ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1985) 3 CLR 2165

1985 September 21

 

21 Σεπτεμβρίου, 1985

[ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Πρ., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΑΒΒΙΔΗΣ,

ΛΩΡΗΣ, ΣΤΥΛIANIΔΗ Σ, ΠΙΚΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ/ΣΤΑΙ]

Μεταξύ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Αιτητή,

 

ν.

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

Καθ' ων η Αίτηση.

(Αναφορά Αρ. 4/85).

Συνταγματικό Δίκαιο—Σύνταγμα, Άρθρα 46, 52, 54, 61, 73, 78, 82, 87, 140 και 179— Βουλή Αντιπροσώπων—Δεν μπορεί να συμμετέχει σε άσκηση εκτελεστικής εξουσίας, που ανατέθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας— Νόμοι που ψηφίζονται απ' αυτήν βάσει του Άρθρου 61 του Συντάγματος δημοσιεύονται βάσει του Άρθρου 52 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Συνταγματικό Δίκαιο—Αρχή της διακρίσεως των Κρατικών Εξουσιών.

Ο Περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και Περί Υπουργείου Παιδείας Νόμος 12/65, Άρθρο 3(2).*

Στις 19 Ιουλίου 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για Γνωμάτευση κατά πόσον οι διατάξεις των άρθρων 2, 4 και 5 του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 1985, που αναφέρονται στο Παράρτημα 1 της Αναφοράς, «βρίσκονται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνες με τις διατάξεις των άρθρων 46, 54, 58, 61, 87, 89 και 179 του Συντάγματος».

Αποφασίσθηκε (Α) Από τους κ. κ. Τριανταφυλλίδη, Πρ. και Μαλαχτό, Σαββίδη, Λώρη και Στυλιανίδη Δικαστές:

(1)            Οι διατάξεις των Άρθρων 2 και 4 του επίδικου νόμους σύμφωνα με τις οποίες ο διορισμός και ο τερματισμός του διορισμού από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας των μελών της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και της Αναθεωρητικής Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας υπόκεινται στην έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων βρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνες με το  Άρθρο 61 του Συντάγματος γιατί συνιστούν συμμετοχή της Βουλής σε άσκηση εκτελεστικής εξουσίας που ανατέθηκε στον Πρόεδρο.

(2)            Οι διατάξεις του Άρθρου 5 του επίδικου νόμου, με τις οποίες έχει θεσπισθεί νέο άρθρο 76 των Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 — 1985 και σύμφωνα με τις οποίες αν το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εκδώσει και καταθέσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων κανονισμούς μέσα στη χρονική περίοδο που καθορίζει το εδάφιο 1 του άρθρου αυτού, η Βουλή έχει εξουσία να εκδώσει η ίδια τέτοιους κανονισμούς, οι οποίοι «δημοσιεύονται εις την Επίσημο Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως ήθελον εγκριθή δι' αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων», δεν συνιστούν άσκηση νομοθετικής εξουσίας γιατί οι νόμοι της Βουλής των Αντιπροσώπων που θεσπίζονται δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος δημοσιεύονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, ενώ στην παρούσα περίπτωση οι Κανονισμοί που εκδίδει η Βουλή των Αντιπροσώπων δημοσιεύονται από την ίδια παρ' όλον ότι συνιστούν λόγω της φύσεως τους πρωτογενή και όχι δευτερογενή νομοθεσία.

(3)            Επειδή οι πιο πάνω αντισυνταγματικές διατάξεις των Άρθρων 2, 4 και 5 δεν μπορούν να διαχωρισθούν από τις υπόλοιπες διατάξεις των Άρθρων αυτών, ολόκληρα τα άρθρα αυτά, κρινόμενα σαν ενιαίες συνταγματικές πρόνοιες βρίσκονται σε αντίθεση με το  Άρθρο 61 και κατ' επέκταση με το Άρθρο 179 του Συντάγματος.

(4)            Τα άρθρα 1, 3 και 6 του επίδικου νόμου για τα οποία δεν ζητήθηκε γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν επηρεάζονται από την πιο πάνω γνωμάτευση για τα άρθρα 2, 4 και 5 του επίδικου νόμου.

(Β) Από τον κ. Πική, Δικαστή (συμφωνούντος και του κ. Κούρρη Δικαστή): (1) Το Σύνταγμα κάμνει αυστηρό διαχωρισμό της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και απαγορεύει την ανάμειξη της μιας στη σφαίρα αρμοδιότητας της άλλης. Ο διορισμός διοικητικού οργάνου αποτελεί εκτελεστική ή διοικητική ενέργεια.

(2)     Είναι φανερό ότι στην παρούσα περίπτωση η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν ασκεί αρμοδιότητα βάσει του Άρθρου 61 του Συντάγματος, που αποκλείει την άσκηση αρμοδιότητας πάνω σε θέματα που «υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικός Συνελεύσεις», αλλά βάσει των διατάξεων του άρθρου 3(2) του Περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και Περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου 12/65 ο οποίος εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης μεταβίβασε στη Βουλή των Αντιπροσώπων τις νομοθετικές αρμοδιότητες της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως. Η ανάγκη που ωδήγησε στη θέσπιση του νόμου αυτού δεν είναι επίδικο θέμα στην παρούσα αναφορά. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει κληθεί να αποφασίσει την ευχέρεια της νομοθετικής εξουσίας σαν ρυθμιστή του δικαίου της ανάγκης να προβεί σε ανακατανομή των εξουσιών της Κοινοτικής Συνελεύσεως.

(3)    Η Βουλή των Αντιπροσώπων περιορίζεται στη θέσπιση πρωτογενούς νομοθεσίας και αυτό ισχύει και για τη νομοθετική εξουσία που ασκείται βάσει του άρθρου 3(2) του Νόμου 12/65. Το Σύνταγμα δεν παρέχει στη Βουλή κανονιστική. δικαιοδοσία έξω από τα πλαίσια της νομοθετικής εξουσίας.

(4)    Για τους πιο πάνω λόγους οι διατάξεις που προσβάλλονται με την παρούσα αναφορά είναι ασύμφωνες με τα άρθρα 61, 54, 87 (όπως έχει εφαρμοσθεί βάσει του δικαίου της ανάγκης με τον Νόμο 12/65) και 179 και καταστρατηγούν την διάκριση των κρατικών εξουσιών που αποτελεί συστατικό στοιχείο της δομής της Κυπριακής Πολιτείας.

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες αποφάσεις:

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 2137·

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 1724·

Ιμπραχήμ και άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα, 1964 Α.Α.Δ. 195·

Αλούπας ν. Εθνικής Τράπεζας (1983) 1 Α.Α.Δ. 55·

Κλεάνθης Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 252·

Springer v. Government of Philippines, 72 L. Ed. 845.

Αναφορά.

Αναφορά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση κατά πόσον οι διατάξεις των άρθρων 2, 4 και 5 του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 1985 βρίσκονται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνες με τις διατάξεις των Άρθρων 46, 54, 61, 87, 89 και 179 του Συντάγματος.

Λ. Λουκαΐδης, Βοηθός Γενικός, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Ν. Χαραλάμπους, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δια τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Α. Μαρκίδης και Δ. Χρυσομηλάς, δια την Βουλή των Αντιπροσώπων.

Cur.adv. vult.

 

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ Πρ. ανέγνωσε την γνωμάτευση του Δικαστηρίου: Στις 19 Ιουλίου 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για Γνωμάτευση κατά πόσον οι διατάξεις των άρθρων 2, 4 και 5 του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 1985, που αναφέρονται στο Παράρτημα 1 της Αναφοράς, «βρίσκονται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνες με τις διατάξεις των άρθρων 46, 54, 58, 61, 87, 89 και 179 του Συντάγματος.»

Ο προαναφερθείς Νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 4 Ιουλίου 1985 (το κείμενο του Νόμου επισυνάπτεται).

Στις 5 Ιουλίου 1985 η Βουλή των Αντιπροσώπων απέστειλε τον εν λόγω Νόμο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος πριν τον εκδώσει, δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, καταχώρησε την παρούσα Αναφορά.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στις 28 και 29 Αυγούστου 1985 άκουσε, μέσω των συνηγόρων τους, τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ερεύνησε το θέμα που τέθηκε υπό την κρίση του και η ομόφωνη Γνωμάτευση της πλειοψηφίας των Μελών του (Μ. Τριανταφυλλίδη, Γ. Μαλαχτού, Λ. Σαββίδη, Α. Λώρη και Δ. Στυλιανίδη) είναι η ακόλουθη:

(1) Οι διατάξεις του άρθρου 2 του υπό κρίση Νόμου, με τις οποίες τροποποιήθηκε το όρθρο 4 των Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-1985 κατά τρόπο που να ορίζεται ότι ο διορισμός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ως και ο τερματισμός του διορισμού τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, υπόκεινται στην έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων, προβλέπουν συμμετοχή της Βουλής των Αντιπροσώπων σε άσκηση εκτελεστικής εξουσίας η οποία ανατέθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και, ως εκ τούτου, εκφεύγουν των ορίων της νομοθετικής εξουσίας της Βουλής , των Αντιπροσώπων δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος και γι' αυτό ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνες με το εν λόγω Άρθρο 61 του Συντάγματος.

(2) Οι διατάξει του νέου άρθρου 5Α των Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-1985, που έχουν προστεθεί με το άρθρο 4 του υπό κρίση Νόμου, και με τις οποίες ορίζεται ότι ο διορισμός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας των Μελών της Αναθεωρητικής Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας που καθιδρύεται με το εν λόγω νέο άρθρο 5Α, ως και ο τερματισμός του διορισμού τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, υπόκεινται στην έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων, προβλέπουν συμμετοχή της Βουλής των Αντιπροσώπων σε άσκηση εκτελεστικής εξουσίας η οποία ανατέθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και, ως εκ τούτου, εκφεύγουν των ορίων της νομοθετικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος και γι' αυτό ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνες με το εν λόγω Άρθρο 61 του Συντάγματος.

(3) Με το άρθρο 5 του υπό κρίση Νόμου έχει θεσπισθεί νέο άρθρο 76 των Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-1985, με το οποίο, σε περίπτωση που το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εκδώσει και καταθέσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων Κανονισμούς δυνάμει του εν λόγω άρθρου 76 εντός της χρονικής περιόδου που καθορίζεται από το εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου, παρέχεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων εξουσία να εκδώσει η ίδια τέτοιους Κανονισμούς, οι οποίοι «δημοσιεύονται εις την επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως ήθελον εγκριθή δι' αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων». Όμως το εν λόγω άρθρο 5, και κατά συνέπεια και το νέο όρθρο 76, δεν εμπίπτουν εντός των, ορίων της νομοθετικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος διότι νόμοι της Βουλής των Αντιπροσώπων που θεσπίζονται δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος δημοσιεύονται από τον Πρόεδρο, της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, και όχι από την Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ στην παρούσα περίπτωση ορίζεται ότι Κανονισμοί που εκδίδει η Βουλή των Αντιπροσώπων, βάσει του άρθρου 76 του υπό κρίση Νόμου, δημοσιεύονται από την ίδια τη Βουλή των Αντιπροσώπων, και όχι από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παρόλον ότι οι Κανονισμοί αυτοί είναι, λόγω της φύσεώς τους, πρωτογενής, και όχι δευτερογενής, νομοθεσία. Ως εκ τούτου το προαναφερθέν άρθρο 5 του υπό κρίση Νόμου, και κατά συνέπεια και το νέο άρθρο 76, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με το Άρθρο 61 του Συντάγματος.

(4) Ενόψει των ανωτέρω οι διατάξεις των άρθρων 2, 4 και 5 του υπό κρίση Νόμου, και κατά συνέπεια και οι προαναφερθείσες διατάξεις των νέων άρθρων 5 Α και 76, είναι αντισυνταγματικές ως αντίθετες και ασύμφωνες και προς το άρθρο 179 του Συντάγματος.

(5) Επειδή οι αντισυνταγματικές διατάξεις των νέων άρθρων 5 Α και 76 των Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-1985, που έχουν θεσπισθεί με τα άρθρα 2 και 4 του υπό κρίση Νόμου δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν από τις υπόλοιπες διατάξεις των εν λόγω νέων, άρθρων 5Α και 76, ολόκληρα τα άρθρα αυτά, κρινόμενα ως ενιαίες νομοθετικές πρόνοιες, ευρίσκονται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνα με το Άρθρο 61 του Συντάγματος και γι' αυτό είναι αντισυνταγματικά ως αντίθετα και ασύμφωνα και προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος.

(6) Σύμφωνα με το Άρθρο 140.3 του Συντάγματος, όπως τούτο έχει ερμηνευθεί με το Συμπληρωματικό Σκεπτικό της Γνωμάτευσης της πλειοψηφίας των Μελών, του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά Αρ. 1/85, μόνο τα άρθρα 2, 4 και 5 του υπό κρίση Νόμου, και κατά συνέπεια και τα νέα άρθρα 5Α και 76 των Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-1985, δεν δύνανται να εκδοθούν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση  στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Δεν επηρεάζονται όμως τα άρθρα 1, 3 και 6 του υπό κρίση Νόμου για τα οποία δεν Ζητήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την παρούσα Αναφορά.

Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

 

 

(«ΝΟΜΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΩΝ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1969 ΕΩΣ 1985

(Νόμοι 10 του 1969, 67 του 1978, 53 του 1979 και 4 του 1985) .

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: -

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1985 και θα αναγινώσκεται ομού μετά των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 1985 (εν τοις εφεξής αναφερομένων ως «ο βασικός νόμος») και ο βασικός νόμος και ο παρών Νόμος θα αναφέρωνται ομού ως οι περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμοι του 1969 έως (Αρ. 2) του 1985.

2. Το άρθρον 4 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως :-

(α) Δια της εν τω εδαφίω (2) αυτού προσθήκης, ευθύς μετά τας λέξεις «ήθελε καθορισθή εν τω διορισμώ» (πέμπτη γραμμή), της ακολούθου νέας παραγράφου :-

«Ανεξαρτήτως των διατάξεων παντός ετέρου Νόμου, ο διορισμός του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής υπόκειται εις έγκρισιν της Βουλής των Αντιπροσώπων δι' αποφάσεως αυτής λαμβανομένης δι' απλής πλειοψηφίας. Εν περιπτώσει μη εγκρίσεως των διορισμών αυτών υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να εισηγείται νέαν σύνθεσιν της Επιτροπής προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων δι' έγκρισιν». και

(β) δια της εν τω εδαφίω (4) αυτού προσθήκης, ευθύς μετά τας λέξεις «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται» (πρώτη γραμμή), των λέξεων «τη εγκρίσει της Βουλής των Αντιπροσώπων».

