ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 4 ΑΑΔ 790

18 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Yπόθεση Αρ. 498/97)

J.A.J. LAMBRINOS BAKERY LTD.,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Καθ' ου η αίτηση.

 

(Yπόθεση Αρ. 499/97)

J.A.J. LAMBRINOS BAKERY LTD.,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,

Καθ' ου η αίτηση.

 

(Yπόθεση Αρ. 500/97)

J.A.J. LAMBRINOS BAKERY LTD.,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 498/97, 499/97, 500/97)

 

Φορολογία ―�Φορολογία εισοδήματος ―�Aναληθείς δηλώσεις ― Eυχέρεια του Eφόρου να μην παραχωρήσει εκπτώσεις όταν διαπιστώνει αναλήθεια των φορολογικών δηλώσεων ―�Συνδυασμένη ερμηνεία την Άρθρων 12(2) των περί Φορολογίας του Eισοδήματων Nόμων 1961 έως (Aρ. 2) του 1990, 3(1), 17 και 48 των περί βεβαιώσεως και Eισπράξεως Φόρων Nόμων (N. 4/78 ως τροποποιήθηκε) ― Eφαρμογή τους στις περιστάσεις της κριθείσας περίπτωσης ― Kατά πόσο μπορούν να μη χορηγούνται και αποσβέσεις.

Oι αιτητές αμφισβήτησαν τη δυνατότητα του Eφόρου να μην τους παραχωρήσει κεφαλαιουχικές εκπτώσεις παρά το γεγονός ότι οι φορολογικές τους δηλώσεις ήταν ανακριβείς.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

Οι ισχυρισμοί του δικηγόρου των αιτητών δεν ευσταθούν. Οι περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμοι προνοούν, μεταξύ άλλων, για το είδος των εκπτώσεων και αφαιρέσεων που είναι δυνατόν να παραχωρηθούν στην κάθε περίπτωση. Οι περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμοι περιέχουν πρόνοιες για τον καθορισμό και είσπραξη των ποσών των φόρων. Ο τρόπος καθορισμού και οι εξουσίες του Εφόρου αναφορικά με τον τρόπο καθορισμού του ποσού του φόρου προδιαγράφονται με το δεύτερο νόμο. Και είναι σαφές από το περιεχόμενο του Άρθρου 48, ότι ο Έφορος έχει εξουσία να μη χορηγήσει τις επιτρεπόμενες από τους φορολογικούς νόμους εκπτώσεις σε περίπτωση μη υποβολής αληθών λογαριασμών προς ικανοποίησή του, όπως και προσδιορισμών που να δεικνύουν το βεβαιώσιμον αντικείμενο του φόρου. Η φράση "διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου" αφορά τον καθορισμό του φόρου και συνεπώς οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση. Περαιτέρω το άρθρο αυτό δεν είναι αντίθετο με τις πρόνοιες των Άρθρων 12 των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων και 17 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων. Απλά ο Έφορος, κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει των άρθρων αυτών δύναται, σύμφωνα με το Άρθρο 48, να μην παραχωρήσει τις διεκδικούμενες εκπτώσεις σε περίπτωση μη υποβολής αληθών λογαριασμών.

Στην περίπτωση αυτή, δεν αμφισβητείται το εύρημα του Εφόρου ότι οι υποβληθέντες λογαριασμοί δεν ήταν ορθοί. Συνεπώς και η απόφασή του για μη παραχώρηση κεφαλαιουχικών εκπτώσεων στους αιτητές που ενέπιπτε στις εξουσίες του, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Oι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Republic v. Pavlides & Others (1979) 3 C.L.R. 603,

Antoniades & Others (1979) 3 C.L.R. 641,

Ροβέρτος Νικολάου Λτδ. v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3043,

Τσίκκου v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3033,

Μιχαλάκης Αντωνίου Εστέιτς Λτδ. v. Δημοκρατίας (1998) 4 A.A.Δ. 315.

Προσφυγές.

Συνεκδικαζόμενες προσφυγές κατά της απόφασης του Eφόρου Φόρου Eισοδήματος για επιβολή στους αιτητές φορολογιών φόρου εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1991 και 1992, έκτακτης εισφοράς αναφορικά με τις τριμηνίες 1-4 των ετών 1991 και 1992 και έκτακτης εισφοράς αναφορικά με τις εξαμηνίες των πιο πάνω ετών, όπως και ο τόκος που απαιτήθηκε επί των ποσών αυτών.

Σπ. Ευαγγέλου, για τους Aιτητές.

E. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Kαθ'ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KPONIΔHΣ, Δ.: Οι υποθέσεις αυτές συνεκδικάστηκαν με διαταγή του Δικαστηρίου, κατόπιν αιτήματος των δικηγόρων, για το λόγο ότι έχουν κοινό πραγματικό υπόβαθρο και παρουσιάζουν κοινά νομικά στοιχεία.

Με την προσφυγή αρ. 498/97, επιδιώκεται η ακύρωση των φορολογιών φόρου εισοδήματος που επιβλήθηκαν στους αιτητές για τα φορολογικά έτη 1991 και 1992 όπως και των πρόσθετων ποσών και τόκων που επιβλήθηκαν επί των ποσών των φορολογιών.

Με την προσφυγή αρ. 499/97, επιδιώκεται η ακύρωση των φορολογιών έκτακτης εισφοράς που επιβλήθηκαν στους αιτητές αναφορικά με τις τριμηνίες 1-4 των ιδίων φορολογικών ετών, όπως και η απαίτηση για πληρωμή τόκων.

Αντικείμενο της προσφυγής 500/97 είναι τα ποσά που επιβλήθηκαν στους αιτητές για σκοπούς έκτακτης εισφοράς αναφορικά με τις εξαμηνίες των πιο πάνω ετών, όπως και ο τόκος που απαιτήθηκε επί των ποσών αυτών.

Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και διεξάγουν εργασίες αρτοποιείου στο Λιοπέτρι.  Για τα συγκεκριμένα έτη υπέβαλαν δηλώσεις εισοδήματος μαζί με εξελεγμένους λογαριασμούς στις 15.1.93 και 7.1.94 αντίστοιχα.

Στις 28.7.94 λειτουργοί του γραφείου του καθ' ου η αίτηση επισκέφτηκαν, κατόπιν σχετικής ειδοποίησης, τα γραφεία των αιτητών για σκοπούς ελέγχου των λογιστικών βιβλίων και αιτιολογητικών που αφορούσαν τα πιο πάνω φορολογικά έτη. Κατά την επίσκεψη παρευρίσκετο και εκπρόσωπος των ελεγκτών των αιτητών, ο οποίος παρέδωσε στους λειτουργούς του καθ' ου η αίτηση τα λογιστικά βιβλία όπως και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονταν σε χάρτινα κιβώτια, αποσυνδεδεμένα από διπλότυπα τιμολογίων. Ο καθ' ου η αίτηση διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε στα χαρτοκιβώτια κανένα τιμολόγιο αναφορικά με το φορολογικό έτος 1991, αναφορικά δε με το 1992, ότι μεγάλος αριθμός τιμολογίων δεν τους είχε δοθεί. Μετά από σχετική έρευνα ο καθ' ου η αίτηση εξασφάλισε τιμολόγια από πελάτες των αιτητών και διαπίστωσε ότι υπήρχε και δεύτερη σειρά τιμολογίων με τους ίδιους αριθμούς.  Ως αποτέλεσμα, ο καθ' ου η αίτηση τροποποίησε τους λογαριασμούς των αιτητών για τα πιο πάνω έτη, και απέστειλε πρόσθετες ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας, στις 19.1.95.

Οι αιτητές υπέβαλαν ενστάσεις στις 28.2.95, ισχυριζόμενοι ότι οι φορολογίες ήταν υπερβολικές.  Ο καθ' ου η αίτηση, με επιστολή του ημερομηνίας 8.1.96, ζήτησε από τους αιτητές να υποβάλουν τα τιμολόγια που έλειπαν.  Οι αιτητές, με επιστολή τους ημερομηνίας 1.3.96, απάντησαν ότι τα συγκεκριμένα τιμολόγια έπρεπε να περιλαμβάνονται σ' εκείνα που οι λειτουργοί του καθ' ου η αίτηση παρέλαβαν μαζί με τα λογιστικά βιβλία.

