ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 450
15 Ιουνίου, 2001
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΑΣΟΣ Α. ΚΑΚΟΥΡΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1642/1999)
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Βεβαίωση ― Βεβαίωση μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Άρθρο 21(3) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78) ― Ερμηνεία ― Διαδρομή της προθεσμίας του Νόμου σε περίπτωση διαδοχικών ακυρωτικών αποφάσεων.
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Βεβαίωση ― Παράταση του χρονικού ορίου βεβαίωσης της φορολογίας στα 12 έτη λόγω δόλου ή εσκεμμένης παράλειψης του φορολογουμένου ― Νομολογιακά πορίσματα επί της εσκεμμένης παράλειψης ― Βάρος αποδείξεως ― Εύλογα επιτρεπτή η κρίση του Εφόρου περί συνδρομής εσκεμμένης παράλειψης στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Βεβαίωση ― Βεβαίωση του φόρου από τον Έφορο με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία λόγω αναξιόπιστων δηλώσεων εκ μέρους του φορολογουμένου.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Φορολογικές αποφάσεις ― Πώς προσεγγίζονται κατά τον αναθεωρητικό έλεγχο.
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Αποκλεισμός εκπτώσεων ― Άρθρο 48 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78) ― Ερμηνεία από τη νομολογία ― Η σχετική απόφαση του Εφόρου κρίθηκε εύλογα επιτρεπτή στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της σε βάρος του επιβολής φορολογίας εισοδήματος που αναφερόταν σε περιόδους μεταξύ των ετών 1982-1991.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη φορολογία είναι παράνομη ως επιβληθείσα μετά την εκπνοή της περιόδου των έξι μηνών που προβλέπεται από το Άρθρο 21(3) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78) όπως τροποποιήθηκε.
Η εισήγηση από πλευράς αιτητή ότι η προθεσμία των έξι μηνών στις περιπτώσεις διαδοχικών ακυρωτικών αποφάσεων έχει ως αφετηρία την ημερομηνία που εκδόθηκε η πρώτη ακυρωτική απόφαση δεν συνάδει με τη γραμματική ερμηνεία της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης.
Ο Έφορος έχει την εξουσία κατόπιν ακύρωσης της απόφασής του να προβαίνει σε διάστημα έξι μηνών από την ακύρωσή της σε νέα βεβαίωση προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο. Οι επίδικες φορολογίες ακυρώθηκαν δύο φορές από το Ανώτατο Δικαστήριο την 21.5.97 (προσφυγή 565/96) και την 11.6.99 (προσφυγή 536/98). Ο Έφορος, μετά τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση ημερ. 11.6.99, προέβη στις 20.10.99 σε νέα βεβαίωση των επίδικων φορολογιών, σε διάστημα μικρότερο των 6 μηνών που καθορίζεται στο Άρθρο 21(3). Ο ισχυρισμός λοιπόν περί εκπρόθεσμης επιβολής επίδικων φορολογιών δεν ευσταθεί.
2. Προβάλλεται ισχυρισμός ότι η επιβολή φορολογίας φόρου εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς για το φορολογικό έτος 1983 είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του Άρθρου 23(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78) όπως τροποποιήθηκε, καθότι επιβλήθηκε το 1995, δηλαδή μετά την πάροδο έξι ετών από το φορολογικό έτος 1983. Λέγει συναφώς ο αιτητής ότι ο Έφορος κακώς ήχθη στο συμπέρασμα ότι υπήρξε εκ μέρους του αιτητή δόλος ή εσκεμμένη παράλειψη για να ενεργοποιήσει το Άρθρο 23(2).
To ζήτημα είναι πραγματικό και το βάρος απόδειξης ότι ο φορολογούμενος είναι ένοχος εσκεμμένης παράλειψης βρίσκεται στους ώμους του Εφόρου. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η απόφαση του Εφόρου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Ο αιτητής στη δήλωση που υπέβαλε για το 1983 δήλωσε ότι το εισόδημα που είχε ήταν £1100 και προερχόταν μόνο από τη γεωργία. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι τον ίδιο χρόνο, είχε εισόδημα από ενοίκια και εισόδημα από την εκμετάλλευση κρεβατιών/ομπρελών θαλάσσης τα οποία παρέλειψε να δηλώσει. Σχετική κατάσταση των λογιστών του αιτητή που υποβλήθηκε στις 10.11.93 επιβεβαιώνει τη διαπίστωση εφόσον σ' αυτή, αναφέρεται ότι το καθαρό εισόδημα που είχε ο αιτητής "από παραλία" το 1983 ανερχόταν στις ΛΚ2700. Είναι φανερό ότι τα στοιχεία που προέκυψαν ύστερα από έρευνα, ήταν αλληλοσυγκρουόμενα, γεγονός το οποίο καθιστούσε αναξιόπιστη τη δήλωση του αιτητή για το φορολογικό έτος 1983.
Ενόψει των ανωτέρω η απόφαση του Διευθυντή ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της νομιμότητας.
3. Η προσέγγιση του δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα μιας φορολογικής απόφασης είναι η ίδια σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη διοικητική απόφαση. Το δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου. Εφόσον διαπιστώνεται ότι ο νόμος παρέχει εξουσία για την επιβολή φόρου, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η απόφαση της Διοίκησης ήταν λογικά εφικτή στα πλαίσια των γεγονότων ενώπιόν της. Κριτής των γεγονότων είναι ο Έφορος. Η ευχέρεια του Δικαστηρίου για παρέμβαση περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που διαπιστώνεται ότι η κατάληξή του δεν ήταν ως θέμα λογικής συνέπειας δυνατή. Η απόφαση του Εφόρου να κρίνει ως αναξιόπιστη πηγή τα στελέχη των εισητηρίων για τους λόγους που ανέφερε ήταν κάτω από τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή. Εύλογη ήταν και η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος του αιτητή από την εκμετάλλευση κρεβατιών, ομπρελών.
4. Ο Έφορος δεν ενέκρινε την εκ των υστέρων υποβληθείσα κατάσταση από τους λογιστές του αιτητή και ενόψει μη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων έκαμε τη δική του έρευνα για να διαπιστώσει τα αληθή εισοδήματα του αιτητή.
Η παράλειψη του φορολογούμενου να τηρεί κανονικά βιβλία, να κρατεί σωστούς λογαριασμούς και να προσκομίζει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, φέρνει στο προσκήνιο την ευχέρεια των φορολογικών αρχών να απορρίπτουν τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου και να καταλήγουν στα δικά τους συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που έχουν ενώπιόν τους, όπως και των αποτελεσμάτων της έρευνας που έχουν διεξάγει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
5. Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίστηκε ότι ο Διευθυντής στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με βάση το Άρθρο 48 του Ν.4/78, λαμβάνει υπόψη τη συμπεριφορά του φορολογούμενου γενικά, αναφορικά με την εκτέλεση των υποχρεώσεών του κάτω από τους φορολογικούς νόμους.
Ο αιτητής δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι ο Έφορος ενήργησε με πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα ή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ioannides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1801,
Wellington v. Reynolds (H.M. Inspector of Taxes) [1962] 40 T.C. 209,
Hillenbrand v. Commissioners of Inland Revenue [1966] 42 T.C. 47,
Τσίκκος v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 603,
Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846,
Ζαχαροπλαστικές επιχειρήσεις «ΟΚΑΠΙ» Λτδ v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2312,
Θεόδωρος Χριστοφή & Σία Λτδ v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 427.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της επιβολής σ' αυτόν τελικών φορολογιών Φόρου Εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1982-1991, έκτακτης εισφοράς για τις τριμηνίες 1/83-4/83 και 1/85-4/91 και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για τις εξαμηνίες Α/86 - Β91.
Στ. Αμερικάνος, για τον Αιτητή.
Γ. Λαζάρου, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος επέβαλε στον αιτητή τελικές φορολογίες Φόρου Εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1982-1991, έκτακτης εισφοράς για τις τριμηνίες 1/83-4/83 και 1/85-4/91 και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για τις εξαμηνίες Α/86 - Β91. Η απόφαση του Εφόρου για επιβολή των πιο πάνω φορολογιών, κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 20.10.99. Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλεται το κύρος της απόφασης του Εφόρου.
Το εισόδημα του αιτητή, κατά τα έτη που ενδιαφέρουν, προερχόταν από ενοικιάσεις κρεβατιών/ομπρελών θαλάσσης, θαλάσσια αθλήματα, γεωργία και ενοίκια καταστημάτων.
Η ουσία της προσφυγής αφορά την απόφαση του Εφόρου να καθορίσει το εισόδημα του αιτητή για τα φορολογικά έτη 1982-1991, που προερχόταν από την εκμετάλλευση κρεβατιών/ομπρελών σε παραλία της Αγίας Νάπας με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και την έρευνα που διεξήγαγε.
Ο αιτητής υπέβαλε δηλώσεις εισοδήματος για τα επίδικα φορολογικά έτη 1982-1991. Δεν υπέβαλε δηλώσεις έκτακτης εισφοράς για την Αμυνα για τις επίδικες τριμηνίες ούτε δηλώσεις έκτακτης εισφοράς για την Αμυνα για τις επίδικες εξαμηνίες.
Ο Έφορος απέστειλε στον αιτητή αρχικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας φόρου εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1982-1991 στις πιο κάτω ημερομηνίες:
Φορολογικό έτος Ημερομηνία επιβολής φορολογίας
1982 13.5.83
1983 13.6.95
1984 8.8.91
1985 8.8.91
1986 10.11.89
1987 10.11.89
1988-1990 8.8.91
1991 22.9.94
Εναντίον των πιο πάνω φορολογιών ο αιτητής υπέβαλε ενστάσεις. Ισχυρίστηκε ότι οι φορολογίες ήταν υπερβολικές και ότι δεν συμφωνούσαν με τις δηλώσεις εισοδήματός του.
Ο Έφορος ζήτησε από τον αιτητή να προσκομίσει διάφορα στοιχεία προς υποστήριξη των ενστάσεων του. Ο αιτητής, προσκόμισε στοιχεία και πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις μεταξύ αρμοδίων λειτουργών του Γραφείου Φόρου Εισοδήματος και του ελεγκτή του αιτητή, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας. Οι προσπάθειες απέτυχαν και ο Έφορος, με επιστολή ημερ. στις 6.6.95, πληροφόρησε τον αιτητή για την πρόθεσή του να βεβαιώσει τις επίδικες φορολογίες με βάση τα στοιχεία που συνέλεξε. Στην επιστολή του ο Έφορος αναφέρθηκε στα εν λόγω στοιχεία και τον τρόπο αξιολόγησής τους, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού του εισοδήματος του αιτητή. Κάλεσε επίσης τον αιτητή, σε περίπτωση που θα διαφωνούσε, να υποβάλει τη διαφωνία του γραπτώς και με αποδεικτικά στοιχεία.
Ο αιτητής με επιστολή του ελεγκτή του ημερ. 20.6.95, εξήγησε διάφορα σημεία πάνω στα οποία στήριζε τη διαφωνία του. Ωστόσο ο Έφορος, διαπίστωσε πως δεν παρεχόταν η απαιτούμενη τεκμηρίωση. Στις 16.10.95 ο αιτητής, μέσω του ελεγκτή του, υπέβαλε κατάσταση εσόδων και εξόδων για τα χρόνια 1984-1991 που αφορούσε την εκμετάλλευση κρεβατιών/ομπρελών θαλάσσης. Η κατάσταση ετοιμάστηκε με βάση τα στελέχη των εισιτηρίων που εντόπισε ο αιτητής στις αποθήκες του μετά από χρόνια. Ο Έφορος αφού εξέτασε την πιο πάνω κατάσταση δεν την αποδέκτηκε και απέστειλε στον αιτητή νέες ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας Φόρου Εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα μαζί με συνοδευτική επιστολή ημερ. 22.4.96 στην οποία διδόταν η αιτιολογία της απόφασής του.
Οι πιο πάνω νέες ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο την 21.5.97 (προσφυγή 565/96) επειδή τα έντυπα φορολογίας τα οποία αποστάληκαν στον αιτητή δεν έφεραν την υπογραφή του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, όπως προβλεπόταν από το άρθρο 46 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 1995 προτού τροποποιηθεί, αλλά το όνομα του αφυπηρετήσαντος προηγούμενου Διευθυντή. Το εν λόγω άρθρο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 του νόμου 153(Ι)/99. Σύμφωνα με την τροποποίηση δεν απαιτείται η έντυπος ή δια χειρός υπογραφή του Διευθυντού ή ετέρου εξουσιοδοτημένου αξιωματούχου αλλά η ειδοποίηση είναι έγκυρη "εάν φέρη το όνομα του Διευθυντή ή του ετέρου τούτου αξιωματούχου δεόντως εκτυπωμένο ή αποτυπωμένο".
Ο Έφορος με επιστολή του ημερ. 27.4.98, επισύναψε νέες αρχικές φορολογίες οι οποίες ακυρώθηκαν για δεύτερη φορά την 11.6.99 (προσφυγή αρ. 536/98) ύστερα από δήλωση των καθ' ων η αίτηση ότι δεν επρόκειτο να υποστηρίξουν τη νομιμότητα της επίδικης πράξης επειδή οι ειδοποιήσεις επιβολής των φορολογιών δεν έφεραν την υπογραφή του Διευθυντή του Τμήματος ή άλλου εξουσιοδοτημένου αξιωματούχου.
Στις 26.7.99, ο Έφορος έστειλε στον αιτητή νέες αρχικές φορολογίες με επισυνημμένα αντίγραφα των προηγούμενων επιστολών του με ημερ. 6.6.95, 22.4.96 και 27.4.98, στις οποίες αναφέρονταν οι λόγοι στους οποίους είχε βασίσει την απόφασή του.
Ο αιτητής υπέβαλε στις 26.8.99 ένσταση εναντίον των πιο πάνω φορολογιών. Η ένσταση συνοδευόταν από αντίγραφο της επιστολής του ημερ. 26.8.97 στην οποία επισημαίνονται τα σημεία πάνω στα οποία στήριζε τη διαφωνία του.
Ο Έφορος αφού εξέτασε τις ενστάσεις, τις απέρριψε. Με την επιστολή του ημερ. 20.10.99, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, απέστειλε στον αιτητή νέες τελικές φορολογίες. Στην επιστολή σημειώνεται ότι το αιτιολογικό της απόφασης του Εφόρου για μη αποδοχή της ένστασης και της επιβολής των επίδικων φορολογιών εμφαίνεται στις επιστολές του ημερ. 6.6.95, 22.4.96 και 27.4.98.
Συγκεκριμένα στην επιστολή του Εφόρου ημερ. 22.4.96 παρέχονται οι λόγοι για τους οποίους τα στελέχη των εισιτηρίων που υπέβαλαν οι λογιστές του αιτητή με την επιστολή τους ημερ. 3.11.95 δεν έγιναν αποδεκτά. Οι λόγοι αυτοί είναι:
"1. δεν μπορέσατε να δώσετε το όνομα του τυπογράφου που σας τα τύπωσε.
2. η χρονολογία πάνω στα στελέχη των εισιτηρίων γράφτηκε εκ των υστέρων από τους λογιστές - ελεγκτές σας μετά από κατάσταση που τους δώσατε και που ετοιμάστηκε εκ των υστέρων και
3. οι χρονολογίες στα στελέχη των εισιτηρίων συμπληρώθηκαν τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 1995 και καμμιά εξήγηση δεν δόθηκε γιατί σε κάποια στελέχη το έτος φαίνεται να γράφτηκε προ πολλών ετών."
Στην ίδια επιστολή του ο Έφορος σημειώνει τα πιο κάτω σε σχέση με την επίδικη επιβολή φορολογίας για το φορολογικό έτος 1982:
"Θεωρώ ότι για το χρόνο αυτό υπήρξε εκ μέρους σας δόλος ή εσκεμμένη παράλειψη οπότε ορθά το χρονικό όριο φορολόγησης επεκτάθηκε σε δώδεκα (12) χρόνια όπως προνοεί το άρθρο 23(2) των Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων. Η απόφαση μου ότι υπήρξε εκ μέρους σας δόλος ή εσκεμμένη παράλειψη βασίζεται στο γεγονός ότι ενώ για το 1983 δηλώσετε εισόδημα μόνο από γεωργία είχατε και εισόδημα από ενοίκια ακινήτων και εισόδημα από εκμετάλλευση κρεβατιών/ομπρελών θαλάσσης που παραλείψατε να δηλώσετε."
Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη φορολογία είναι παράνομη ως επιβληθείσα μετά την εκπνοή της περιόδου των έξι μηνών που προβλέπεται από το άρθρο 21(3) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78) όπως τροποποιήθηκε.
"21(3) Εάν συνεπεία αποφάσεως ληφθείσης επί ασκηθείσης προσφυγής, παρίσταται ανάγκη όπως γίνει νέα βεβαίωσις του φόρου ίνα εφαρμοσθή η απόφασις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή προς συμμόρφωσιν προς τας οδηγίας αυτού, η τοιαύτη νέα βεβαίωσις της φορολογίας δύναται να διενεργηθή εντός εξ μηνών από της ημερομηνίας καθ' ην εξεδόθη η τοιαύτη απόφασις."
Η εισήγηση από πλευράς αιτητή ότι η προθεσμία των έξι μηνών στις περιπτώσεις διαδοχικών ακυρωτικών αποφάσεων έχει ως αφετηρία την ημερομηνία που εκδόθηκε η πρώτη ακυρωτική απόφαση δεν συνάδει με τη γραμματική ερμηνεία της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης.
Ο Έφορος έχει την εξουσία κατόπιν ακύρωσης της απόφασής του να προβαίνει σε διάστημα έξι μηνών από την ακύρωσή της σε νέα βεβαίωση προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο. Όπως έχει προαναφερθεί, οι επίδικες φορολογίες ακυρώθηκαν δύο φορές από το Ανώτατο Δικαστήριο την 21.5.97 (προσφυγή 565/96) και την 11.6.99 (προσφυγή 536/98). Ο Εφορος, μετά τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση ημερ. 11.6.99, προέβη στις 20.10.99 σε νέα βεβαίωση των επίδικων φορολογιών, σε διάστημα μικρότερο των 6 μηνών που καθορίζεται στο άρθρο 21(3). Ο ισχυρισμός λοιπόν περί εκπρόθεσμης επιβολής επίδικων φορολογιών δεν ευσταθεί.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι επίδικες φορολογίες δεν είναι έγκυρες διότι δεν φέρουν την υπογραφή του Εφόρου αλλά άλλου προσώπου που φέρεται και παρουσιάζεται να είναι ο Εφορος και ή ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων.
Εξέτασα τα έντυπα των ειδοποιήσεων των επίδικων φορολογιών και παρατηρώ ότι φέρουν διά χειρός υπογραφή. Οι καθ' ων απαντούν ότι υπογράφτηκε από τον Ανώτερο Αρχιφοροθέτη και Προϊστάμενο του Επαρχιακού Γραφείου Φόρου Εισοδήματος Λάρνακας ο οποίος είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να εκδίδει ειδοποιήσεις που προβλέπει το άρθρο 46. Αποφασίζω υπέρ της εγκυρότητας των ειδοποιήσεων φορολογίας εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ο ισχυρισμός του αιτητή περί του αντιθέτου.
Προβάλλεται ισχυρισμός ότι η επιβολή φορολογίας φόρου εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς για το φορολογικό έτος 1983 είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του άρθρου 23(1)* του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78) όπως τροποποιήθηκε, καθότι επιβλήθηκε το 1995, δηλαδή μετά την πάροδο έξι ετών από το φορολογικό έτος 1983. Λέγει συναφώς ο αιτητής ότι ο Έφορος κακώς ήχθη στο συμπέρασμα ότι υπήρξε εκ μέρους του αιτητή δόλος ή εσκεμμένη παράλειψη για να ενεργοποιήσει το άρθρο 23(2), το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
"(2) Οσάκις τις είναι ένοχος δόλου ή εσκεμμένης παραλείψεως, το χρονικόν όριον των εξ ετών το οποίο αναφέρεται εν τω εδαφίω (1) αυξάνεται εις δώδεκα έτη."
Στην υπόθεση Ioannides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1801, στη σελίδα 1818 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"........................................................................................................... It is not necessary for the lifting of the six year's bar for a person to be found guilty of fraud or wilful default by a Court of Law. It is sufficient if the Commissioner on the evidence before him reasonably makes a finding to that effect."
Στην υπόθεση Wellington v. Reynolds (H.M. Inspector of Taxes) [1962] 40 T.C. 209, o Wilberforce J., καθορίζοντας την έννοια της φράσης "εσκεμμένη παράλειψη" είπε, στη σελίδα 215:
"........... is some deliberate or intentional failure to do what the taxpayer ought to have done, knowing that to omit to do so was wrong. And what the taxpayer's duty was, in such a case as this, was to make a true and correct return in relation to income tax to the best of his judgment."
To ζήτημα είναι πραγματικό και το βάρος απόδειξης ότι ο φορολογούμενος είναι ένοχος εσκεμμένης παράλειψης βρίσκεται στους ώμους του Εφόρου (Hillenbrand v. Commissioners of Inland Revenue [1966] 42 T.C. 47). Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η απόφαση του Εφόρου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Ο αιτητής στη δήλωση που υπέβαλε για το 1983 δήλωσε ότι το εισόδημα που είχε ήταν £1100 και προερχόταν μόνο από τη γεωργία. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι τον ίδιο χρόνο, είχε εισόδημα από ενοίκια και εισόδημα από την εκμετάλλευση κρεβατιών/ομπρελών θαλάσσης τα οποία παρέλειψε να δηλώσει. Σχετική κατάσταση των λογιστών του αιτητή που υποβλήθηκε στις 10.11.93 επιβεβαιώνει τη διαπίστωση εφόσον σ' αυτή, αναφέρεται ότι το καθαρό εισόδημα που είχε ο αιτητής "από παραλία" το 1983 ανερχόταν στις ΛΚ2700. Είναι φανερό ότι τα στοιχεία που προέκυψαν ύστερα από έρευνα, ήταν αλληλοσυγκρουόμενα, γεγονός το οποίο καθιστούσε αναξιόπιστη τη δήλωση του αιτητή για το φορολογικό έτος 1983.
Ενόψει των ανωτέρω θεωρώ ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της νομιμότητας.
Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Έφορος κακώς απέρριψε την κατάσταση εσόδων και εξόδων για τα έτη 1984-1991 που ετοιμάστηκε με βάση τα στελέχη των εισιτηρίων που εντόπισε ο αιτητής στις αποθήκες του μετά από χρόνια και αφορούσε την εκμετάλλευση κρεβατιών/ομπρελών θαλάσσης. Ισχυρίζεται συναφώς ο αιτητής ότι ο Έφορος, αμφισβήτησε την ορθότητα της κατάστασης "επικαλούμενος ισχυρισμούς εν πολλοίς ακατανόητους" χωρίς να συνιστούν λόγους που να δικαιολογούν την απόρριψη της. Υποβάλλεται ότι η απόφαση του Εφόρου να υπολογίσει το εισόδημα του αιτητή από την εκμετάλλευση κρεβατιών/ομπρελών με τον τρόπο και τη μέθοδο που καθόρισε δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή τηρούσε, καθώς ισχυρίζεται, στοιχεία για τις εισπράξεις του. Είναι η θέση του αιτητή ότι η απόφαση του Εφόρου να εφαρμόσει τη συγκεκριμένη μέθοδο (formula) βασίστηκε σε λανθασμένα στοιχεία.
Τα γεγονότα έχουν αναφερθεί σε έκταση προηγουμένως. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη σχετική κατάσταση των λογιστών του αιτητή που υποβλήθηκε στις 10.11.93, τα καθαρά και ακάθαρτα εισοδήματα από παραλία για τα έτη 1982-1991 ήταν καθ' υπολογισμό επειδή ο αιτητής δεν τηρούσε κανονικά λογιστικά βιβλία και αποδείξεις εισπράξεων και πληρωμών για την ετοιμασία εξηλεγμένων λογαριασμών και καταστάσεων.
Υπενθυμίζεται ότι η επίδικη κατάσταση η οποία υποβλήθηκε στις 16.10.95 ετοιμάστηκε από τους ελεγκτές του αιτητή μετά την κοινοποίηση της πρόθεσης του Εφόρου να φορολογήσει σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του και τα στοιχεία που συνέλεξε κατόπιν της διαπίστωσής του ότι τα διάφορα σημεία πάνω στα οποία στήριζε τη διαφωνία του ο αιτητής παρέμειναν ατεκμηρίωτα.
Η προσέγγιση του δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα μιας φορολογικής απόφασης είναι η ίδια σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη διοικητική απόφαση. Το δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου. Εφόσον διαπιστώνεται ότι ο νόμος παρέχει εξουσία για την επιβολή φόρου, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η απόφαση της Διοίκησης ήταν λογικά εφικτή στα πλαίσια των γεγονότων ενώπιον της. Κριτής των γεγονότων είναι ο Έφορος. Η ευχέρεια του Δικαστηρίου για παρέμβαση περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του δεν ήταν ως θέμα λογικής συνέπειας δυνατή. Η απόφαση του Εφόρου να κρίνει ως αναξιόπιστη πηγή τα στελέχη των εισητηρίων για τους λόγους που ανέφερε ήταν κάτω από τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή. Εύλογη ήταν και η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος του αιτητή από την εκμετάλλευση κρεβατιών, ομπρελών. Ο τρόπος υπολογισμού του έχει ως έρεισμα τους πιο κάτω παράγοντες:
(α) αριθμό των διαθέσιμων ημερών ενοικίασης. Συγκεκριμένα ο καθορισμός των 183 ημερών ως διαθέσιμων ημερών ενοικίασης από τις 15 του Απρίλη μέχρι 15 Οκτωβρίου κάθε χρόνο προκύπτει ότι έγινε ύστερα από σχετική μελέτη και έρευνα.
(β) τον ετήσιο αριθμό κρεβατιών για ενοικίαση όπως καθορίζεται στην ετήσια άδεια που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή, τον αριθμό ομπρελών για ενοικίαση καθώς και την τιμή ενοικίασης κατά κρεβατάκι και ομπρέλα.
(γ) το ποσοστό πληρότητας για τα κρεβατάκια και τις ομπρέλες.
Ειδικότερα το ποσοστό πληρότητας για τα κρεβατάκια και τις ομπρέλες καθορίστηκε αφού λήφθηκαν υπόψη (Ι) οι διαθέσιμες κλίνες σε ξενοδοχεία 1-5 αστέρων και σε οργανωμένα διαμερίσματα της επαρχίας και (ΙΙ) ο μέσος όρος των ποσοστών πληρότητας των εν λόγω ξενοδοχείων και οργανωμένων διαμερισμάτων όπως αυτός παρουσιάζεται στις ετήσιες εκθέσεις του ΚΟΤ (ΙΙΙ) ο μέσος όρος των ποσοστών πληρότητας των δύο καλύτερων μηνών κάθε χρόνου που θεωρήθηκε ότι τα ποσοστά πληρότητας για τα κρεβατάκια και τις ομπρέλες ήταν 100%.
Για να μην αδικηθεί ο αιτητής σταθμίστηκαν επιπρόσθετα οι καιρικές συνθήκες που είναι ασταθείς τους μήνες Απρίλη - Μάιο και Οκτώβρη, μειώνοντας τα ποσοστά πληρότητας κατά 20% για τα κρεβατάκια και 75% για τις ομπρέλες.
Όλοι οι πιο πάνω παράγοντες και ο τρόπος υπολογισμού του εισοδήματος του αιτητή από την εκμετάλλευση κρεβατιών/ομπρελών αναλύθηκαν και επεξηγήθηκαν στην επιστολή του Εφόρου ημερ. 6.6.95.
Ο Έφορος δεν ενέκρινε την εκ των υστέρων υποβληθείσα κατάσταση από τους λογιστές του αιτητή και ενόψει μη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων έκαμε τη δική του έρευνα για να διαπιστώσει τα αληθή εισοδήματα του αιτητή.
Η παράλειψη του φορολογούμενου να τηρεί κανονικά βιβλία, να κρατεί σωστούς λογαριασμούς και να προσκομίζει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, φέρνει στο προσκήνιο την ευχέρεια των φορολογικών αρχών να απορρίπτουν τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου και να καταλήγουν στα δικά τους συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που έχουν ενώπιόν τους, όπως και των αποτελεσμάτων της έρευνας που έχουν διεξάγει στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Τσίκκος ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 603).
Παραπονείται επίσης ο αιτητής ότι ο Έφορος δεν παραχώρησε κεφαλαιουχικές εκπτώσεις στον αιτητή για τα έτη 1982-1991 επειδή για τα έτη 1984-1986 παρέλειψε να δηλώσει τα εισοδήματα του από την εκμετάλλευση κρεβατιών και ομπρελών θαλάσσης. Ο Έφορος άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με βάση το άρθρο 48 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78) όπως τροποποιήθηκε, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
"48. Αι υπό του επιβαλόντος τον φόρον νόμου επιτρεπόμεναι εκπτώσεις εκ του αντικειμένου του φόρου δυνατόν να μη χορηγηθώσι διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου εκτός εάν αληθείς λογαριασμοί, ικανοποιούντες τον Διευθυντήν, και προσδιορισμός δεικνύων το βεβαιώσιμον αντικείμενον φόρου, ετοιμασθέντες υπό τινός ανεξαρτήτου επαγγελματίου λογιστού εγκεκριμένου υπό του Υπουργού Οικονομικών ως εν τω άρθρω 26, προσάγονται τω Διευθυντή, η δε απόφασις του Διευθυντού ότι οι τοιούτοι λογαριασμοί ή προσδιορισμοί δεν είναι ικανοποιητικοί δεν θα συνιστά λόγον ενστάσεως δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 20."
Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίστηκε ότι ο Διευθυντής στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με βάση το πιο πάνω άρθρο, λαμβάνει υπόψη τη συμπεριφορά του φορολογούμενου γενικά, αναφορικά με την εκτέλεση των υποχρεώσεων του κάτω από τους φορολογικούς νόμους. Βλ. Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846, Ζαχαροπλαστικές επιχειρήσεις "ΟΚΑΠΙ" Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2312, Θεόδωρος Χριστοφή & Σία Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 427.
Ο αιτητής δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι ο Έφορος ενήργησε με πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα ή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Ενόψει των ανωτέρω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της νομιμότητας.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.