3. Το άρθρον 5 του βασικού νόμου τροποποιείται δια της εξ αυτού διαγραφής του εδαφίου (2) αυτού, του εδαφίου (1) αυτού αποτελούσης την μόνην διάταξιν αυτού.

4. Ο βασικός νόμος τροποποιείται δια της εν αυτώ ενθέσεως, ευθύς μετά το άρθρον 5 αυτού, του ακολούθου νέου άρθρου :-

5Α.-(1) Καθιδρύεται Αναθεωρητική Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (εν τοις εφεξής αναφερομένη ως «Αναθεωρητική Επιτροπή») έχουσα εξουσίαν και καθήκον την επανεξέτασιν αποφάσεων της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.

(2) Η Αναθεωρητική Επιτροπή σύγκειται εξ ενός προέδρου κεκτημένου νομικήν κατάρτισιν και δύο ετέρων μελών εχόντων ειδικήν γνώσιν και πείραν περί τα εκπαιδευτικά θέματα, απάντων διοριζομένων υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας συμφώνως προς τας διατάξεις και την διαδικασίαν τας διαλαμβανόμενος εις το άρθρον 4 του παρόντος Νόμου και τηρουμένων των αναλογιών.

(3) Η θητεία της Αναθεωρητικής Επιτροπής θα είναι τριετής.

(4) Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται, τη εγκρίσει της Βουλής των Αντιπροσώπων, καθ' οιονδήποτε χρόνον να τερματίση τον διορισμόν οιουδήποτε μέλους της Αναθεωρητικής Επιτροπής.

(5) Παν μέλος της Αναθεωρητικής Επιτροπής δύναται να υποβάλη οποτεδήποτε ιδιογράφως παραίτησιν απευθυνομένην προς τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας.

(6) Εν περιπτώσει καθ' ην θέσις κενούται εξ οιουδήποτε λόγου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προβαίνει συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (2) εις νέον διορισμόν δια το υπόλοιπον χρονικόν διάστημα της θητείας της Αναθεωρητικής Επιτροπής.

(7) Η εγκυρότης οιασδήποτε πράξεως ή εργασίας της Αναθεωρητικής Επιτροπής δεν επηρεάζεται λόγω χηρείας θέσεως μέλους αυτής εφ' όσον ο αριθμός των μελών δεν είναι ολιγώτερος των δύο.

(8) Εις τον πρόεδρον και τα λοιπά μέλη της Αναθεωρητικής Επιτροπής δυνατόν να καταβάλλωνται τοιαύτα έξοδα παραστάσεως ως ήθελον επί τούτω εκάστοτε καθορισθή υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.

(9) Ο πρόεδρος συγκαλεί τας συνεδριάσεις της Αναθεωρητικής Επιτροπής και προεδρεύει τούτων και υπογράφει τα πρακτικά.

(10) Ο πρόεδρος καταρτίζει την ημερησίαν διάταξιν εκάστης συνεδριάσεως και μεριμνά όπως αύτη κοινοποιήται εις έκαστον μέλος δύο τουλάχιστον ημέρας προ της συνεδριάσεως.

Εν περιπτώσει επειγούσης ανάγκης η ημερησία διάταξις δύναται να κυκλοφορήση μεταξύ των μελών αμέσως προ της συνεδριάσεως.

(11) Αποτελεί καθήκον του προέδρου να μεριμνά όπως πάσα απόφασις της Αναθεωρητικής, Επιτροπής εκτελήται δεόντως.

(12) Ο πρόεδρος και εν μέλος της Αναθεωρητικής Επιτροπής αποτελούν απαρτίαν.

(13) Αι αποφάσεις της Αναθεωρητικής Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν.

(14) Η Αναθεωρητική Επιτροπή δύναται να ρυθμίζη τον τρόπον διεξαγωγής των εργασιών της, την τηρητέαν διαδικασίαν κατά την επανεξέτασιν των αποφάσεων της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και την εσωτερικήν αυτής λειτουργίαν.

(15) Η Αναθεωρητική Επιτροπή επανεξετάζει την απόφασιν της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, τη εγγράφω αιτήσει ενδιαφερομένου τινός εκπαιδευτικού λειτουργού υποβαλλομένης εντός είκοσι ημερών από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, άνευ υπαιτίου βραδύτητος, αφού ακούση τον ενδιαφερόμενον εκπαιδευτικόν λειτουργόν ή δώση την ευκαιρίαν εις αυτόν να εκθέση τας απόψεις του, αποφασίζει δε επί ταύτης.