Ο καθ' ου η αίτηση απάντησε ότι διαφωνούσε με το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής των αιτητών και με άλλη επιστολή του, ημερομηνίας 17.12.96, αφού ενημέρωσε τους αιτητές για τα ευρήματα του ελέγχου που διεξήγαγε τους πληροφόρησε για την πρόθεσή του να καθορίσει τα εισοδήματα των αιτητών με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε με την έρευνά του και να μην παραχωρήσει κεφαλαιουχικές εκπτώσεις, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 48 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων.  Ταυτόχρονα ζήτησε από τους αιτητές όπως αναφέρουν γραπτώς εντός 15 ημερών οποιοδήποτε σημείο για το οποίο διαφωνούσαν τεκμηριώνοντας τους ισχυρισμούς τους.

Οι αιτητές εκδήλωσαν τη διαφωνία τους με επιστολή ημερομηνίας 3.2.97, χωρίς όμως να παρουσιάσουν οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Ακολούθως, ο καθ' ου η αίτηση, πήρε απόφαση επί των ενστάσεων των αιτητών και τους απέστειλε τελικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας, μαζί με συνοδευτική επιστολή ημερομηνίας 2.4.97.

Ως αποτέλεσμα, οι αιτητές καταχώρησαν τις παρούσες προσφυγές.

Μοναδικό θέμα της αγόρευσης του δικηγόρου των αιτητών στη γραπτή αγόρευσή του στην υπόθεση αρ. 498/97, η οποία υιοθετήθηκε για τους σκοπούς και των άλλων προσφυγών, είναι η απόφαση του Εφόρου να μην παραχωρήσει κεφαλαιουχικές εκπτώσεις στους αιτητές, αναφορικά με τις δαπάνες αγοράς στοιχείων πάγιου ενεργητικού. Είναι η εισήγησή του ότι, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η απόφαση του Εφόρου να θεωρήσει ότι οι λογαριασμοί για τα εν λόγω φορολογικά έτη ήταν αναληθείς ήταν ορθή ή όχι, ο Έφορος δεν είχε εξουσία να αρνηθεί την παραχώρηση κεφαλαιουχικών εκπτώσεων για στοιχεία πάγιου ενεργητικού. Η εν λόγω ενέργεια του Εφόρου, όπως ισχυρίζεται, είναι αντίθετη με τα άρθρα 6 και 12 των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων, και το άρθρο 17 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων. Η υποβολή λογαριασμών και προδιορισμών εισοδήματος δεν αποτελεί, κατά τους ισχυρισμούς του, προϋπόθεση για τη χορήγηση των εκπτώσεων που προβλέπει το άρθρο 12. Η θέση αυτή, όπως είπε, συνάδει και με το άρθρο 17 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμων, που προνοεί ότι ο Έφορος παραχωρεί τέτοιες απαλλαγές/εκπτώσεις τις οποίες επιτρέπει ο επιβάλλων το φόρο Νόμο, που είναι ο 58/61 και όχι ο 4/78. Ο δικηγόρος των αιτητών εισηγείται επίσης ότι οι πρόνοιες του άρθρου 48 δεν μπορούν να υπερισχύσουν των διατάξεων των άρθρων 6 και 12 του Ν. 58/61 και του άρθρου 17 του Ν. 4/78. Και τούτο, γιατί η χορήγηση εκπτώσεως αφορά την επιβολή και όχι την είσπραξη του φόρου, ουδεμία δε έκπτωση χορηγείται για σκοπούς του Νόμου 4/78.  Τέλος, είναι η θέση του ότι έστω κι' αν το άρθρο 48 του Ν. 4/78 παρέχει διακριτική εξουσία στον Έφορο να μην επιτρέπει τη χορήγηση εκπτώσεων σε περίπτωση μη υποβολής ικανοποιητικών λογιαριασμών, οι εκπτώσεις στις οποίες αναφέρεται αφορούν έξοδα επιχειρήσεως και όχι αποσβέσεις.

Η δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι ο όρος "καθορίζεται και εισπράττεται" που απαντάται στο άρθρο 3(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, σημαίνει και τον προσδιορισμό του αντικειμένου του φόρου, των απαλλαγών, εκπτώσεων, αφαιρέσεων κ.λπ.. Σύμφωνα με την εισήγησή της, η εξουσία επιβολής φόρου παρέχεται δυνάμει των διαφόρων φορολογικών νόμων, όμως η εξουσία προσδιορισμού/καθορισμού του πληρωτέου φόρου και εισπράξεώς του, παρέχεται δυνάμει των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων. Ήταν, επομένως, σύμφωνα με την εισήγησή της, εύλογα επιτρεπτό στον Έφορο, εφόσον έκρινε ότι οι αιτητές δεν είχαν υποβάλει αληθείς λογαριασμούς, να μην παραχωρήσει σ' αυτούς τις εν λόγω εκπτώσεις.

Το άρθρο 12(2) των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων 1961 έως (Αρ. 2) του 1990, έχει ως εξής:-

"(2)Κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος προσώπου το οποίο ασκεί εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, επιτήδευμα ή βιοτεχνία, ελεύθερο ή άλλο επάγγελμα, ή παρέχει μισθωτές υπηρεσίες, θα χορηγείται:

(α)   Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, έκπτωση εύλογου ποσού για τη μείωση της αξίας και φθορά την οποία υφίστανται τα στοιχεία αυτά λόγω της χρήσης τους στην εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, επιτήδευμα ή βιοτεχνία, ελεύθερο ή άλλο επάγγελμα, ή κατά την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους:

     Νοείται ότι το σύνολο των εκπτώσεων αυτών δεν είναι δυνατόν να υπερβεί το ποσό της κεφαλαιουχικής δαπάνης την οποία υπέστη το πρόσωπο αυτό για την κτήση του στοιχείου αυτού.".

Το άρθρο 3(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων (Ν. 4/78 όπως τροποποιήθηκε) προνοεί ότι:-

"3.-(1) Εξαιρέσει των περιπτώσεων δι' ας γίνεται διάφορος πρόνοια εν τινι ετέρω νόμω, το ποσόν παντός φόρου επιβληθέντος προ ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου καθορίζεται και εισπράττεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.".

Επίσης, το άρθρο 17 του ιδίου νόμου προνοεί ότι:-

"17.Ο Διευθυντής, κατά τον καθορισμόν του αντικειμένου φόρου ή του ποσού του επ' αυτού επιβληθέντος φόρου αναφορικώς προς οιονδήποτε φορολογικόν έτος, χωρεί εις τοιαύτας φορολογικάς απαλλαγάς ή επιτρέπει τοιαύτας εκπτώσεις εκ του αντικειμένου του φόρου ή του ποσού του πληρωτέου φόρου, περιλαμβανομένης και της παροχής εκπτώσεως λόγω διπλής φορολογίας ή λόγω του ότι κατεβλήθη ή είναι πληρωτέος φόρος εν τινι χώρα ένθα παρέχονται αμοιβαίως αντίστοιχοι εκπτώσεις ως διαλαμβάνεται εν άρθρω 33, οίας επιτρέπει ο επιβαλών τον φόρον νόμος ή οιαδήποτε σύμβασις γενομένη βάσει των διατάξεων τούτου επί τω τέλει αποφυγής διπλής φορολογίας.".

Και το άρθρο 48:-

"48.Αι υπό του επιβαλόντος τον φόρον νόμου επιτρεπόμεναι εκπτώσεις εκ του αντικειμένου του φόρου δυνατόν να μη χορηγηθώσι διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου εκτός εάν αληθείς λογαριασμοί, ικανοποιούντες τον Διευθυντήν, και προσδιορισμός δεικνύων το βεβαιώσιμον αντικείμενον φόρου, ετοιμασθέντες υπό τινος ανεξαρτήτου επαγγελματίου λογιστού εγκεκριμένου υπό του Υπουργού Οικονομικών ως εν τω άρθρω 26, προσάγονται τω Διευθυντή, η δε απόφασις του Διευθυντού ότι οι τοιούτοι λογαριασμοί ή προσδιορισμοί δεν είναι ικανοποιητικοί δεν θα συνιστά λόγον ενστάσεως δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 20.".

Αφού μελέτησα με προσοχή τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, βρίσκω ότι οι ισχυρισμοί του δικηγόρου των αιτητών δεν ευσταθούν. Οι περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμοι προνοούν, μεταξύ άλλων, για το είδος των εκπτώσεων και αφαιρέσεων που είναι δυνατόν να παραχωρηθούν στην κάθε περίπτωση. Οι περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμοι περιέχουν πρόνοιες για τον καθορισμό και είσπραξη των ποσών των φόρων. Ο τρόπος καθορισμού και οι εξουσίες του Εφόρου αναφορικά με τον τρόπο καθορισμού του ποσού του φόρου προδιαγράφονται με το δεύτερο νόμο. Και είναι σαφές από το περιεχόμενο του άρθρου 48, ότι ο Έφορος έχει εξουσία να μη χορηγήσει τις επιτρεπόμενες από τους φορολογικούς νόμους εκπτώσεις σε περίπτωση μη υποβολής αληθών λογαριασμών προς ικανοποίησή του, όπως και προσδιορισμών που να δεικνύουν το βεβαιώσιμον αντικείμενο του φόρου.  Η φράση "διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου" αφορά τον καθορισμό του φόρου και συνεπώς οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.  Περαιτέρω το άρθρο αυτό δεν είναι αντίθετο με τις πρόνοιες των άρθρων 12 των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων και 17 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων.  Απλά ο Έφορος, κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει των άρθρων αυτών δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 48, να μην παραχωρήσει τις διεκδικούμενες εκπτώσεις σε περίπτωση μη υποβολής αληθών λογαριασμών.

Στην περίπτωση αυτή, δεν αμφισβητείται το εύρημα του Εφόρου ότι οι υποβληθέντες λογαριασμοί δεν ήταν ορθοί. Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι και η απόφασή του για μη παραχώρηση κεφαλαιουχικών εκπτώσεων στους αιτητές που ενέπιπτε στις εξουσίες του, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Στις υποθέσεις 498/97 και 500/97, δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός αναφορικά με τα επιπρόσθετα ποσά και τόκους που επιβλήθηκαν στους αιτητές. Ως εκ τούτου δεν θα εξετάσω τα θέματα αυτά.

Στην υπόθεση αρ. 499/97, προβλήθηκαν επιπρόσθετοι ισχυρισμοί αναφορικά με την επιβολή φορολογιών έκτακτης εισφοράς.  Ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίζεται ότι κατά το χρόνο που στάληκαν οι επίδικες φορολογίες δεν υπήρχε σε ισχύ νομοθεσία που να πρόβλεπε είτε την επιβολή, είτε τον καθορισμό είτε την είσπραξη τέτοιας εισφοράς, αφού ο νόμος με τον οποίο επιβλήθηκαν (περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος (αρ. 111/90)), έπαυσε να ισχύει από τις 30.6.92. Όπως υποστηρίζει, ο πιο πάνω Νόμος διαλάμβανε πρόνοια αναφορικά με την εφαρμογή των προνοιών των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων (Ν. 4/78), τηρουμένων των αναλογιών. Αφού δε ο Ν. 111/90 έπαυσε να ισχύει, ο Ν. 4/78 δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί από μόνος του.  Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι η έκτακτη εισφορά δεν αποτελεί φόρο και επομένως δεν μπορεί ούτε να καθορισθεί, ούτε να εισπραχθεί με βάση τις πρόνοιες του Ν. 4/78.  Αναφερόμενος στις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Republic v. Pavlides & Others (1979) 3 C.L.R. 603 και Antoniades & Others (1979) 3 C.L.R. 641, που πραγματεύονται παρόμοιο θέμα, υποστήριξε ότι διαφοροποιούνται από την παρούσα και δεν πρέπει να ακολουθηθούν. Τέλος, αναφορικά με το θέμα της επιβολής τόκου επί της έκτακτης εισφοράς, υποστήριξε ότι η επιβολή του δεν ήταν επιτρεπτή αφού η Κ.Δ.Π. 31/75, η οποία περιείχε πρόνοιες για την επιβολή του, έπαυσε να ισχύει με την κατάργηση των νόμων με βάση τους οποίους θεσπίστηκε (Ν. 55/74 και 111/90). Η δικηγόρος για τους καθ΄ων η αίτηση δεν απάντησε στους πιο πάνω ισχυρισμούς.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Ευαγγέλου εγείρει ανεπιτυχώς τους ισχυρισμούς αυτούς. Σχετικές είναι οι αποφάσεις μου στις υποθέσεις: Ροβέρτος Νικολάου Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3043 και Θεόδωρος Κόνια Τσίκκου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3033, στις οποίες παραπέμπω. Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ροβέρτος Νικολάου Λτδ.:-

"Τα θέματα που εγείρει ο δικηγόρος των αιτητών αποφασίστηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην υπόθεση Nicos Anastassiou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 91, αποφασίστηκε από την Ολομέλεια ότι ο όρος "Φόρος" περιλαμβάνει και την Έκτακτη Εισφορά (βλέπε επίσης Γ. Α. Καλλίμαχος & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1749).

Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των αιτητών εξετάστηκαν και απαντήθηκαν στις υποθέσεις Atlas Shoes Ltd. v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2329, Vepro Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 159/94, ημερομηνίας 29.12.94, D. Skaros Hoteliers Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 520/94, ημερομηνίας 31.5.95, Γ. Α. Καλλίμαχος & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), Γεώργιου Παυλίδη ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2087, Άντη Κωνσταντίνου Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 179 και Ανδρέα Σχοινή ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2839. Με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Pavlides και Antoniades (πιο πάνω) ήταν δεσμευτικές και ότι οι περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμοι παρείχαν την αναγκαία νομοθετική εξουσιοδότηση για τη διενέργεια των επιδίκων βεβαιώσεων έκτακτης εισφοράς, παρά την εκπνοή της ισχύος των περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμων.".

Σχετική είναι επίσης και η υπόθεση Μιχαλάκης Αντωνίου Εστέιτς Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 A.A.Δ. 315.

Αναφορικά με το θέμα του τόκου, παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Θεόδωρος Κόνια Τσίκκου:-

"Η σχετική πρόνοια που πρόβλεπε την καταβολή τόκου επί οφειλομένης εκτάκτου εισφοράς βρίσκεται στον Κανονισμό 4 των περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωριναί Διατάξεις) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 31/75) και ιδιαίτερα στην επιφύλαξη, που προνοεί ότι:

............................................................................................................

Οι πιο πάνω Κανονισμοί εκδόθηκαν με βάση το άρθρο 9 του περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1974 (αρ. 55/74) και διατηρήθηκαν σε ισχύ με βάση το άρθρο 10 του Νόμου 111/90. Οι Κανονισμοί εξέπνευσαν με την εκπνοή της ισχύος του Νόμου 111/90, δηλαδή στις 30.6.92. Όμως η υποχρέωση για καταβολή τόκου επί των οφειλομένων στην παρούσα περίπτωση εισφορών είχε δημιουργηθεί πριν την εκπνοή του Νόμου και των Κανονισμών.

Σύμφωνα με το συνδυασμό των άρθρων 10(2) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 και 2 του περί Άρσεως Αμφιβολιών περί την Λήξιν της Ισχύος των Νόμων Νόμου του 1962 (Ν. 42/62), η λήξη της ισχύος νόμου δεν επηρεάζει, μεταξύ άλλων, οποιανδήποτε υποχρέωση ή θεραπεία (στην οποία περιλαμβάνεται και η βεβαίωση έκτακτης εισφοράς) που προκύπτει από τον εκπνεύσαντα νόμο. Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Pavlides (πιο πάνω), όπως και οι άλλες υποθέσεις στις οποίες έγινε αναφορά προηγουμένως, στις οποίες υιοθετήθηκε η Pavlides.

Εφαρμόζονται δε και εδώ, κατ' αναλογίαν, οι διατάξεις των περί Φορολογίας του Εισοδήματος και των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων, σύμφωνα με τον οποίο καθίσταται δυνατή η απαίτηση καταβολής τόκων.

Καταλήγω ότι η απαίτηση για καταβολή τόκων, για την οποία η υποχρέωση δημιουργήθηκε πριν την εκπνοή του Νόμου και εξακολουθούσε να υφίσταται και μετά την εκπνοή του είναι δυνατή με βάση τους περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμους και ο ισχυρισμός αυτός του αιτητή συνεπώς απορρίπτεται. Σχετική είναι και η υπόθεση Σχοινή (πιο πάνω) με την οποία συμφωνώ.".

Υιοθετώ για τους σκοπούς των υπό εξέταση υποθέσεων, όσα είπα στις πιο πάνω υποθέσεις και απορρίπτω όλους τους ισχυρισμούς των αιτητών.

Ως αποτέλεσμα, οι προσφυγές αυτές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

Oι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο