ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1992) 3 ΑΑΔ 534
26 Νοεμβρίου, 1992
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 928)
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Βάρος απόδειξης — Το φέρει το πρόσωπο που προσβάλλει τη διοικητική πράξη.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 τον Συντάγματος — Η νομιμότητα της διοικητικής πράξης κρίνεται με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν τον το διοικητικό όργανο κατά την έκδοσή της.
Με την έφεση αυτή προσβλήθηκε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία επικυρώθηκε, στα πλαίσια της προσφυγής, απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος με την οποία είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα φόρος εισοδήματος, για το φορολογικό έτος 1980.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε πως ο εφεσίβλητος παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα και προς υποστήριξη του ισχυρισμού του κατά την διάρκεια των διευκρινήσεων στην Προσφυγή ο εφεσείοντας καταχώρησε ένορκη δήλωση και παρουσίασε επιστολή της Τράπεζας Barclays του Λονδίνου με την οποία επιβεβαιωνόταν η μη ύπαρξη λογαριασμού στο όνομα του εφεσείοντα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
(1) Αναφορικά με το βάρος της αποδείξεως των λόγων ακυρώσεως, έχει λεχθεί επανειλημμένα από το Δικαστήριο ότι οι υποθέσεις επιβολής φορολογίας δεν διαφέρουν από άλλες υποθέσεις διοικητικής φύσεως, και ότι εφαρμόζονται τα ίδια κριτήρια και οι ίδιες αρχές, δηλαδή τεκμαίρονται νόμιμες μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου από το πρόσωπο που προσβάλλει τη διοικητική πράξη, το οποίο φέρει και το βάρος της απόδειξης. Εξάλλου, στις περι
πτώσεις υποθέσεων φορολογίας, αυτό προνοείται και ρητά στη σχετική Νομοθεσία, συγκεκριμένα στο άρθρο 21(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 4/78, όπως έχει τροποποιηθεί.
(2) Η απόφαση του Εφόρου, ότι ο εφεσείοντας είναι το πρόσωπο που ανέφερε το δελτίο των φορολογικών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, ήταν λογικά επιτρεπτή, καθότι είχε ενώπιόν του επίσημα στοιχεία από την Τράπεζα Barclays του Λονδίνου, αναφορικά με το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου που διατηρούσε λογαριασμό στην Τράπεζα Barclays. Από τα στοιχεία αυτά, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για το πρόσωπο του εφεσείοντα, και το ταχυδρομικό κιβώτιο 2154, Λευκωσία, που αναφερόταν ως η διεύθυνση του προσώπου που διατηρούσε λογαριασμό με την Τράπεζα Barclays, Λονδίνου, ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα ότι ήταν αυτό που χρησιμοποιούσε, τόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο, όσο και προηγούμενα.
Η επιστολή της Τράπεζας Barclays με ημερομηνία 22/2/88 που στάληκε σε απάντηση της επιστολής του δικηγόρου, ημερομηνίας 25/11/87, δεν επηρεάζει το κύρος της απόφασης, δεδομένου ότι αυτή δεν ήταν ενώπιον του εφεσίβλητου, κατά το χρόνο λήψης της απόφασής του.
Έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Φάνου Ιωνίδη ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/4/91 (1991) 3 A.A.Δ. 391·
Αγνής Α. Θουκυδίδη ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 753/87 ημερ. 19/5/89.
Ανδρέα Μιχαήλ κ.α. ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 902/88 ημερ. 13/12/89·
Athinoula Ieronymides v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 2657·
Αργυρούλας Λοΐζου ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 630/85 ημερ. 29/9/90.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Δημητριάδης, Δ) που δόθηκε στις 14 Απριλίου, 1989 (Προσφυγή αρ. 524/86) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, να του επιβάλει Φόρο Εισοδήματος για το φορολογικό έτος 1980.
Α.Σ. Αγγελίδης με Μιχ. Κωνσταντινίδη, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους εφεσίβλητους.
Cur. adv. cult.
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Δικαστής κ. Α. Κούρρης.
ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος κατά την άσκηση της πρωτοβάθμιας αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα με την οποία ζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του εφεσίβλητου, Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, που αφορούσε την επιβολή Φόρου Εισοδήματος για το φορολογικό έτος 1980, ήταν άκυρη.
Το ζήτημα που εγείρεται στην υπόθεση αυτή, είναι πραγματικό. Πρόκειται για εκτίμηση γεγονότων, εκτίμηση στοιχείων και πληροφοριών και όπως είναι νομολογιακά θεμελιωμένο, η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στη διοίκηση, και το Δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει, αν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή η διοίκηση υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας, με το νόημα ότι η διατύπωση των γεγονότων δεν είναι εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Φάνου Ιωνίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 391 και Αγνής Α. Θουκυδίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 753/87, ημερ. 19/5/89, που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί).
Εύλογα επιτρεπτή είναι η απόφαση στην οποία ένα λογικό πρόσωπο θα μπορούσε να καταλήξει, με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η διοίκηση, ανεξάρτητα από το αν ένα άλλο πρόσωπο μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετική απόφαση (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Ανδρέα Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 902/88, ημερ. 13/12/89).
Τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και πάνω στα οποία βασίστηκε ο εφεσίβλητος για να πάρει την επίδικη απόφαση, ήταν σε συντομία τα εξής: Ο εφεσείοντας υπέβαλε δήλωση εισοδήματος για το φορολογικό έτος 1980, στις 20/3/ 81, δηλώνοντας εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες στην εταιρεία Anax Trading Ltd. Δε δήλωσε κανένα εισόδημα από επενδύσεις στο εξωτερικό. Τον Αύγουστο του 1982 ο εφεσίβλητος - Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων - πληροφορήθηκε ότι ο εφεσείοντας διατηρούσε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς επ' ονόματι του και ένα κοινό λογαριασμό με το Λεωνίδα Καλογήρου Δημητρίου, στην Τράπεζα Barclays, στη διεύθυνση 19-21 Brook Street London W1, οι οποίοι λογαριασμοί πιστώθηκαν με το ποσό των £1062.50 στερλινών ως τόκων, κατά τις 5/4/81, σύμφωνα με πληροφοριακό δελτίο το οποίο λήφθηκε από τις φορολογικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, με βάση τη Σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας που υπάρχει μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι πληροφορίες όπως είναι φανερόν, δόθηκαν στις φορολογικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου από την ίδια την Τράπεζα και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το φορολογιακό δελτίο υπογράφεται από το Διευθυντή της Τράπεζας Barclays.
Από τα στοιχεία αυτά που παρατίθενται στο σχετικό δελτίο, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για το πρόσωπο του εφεσείοντα, δεδομένου ότι το όνομα Άγγελος Δημητρίου Καλόγηρος είναι αυτό του εφεσείοντα. Είναι το όνομα που είχε χρησιμοποιήσει σε επίσημα έγγραφα προς τον Έφορο Φόρου Εισοδήματος. Επομένως, είναι σίγουρο ότι το όνομα που αναφέρεται στο σχετικό πληροφοριακό δελτίο, είναι αυτό του εφεσείοντα και το ταχυδρομικό κιβώτιο είναι αυτό που χρησιμοποιούσε ο εφεσείοντας, τόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο όσο και προηγούμενα. Επίσης, ο Λεωνίδας Καλογήρου Δημητρίου που σύμφωνα με το σχετικό πληροφοριακό δελτίο από μέρους της Τράπεζας Barclays είχε κοινό λογαριασμό με τον Άγγελο Καλογήρου Δημητρίου, είναι αδελφός του εφεσείοντα και είχαν το ίδιο ταχυδρομικό κιβώτιο, το υπ' αριθμό 2154 στη Λευκωσία. Επίσης, όλες οι ειδοποιήσεις περί επιβολής φορολογίας στον εφεσείοντα, απευθύνονταν στο ταχυδρομικό κιβώτιο 2154, Λευκωσία. Επομένως, δεν πρόκειται περί σύμπτωσης, αλλά πρόκειται για το ίδιο το πρόσωπο του εφεσείοντα και δεν υπάρχει αμφιβολία περί τούτου.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, ο εφεσίβλητος στις 4/8/82, ζήτησε από τον εφεσείοντα λεπτομέρειες για τους λογαριασμούς που διατηρούσε στο εξωτερικό και ο εφεσείοντας απάντησε ότι δεν διατηρούσε τέτοιους λογαριασμούς στο εξωτερικό. Ο εφεσίβλητος τότε επέβαλε την επίδικη φορολογία.
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε στις 16/6/86 και η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 22/8/86. Η αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή, καταχωρήθηκε στις 25/11/87 και κατά τη διάρκεια των διευκρινήσεων της προσφυγής, ο εφεσείοντας καταχώρησε ένορκη δήλωση και αντεξετάστηκε από το δικηγόρο των εφεσιβλήτων, αρνούμενος ότι διατηρούσε λογαριασμό με την Τράπεζα Barclays και προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, παρουσίασε επιστολή της Τράπεζας με ημερομηνία 22/2/88 που στάληκε σε απάντηση επιστολής του δικηγόρου του εφεσείοντα, με ημερομηνία 25/11/87.
Η επίμαχη επιστολή, αναφέρει τα εξής:
"After checking our records on several occasions, I can find no trace of an account in the name of A. Kalogirou during the period of 1980-1986."
Σε μετάφραση:
"Μετά από έλεγχο των αρχείων μας σε αρκετές περιπτώσεις, δε βρίσκω στοιχεία λογαριασμού στο όνομα Α. Καλογήρου κατά την περίοδο 1980-1986."
Η επιστολή που στάληκε στην Τράπεζα Barclays από το δικηγόρο του Εφεσείοντα, έχει ως εξής:
"I have been instructed by my client Mr. Angelos Kalogirou of Euridikis 14, Aglandjia, Nicosia, Cyprus to inform you the following:
The Commissioner of Income Tax of the REPUBLIC OF CYPRUS taxed my client alleging that he was having an account with your Bank for the years 1980 -1986.
It is the allegation of my client that he on no occasion had any account with your Bank.
Consequently you are asked to acknowledge receipt of this letter confirming my client's allegations."
Σε μετάφραση:
"Έχω εντολή από τον πελάτη μου κ. Άγγελο Καλογήρου, Ευρυδίκης 14, Αγλαντζιά, Λευκωσία, Κύπρος να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:
Ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, φορολόγησε τον πελάτη μου ισχυριζόμενος ότι είχε λογαριασμό με την Τράπεζά σας για τα χρόνια 1980-1986.
Είναι ο ισχυρισμός του πελάτη μου ότι σε καμιά περίπτωση δεν είχε λογαριασμό στην Τράπεζά σας.
Συνεπώς, παρακαλείσθε να γνωρίσετε λήψη της επιστολής αυτής επιβεβαιώνοντας τους ισχυρισμούς του πελάτη μου."
Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, είναι κατά πόσο ήταν εύλογα επιτρεπτό στον εφεσίβλητο να καταλήξει στην επίδικη απόφαση με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και κατά πόσο τα στοιχεία που παρουσίασε ο εφεσείοντας μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης καταδεικνύουν έλλειψη επαρκούς έρευνας, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείοντας.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι το βάρος της αποδείξεως κατά πόσο ο εφεσείοντας διατηρούσε λογαριασμό σε Τράπεζα του Λονδίνου το έφερε ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος και ότι ο Έφορος δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι ο εφεσείοντας διατηρούσε λογαριασμό σε Τράπεζα του Λονδίνου.
Αναφορικά με το βάρος της αποδείξεως των λόγων ακυρώσεως, έχει λεχθεί επανειλημμένα από το Δικαστήριο ότι οι υποθέσεις επιβολής φορολογίας δεν διαφέρουν από άλλες υποθέσεις διοικητικής φύσεως, και ότι εφαρμόζονται τα ίδια κριτήρια και οι ίδιες αρχές, δηλαδή τεκμαίρονται νόμιμες μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου από το πρόσωπο που προσβάλλει τη διοικητική πράξη, το οποίο φέρει και το βάρος της απόδειξης. Εξάλλου, στις περιπτώσεις υποθέσεων φορολογίας, αυτό προνοείται και ρητά στη σχετική Νομοθεσία, συγκεκριμένα στο άρθρο 21(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 4/78, όπως έχει τροποποιηθεί. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, στην υπόθεση Φόνου Ιωνίδη ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), αναφέρονται τα εξής:
"Παρόλο ότι στο διοικητικό δίκαιο εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα διαδικασίας και όχι το συζητητικό, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο αιτητής φέρει το βάρος της απόδειξης, προκειμένου να πείσει το Δικαστήριο για τους λόγους ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης.".
Από τα πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι το βάρος της απόδειξης το φέρει ο αιτητής και δεν είχε καμιά υποχρέωση ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος, υπό τις περιστάσεις, να προσκομίσει μαρτυρία η οποία να αντικρούει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι δεν διατηρούσε λογαριασμό στην Τράπεζα Barclays του Λονδίνου.
Σε συντομία, ο Έφορος είχε επίσημα στοιχεία από την Τράπεζα Barclays του Λονδίνου, ότι κάποιος Άγγελος Δημητριού Καλογήρου διατηρούσε δύο λογαριασμούς και ακόμα ένα κοινό λογαριασμό με κάποιο Λεωνίδα Δημητρίου Καλογήρου, με διεύθυνση το ταχυδρομικό κιβώτιο 2154, Λευκωσία. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε η άρνηση του εφεσείοντα για τους πιο πάνω λογαριασμούς.
Είμαστε της γνώμης ότι η απόφαση του Εφόρου ότι ο εφεσείοντας είναι το πρόσωπο που ανέφερε το δελτίο των φορολογικών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, ήταν λογικά επιτρεπτή, καθότι είχε ενώπιόν του επίσημα στοιχεία από την Τράπεζα Barclays του Λονδίνου, αναφορικά με το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου που διατηρούσε λογαριασμό στην Τράπεζα Barclays. Από τα στοιχεία αυτά, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για το πρόσωπο του εφεσείοντα και το ταχυδρομικό κιβώτιο 2154, Λευκωσία, που αναφερόταν ως η διεύθυνση του προσώπου που διατηρούσε λογαριασμό με την Τράπεζα Barclays, Λονδίνου, ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα ότι ήταν αυτό που χρησιμοποιούσε, τόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο, όσο και προηγούμενα.
Επίσης ο εφεσείοντας παραδέκτηκε στη μαρτυρία του ότι ο Λεωνίδας Δημητρίου Καλογήρου που σύμφωνα με τα στοιχεία από την Τράπεζα Barclays του Λονδίνου διατηρούσε κοινό λογαριασμό μαζί του, είναι αδελφός του. Με βάση τα πιο πάνω, η επίδικη απόφαση ήταν λογικά εφικτή. Η επιστολή της Τράπεζας Barclays με ημερομηνία 22/2/88 που στάληκε σε απάντηση της επιστολής του δικηγόρου, ημερομηνίας 25/11/87, δεν επηρεάζει το κύρος της απόφασης, δεδομένου ότι αυτή δεν ήταν ενώπιον του εφεσίβλητου (Βλέπε, μεταξύ άλλων Athinoula Ieronymides v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 2657 και Αργυρούλας Λοΐζου v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 630/85, ημερ. 29/9/90, που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί).
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η επιστολή της Τράπεζας Barclays, με ημερομηνία 22/2/88, καθώς και η μαρτυρία του εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της ακρόασης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή, ήταν για να καταδείξουν το ελλιπές της έρευνας και την εσφαλμένη, κατά συμπέρασμα, διαπίστωση του Εφόρου.
Η έρευνα που έγινε από την Τράπεζα Barclays, αφορούσε το όνομα Α. Καλογήρου, Ευρυδίκης 14, Αγλαντζιά και όχι Άγγελος Δημητρίου Καλόγηρος, ταχυδρομικό κιβώτιο 2154, Λευκωσία που είναι εκείνο το οποίο αναφέρεται στο σχετικό δελτίο των φορολογικών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου. Επομένως το όνομα, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν άγνωστο στην Τράπεζα Barclays, δεδομένου ότι οι επίδικοι λογαριασμοί ήταν στο όνομα Άγγελος Δημητρίου Καλόγηρος, ταχυδρομικό κιβώτιο 2154, Λευκωσία.
Για τους πιο πάνω λόγους, είμαστε ικανοποιημένοι ότι τα στοιχεία που παρουσίασε ο εφεσείοντας κατά τη διάρκεια της ακρόασης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή, δεν κατάδειξαν το ελλιπές της έρευνας από μέρους του εφεσίβλητου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος τον εφεσείοντα.