(16) Η Αναθεωρητική Επιτροπή δύναται να εκδώση μίαν των ακολούθων αποφάσεων:

(α) να επικυρώση την προσβληθείσαν απόφασιν

(β) να ακυρώση την προσβληθείσαν απόφασιν·

(γ) να τροποποιήση την προσβληθείσαν απόφασιν·

(δ) να προβή η ιδία εις έκδοσιν νέας αποφάσεως εις αντικατάστασιν της προσβληθείσης·

(ε) να παραπέμψη την υπόθεσιν εις την Επιτροπήν Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, διατάττουσα ταύτην να προβή εις ωρισμένην ενέργειαν.

(17) Η Αναθεωρητική Επιτροπή κατά την λήψιν μιας των εν ταις παραγράφοις (δ) και (ε) του προηγουμένου εδαφίου αναφερομένων αποφάσεων δύναται να λάθη υπ' όψιν και γεγονότα μεταγενέστερα της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας».

5. Το άρθρον 76 του βασικού νόμου δια του παρόντος καταργείται και αντικαθίσταται δια του ακολούθου νέου άρθρου:-

76.- (1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον εκδίδει αμελλητί και εν πάση περιπτώσει εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 1985 Κανονισμούς, δημοσιευομένους εν τη επισήμω Εφημερίδι της Δημοκρατίας, δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου και προς ρύθμισιν γενικώς παντός θέματος αφορώντος εις την Επιτροπήν, την Αναθεωρητικήν Επιτροπήν, την Εκπαιδευτικήν Υπηρεσίαν και τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς.

Νοείται ότι Κανονισμοί εκδιδόμενοι επί τη βάσει του παρόντος άρθρου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν εντός τριάκοντα ημερών από Της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι' αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντος Κανονισμούς, εν όλο) ή εν μέρει, τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω Εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύι από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων, εν όλω ή εν μέρει, υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ουτοι δημοσιεύονται ως ήθελον ούτω τροποποιηθή εν τη επισήμω Εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως:

Νοείται περαιτέρω ότι εις ην περίπτωσιν το Υπουργικόν Συμβούλιον δεν ήθελεν εκδώσει και καταθέσει εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων τους ως προείρηται Κανονισμούς εντός της εν τω παρόντι εδαφίω οριζομένης χρονικής περιόδου, τότε η Βουλή των Αντιπροσώπων χωρεί η ιδία εις την έκδοσιν των Κανονισμών αυτών ότε και δημοσιεύονται εις την επίσημον Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως ήθελον εγκριθή δι' αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), μέχρις ότου οι ως προείρηται Κανονισμοί εκδοθώσιν ή οιονδήποτε θέμα καθορισθή άλλως δυνάμει του παρόντος Νόμου, οιοιδήποτε Κανονισμοί ή διοικητικοί πράξεις και διοικητικοί οδηγίαι αι οποίαι περιέχονται εις εγκυκλίους ή άλλως και η υφισταμένη τακτική αναφορικώς προς την εκπαιδευτικήν υπηρεσίαν και εκπαιδευτικούς λειτουργούς εξακολουθούσι να ισχύωσι καθ' ήν έκτασιν δεν αντίκεινται προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Ουδεμία προαγωγή εκπαιδευτικών λειτουργών διενεργείται ειμή μόνον κατόπιν καταρτισμού και εγκρίσεως ως εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβάνεται, Κανονισμών προνοούντων συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια προαγωγών εκπαιδευτικών λειτουργών.

6. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του βασικού νόμου, η θητεία του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής δια του παρόντος θεωρείται ως εκπνέουσα την 31 ην Δεκεμβρίου 1985 εκτός εάν εν τω μεταξύ ήθελε λάβει χώραν νέος διορισμός δυνάμει των διατάξεων του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 1985»).

 

 

 

 

 

 

Συνοπτικός τίτλος. 10 του 1969.        67 του 1978.        53 του 1979.          4 του 1985.

 

 

 

Τροποποίησις του άρθρου 4 του βασικού νόμου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τροποποίησις του άρθρου 5 του βασικού νόμου.

Τροποποίησις του βασικού νόμου δια της εν αυτώ ενθέσεως νέου άρθρου.

«Αναθεωρητική Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κατάργησις του άρθρου 76 του βασικού νόμου και αντικατάστασις του δια νέου άρθρου.

«Έκδοσις Κανονισμών, κ.λ.π.

. του 1985

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ειδικαί διατάξεις .

. του 1985

 

ΠΙΚΗΣ Δ.: Η συνταγματικότητα ορισμένων διατάξεων του Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) (Αριθμός 2) Νόμου, 1985, συγκεκριμένα των άρθρων 2, 4 και 5, είναι το αντικείμενο της παρούσας αναφοράς. Ζητείται από to Ανώτατο Δικαστήριο να γνωματεύσει αν οι πρόνοιες τους προσκρούουν ή είναι ασύμφωνες με μία ή περισσότερες από τις πρόνοιες του συντάγματος και την αρχή της διακρίσεως των κρατικών εξουσιών. Οι σχετικές διατάξεις έχουν τρεις ξεχωριστούς αλλά συναφείς στόχους, (α) Την τροποποίηση της διαδικασίας διορισμού μελών της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ώστε οι διορισμοί των μελών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να υπόκεινται στην έγκριση της Βουλής. (β) Τη δημιουργία Αναθεωρητικής Επιτροπής που θα επιλαμβάνεται εφέσεων εναντίον αποφάσεων της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Ο διορισμός των μελών της Αναθεωρητικής Επιτροπής όπως στην περίπτωση των μελών της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας θα υπόκειται, σύμφωνα με το νόμο, στην έγκριση της Βουλής, (γ) Εξουσιοδοτείται το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδώσει κανονισμούς για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των δύο επιτροπών. Σε περίπτωση παραλείψεως του Υπουργικού Συμβουλίου να ασκήσει την εξουσία αυτή παρέχεται δικαιοδοσία στη Βουλή των Αντιπροσώπων να προχωρήσει στην έκδοση των κανονισμών αυτών.

Οι ενστάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας για τη συνταγματικότητα του νόμου[1] αφορούν, όπως ανάπτυξε ενώπιο μας ο κ. Λουκαΐδης, στην περίπτωση των πρώτων δύο επιδιώξεων, το μηχανισμό συστάσεως των επιτροπών ιδιαίτερα τη συμμετοχή της Βουλής στην επιλογή των μελών των δύο επιτροπών επειδή πρόκειται για διοικητική ενέργεια έξω από τη σφαίρα δικαιοδοσίας της νομοθετικής εξουσίας. Σχετικά με τη τρίτη επιδίωξη της Βουλής η θέση του Προέδρου είναι ότι η νομοθετική εξουσία της Βουλής περιορίζεται στη θέσπιση πρωτογενούς νομοθεσίας. Για το λόγο αυτό είναι έξω από τη σφαίρα δικαιοδοσίας της Βουλής η θέσπιση δευτερογενούς νομοθεσίας.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων υποστήριξε μέσω του κ. Μαρκίδη ότι η ψήφιση του νόμου βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του νομοθετικού σώματος όπως ορίζεται από το σύνταγμα και εν πάση  περιπτώσει δικαιολογείται από το δίκαιο της ανάγκης για πλήρωση του κενού που δημιουργήθηκε από τη διάλυση της Κοινοτικής Συνελεύσεως[2], συνταγματικού οργάνου επιφορτισμένου, μεταξύ άλλων, με την οργάνωση της παιδείας των Ελλήνων της Κύπρου. Η ερμηνεία που δίδει ο κ. Μαρκίδης στο άρθρο 61 είναι τόσο ευρεία που αναγνωρίζει δικαιοδοσία στη Βουλή των Αντιπροσώπων να ρυθμίζει νομοθετικά οποιοδήποτε θέμα άσχετα από τη φύση της πράξεως. Παρά το γεγονός ότι αρμοδιότητα για διορισμό διοικητικών οργάνων αποτελεί από τη φύση της διοικητική ενέργεια ο κ. Μαρκίδης υποστήριξε ότι τούτο δεν απαγορεύεται από το σύνταγμα ή από την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών που χαρακτηρίζει τη δομή του Κυπριακού συντάγματος. Το ερώτημα αυτό έχει απαντηθεί στην απόφαση μου στην Αναφορά 3/85[3] και ενισχύεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/84[4]. Το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας κάμνει αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ του πεδίου δικαιοδοσίας της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και απαγορεύει την ανάμειξη της μιας εξουσίας στη σφαίρα αρμοδιότητας της άλλης.

Στις Ηνωμένες Πολιτείας η συγκατάθεση της Βουλής για το διορισμό ανώτατων αξιωματούχων του κράτους επιτρέπεται βάσει ρητών προνοιών του συντάγματος[5]. Έξω από τα πλαίσια της εξουσιοδοτήσεως αυτής και στις Ηνωμένες Πολιτείες απαγορεύεται στο νομοθετικό σώμα η ανάληψη δικαιοδοσίας για το διορισμό ή έγκριση διορισμού οποιουδήποτε διοικητικού οργάνου[6]. Ανάλογα με τη φύση του αξιώματος ο διορισμός αποτελεί εκτελεστική ή διοικητική ενέργεια έξω από τα πλαίσια των εξουσιών του νομοθετικού φορέα της πολιτείας. Διαζευκτικά ο κ. Μαρκίδης στήριξε τη συνταγματικότητα της αναμείξεως της Βουλής στο διορισμό των μελών των δύο επιτροπών στο δίκαιο της ανάγκης που επιτρέπει ανάλογα με τη φύση και αμεσότητα της ανάγκης τη δημιουργία υποκατάστατων μηχανισμών για διασφάλιση της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών[7]. Η εισήγηση αυτή δεν ευρίσκει κανένα έρεισμα στο περιεχόμενο ή τους σκοπούς του νόμου η συνταγματικότητα του οποίου κρίνεται. Πρόκειται, όπως ο τίτλος του νόμου υποδηλώνει, για τροποποιητικό νόμο της υφισταμένης νομοθεσίας, συγκεκριμένα του Περί της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69). Ο νόμος αποβλέπει αποκλειστικά στην τροποποίηση του συστήματος διορισμού των μελών της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και τη δημιουργία νέου διοικητικού σώματος που θα επιλαμβάνεται ιεραρχικών προσφυγών. Είναι φανερό ότι η νομοθετική αρμοδιότητα ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώ- πων όχι βάσει των προνοιών του άρθρου 61 του συντάγματος που αποκλείει την άσκηση δικαιοδοσίας αναφορικά με θέματα που «υπάγονται κατά το σύνταγμα εις τας Κοινοτικός Συνελεύσεις» αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και Περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου, 1965 (Ν. 12/65) που μεταβιβάζει στη Βουλή των Αντιπροσώπων εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης τις νομοθετικές αρμοδιότητες της Κοινοτικής Συνελεύσεως[8]. Οι εξουσίες που μεταβιβάσθηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων βάσει του άρθρου 3(2) έχουν αυστηρό νομοθετικό χαρακτήρα που αποκλείει την άσκηση οποιασδήποτε διοικητικής δικαιοδοσίας που ανατίθεται στο Υπουργείο Παιδείας.

Ο καταμερισμός των εξουσιών της Κοινοτικής Συνελεύσεως που έγινε από το Νόμο 12/65 δεν είναι επίδικο θέμα ούτε η ανάγκη η οποία οδήγησε στη θέσπιση του. Ούτε η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει επικαλεστεί το δίκαιο της ανάγκης για τη θέσπιση του νόμου η συνταγματικότητα του οποίου κρίνεται στην παρούσα διαδικασία. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αποτελεί διοικητικό όργανο προς εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων που ανατέθηκαν στο Υπουργείο Παιδείας στα πλαίσια του οποίου λειτουργεί όπως το άρθρο 4(1) του Νόμου 10/69 ρητά ορίζει. Η άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας αναφορικά με την επάνδρωση της είναι έξω από την δικαιοδοσία της νομοθετικής εξουσίας που ανέθεσε στη Βουλή το άρθρο 3(2) του Νόμου 12/65. Δεν πρόκειται για σώμα το οποίο δημιουργήθηκε για να αντικαταστήσει την Κοινοτική Συνέλευση στην άσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανέθεσε το σύνταγμα βάσει του Μέρους V του συντάγματος. Επομένως δεν καλούμεθα να αποφασίσουμε την ευχέρεια που θα είχε η νομοθετική εξουσία σαν ρυθμιστής του δικαίου της ανάγκης και των τρόπων αντιμετώπισης της να προνοήσει για τη σύσταση , υποκατάστατου σώματος μετά τη διάλυση της Κοινοτικής Συνελεύσεως ούτε αν συντρέχουν λόγοι μετά την παρέλευση 20 χρόνων για την ανακατανομή των εξουσιών της Κοινοτικής Συνελεύσεως.

Η εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων περιορίζεται στη θέσπιση πρωτογενούς νομοθεσίας και το ίδιο ισχύει αναφορικά με τη νομοθετική εξουσία η οποία παρέχεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων βάσει του άρθρου 3(2) του Νόμου 12/65. Η έκδοση κανονιστικών ή εκτελεστικών των νόμων διαταγμάτων όπως οι νόμοι ορίζουν ανήκει στην εκτελεστική εξουσία σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 54 (ζ) του συντάγματος. Το ότι πρόκειται για δευτερογενή νομοθεσία είναι φανερό από το ίδιο το κείμενο του νόμου δεδομένου ότι παρέχεται εξουσία στη Βουλή να εκδώσει κανονισμούς στην περίπτωση που το Υπουργικό Συμβούλιο θα παρέλειπε να εκδώσει τους προνοούμενους κανονισμούς. Μ δικαιοδοσία της Βουλής περιορίζεται από το σύνταγμα στη θέσπιση νόμων και τη λήψη αποφάσεων όπου ρητά προβλέπεται από το σύνταγμα. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται συμμόρφωση με τη διαδικασία που προβλέπουν τα άρθρα 73 και 78 για την έγκυρη ψήφιση νόμου ή αποφάσεως. Επίσης το σύνταγμα προνοεί γιά την έκδοση νόμων και αποφάσεων όπως ορίζει το άρθρο 52 και επιβάλλει τη δημοσίευση τους με άλλο άρθρο του συντάγματος, το άρθρο 82, σαν προϋπόθεση για την απόκτηση νομικής ισχύος. Το σύνταγμα δεν παρέχει κανονιστική δικαιοδοσία στη Βουλή έξω από τα πλαίσια της νομοθετικής της εξουσίας. Βεβαίως αν οι κανονισμοί έχουν νομοθετικό περιεχόμενο δηλαδή την υιοθέτηση κανόνων δικαίου τότε μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο νομοθεσίας.

Οι κανονισμοί προβλέπουν συνήθως τη λεπτομερή ρύθμιση θεμάτων που ανάγονται στην εφαρμογή του νόμου. Εκτός εάν ο νόμος προνοεί περί του αντιθέτου κανονιστική δικαιοδοσία βάσει της νομοθεσίας ασκείται όπως το σύνταγμα ρητά ορίζει (άρθρο 54(ζ) ) από το Υπουργικό Συμβούλιο, δηλαδή το βασικό όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, λόγω της συνάρτησης της κανονιστικής δικαιοδοσίας με την εφαρμογή του νόμου που αποτελεί αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας.

Καταλήγω ότι οι διατάξεις των άρθρων 2, 4 και 5 του Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) (Αριθμός 2) Νόμου, 1985 είναι ξεχωριστά και στο σύνολο τους αντισυνταγματικές επειδή

Πρώτο σε σχέση με διορισμούς των μελών της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και της Αναθεωρητικής Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας προβλέπεται η άσκηση διοικητικής δικαιοδοσίας από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, αρμοδιότητα που παρέχεται από το σύνταγμα στην εκτελεστική εξουσία και

Δεύτερο αναλαμβάνεται κανονιστική δικαιοδοσία για την έκδοση Κανονισμών έξω από τα πλαίσια δικαιοδοσίας της Βουλής όπως διαγράφονται από το Μέρος V του συντάγματος. Συγκεκριμένα ο νόμος (οι διατάξεις που προσβάλλονται) είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τις πρόνοιες (1) του άρθρου 61 του συντάγματος που περιορίζει τις εξουσίες της Βουλής στην άσκηση νομοθετικής αρμοδιότητας (2) του άρθρου 54 Του συντάγματος που εναποθέτει την εκτελεστική εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο (3) του άρθρου 87 του συντάγματος όπως έχει εφαρμοσθεί βάσει του δικαίου της ανάγκης με το Νόμο 12/65 και περιορίζει τη δικαιοδοσία της Βουλής στην άσκηση νομοθετικής εξουσίας· και (4) του άρθρου 179 του συντάγματος που ορίζει ότι το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ο υπέρτατος νόμος. Επίσης καταστρατηγεί τη διάκριση των κρατικών εξουσιών που αποτελεί συστατικό στοιχείο της δομής της Κυπριακής πολιτείας.

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιο του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα την έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, προκύπτει ότι ένας από τους λόγους που οδήγησε στη θέσπιση της νομοθεσίας αυτής είναι ο μεγάλος αριθμός προσφυγών εναντίον αποφάσεων της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας σε συσχετισμό με την ακύρωση από το Δικαστήριο μεγάλου αριθμού αποφάσεων της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οι δύο αυτές διαπιστώσεις είναι σωστές και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η διαπίστωση αυτή πρέπει, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της Αναφοράς, να απασχολήσει σοβαρά τις αρχές έχοντας υπόψη ότι από την εύρυθμη λειτουργία της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και όλως ιδιαίτερα από το δίκαιο τρόπο διενέργειας των προαγωγών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η ευόδωση του εκπαιδευτικού έργου και η; εδραίωση της πίστης των λειτουργών της παιδείας στην αποστολή; των Εκπαιδευτικών Αρχών.

ΚΟΥΡΡΗΣ Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση του Δικαστή Πική και το σκεπτικό που την συνοδεύει και για τους ίδιους λόγους γνωματεύω ότι ο υπό κρίση νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος με το Σύνταγμα και την διάκριση των Κρατικών Εξουσιών.

Διορισμοί Των μελών οργάνων της Διοικήσεως, όπως είναι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και η Αναθεωρητική Επιτροπή που δημιουργείται με τον νόμο, αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας, εντελώς έξω από την σφαίρα της δικαιοδοσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

 

 



[1] Με αναφορά στο νόμο εννοούμε τις διατάξει πού προσβάλλονται.

[2] Bλ. Απόφαση της Κοινοτικής Συνελεύσεως που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 25 Μαρτίου, 1965, Παράρτημα 4 —Αριθμός 397.

[3] Πρόεδρος: της Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 2137.

[4] Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 1724.

[5] Άρθρο 2.2 του συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

[6] Springer v. Government of Philippines Islands 72 L. Ed. 845.

[7] Ιμπραχήμ και Άλλοι v. Γενικού Εισαγγελέα 1964 Α.Α.Δ. 195. Αλούπας ν. Εθνικής Τράπεζας (1983) 1 Α.Α.Δ. 55.

[8]    Κλεάνθης Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 252, 278.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο