― Ιεραρχική προσφυγή κατά των νέων φορολογιών ― Πεπλανημένη η απόρριψή της ― Συνέπειες.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου εναντίον των σε βάρος του φορολογιών εισοδήματος για τα έτη 1988-1993.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η ανάκληση πράξης μπορεί να μην είναι ρητή. Η έκδοση νέας πράξης κατά αντικατάσταση προηγούμενης, κατ' ανάγκην την ανακαλεί. Οι αναθεωρημένες φορολογίες εν προκειμένω αντικατέστησαν τις προηγούμενες και η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής με αναφορά σε όσα αφορούσαν στις ανακληθείσες φορολογίες, ήταν λανθασμένη.
Η ιεραρχική προσφυγή στρεφόταν κατά των νέων φορολογιών, ως συνέπεια των οποίων προέκυπτε ως επιστρεπτέος φόρος το ποσό των £4,000. Το παράπονο του αιτητή ήταν πως δεν θα έπρεπε να του είχε επιβληθεί οποιαδήποτε φορολογία, εξ ου και η ένστασή του προς το Διευθυντή. Είναι προφανές πως η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε με αιτιολογία ασύνδετη προς όσα θα ήταν δυνατό να συσχετισθούν προς την προσβληθείσα απόφαση. Ουσιαστικά, κατά πλάνη περί τα πράγματα, αφού εσφαλμένα εκλήφθηκε πως επιδιωκόταν επιστροφή φόρου, ισχυουσών των αρχικών φορολογιών.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με τα πραγματικά έξοδα υπέρ του αιτητή.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Καμμίτσης v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 4 Α.Α.Δ. 823,
Angelidou v. Republic (1985) 3(Β) C.L.R. 1212,
Hellenic Bank Ltd v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1619,
Stelel Catering Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 788,
Δημοκρατία v. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 423,
Hawaii Hotels Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835,
Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ v. Δήμου Λεμεσού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25,
Αυγουστή κ.ά. v. Υπουργού Εσωτερικών (1993) 3 Α.Α.Δ. 496,
Σολιάτης κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 445.
Προσφυγή.
Ο Αιτητής παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Δ. Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το άρθρο 20Α(4) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 80(Ι)/99) (στο εξής ο Νόμος) παρέχει στο Εφοριακό Συμβούλιο εξουσία να εξετάζει συνοπτικά και να απορρίπτει ιεραρχικές προσφυγές, τις οποίες κρίνει αβάσιμες, χωρίς να καλεί ενώπιόν του είτε τον αιτητή είτε το Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Κλιμάκιο του Εφοριακού Συμβουλίου (στο εξής το Εφοριακό Συμβούλιο) εξέτασε συνοπτικά ιεραρχική προσφυγή που άσκησε ο αιτητής και την απέρριψε ως αβάσιμη. Ο αιτητής αμφισβητεί το κύρος αυτής της απόφασης.
Ο αιτητής χειρίστηκε την υπόθεσή του αυτοπροσώπως και πολλοί ισχυρισμοί του εκφεύγουν όσων θα ήταν δυνατό να ενταχθούν στη δικαιοδοσία αναθεώρησης κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Περιλαμβάνουν όμως και το κεντρικό ζήτημα. Αφορά στην καθόλου νομιμότητα της φορολογίας εισοδήματος που του επιβλήθηκε για τα φορολογικά έτη 1988 - 1993. Τα δε στοιχεία του φακέλου, μαζί με τις αιτιολογημένες αποφάσεις (πλειοψηφίας και μειοψηφίας) του Εφοριακού Συμβουλίου που εκδόθηκαν, επιτρέπουν κατανόηση και εξέταση της ουσίας του ιδιότυπου ζητήματος που ανακύπτει. Μαζί με αυτά και ο διαφανής τρόπος με τον οποίο το Εφοριακό Συμβούλιο διεκπεραίωσε τη διαδικασία. Τηρήθηκε πλήρες πρακτικό που περιλαμβάνει ακόμα και τις διαβουλεύσεις και τους προβληματισμούς των Μελών στην προσπάθειά τους να κινηθούν με πνεύμα δικαιοσύνης μέσα στα όρια που θέτει η νομοθεσία.
Η σύζυγος του αιτητή απεβίωσε στις 7.3.94 και αυτός διορίστηκε ως διαχειριστής της περιουσίας της. Η περιουσία συνίστατο σε καταθέσεις και όταν ο αιτητής απευθύνθηκε στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων για την εξασφάλιση πιστοποιητικού απαλλαγής από το Φόρο Κληρονομίας, τέθηκε ζήτημα σε σχέση με τις δικές του φορολογικές υποχρεώσεις. Του ζητήθηκε και υπέβαλε κατάσταση περιουσίας και, στη βάση της, θεωρήθηκε ότι προέκυπτε αδήλωτο φορολογητέο εισόδημά του. Περιλαμβάνεται στο φάκελο "υπεύθυνη δήλωσή" του ημερομηνίας 3.3.95 για αποδοχή φορολογίας ύψους £9,478 αλλά και ιδιόχειρη πρότασή του ημερομηνίας 3.5.95 για πληρωμή του ποσού των £8.000 τοις μετρητοίς. Ο διευθυντής συμφώνησε, πληρώθηκε το ποσό αλλά υπήρξαν εξελίξεις.
Ο αιτητής απηύθυνε επιστολές προς τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ήταν ο ισχυρισμός του πως ο διακανονισμός και η αποδοχή του ήταν το αποτέλεσμα της εκβιαστικής στάσης λειτουργού, στην οποία υπέκυψε για να μπορέσει να εισπράξει όσα απέμεναν από τις αποταμιεύσεις της συζύγου του. Σ' αυτό το πλαίσιο, αποκήρυξε τη συμπερίληψη των καταθέσεων της συζύγου στην κατάσταση της δικής του περιουσίας και υποστήριξε πως η δήλωση και η πρότασή του δεν ήταν ελεύθερες.
Αποτέλεσμα ήταν η επανεξέταση του θέματος και η έκδοση αναθεωρημένων φορολογιών από τις οποίες προέκυπτε υποχρέωση επιστροφής στον αιτητή συνολικού ύψους £4,000. Θα παραθέσω αυτούσιο το χειρόγραφο σημείωμα του φακέλου ημερομηνίας 17.1.00 που οδήγησε σ' αυτή την κατάληξη.
"Φαίνεται από τα γεγονότα ότι στην Κεφαλαιουχική κατάσταση 1.1.88 - 7.3.94 έχει περιληφθεί έναν ποσόν αποταμιεύσεως της συζύγου γύρω στις £50.528. Ο φορολογούμενος παρόλον ότι επέμενε ότι τα χρήματα αυτά ήταν προϊόν πώλησης του σπιτιού του στην Αγγλίαν, καθότι ήταν κάτοικος Αγγλίας και επαναπατρίσθει περίπου το 1978. Από τις εξηγήσεις που μου έδωσε και τις μαρτυρίες που προσκόμισε επείσθηκα ότι ο άνθρωπος λέγει την αλήθεια. Με βάση τα πιο πάνω ο φορολογούμενος έχει αδικηθεί. Συζήτησα το θέμα μαζί του και επειδή φαίνεται να έχει προβλήματα υγείας και χρειάζεται επειγόντως χρήματα για να μεταβεί στο εξωτερικό για εγχείρηση εισηγούμαι όπως για σκοπούς χρηστής διοίκησης αλλά και για ανθρωπιστικούς λόγους και για λόγους δικαιοσύνης του επιστραφεί το 50% των φόρων δηλαδή £4.000. Ο φορολογούμενος συμφωνά με αυτήν την εξέλιξην και η αναθεώρηση των φορολογιών του δικαιολογείται από την κ. κατάσταση αν λάβουμε ως opening position την εκεί πώλησην της περιουσίας στην Αγγλίαν. Υποβάλλεται για ενημέρωση σας και την έγκριση σας για τη συμβιβαστική πρόταση του φορολογουμένου".
Ο αιτητής δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί αυτή την αναθεώρηση. Υπέβαλε ένσταση και αυτή απορρίφθηκε με την εξήγηση πως η υπόθεσή του επανεξετάστηκε "με πάσα λεπτομέρεια" και πως η απόφαση που λήφθηκε τον "άφησε απόλυτα ικανοποιημένο". Με τη συμπλήρωση πως ο αιτητής είχε δικαίωμα να προσφύγει είτε στο Ανώτατο Δικαστήριο είτε στο Εφοριακό Συμβούλιο. Ακολούθησε η ιεραρχική προσφυγή προς το Εφοριακό Συμβούλιο. Συνοδευόταν από επιστολή του αιτητή στην οποία επαναλαμβάνονταν τα παράπονά του, με προεξάρχοντα τον ισχυρισμό για παγίδευση και εξαπάτησή του.
Μετά από εκτεταμένη συζήτηση και αφού κατά πλειοψηφία κρίθηκε πως η ιεραρχική προσφυγή ήταν παραδεκτή, το Εφοριακό Συμβούλιο την απέρριψε ως αβάσιμη με το πιο κάτω σκεπτικό:
"α) Ο Αιτητής θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από τη φορολογία που του επιβλήθηκε επικαλείται όμως διάφορους ισχυρισμούς που είναι άσχετοι με την προσφυγή και πολύ περισσότερο δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Εφοριακού Συμβουλίου για να τους εξετάσει.
β) Στον Φορολογούμενο επιβλήθηκε φορολογία Λ.Κ. 8000 μετά από γραπτή εισήγηση του ιδίου του Αιτητή, ημερομηνίας 3 Μαΐου, 1995, χωρίς καμιά επιφύλαξη. Η υπό ένσταση φορολογία που του έχει επιβληθεί και καταβληθεί μετά από εκούσια συμφωνία του ιδίου με τον Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων αποτελεί ανεπιφύλακτη αποδοχή της διοικητικής πράξης και οδηγεί αναπόφευκτα στην απώλεια του έννομου συμφέροντος που θα επέτρεπε μετέπειτα προσβολή της εγκυρότητας της (βλέπε Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 719, όπου υιοθετεί την πιο πάνω αρχή). Η ίδια αρχή είχε υιοθετηθεί και στις υποθέσεις Gulf Agency Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2155 και Κοζάκος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3566, όπου τονίστηκε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη καταχώριση προσφυγής, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 146 του Συντάγματος είναι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο του Αιτητή. Αν ο Αιτητής συναίνεσε ή αποδέχθηκε την έκδοση της πράξης, το έννομο συμφέρον δεν δημιουργείται. Κατά συνέπεια ο Αιτητής με την αποδοχή της φορολογίας που του επιβλήθηκε ουσιαστικά αποποιήθηκε το έννομο συμφέρον του.
Επίσης χαρακτηριστική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Καμμίτσης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 4 Α.Α.Δ. 823, όπου στην σελ. 828 αναφέρεται ότι "δεν επιτρέπεται η επιστροφή φόρου στη περίπτωση που ο φορολογούμενος προβεί σε εκούσια πληρωμή του με σκοπό τον συμβιβασμό της διαφοράς του με τις φορολογικές αρχές".
Σύμφωνα με τα πιο πάνω ο Αιτητής δεν είχε δικαίωμα επιστροφής ούτε των Λ.Κ.4000 που ο Διευθυντής του επέστρεψε στις 11 Φεβρουαρίου, 2000.
γ) Το υπόλοιπο των Λ.Κ. 4000 του φόρου που είχε καταβληθεί (το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσης Ιεραρχικής Προσφυγής), δεν μπορεί να επιστραφεί γιατί τέτοια πράξη είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του Νόμου και ειδικότερα του άρθρου 35 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Νόμων του 1978 έως 1999, το οποίο προνοεί επιστροφή φόρου μόνο στις πιο κάτω περιπτώσεις:
"(1) Εάν αποδειχθή, κατά τρόπον ικανοποιούντα τον Διευθυντήν, ότι αναφορικώς προς φορολογικόν τι έτος πρόσωπον τι κατέβαλε φόρον δια παρακρατήσεως ή άλλως, υπερβαίνοντα το ποσόν του φόρου του ορθώς επ' αυτού επιβλητέου, το τοιούτον πρόσωπον δικαιούται όπως τω αποδοθή το ούτω καθ' υπερβολήν καταβληθέν ποσόν ..." Βλέπε υποθέσεις: Hellenic Bank Ltd ν. Republic (1987) 3 C.L.R. 1619 και Angelidou v. Republic (1985) 3(B) C.L.R. 1212.
"(2) όταν κάποιο πρόσωπο αποδείξει ότι αναφορικά με κάποιο φορολογικό έτος κατέβαλε εκ παραδρομής φόρο που υπερβαίνει το ποσό του φόρου που επιβλήθηκε, καθώς και τόκο σ' αυτό το επιπρόσθετο ποσό φόρου, το πρόσωπο αυτό δικαιούται να του επιστραφεί το επιπρόσθετο ποσό φόρου και τόκου που κατέβαλε μαζί με τόκο...". Στην παρούσα υπόθεση από τον Νόμο και την Νομολογία, προκύπτει ότι δεν υπήρξε περίπτωση παρακράτησης ή άλλως αλλά ούτε και εκ παραδρομής καταβολή φόρου, κατά συνέπεια καμιά επιστροφή φόρου στην προκειμένη περίπτωση δεν δικαιολογείται.
Με βάση τα πιο πάνω το Κλιμάκιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή Αρ. 8/2000 του αιτητή Ευριπίδη Αλεξάνδρου ως αβάσιμη.
Το Κλιμάκιο μέσα από την διαδικασία εξέτασης της υπόθεσης, διαπίστωσε ότι οι χειρισμοί και η διαδικασία που ακολούθησε ο Διευθυντής του ΤΕΠ κατά το Ιανουάριο του 2000, να επιστρέψει μέρος των £8.000 φόρου που είχε ήδη καταβληθεί το 1995, και μάλιστα μετά από εκούσια συμφωνία με τον φορολογούμενο, ήταν εκτός νομικού πλαισίου."
Καταλήγω πως αυτός ο χειρισμός ήταν λανθασμένος για λόγους που άπτονται θεμελιακών αρχών του διοικητικού δικαίου. Η περίπτωση δεν αφορούσε απλώς σε αξίωση για επιστροφή φόρου ή για αναθεώρηση επιβληθείσας φορολογίας που απορρίφθηκαν από τη διοίκηση, όπως στην υπόθεση Καμμίτσης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 4 Α.Α.Δ. 823 στην οποία παρέπεμψε το Εφοριακό Συμβούλιο. Επίσης είναι διαφορετική από τις υποθέσεις Angelidou v. Republic (1985) 3(Β) C.L.R. 1212 και Hellenic Bank Ltd v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1619.
Εκείνο που παραγνωρίστηκε είναι το γεγονός της πράγματι αναθεώρησης της αρχικής απόφασης του 1995. Διαπιστώθηκε πως ο αιτητής έλεγε την αλήθεια και πως αδικήθηκε. Οπότε εκδόθηκαν νέες αναθεωρημένες φορολογίες και η προσέγγιση του ζητήματος κάτω από το πρίσμα του άρθρου 35 του Ν. 4/78, με κατ' ευθείαν αναφορά στις αρχικές φορολογίες, απομάκρυνε από όσα αυτή η ενέργεια επέφερε. Στην υπόθεση Stelel Catering Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 A.A.Δ. 788 αναφέρθηκα στην ενδιάθετη εξουσία κάθε διοικητικού οργάνου για ανάκληση πράξης του που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του. Με παραπομπή, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 423 στην οποία εξηγήθηκε πως η εξουσία για ανάκληση ρυθμίζεται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και δεν πρέπει να προσεγγίζεται κάτω από τα στενά όρια ορισμένου νόμου. (Βλ. και Ηawaii Hotels Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835, Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25 και Αυγουστή κ.ά. v. Υπουργού Εσωτερικών (1993) 3 Α.Α.Δ. 496 στη σελ. 500). Εφόσον πρόκειται δε για πράξη δυσμενή για τον πολίτη δεν ισχύουν και οι περιορισμοί όπως του εύλογου χρόνου που κατά τα άλλα τίθενται. [(Βλ. Σολιάτης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 445). Στην κωδικοποίηση των οποίων φαίνεται να αποσκοπεί και το άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99)].
Η ανάκληση πράξης μπορεί να μήν είναι ρητή και η έκδοση νέας πράξης κατά αντικατάσταση προηγούμενης, κατ' ανάγκην την ανακαλεί. Οι αναθεωρημένες φορολογίες αντικατέστησαν τις προηγούμενες και η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής με αναφορά σε όσα αφορούσαν στις ανακληθείσες φορολογίες, ήταν λανθασμένη. Το Εφοριακό Συμβούλιο αναφέρθηκε, όπως είδαμε, σε ανεπιφύλακτη αποδοχή από τον αιτητή των αρχικών φορολογιών. Και στη νομολογία αναφορικά με τις επιπτώσεις στο έννομο συμφέρον από τέτοια αποδοχή. Ήταν, όμως, το παράπονο του αιτητή πως η αποδοχή του κάθε άλλο παρά ελεύθερη ήταν και βρίσκονταν και αυτά ενώπιον της διοίκησης όταν επανεξετάστηκε το θέμα του. Δεν θέλω να πω πως είχαν γίνει δεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτητή για εκβιασμό. Κατ' ελάχιστον, όμως, δεν εξετάστηκαν. Και, ούτως ή άλλως, αυτοί αφορούσαν στις συνθήκες επιβολής των αρχικών φορολογιών, με την αναθεώρηση και αντικατάσταση των οποίων έχασαν και τη σημασία τους. Και αυτοί αλλά και η αποδοχή των αρχικών φορολογιών στις οποίες αφορούσαν.
Η ιεραρχική προσφυγή στρεφόταν κατά των νέων φορολογιών, ως συνέπεια των οποίων προέκυπτε ως επιστρεπτέος φόρος το ποσό των £4.000. Το παράπονο του αιτητή ήταν πως δεν θα έπρεπε να του είχε επιβληθεί οποιαδήποτε φορολογία, εξ ου και η ένστασή του προς το Διευθυντή. Έχω ήδη σημειώσει τους λόγους για τους οποίους ο Διευθυντής απέρριψε την ένσταση και είναι προφανές πως η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε με αιτιολογία ασύνδετη προς όσα θα ήταν δυνατό να συσχετισθούν προς την προσβληθείσα απόφαση. Ουσιαστικά κατά πλάνη περί τα πράγματα αφού εσφαλμένα εκλήφθηκε πως επιδιωκόταν επιστροφή φόρου, ισχυουσών των αρχικών φορολογιών.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή τα πραγματικά του έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με τα πραγματικά έξοδα υπέρ του αιτητή.