ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1027/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

KITI BEACH LTD, εκ Λευκωσίας, υπό Εκκαθάρισιν,

Αιτήτριας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων,

2. Υπουργείου Οικονομικών,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

27 Οκτωβρίου 1998

Για την αιτήτρια: Ν. Πελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Λαζάρου.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 8 Απριλίου 1996 ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων επέβαλε στην αιτήτρια εταιρεία αναθεωρημένες φορολογίες ακίνητης ιδιοκτησίας για τα έτη 1980 μέχρι 1996. Αυτό της κοινοποιήθηκε με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, σταλείσα όπως ορίζεται στο άρθρο 47 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/1978 όπως τροποποιήθηκε).

Οι εν λόγω φορολογίες επιβλήθηκαν αφού λήφθηκε υπόψη η γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου για την οποία γίνεται πρόνοια στο άρθρο 69 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε. Αυτή τη βάση για τον προσδιορισμό της αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας την εισήγαγε ο περί Φορολογίας Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 1991 (Ν. 239/91) υπό τύπο επιφύλαξης στο άρθρο 6 του βασικού Νόμου με ισχύ από 1 Ιανουαρίου 1990. Για τα προηγούμενα φορολογικά έτη εφαρμογή είχε το άρθρο 6 χωρίς την εν λόγω επιφύλαξη. Αναφορικά με το ζήτημα έναρξης ισχύος του τροποποιητικού νόμου πρόσφερε καθοδήγηση η απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στη Γιωργαλλίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 557/95, ημερ. 29 Ιανουαρίου 1996. Η οποία διέλαθε του Διευθυντή. Το αποτέλεσμα ήταν η επιβολή φορολογίας για τα έτη 1980-1989 με εσφαλμένη από μέρους του αντίληψη ως προς το νομικό πλαίσιο.

Στο μεταξύ η αιτήτρια εταιρεία πλήρωνε φόρο με βάση τη δική της εκτίμηση αναφορικά με την αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας της. Έπειτα όμως, όταν σε κάποιο στάδιο η αιτήτρια εταιρεία τέθηκε υπό εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής αποτάθηκε στο Διευθυντή με επιστολή ημερ. 27 Μαρτίου 1992 για επιστροφή καταβληθέντων ποσών πέραν των οφειλομένων, κι αυτό ενόψει της τότε πρόσφατης τροποποίησης του Νόμου.

Κατόπιν της κοινοποίησης των αναθεωρημένων φορολογιών, ο εκκαθαριστής της αιτήτριας απηύθυνε στο Διευθυντή εντός της περιόδου που προβλέπεται για ένσταση - βλ. άρθρο 20 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78 όπως τροποποιήθηκε) - την εξής επιστολή ημερ. 15 Μαΐου 1996, στην οποία, ας σημειωθεί, εκ παραδρομής είναι που αναφέρεται ως ημερομηνία της επιστολής του Διευθυντή η 6η αντί η 8η Απριλίου:

"KITI BEACH LIMITED (υπό εκκαθάριση)

Αναφέρομαι στην επιστολή σας 6 Απριλίου 1996 προς την πιο πάνω εταιρεία.

Οι φορολογίες ακίνητης περιουσίας έχουν βασισθεί σε εκτιμήσεις της εταιρείας που όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων ήσαν ψηλότερες από τις επίσημες εκτιμήσεις του Κτηματολογίου που έγιναν αργότερα. Παρακαλώ όπως προβείτε στις αναγκαίες διορθώσεις και εμβάσετε στον εκκαθαριστή το ποσό φόρου που πληρώθηκε περιπλέον."

 

Ο εκκαθαριστής εν συνεχεία απέστειλε στο Διευθυντή άλλες δύο επιστολές οι οποίες παρέπεμπαν σε εκείνη της 15 Μαΐου 1996. Με τη μια, ημερ. 26 Ιουνίου 1996, ετίθετο υπόψη του Διευθυντή η Γεωργαλλίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) σε σχέση με την οποία προσφερόταν η εξήγηση ότι "η εκτίμηση του Κτηματολογίου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επιβληθεί φορολογία για τα έτη προ του 1990" και εκαλείτο ο Διευθυντής να επανεξετάσει την περίπτωση υπό αυτό το φως. Με την άλλη, ημερ. 10 Σεπτεμβρίου 1996, επιχειρείτο, σε ό,τι εδώ ενδιαφέρει, πρώτα κάποια διόρθωση με αναφορά στα όσα ο αποστολέας φαίνεται να υπέθετε ότι αναφέρονταν οι προηγούμενες επιστολές του, έπειτα προστίθετο νέος λόγος ένστασης και, τέλος, υπογραμμιζόταν ότι οι επιβληθείσες φορολογίες "για τα έτη 1980 και 1989" ήταν άκυρες ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Γεωργαλλίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

Κεντρικό ζήτημα στην παρούσα υπόθεση είναι το κατά πόσο η πρώτη επιστολή, ημερ. 15 Μαΐου 1996, συνιστούσε ή όχι ειδοποίηση ένστασης, διότι ήταν η μόνη που θα μπορούσε να ήταν εμπρόθεσμη. Ο Διευθυντής έδωσε σε αυτό το προπαρασκευαστικό ζήτημα αρνητική απάντηση. Θεώρησε ότι ένσταση διατυπώθηκε κατά πρώτο μόνο με τη μεταγενέστερη επιστολή ημερ. 26 Ιουνίου 1996 σε σχέση με την οποία απάντησε στον εκκαθαριστή στις 14 Οκτωβρίου 1996 ότι τη θεωρούσε εκπρόθεσμη. Ως εκ τούτου δεν προέβη σε επανεξέταση ή αναθεώρηση της φορολογίας.

Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Διευθυντή ημερ. 8 Απριλίου 1996 στην έκταση που αφορά τα έτη 1980-1989 ενόψει της αδιαμφισβήτητα εσφαλμένης βάσης επί της οποίας προσδιορίστηκε η αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας. Είναι η θέση της ότι με την επιστολή ημερ. 15 Μαΐου 1996 υποβλήθηκε έγκυρα ένσταση και ότι εν πάση περιπτώσει νομιμοποιείται να προσβάλει την επιβληθείσα φορολογία διότι, καθώς το έθεσε ο συνήγορος της στην αγόρευση του:

"Το Άρθρο 20 των Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων που προνοεί διά ενστάσεις εφαρμόζεται εις την περίπτωσιν κανονικών φορολογιών που γίνονται με βάση τας προνοίας του Νόμου. Το Άρθρο 20 δεν εφαρμόζεται εις περίπτωσιν που η φορολογία είναι παράνομη. Εις την παρούσαν περίπτωσιν η απόφασις είναι παράνομη και το Άρθρο 20 δεν τυγχάνει εφαρμογής."

 

Εκ μέρους της Δημοκρατίας υποστηρίχθηκε, πρώτο, ότι η επιστολή ημερ. 15 Μαΐου 1996 δεν συνιστούσε ένσταση διότι η αιτήτρια ζητούσε εκείνο ακριβώς στο οποίο είχε ήδη προβεί ο Διευθυντής, ήτοι, τον υπολογισμό της φορολογίας στη βάση των εκτιμήσεων του Κτηματολογίου και, δεύτερο, ότι ενόψει αυτού η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος αφού εκείνο που έγινε ήταν εκείνο που αυτή ζητούσε. Έπειτα, με δεδομένη τη θέση ότι δεν υποβλήθηκε ένσταση εμπρόθεσμα, ο συνήγορος της Δημοκρατίας κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη, επισημαίνοντας ότι σύμφωνα με τη νομολογία - ανέφερε ανάμεσα σε άλλες τις Petrolina Ltd v. The Municipal Committee of Famagusta (1971) 3 C.L.R. 420, Pitsiakkos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1700 και Pantelidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 687 ως τις πιο παλιές - η υποβολή ένστασης αποτελεί προϋπόθεση για προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο ενόψει των διατάξεων του άρθρου 21(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978.

Προκύπτει πράγματι από ό,τι διαλαμβάνεται στο άρθρο 21(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 ότι η υποβολή ένστασης βάσει του άρθρου 20 αποτελεί προϋπόθεση για προσβολή φορολογίας με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως άλλωστε υπογραμμίζεται στη νομολογία. Πρόκειται για ζήτημα που αφορά τη δυνατότητα ενεργοποίησης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας και δεν μπορεί να έχει σχέση με τον όποιο προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης ακόμα και όπου αυτός δεν αμφισβητείται. Η λύση λοιπόν θα πρέπει εδώ να αναζητηθεί στο κατά πόσο η επιστολή του εκκαθαριστή της εταιρείας, ημερ. 15 Μαΐου 1996, αποτελούσε ένσταση στη φορολογία.

Πρόκειται για επιστολή ατυχώς διατυπωμένη. Με την αρχική της αναφορά στην επιστολή του Διευθυντή, η οποία συνόδευε τις προσβαλλόμενες φορολογίες, προσδιορίζεται βέβαια το αντικείμενο της επικοινωνίας. Είναι όμως ασαφής η εν συνεχεία αναφορά στις "φορολογίες ακίνητης περιουσίας" σε σχέση με τις οποίες αναπτύσσονται τα περαιτέρω. Διότι, εφόσον εμφανίζονται να είχαν "βασισθεί σε εκτιμήσεις της εταιρείας" θα μπορούσε να υποτεθεί ότι δεν ήταν εκείνες που επέβαλε τελευταία ο Διευθυντής. Με αποτέλεσμα η επιστολή να μην αποτελούσε παρά μόνο αίτημα για επιστροφή ποσού που είχε πληρωθεί με βάση την εκτίμηση της εταιρείας και που αναδεικνυόταν με τις φορολογίες που επέβαλε ο Διευθυντής, ως πέραν του οφειλομένου. Δεν υπήρχε ωστόσο τέτοιος ρητός προσδιορισμός. Και η αναφορά στις "φορολογίες ακίνητης περιουσίας" θα μπορούσε να παραπέμπει σε εκείνες που επέβαλε ο Διευθυντής, με εσφαλμένη από μέρους του συντάξαντος εντύπωση ως προς τη βάση τους. Αυτή ήταν και η έννοια με την οποία οι καθ΄ ων αντιλήφθηκαν την επιστολή αφού ταύτισαν εκείνο που εζητείτο με εκείνο που είχε πράξει ο Διευθυντής. Νομίζω λοιπόν πως θα ήταν ανασφαλές να απέκλεια αυτή τη δεύτερη ερμηνεία που λειτουργεί προς όφελος της διοικουμένης. Αντικριζόμενη η επιστολή με αυτό τον τρόπο, συνιστούσε ένσταση όσο και αν ο λόγος στον οποίο γινόταν επίκληση ήταν χωρίς ουσία. Η πρόνοια στο άρθρο 20 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 ότι οι λόγοι της ένστασης πρέπει να εκτίθενται επακριβώς αποτελεί, καθώς μου φαίνεται, μια άλλη πτυχή που δεν συναρτάται με το εμπρόθεσμο ή όχι της ένστασης ως αντίθεσης προς την επιβληθείσα φορολογία. Καταλήγω ότι εσφαλμένα ήταν που ο Διευθυντής θεώρησε ότι δεν καταχωρήθηκε ένσταση εμπρόθεσμα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση, στην έκταση που αφορά τα έτη 1980 μέχρι 1989 ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Ενόψει των περιστάσεων κάτω από τις οποίες προέκυψε το πρόβλημα, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ ;


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο