ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 876/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Γεώργιου Κωνσταντίνου,
Συν. Αγίας Νάπας αρ. 24,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών,
2. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος,
από τη Λευκωσία,
Καθ'ων η αίτηση
----------------------------
17 Ιουλίου 20
02Για τον Αιτητή: κ. Μυλωνάς.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κα Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής αμφισβητεί την απόφαση των καθ'ων η αίτηση καθορισμού του φόρου εισοδήματος του για τα χρόνια 1982-1991, τις φορολογίες έκτακτης εισφοράς για την τριμηνία του 1982 και της έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για τις εξαμηνίες των χρόνων 1986-1989.
(α) Τα γεγονότα
Ο αιτητής, που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κάτοικος Αγίας Νάπας και τα εισοδήματα του προέρχονταν από τόκους τραπεζών, εκμετάλλευση τουριστικών διαμερισμάτων και από κέρδος από την αγοραπωλησία κτήματος, υπέβαλε για το κάθε επίδικο έτος δήλωση εισοδήματος καθώς και καταστάσεις περιουσίας. Ο Εφορος επέβαλε φορολογίες φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα. Ο αιτητής υπέβαλε ενστάσεις προβάλλοντας ότι οι φορολογίες ήταν υπερβολικές. Λειτουργοί του Γραφείου του Εφόρου είχαν συναντήσεις με τον αιτητή και το λογιστή του, χωρίς να καταλήξουν σε συμφωνία. Αρχικά ζητήθηκαν από τον αιτητή στοιχεία τα οποία αυτός υπέβαλε μετά από δικαστικό διάταγμα. Ακολούθως του ζητήθηκαν πρόσθετα στοιχεία τα οποία δεν υπέβαλε. Ο Εφορος προέβηκε τότε σε καθορισμό του εισοδήματος του αιτητή με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του και ενημέρωσε τον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 27/4/98, καλώντας τον να παρουσιαστεί στο Γραφείο του για να προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία για τον υπολογισμό του εισοδήματος του. Ο αιτητής συναντήθηκε με λειτουργό του Γραφείου του Εφόρου στις 20/5/98 και πρότεινε το ποσό των 1.000 ΛΚ προς πλήρη διευθέτηση των φορολογικών του υποχρεώσεων. Ο αιτητής ακολούθως αρνήθηκε να συναντηθεί με τον Προϊστάμενο του Επαρχιακού Γραφείου Λάρνακας μετά από εισήγηση του λειτουργού που εξέτασε την υπόθεση
.Ο Εφορος εξέτασε τις ενστάσεις και με σχετική επιστολή ημερομηνίας 18/6/1998 απέστειλε στον αιτητή τελικές Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας πληροφορώντας τον ότι η πρόταση του για το ποσό των 1.000 ΛΚ δεν έγινε δεκτή. Ο Εφορος τροποποίησε τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος που υπέβαλε ο αιτητής για τα έτη 1976-1991 από 27.900 ΛΚ σε 59.900 ΛΚ, αφού έλαβε υπόψη επιπλέον
(i) Δωρεά από πατέρα 12.000 ΛΚ
(ii) Διάφορες δωρεές 2.000 ΛΚ
(iii) Χρέη οικοδομής που διαγράφηκαν 2.000 ΛΚ
(iv) Κέρδος από πώληση κτήματος 5.000 ΛΚ και
(v) Επιπρόσθετο κόστος οικοδομής 11.000 ΛΚ
Ο Εφορος πληροφόρησε τον αιτητή με την πιο πάνω επιστολή ότι τα τρία πρώτα ποσά δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά αφού δεν υποβλήθηκαν προς τούτο ικανοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία. Αναφορικά με το κέρδος από πώληση κτήματος αναφέρθηκε ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί σαν κεφαλαιουχικό κέρδος. Από το διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι ο αιτητής αγόρασε από ½ μερίδιο του εν λόγω κτήματος στις 27/5/78 μαζί με κάποιο άλλο πρόσωπο προς 2.000 ΛΚ έκαστος. Στις 17/3/80 ο αιτητής αγόρασε το μερίδιο του άλλου προσώπου προς 5.000 ΛΚ. Την 16/10/82 πώλησε το ½ μερίδιο προς 10.000 ΛΚ. Την 3/5/88 αποφασίστηκε ότι το κέρδος εφορολογείτο με τον περί Φόρου Εισοδήματος Νόμο. Αρχικά επιβλήθηκε φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών ημερομηνίας 22/5/86 η οποία ακυρώθηκε κατόπιν ένστασης του αιτητή και εκδόθηκε νέα φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών ημερομηνίας 3/5/88 με μηδενικά ποσά. Από έκθεση γεγονότων λειτουργού του Γραφείου του Εφόρου προκύπτει ότι το κέρδος από την αγοραπωλησία του κτήματος θεωρήθηκε ως εμπορικό γιατί δεν υποβλήθηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τη θέση του αιτητή ότι είναι κεφαλαιουχικό, παρά τις επανειλημμένες κλήσεις του καθ'ου η αίτηση. Στην ίδια επιστολή αναφέρθηκε επίσης ότι
τα επιπρόσθετα έξοδα ανέγερσης της οικοδομής, που ανέρχονταν σε 11.000 ΛΚ, εκτιμήθηκαν από τον Κλάδο Εκτίμησης Κατασκευών του Γραφείου του Εφόρου.Η απόφαση του Εφόρου ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή 728/98 ημερομηνίας 6/10/99, κατόπιν αποδοχής της ακύρωσης εκ μέρους της δικηγόρου των καθ'ων η αίτηση ότι οι επίδικες πράξεις επιβολής φορολογίας δεν έφεραν έντυπο ή ιδιόχειρη υπογραφή του Διευθυντή.
Ο Εφορος σε συμμόρφωση με την απόφαση αυτή επέβαλε στις 19/10/99 νέες αρχικές φορολογίες φόρου εισοδήματος για τα έτη 1982-1991, έκτακτης εισφοράς για την τριμηνία 1982 και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για τις εξαμηνίες των χρόνων 1986-1989, παραπέμποντας στους λόγους πάνω στους οποίους βασίστηκε στις επιστολές ημερομηνίας 27/4/98 και 18/6/98.
Ο αιτητής υπέβαλε στις 22/11/99 ένσταση και ο Εφορος τον πληροφόρησε στις 31/3/2000 ότι με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, ο υπολογισμός των φορολογικών του υποχρεώσεων είναι σωστός και παρέπεμψε στην επιστολή του ημερομηνίας 18/6/98. Ο Εφορος αφού επεσήμανε ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία τα οποία θα δικαιολογούσαν τροποποίηση του προσδιορισμού του εισοδήματος, απέστειλε Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας οι οποίες και προσβάλλονται με την παρούσα προσφυγή. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αιτητής καταχώρησε στις 25/5/2000 ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο, η οποία όμως απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής
Ο αιτητής ισχυρίζεται με την παρούσα προσφυγή ότι η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί
(i) Είναι αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας,
(ii) Η επιβολή φορολογίας φόρου εισοδήματος αναφορικά με το κέρδος από την πώληση του κτήματος παραβιάζει το άρθρο 23(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμου (αρ. 4/78),
(iii) Είναι αποτέλεσμα πλάνης,
(iv) Ο Εφορος δεν προέβηκε σε επανεξέταση της υπόθεσης.
(i) Ελλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Εφορος δεν έδωσε καμιά αιτιολογία για την απόφαση του να θεωρήσει ότι το κέρδος από την πώληση του κτήματος το 1982 ήταν εμπορικό και όχι κεφαλαιουχικό. Επιπρόσθετα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο καθορισμός του επιπρόσθετου ποσού των 11.000 ΛΚ για τα έξοδα ανέγερσης ήταν το αποτέλεσμα πρόχειρης εκτίμησης από τον Κλάδο Εκτίμησης Κατασκευών του γραφείου του Εφόρου μετά από μια επιτόπια εξέταση που διάρκεσε μια ώρα.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση αναφέρθηκε στην επιστολή του Εφόρου της 18/6/98 με την οποία ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι τα ποσά των 12.000 ΛΚ (δωρεά πατέρα), 2.000 ΛΚ (διάφορες δωρεές) και 2.000 ΛΚ (χρέη οικοδομής), δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά γιατί δεν συνοδεύτηκαν από τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία.
Αναφορικά με την ισχυριζόμενη δωρεά από τον πατέρα του αιτητή ποσού 12.000 ΛΚ, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι το μοναδικό στοιχείο που υποβλήθηκε από τον αιτητή ήταν ο υπολογισμός του ποσού αυτού στον προσδιορισμό του εισοδήματος του για την περίοδο από 1/1/76 μέχρι 31/12/91. Είναι ορθή η θέση της ότι παρά το γεγονός ότι επανειλημμένα ζητήθηκε από τον αιτητή τόσο γραπτά με επιστολές του Εφόρου όσο και προφορικά κατά τις συναντήσεις του με λειτουργούς του Γραφείου του Εφόρου, δεν υπέβαλε κανένα άλλο στοιχείο με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί του να μην γίνουν δεκτοί από τους καθ'ων η αίτηση.
Αναφορικά με τη δωρεά του ποσού των 2.000 ΛΚ τονίστηκε ότι η βεβαίωση που υπέβαλε ο αιτητής από το θείο του Ανδρέα Κόκκινο, ημερομηνίας 26/9/95, ορθά δεν έγινε δεκτή από τον Εφορο γιατί δεν μπορούσε από μόνη της να τον πείσει ότι πράγματι έγινε η ισχυριζόμενη δωρεά. Γι' αυτό το λόγο ο Εφορος ζήτησε από τον αιτητή πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ο τελευταίος δεν υπέβαλε. Το ίδιο έγινε και όσον αφορά τον ισχυρισμό για τη διαγραφή χρέους ύψους 2.000 ΛΚ.
Με βάση την αρχή που καθιερώθηκε στις υποθέσεις Rainbow v. Republic (1984) 3 CLR 846 και Δημοκρατία ν. Τριμιθιώτου PP Λτδ (Α.Ε. 2065 της 30/9/97) ότι ο φορολογούμενος υπέχει ευθύνη αποκάλυψης της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και να την στοιχειοθετήσει, ορθά ο Εφορος προέβηκε σε αναθεώρηση του φορολογητέου εισοδήματος του αιτητή γιατί δεν υποβλήθηκαν ικανοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του όσον αφορά τη δωρεά πατέρα, τη δωρεά θείου και τα χρέη οικοδομής που διαγράφηκαν. Προκύπτει από τις αναφερθείσες αποφάσεις ότι ελλείψει επαρκών αποδεικτικών, οι φορολογικές αρχές έχουν το δικαίωμα να απορρίψουν τους ισχυρισμούς του φορολογουμένου και να καταλήξουν στα δικά τους συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που έχουν ενώπιον τους και των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήγαγαν. (Ιδε επίσης Τσίκκος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2566, της 3/11/00).
Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός του αιτητή για έλλειψη αιτιολογίας και έρευνας είναι αβάσιμος, εκτός από το μέρος εκείνο που αναφέρεται στην κρίση του Εφόρου ότι το κέρδος από την πώληση του κτήματος είναι εμπορικό και όχι κεφαλαιουχικό. Οπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο το κέρδος θεωρήθηκε ως εμπορικό γιατί ενώ ο αιτητής κλήθηκε επανειλημμένα να υποβάλει στοιχεία που να αποδεικνύουν τη θέση του ότι το κέρδος είναι κεφαλαιουχικό, παρέλειψε να το πράξει. Εδώ διαπιστώνεται η ανυπαρξία του αιτιολογικού στηρίγματος της κρίσης του Εφόρου να θεωρήσει το κέρδος ως εμπορικό. Τα στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν στο χαρακτηρισμό διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας ως εμπορικής δοσοληψίας έχουν εξετασθεί σε αριθμό υποθέσεων. (Georgiades v. Republic (1982) 3 CLR 659, Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 616, της 16/10/90, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 ΑΑΔ 346 κ.α.). Στην υπόθεση Georgiades v. Republic (πιο πάνω) τονίστηκε μεταξύ άλλων ότι το βασικό ερώτημα είναι αν η συναλλαγή έχει εκείνες τις λεπτομέρειες που της δίνουν το χαρακτήρα μιας εμπορικής πράξης. Αυτό που προκύπτει στην παρούσα υπόθεση είναι ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει με ποιές ενδείξεις ο Εφορος κατέληξε στην κρίση ότι η συγκεκριμένη πράξη συνιστά εμπορία γης και όχι ρευστοποίηση επένδυσης.
(ii)
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επιβολή φορολογίας φόρου εισοδήματος ημερομηνίας 3/4/2000 αναφορικά με το κέρδος που αποκόμισε από την πώληση του κτήματος το 1982, παραβιάζει την προθεσμία των 6 ετών που προβλέπει το άρθρο 23(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμου (Ν. 4/78).
Οπως έχει σημειωθεί πιο πάνω αρχικά επιβλήθηκε φόρος κεφαλαιουχικών κερδών αλλά μετά από εξέταση προέκυψε ότι το κέρδος που πραγματοποιήθηκε ήταν εμπορικό. Αυτό είναι εφικτό εφόσον όμως η επιβολή φόρου εισοδήματος τελείται μέσα στην προθεσμία των 6 ετών από τη λήξη του φορολογικού έτους. Ο αιτητής πρόβαλε ότι η επιβολή φορολογίας ημερομηνίας 3/4/2000 έγινε 18 χρόνια μετά την επιβολή της φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών. Η εισήγηση είναι λανθασμένη γιατί το άρθρο 23(1) αναφέρεται σε προθεσμία 6 χρόνων από τη λήξη του φορολογικού έτους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η παράγραφος (2) του άρθρου 23 αυξάνει τη χρονική περίοδο των 6 ετών σε 12 έτη αν ο φορολογούμενος είναι ένοχος δόλου ή εσκεμμένης παράλειψης. Στην κρινόμενη περίπτωση ο αιτητής παρέλειψε να υποβάλει δήλωση φόρου εισοδήματος μέσα
στα καθοριζόμενα χρονικά πλαίσια αφού, όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, υπέβαλε δήλωση για το έτος 1982 στις 14/1/93. Πέραν τούτου αρχικά επιβλήθηκαν οι φορολογίες οι οποίες ακυρώθηκαν στις 6/10/99 με την προσφυγή 728/98, γιατί δεν είχαν την έντυπο ή ιδιόχειρη υπογραφή του Διευθυντή.Η εισήγηση είναι λανθασμένη και απορρίπτεται.
(iii)
Η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνηςΟ αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης γιατί ο Εφορος παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο αιτητής δεν χρησιμοποίησε τα τουριστικά διαμερίσματα πριν από το Μάρτιο του 1992. Είναι η θέση του αιτητή ότι εξασφάλισε το πιστοποιητικό έγκρισης από το Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Νάπας το Μάρτιο του 1992 και ότι δεν μπορούσε να προβεί στη μίσθωση τους πριν από το Μάρτιο του 1992, γιατί μια τέτοια ενέργεια θα ήταν παράνομη αφού θα παραβίαζε τα άρθρα 10 και 20 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Το γεγονός ότι ο αιτητής αποτάθηκε για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος από το 1983 δεν εξυπακούει ότι εκμεταλλευόταν τα διαμερίσματα γιατί αυτά ήταν ημιτελή και δεν μπορούσαν να τύχουν εμπορικής εκμετάλλευσης.
Η θέση των καθ'ων η αίτηση είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Και τούτο γιατί, όπως προκύπτει από τα διάφορα στοιχεία που είχε ενώπιον της η διοίκηση, ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 14/12/82 είχε πληροφορήσει τον Επαρχο Αμμοχώστου ότι η οικοδομή είχε περατωθεί και ζητούσε πιστοποιητικό έγκρισης. Πρόβαλε ακόμα ότι ο αιτητής στις δηλώσεις εισοδήματος για τα έτη 1984-1991 δήλωνε ότι δεν είχε εισοδήματα από ενοίκια ενώ για το έτος 1983 δήλωσε ότι είχε εισοδήματα από μίσθωση τουριστικών διαμερισμάτων. Επιπρόσθετα ο αιτητής στις 28/3/1990 υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία WAHLIN ENTERPRISES LTD για ενοικίαση διαμερισμάτων για £9.000, αφού εισέπραξε το ποσό των £6.000.
Ολα τα πιο πάνω δείχνουν ότι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι δεν είχε προβεί σε χρήση των τουριστικών διαμερισμάτων είναι αβάσιμος, αν όχι ψευδής που θα μπορούσε ίσως να είχε επισύρει και τη λήψη ποινικών μέτρων εναντίον του.
Προς υποστήριξη της θέσης του ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο Εφορος περιέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα και ως προς την απόφαση του να μην αποδεχθεί τη διαγραφή χρέους ύψους 2.000 ΛΚ, το οποίο δημιουργήθηκε από την ανέγερση των τουριστικών διαμερισμάτων και να το προσθέσει στο εισόδημα του αιτητή. Είναι η θέση του αιτητή ότι το ποσό αυτό προστέθηκε δύο φορές στο αναθεωρημένο εισόδημα, αφού συμπεριλαμβανόταν στο ποσό των 11.000 ΛΚ το οποίο αποτελούσε τα επιπρόσθετα έξοδα ανέγερσης της οικοδομής.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Το ποσό των 2.000 ΛΚ αφορά διαγραφή χρέους που προέκυψε από την οικοδομή τουριστικών διαμερισμάτων, ενώ το ποσό των 11.000 ΛΚ αφορά τα επιπρόσθετα έξοδα ανέγερσης της οικοδομής που υπολογίσθηκαν κατόπιν έρευνας λειτουργών του Κλάδου Εκτίμησης Κατασκευών του Γραφείου του Εφόρου.
Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει τον ισχυρισμό του ότι το ποσό των 2.000 ΛΚ είχε προστεθεί δύο φορές στον υπολογισμό του εισοδήματος του.
Αντίθετα από το σύνολο των στοιχείων που βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι η πιο πάνω απόφαση των καθ'ων η αίτηση ήταν εύλογα επιτρεπτή.
(iv)
Ο Εφορος δεν προέβηκε σε επανεξέταση της υπόθεσηςΟ αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι ο Εφορος παρέλειψε να προβεί σε ουσιαστική επανεξέταση της υπόθεσης μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και περιορίστηκε απλά στην υιοθέτηση της επιστολής του της 18/6/1998.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί συμμόρφωση του Εφόρου με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία περιορίστηκε στην απουσία της έντυπης και/ή ιδιόχειρης υπογραφής του Διευθυντή. Τα στοιχεία τα οποία οδήγησαν στη λήψη της νέας απόφασης ήταν ακριβώς τα ίδια με εκείνα τα οποία οδήγησαν στη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης και δεν επιβαλλόταν η διεξαγωγή νέας έρευνας.
Κάτω από τις περιστάσεις η προσφυγή επιτυγχάνει μόνο για το μέρος εκείνο της επίδικης απόφασης που αναφέρεται στη θεώρηση του κέρδους από την πώληση του κτήματος ως εμπορικού, λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Τα υπόλοιπα μέρη της απόφασης επικυρώνονται.
Ενόψει των πιο πάνω έχω καταλήξει στην απόφαση να μην προβώ στην έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος για έξοδα.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.