ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B315
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.44/2019)
18 Σεπτεμβρίου 2020
[Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
Γ.Ι.
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Αλέξανδρος Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.
Μαρίνα Μασούρα (κα) εκ μέρους τους Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα
δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο σε 33 κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα. Παραπονούμενη σε όλες τις κατηγορίες ήταν η θυγατέρα της αδελφής της συζύγου του, που γεννήθηκε τον Μάρτιο του 2005 και ήταν, κατά τους χρόνους που οι κατηγορίες αφορούσαν, δηλαδή την περίοδο 2012-2017, επτά μέχρι δώδεκα χρόνων. Ήταν ακόμα ανήλικη, 13 χρόνων, όταν κατάθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, που βασίστηκε στη δική της, ανώμοτη, χωρίς ενίσχυση, μαρτυρία για να καταδικάσει τον Εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο τον καταδίκασε σε 18 κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154,όπως τροποποιήθηκε (κατηγορίες 13-16, 18, 19 και 22-33) και σε 15 κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 6(4)(α) και (7) (κατηγορίες 4-12) και 6(1)(κατηγορίες 36-41) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014(Ν.91(Ι)/2014), όπως τροποποιήθηκε. Και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 8 χρόνων στις κατηγορίες 4-12.
Η έφεση κατά της ποινής που του είχε επιβληθεί (λόγος έφεσης 11) αποσύρθηκε, όπως και οι λόγοι έφεσης 1 και 2, ώστε να παραμείνουν και να συζητηθούν οι λόγοι έφεσης 3-10 αναφορικά μόνο με την καταδίκη. Οι λόγοι έφεσης 3-6 αναφέρονται στη μαρτυρία αναφορικά με το χρονικό προσδιορισμό των αδικημάτων για τα οποία ο Εφεσείων καταδικάστηκε, ενώ οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν στη κρίση της αξιοπιστίας κάποιων από τους μάρτυρες κατηγορίας, πρωταρχικά της παραπονούμενης (λόγοι έφεσης 7 και 8), των γονέων της (λόγος έφεσης 9) και του ιατρού ουρολόγου που είχε, κατά την διερεύνηση της υπόθεσης, εξετάσει τον Εφεσείοντα (λόγος έφεσης 10).
Θα εξετάσουμε κατά σειρά τους λόγους έφεσης που αφορούν στην αξιοπιστία των μαρτύρων, με τελευταίους αυτούς που αφορούν στην αξιοπιστία της παραπονούμενης. Μόνο εφόσον το εύρημα ότι ήταν αξιόπιστη επικυρωθεί, θα απαιτείται να προχωρήσουμε και στην εξέταση των υπολοίπων.
Σε σχέση με το ζήτημα της αξιολόγησης των μαρτύρων, αναφέρεται στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, 320-1, ότι:
«Στο δικό ΅ας σύστη΅α η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ΅αρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους ΅άρτυρες και να παρακολουθήσει τη συ΅περιφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός ΅άρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισ΅ό ευρη΅άτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται ΅όνο όταν καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επε΅βαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου,(1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασ΅α από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan (1981) 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογρα΅΅ίζεται ότι το πλεονέκτη΅α που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο ΅ε το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους ΅άρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος α΅φισβητεί τα ευρή΅ατα του δικαστηρίου που σχετίζονται ΅ε την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλ΅ένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C. L.R. 261, 262 καιImam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208) ».
Στη μεταγενέστερη Baloise Ins.Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, επεξηγήθηκε ότι:
«με βάση την καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Τόσο η Σολωμού, όσο και η Baloise , αναφέρονται με επιδοκιμασία στην πολύ πρόσφατη απόφαση Τοφαρίδου ν. E&K Elian Developers Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση 14/2013, ημερ. 28.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:D267.
Σε σχέση με τους γονείς της παραπονούμενης (Μ.Κ.3 και Μ.Κ.5), ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να προβεί σε κρίση επί της αξιοπιστίας τους. Είχε, κατά τη θέση του, σημασία εφόσον η υπεράσπιση είχε υποβάλει στην παραπονούμενη ότι οι γονείς της χρησιμοποιούσαν εναντίον της βία και υβριστικές εκφράσεις όπως η λέξη «πουτανίτσα», που η παραπονούμενη είχε αποδώσει στον Εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο δεν προέβηκε σε ρητή αναφορά στο ζήτημα της αξιοπιστίας των γονέων της παραπονούμενης, αποδέχτηκε ωστόσο την θέση τους ως προς το πώς και τί τους ανάφερε η παραπονούμενη για τη συμπεριφορά του Εφεσείοντα. Επί του ζητήματος που ο τελευταίος προβάλλει ως σημασίας, αμφότεροι αρνήθηκαν τα περί άσκησης βίας κατά της παραπονούμενης, πέραν από κάποιο χαστούκι για σκοπούς συμμόρφωσης, ενώ, όπως σημειώνει το Κακουργιοδικείο, ο πατέρας δεν ρωτήθηκε καν για τη χρήση της λέξης «πουτανίτσα». Ακόμα λοιπόν και αν η μαρτυρία τους απορριπτόταν, δεν βρίσκουμε πως αυτό θα εξυπηρετούσε την επιμέρους θέση του Εφεσείοντα, στην απουσία άλλης μαρτυρίας ότι τέτοιες καταστάσεις, σωματικής ή φραστικής βίας, πράγματι έλαβαν χώρα. Κατ' ακολουθία, ο λόγος έφεσης 9 απορρίπτεται.
Η σημασία της μαρτυρίας του ιατρού ουρολόγου (Μ.Κ.7) ήταν ότι κρίθηκε υποστηρικτική, θα λέγαμε καλύτερα δεν απέκλειε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ότι ο Εφεσείων είχε εκσπερματώσει στην παρουσία της. Και τούτο γιατί, παρόλο που ο Εφεσείων είχε πρόβλημα στύσης, ο ουρολόγος μαρτύρησε ότι για να εκσπερματώσει ένας άνδρας δεν είναι απαραίτητο να έχει στύση.
Σε σχέση με τον ιατρό ουρολόγο, είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ήταν ελλιπής και ανεπαρκής, εφόσον δεν έτυχε αντιπαραβολής με το σύνολο της μαρτυρίας. Περαιτέρω, ότι το Κακουργιοδικείο δεν ανάφερε καν αν ο μάρτυρας ήταν εμπειρογνώμονας για τα θέματα για τα οποία κατάθεσε.
Αρχίζοντας από το τελευταίο, παρατηρούμε ότι αναφέρεται στην απόφαση και επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά της δίκης ότι η υπεράσπιση δεν είχε αμφισβητήσει την ειδικότητα του ιατρού και περιγράφεται στην απόφαση η εμπειρία του ως ουρολόγου στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού σε σχέση με το επιμέρους ζήτημα για το οποίο κατάθεσε, δηλαδή τη στύση στους άνδρες και το συναφές πρόβλημα του Εφεσείοντα. Ήταν δικαιολογημένη η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι ένας ουρολόγος, που στα πλαίσια της άσκησης του επαγγέλματος του ασχολείται με προβλήματα στύσης σε άνδρες, μπορούσε να καταθέσει ως ειδικός ότι για να εκσπερματώσει ένας άνδρας δεν είναι απαραίτητο να έχει στύση, ζήτημα που, όπως ο ίδιος ανάφερε, είναι γενική γνώση της ουρολογίας. Αυτό εξάγεται αβίαστα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, παρά το ότι δεν υπάρχει ρητή αναφορά αποδοχής του ως ειδικού στο θέμα. Στην δε απουσία άλλης επιστημονικής μαρτυρίας, δεν υπήρχε αντικείμενο αντιπαραβολής της θέσης του μάρτυρα, ζήτημα που δεν αναπτύσσεται καθόλου στο διάγραμμα της αγόρευσης του δικηγόρου του Εφεσείοντα, αλλά ούτε και προβλήθηκε οτιδήποτε το σχετικό στην προφορική του αγόρευση. Εξάλλου, όπως σημειώνει το Κακουργιοδικείο, ο Εφεσείων δεν είχε αμφισβητήσει αυτή τη θέση. Προδήλως, η αναφορά ήταν για την ανώμοτη του δήλωση, όπου ανάφερε ότι δεν είχε στύση, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για αδυναμία εκσπερμάτωσης. Κατ' ακολουθία, ο λόγος έφεσης 10 απορρίπτεται.
Η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν αυτή που οδήγησε στην καταδίκη του Εφεσείοντα. Παραπονείται λοιπόν ο Εφεσείων ότι το Κακουργιοδικείο την έκρινε «τελειωτικά» αξιόπιστη προτού εξετάσει κατά πόσο η μαρτυρία της θα μπορούσε να γίνει «δεκτή» με ή χωρίς ενίσχυση. Ακόμα πως εσφαλμένα και αντινομικά την αποδέχτηκε ως αξιόπιστη χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας.
Η ενισχυτική μαρτυρία αποσκοπεί στην ενίσχυση αξιόπιστης μαρτυρίας. Μαρτυρία που δεν είναι αξιόπιστη δεν μπορεί να καταστεί αξιόπιστη γιατί βρίσκει ενίσχυση από άλλη μαρτυρία. Παραδοσιακά, η ενισχυτική μαρτυρία αναζητείτο προς ενίσχυση μαρτυρίας που είχε ήδη κριθεί ως αξιόπιστη. Ενδεχομένως η υπεράσπιση να είχε υπόψη της την Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 266,όπου γίνεται αναφορά στην αγγλική απόφαση Attorney General of Hong Kong v. Wong Mukping [1987] 2 ΑllΕR 488 στην οποία αμφισβητήθηκε η πατροπαράδοτη προσέγγιση των Δικαστηρίων να εξετάζεται σε πρώτο στάδιο η αξιοπιστία του μάρτυρα και να αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία μόνο όταν ο μάρτυρας κρίνεται κατ' αρχή αξιόπιστος. Η απόφαση υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει λογικό έρεισμα στον κατατεμαχισμό της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα και ότι η μαρτυρία πρέπει να κρίνεται ως ενιαίο σύνολο (βλ. ακόμα Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 14, 19).
Στη προκειμένη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο όταν αξιολογούσε την μαρτυρία της παραπονούμενης ασφαλώς και γνώριζε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία άλλη που να την ενισχύει. Επομένως, στο έργο της αξιολόγησης δεν εμπλεκόταν εξ αντικειμένου η παράμετρος της ενισχυτικής μαρτυρίας. Και η αποδοχή της μαρτυρίας της ως αξιόπιστης, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, δεν ήταν αντινομική, εφόσον ο νόμος το επιτρέπει. Το Κακουργιοδικείο διαπιστώνοντας ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν αξιόπιστη, στη συνέχεια και αφού αυτοπροειδοποιήθηκε σχετικά, αποφάσισε να βασιστεί σε αυτή χωρίς ενίσχυση και να καταδικάσει τον Εφεσείοντα. Συνεπώς, αμφότερα τα πιο πάνω παράπονα του Εφεσείοντα κρίνονται ανεδαφικά και απορρίπτονται.
Το άλλο του παράπονο σε σχέση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης είναι ότι το Κακουργιοδικείο την αποδέχτηκε όχι γιατί ήταν πειστική, αλλά γιατί απόρριψε τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης. Κατά τον Εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης που ήταν στους ώμους της κατηγορούσας αρχής παραβιάζοντας έτσι το τεκμήριο της αθωότητας. Οι ισχυρισμοί της υπεράσπισης αφορούν στο κίνητρο που αποδόθηκε στην παραπονούμενη για να ψευδολογήσει και στην θέση ότι ο Εφεσείων δεν είχε στύση. Ακόμα, ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να αντιπαραβάλει τη μαρτυρία της με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας, παρά μόνο έπραξε τούτο σε σχέση με τη μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου (Μ.Κ.4) και μόνο στα σημεία που η ψυχολόγος δικαιολογούσε τη συμπεριφορά της παραπονούμενης.
Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η παραπονούμενη προέβηκε σε ψευδή καταγγελία εναντίον του Εφεσείοντα γιατί ήθελε να αποσπάσει την προσοχή των γονέων της εμπεριστατωμένα, παραπέμποντας στις συνθήκες κάτω από τις οποίες η παραπονούμενη με δισταγμό αποκάλυψε την άνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα κατόπι πίεσης των γονέων της για να πάει στο σπίτι του. Αναφορικά δε με την έλλειψη στύσης του Εφεσείοντα, σημείωσε πως ο Εφεσείων παρενοχλούσε την παραπονούμενη με το δάκτυλο, ενώ οι πράξεις εκσπερμάτωσης μπροστά της διαφάνηκε από την ιατρική μαρτυρία ότι ήταν εφικτές. Διαπιστώνουμε όμως πως δεν ευσταθούν τα παράπονα του Εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενη επειδή απέρριψε τις θέσεις της υπεράσπισης. Η μαρτυρία της κρίθηκε στη βάση της εντύπωσης που οι Δικαστές του Κακουργιοδικείου αποκόμισαν για τη φιλαλήθεια της ίδιας. Μέσα από την απόφαση τους αναδύεται η νοητική διεργασία που ακολούθησαν για να καταλήξουν έτσι. Έδωσαν εξηγήσεις για τον διαφορετικό τρόπο έκφρασης της κατά τη δίκη σε σχέση με την οπτικογραφημένη της κατάθεση και τον τρόπο ένδυσης της, στη βάση ότι αντιλαμβανόταν τη σοβαρότητα της περίστασης της δίκης. Παρατήρησαν τη σταθερότητα της στα όσα ουσιώδη ανάφερε και από την επανάληψη των πολλών λεπτομερειών πείστηκαν ότι η παραπονούμενη βίωσε την παράνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα που είχε περιγράψει.
Ο Εφεσείοντας καταλόγισε σφάλμα στο Κακουργιοδικείο γιατί θεώρησε ότι το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν θυμόταν τις χρονολογίες που διαπράχτηκαν τα αδικήματα δεν επηρέαζε καθόλου την αξιοπιστία της. Το Κακουργιοδικείο είχε αναφέρει ότι δεν αναμενόταν από την παραπονούμενη, που ήταν επτά χρόνων όταν ξεκίνησε η παράνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα, να θυμάται ακριβείς ημερομηνίες ακόμη και χρονολογία. Η προσέγγιση αυτή είναι δικαιολογημένη και βρίσκει έρεισμα στην ανθρώπινη λογική και εμπειρία. Εκείνο που το Κακουργιοδικείο υποδείκνυε αναφέροντας: «Κρίνουμε ότι αυτό δεν δημιουργεί οποιοδήποτε ρήγμα στην αξιοπιστία της παραπονούμενης αλλά αντίθετα την ενισχύει αφού η λεπτομερής αναφορά σε ημερομηνίες και χρονολογία θα ήταν πιο εύκολο να παραπέμπει σε ψέμα», ήταν ότι αν η παραπονούμενη αναφερόταν σε ακριβείς ημερομηνίες θα ήταν πιο πιθανό να ψεύδεται αφού, χωρίς άλλο, δεν θα ήταν αναμενόμενο να θυμόταν τον ακριβή χρόνο που είχαν επισυμβεί τα διάφορα περιστατικά. Και η αναφορά σε ενίσχυση δεν είχε βέβαια την νομική υπόσταση του όρου, αλλά ότι η μαρτυρία της καθίστατο πιο φυσιολογική και αληθοφανής.
Καθ' όσον αφορά την αντιπαραβολή της μαρτυρίας της παραπονούμενης με την μαρτυρία της κλινικής ψυχολόγου, δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι η ψυχολόγος έδωσε εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο η παραπονούμενη αναφερόταν στον Εφεσείοντα, λέγοντας «τζιήνος», για να αποστασιοποιηθεί και για να προστατευτεί από τα αρνητικά της συναισθήματα.
Εν κατακλείδι, δεν βρίσκουμε κανένα έρεισμα για να επέμβουμε στη κρίση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιοπιστία της παραπονούμενης. Το Κακουργιοδικείο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια και έχοντας έναντι μας το πλεονέκτημα της παρακολούθησης της παραπονούμενης στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, κατέληξε σε εύλογα επιτρεπτό εύρημα ως προς την αξιοπιστία της. Επομένως, οι λόγοι έφεσης 7 και 8 απορρίπτονται.
Έχοντας το Κακουργιοδικείο αποφανθεί σε σχέση με την αξιοπιστία της παραπονούμενης διατύπωσε την ακόλουθη κρίση: «Είναι η κατάληξη μας ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης είναι τέτοιας ποιότητας ώστε δεν έχουμε κανένα δισταγμό να βασιστούμε σ΄αυτή χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας προειδοποιώντας κατάλληλα τον εαυτό μας και κρίνουμε ότι η μαρτυρία της αποτελεί στερεό υπόβαθρο για το Δικαστήριο». Επισημαίνουμε ότι δεν προσβάλλεται η κατάληξη του Κακουργιοδικείου να καταδικάσει τον Εφεσείοντα στη βάση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, μετά που την έκρινε ως αξιόπιστη, χωρίς ενίσχυση. Το ζήτημα της ενισχυτικής μαρτυρίας περιορίστηκε στη κρίση της αξιοπιστίας της.
Απλώς σημειώνουμε ότι ήταν στην εξουσία του Κακουργιοδικείου να βασιστεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς να υπάρχει άλλη μαρτυρία που να την ενισχύει σε σχέση με τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, στη βάση των προνοιών του άρθρου 21(1)[1] του Ν.91(Ι)/2014 και γενικά δυνάμει του άρθρου 9[2] του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9. Ωστόσο, αυτό που θα πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι, εφόσον η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν «τέτοιας ποιότητας» και δεν κρίθηκε αναγκαίο για οιονδήποτε λόγο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία, η καταγραφή στη συνέχεια ότι το Κακουργιοδικείο προειδοποιήθηκε κατάλληλα ήταν αχρείαστη. Κριτήριο για την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας είναι πλέον οι συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης και όχι η κατηγορία του μάρτυρα ή η φύση των αδικημάτων των κατηγοριών (Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ.231/2018, ημερ.19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473 και Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας και V.V.M. v. Δημοκρατίας Ποινικές Εφέσεις Αρ. 147/16 και 148/16, ημερ.20.11.2019).
Προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης που αναφέρονται στη μαρτυρία αναφορικά με το χρονικό προσδιορισμό των αδικημάτων. Με το λόγοέφεσης3 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον Εφεσείοντα στη βάση του ευρήματος του ότι την περίοδο 2012-2017 προέβηκε σε αριθμό αξιόποινων ενεργειών, χωρίς να «εξειδικεύει» πότε διαπράχτηκε το κάθε αδίκημα. Με το λόγο έφεσης 4 προσβάλλονται οι καταδίκες σε τέσσερις κατηγορίες (5, 6, 24 και 25) που αφορούν συγκεκριμένες καταλογιζόμενες το 2015 πράξεις που, όμως, το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι έγιναν το 2016. Με το λόγο έφεσης 5 αποδίδεται στο Κακουργιοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη του στοιχεία που εξάγονταν από την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και ειδικά από τη αντεξέταση της παραπονούμενης που αφαιρούσαν κάθε χρονολογικό προσδιορισμό των αδικημάτων, ενώ με το λόγο έφεσης 6 αποδίδεται στο Κακουργιοδικείο ότι παραβίασε το τεκμήριο της αθωότητας γιατί κατέληξε ότι ο Εφεσείων ήταν ένοχος, στηριζόμενο στην αόριστη χρονολογικά μαρτυρία της παραπονούμενης.
Το παράπονο του Εφεσείοντα δεν αφορά στο ίδιο το κατηγορητήριο, δηλαδή στο προσδιορισμό του χρόνου διάπραξης του αδικήματος στις λεπτομέρειες της κάθε κατηγορίας, με αναφορά (με εξαίρεση δύο κατηγορίες) σε άγνωστη ημερομηνία αναφερόμενου ημερολογιακού χρόνου, αλλά στην μαρτυρία που προσφέρθηκε και που θα έπρεπε να αποδεικνύει την διάπραξη του κάθε συγκεκριμένου αδικήματος στο χρόνο που αναφερόταν στις λεπτομέρειες του, προτού καταστεί δυνατή η καταδίκη του. Συναφώς, καταλογίζει στο Κακουργιοδικείο ότι, αποδεχόμενο την μαρτυρία της παραπονούμενης, προχώρησε στην καταδίκη του σε μεγάλο αριθμό κατηγοριών, χωρίς να συνδέσει την κάθε κατηγορία με την επιμέρους μαρτυρία που την στοιχειοθετούσε, υπονοώντας σαφώς ότι τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε.
Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου γίνεται αναφορά στα σχετικά άρθρα του Ν.91(Ι)/2014 στα οποία εδράζονται οι κατηγορίες της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού σε συνδυασμό με παραπομπές στο ερμηνευτικό άρθρο 2. Γίνεται ακόμα αναφορά στο άρθρο 151 του Κεφ.154 που αφορά στο αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας και εντοπίζονται και επεξηγούνται τα συστατικά του στοιχεία. Είναι γεγονός ότι έχοντας επεξηγήσει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, το Κακουργιοδικείο δεν καταπιάστηκε με κάθε κατηγορία ξεχωριστά και να υποδείξει τα επιμέρους ευρήματα του που στοιχειοθετούσαν την κάθε μια από τις κατηγορίες στις οποίες καταδίκασε τον Εφεσείοντα. Κατέγραψε κατά τρόπο συνοπτικό στην απόφαση του ότι: «Με βάση τη μαρτυρία όπως την έχουμε αποδεχθεί πιο πάνω και τα ευρήματα μας όπως τα καταγράφουμε στα πραγματικά γεγονότα κρίνουμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει στο βαθμό που έχει υποχρέωση τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών 4-16, 18, 19, 22-33 και 36-41 που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες αυτές.»
Οι πράξεις που περιγράφονται αφενός στις κατηγορίες 4, 7 και 10 και αφετέρου στις κατηγορίες 23, 27 και 31 είναι οι ίδιες και στοιχειοθετούν δύο διαφορετικά αδικήματα η κάθε μια. Αναφέρεται ότι ο Εφεσείων άγγιζε τον πισινό της παραπονούμενης και της έβαζε το δάκτυλο του σε αυτό. Η ίδια πράξη περιγράφεται και στην κατηγορία 19.Αναμφίβολα πρόκειται για σεξουαλική πράξη στην έννοια του άρθρου 2[3] και συνιστά σεξουαλική κακοποίηση παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 6(4)(α)[4] και 2[5]του Ν.91(Ι)/2014,δεδομένου ότι ο Εφεσείων ήταν σύζυγος της αδελφής της μητέρας της παραπονούμενης (κατηγορίες 4,7 και 10). Η ίδια πράξη συνιστά άσεμνη επίθεση κατά γυναίκας κατά παράβαση του άρθρου 151 του Κεφ. 154 (κατηγορίες 23, 27, 31 και 19). Η πράξη ήταν άσεμνη αλλά και παράνομη και δεν επιβαλλόταν ιδιαίτερη ανάλυση αναφορικά με το ζήτημα της απουσίας συναίνεσης, αφού στην ηλικία που βρισκόταν η παραπονούμενη, στοιχείο που εμφατικά και επανειλημμένα καταγράφεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, δεν μπορούσε κατά νόμο να συναινέσει στις άνομες πράξεις του Εφεσείοντα. Θα μπορούσαν, συνεπώς, να τεκμηριωθούν οι κατηγορίες αυτές νοουμένου ότι διαφαινόταν ότι μια τέτοια πράξη διαπράχτηκε το 2015 (κατηγορίες 4 και 23), το 2016 (κατηγορίες 7 και 27 ), το 2017 (κατηγορίες 10 και 31)και το 2014 (κατηγορία 19).
Η ίδια ανάλυση καλύπτει αφενός τις κατηγορίες 5, 6, 8, 9, 11 και 12 και αφετέρου τις κατηγορίες 24, 25, 28, 29, 32 και 33. Στις περιπτώσεις αυτές ο Εφεσείων φέρεται να άγγιζε το αιδοίο της παραπονούμενης και να της έβαζε το δάκτυλο του σε αυτό. Οι κατ' ισχυρισμό πράξεις έγιναν δύο φορές κάθε χρόνο το 2015(κατηγορίες 5-6 και 24-25), το 2016(κατηγορίες 8-9 και 28-29) και το 2017(κατηγορίες 11-12 και 32-33).
Οι κατηγορίες 13-16, 18, 22, 26 και 30 καταλογίζουν στον Εφεσείοντα ότι άγγιζε την παραπονούμενη στο στήθος. Η πράξη αυτή συνιστά άσεμνη επίθεση κατά γυναίκας κατά παράβαση του άρθρου 151 του Κεφ.154. Σύμφωνα με το Κατηγορητήριο, οι καταλογιζόμενες πράξεις έγιναν τρεις φορές το 2012, μια φορά κατά τις διακοπές του Πάσχα, μια φορά τον Δεκέμβριο και μια σε άγνωστο χρόνο (κατηγορίες 13-15) και από μια φορά το 2013 (κατηγορία 16), το 2014 (κατηγορία 18), το 2015 (κατηγορία 22), το 2016(κατηγορία 26) και το 2017 (κατηγορία 30).
Οι κατηγορίες 36-41 αποδίδουν στον Εφεσείοντα ότι στην παρουσία της παραπονούμενης αυνανιζόταν μέχρι που εκσπερμάτωνε. Τέτοια πράξη συνιστά σεξουαλική κακοποίηση παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 6(1)[6] και2[7]του Νόμου. Οι κατ' ισχυρισμό πράξεις φέρονται να έγιναν δύο φορές το 2015 (κατηγορίες 36-37), δύο φορές το 2016 (κατηγορίες 38-39) και δύο φορές το 2017 (κατηγορίες 40-41).
Το Κακουργιοδικείο είχε σημειώσει ότι δεν αναμενόταν από την παραπονούμενη να θυμάται ακριβείς ημερομηνίες ακόμα και χρονολογία για την κάθε παράνομη πράξη του Εφεσείοντα. Η γενική αυτή παρατήρηση καταγράφεται στο μέρος της απόφασης όπου το Κακουργιοδικείο εξέτασε το ζήτημα της αξιοπιστίας της. Όμως, κάποια στοιχεία αναφορικά με το χρονικό προσδιορισμό των πράξεων που η παραπονούμενη είχε καταλογίσει στον Εφεσείοντα είχαν εξαχθεί. Καταγράφεται στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι:
- Όταν η παραπονούμενη βρισκόταν σε ηλικία 7-8 χρονών, δηλαδή μεταξύ των ετών 2012-2013 ο Εφεσείων άρχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά πιάνοντας της το στήθος.
- Όταν η παραπονούμενη ήταν στην τέταρτη τάξη δημοτικού, σε ηλικία 9-10 χρόνων, δηλαδή το 2014-2015, σε άγνωστες ημερομηνίες ο Εφεσείων άρχισε να τοποθετεί το δάκτυλο του στον πρωκτό της.
- Όταν η παραπονούμενη ήταν στην πέμπτη τάξη δημοτικού, σε ηλικία 11 χρόνων, δηλαδή το 2016 ο Εφεσείων σε άγνωστες ημερομηνίες προχώρησε να τοποθετεί το δάκτυλο του στο αιδοίο της.
Παραπονείται ο Εφεσείων ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του απαντήσεις της παραπονούμενης κατά την αντεξέταση της που, κατά τη θέση του, ανέτρεπαν το χρονολογικό προσδιορισμό των αδικημάτων, στο βαθμό που είχαν προσδιοριστεί από την ίδια στην οπτικογραφημένη της κατάθεση.
Διαπιστώνουμε ότι η διατύπωση των δύο πρώτων ευρημάτων του Κακουργιοδικείου δυνατό να δημιουργεί σύγχυση και χρήζει διευκρίνισης. Σχετικά με το πρώτο, εάν υφίστατο βεβαιότητα ότι οι παρενοχλήσεις άρχισαν από το 2012, αυτό είναι που θα έπρεπε να καταγραφεί. Πρόδηλα αυτό που εννοείτο με τη φράση «μεταξύ των ετών 2012-2013»που χρησιμοποιήθηκε, ήταν ότι οι παρενοχλήσεις άρχισαν είτε το 2012 είτε, χωρίς άλλο, το 2013. Επομένως, το μόνο ασφαλές εύρημα ήταν ότι ελάμβαναν χώρα το 2013, έστω και αν είναι πιθανόν τέτοιες πράξεις να έγιναν και το 2012.
Ανάφερε η παραπονούμενη κατά την αντεξέταση της πως ο Εφεσείων άρχισε να την παρενοχλεί όταν ήταν μεταξύ 7 και 8 χρόνων, εννοώντας, όπως διευκρίνισε, «μες τη μέση». Δεδομένου ότι γεννήθηκε τον Μάρτιο του 2005, οδηγούμαστε στο τέλος του 2012 ή αρχές του 2013. Η διευκρίνιση της παραπονούμενης δεν παρέχει ασφάλεια για πιο ακριβή χρονικό προσδιορισμό, όπως άλλωστε ήταν το σχετικό εύρημα του Κακουργιοδικείου. Περαιτέρω, η παραπονούμενη αμφιταλαντεύτηκε κατά πόσο οι παρενοχλήσεις, στο χρονικό εκείνο στάδιο, αφορούσαν μόνο αγγίγματα στο στήθος ή και στο πισινό της. Το θετικό στοιχείο ήταν ότι τα αγγίγματα στο στήθος ήταν με βεβαιότητα οι πρώτες άνομες πράξεις του Εφεσείοντα και τα αγγίγματα στο πισινό άρχισαν είτε την ίδια περίοδο, είτε αργότερα. Επισημαίνουμε πως οι αναφορές της παραπονούμενης για την αρχική περίοδο ήταν για αγγίγματα, είτε στο στήθος είτε και στον πισινό και όχι για την εισδοχή του δακτύλου του Εφεσείοντα στο πρωκτό της. Παρατηρήσαμε ακόμα ότι, ενώ η παραπονούμενη είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της ως προς το πότε άρχισαν οι παρενοχλήσεις, παρεμβλήθηκε μια ερώτηση για το πόσο χρονών ήταν όταν την πείραξε στο στήθος, στην οποία απάντησε πως δεν θυμόταν. Υποβλήθηκε και άλλη ερώτηση σε σχέση με τον ισχυρισμό της ότι ο Εφεσείων είχε προσπαθήσει να της γλύψει το στήθος, στην οποία και πάλι απάντησε πως δεν θυμόταν πόσων χρονών ήταν όταν αυτό είχε συμβεί. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας της παραπονούμενης, κρίνουμε ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου, όπως το διευκρινίσαμε, ότι από το έτος 2013 ο Εφεσείων παρενοχλούσε την παραπονούμενη σεξουαλικά πιάνοντας της το στήθος, όχι μόνο ήταν εύλογο και δικαιολογημένο, αλλά και το μόνο στο οποίο με ασφάλεια μπορούσε να καταλήξει. Κατά συνέπεια, οι καταδίκες στις κατηγορίες 13-15, που αφορούν σε άσεμνες επιθέσεις το 2012 θα πρέπει να ακυρωθούν.
Οι ίδιες επισημάνσεις ισχύουν αναφορικά και με το δεύτερο εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι όταν η παραπονούμενη ήταν στην τέταρτη τάξη δημοτικού, σε ηλικία 9-10 χρόνων, δηλαδή το 2014-2015, σε άγνωστες ημερομηνίες ο Εφεσείων άρχισε να τοποθετεί το δάκτυλο του στον πρωκτό της. Αυτή ήταν και η σχετική μαρτυρία που το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε, ωστόσο, το επιμέρους εύρημα του θα έπρεπε να είχε περιοριστεί στο ότι οι πράξεις αυτές λάμβαναν χώρα το 2015 και εντεύθεν, έστω και αν μπορεί να γίνονταν και πιο πριν. Σε αυτή τη βάση η καταδίκη στην κατηγορία 19 που αναφέρεται σε τέτοια πράξη το 2014 θα πρέπει να ακυρωθεί.
Δικαιολογημένο στη βάση της μαρτυρίας της παραπονούμενης βρίσκουμε ότι ήταν το εύρημα του Κακουργιοδικείου ως προς το χρόνο που ο Εφεσείων προχώρησε να τοποθετεί το δάκτυλο του στο αιδοίο της το 2016. Η ενέργεια αυτή του Εφεσείοντα προσδιορίστηκε με αναφορά στην ηλικία των 10-11 χρόνων, όταν η παραπονούμενη ήταν στην πέμπτη τάξη, δηλαδή το σχολικό έτος 2015-16 και ορθά εδώ το Κακουργιοδικείο διατύπωσε το εύρημα του με αναφορά στο 2016.
Εφόσον όμως εκεί όπου με ασφάλεια μπορούσε να καταλήξει το Κακουργιοδικείο ήταν ότι οι πράξεις του Εφεσείοντα να αγγίζει το αιδοίο της παραπονούμενης και να της βάζει το δάκτυλο του σε αυτό άρχισαν το 2016, δεν μπορούσε να τον καταδικάσει αναφορικά με την τέλεση τέτοιων πράξεων το 2015, όπως του απέδιδαν οι κατηγορίες 5, 6, 24 και 25. Πρόδηλα ο λόγος έφεσης 4 θα πρέπει να επιτύχει και οι καταδίκες του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 5, 6, 24 και 25 θα πρέπει να ακυρωθούν.
Σε σχέση και με τα τρία επιμέρους ευρήματα του Κακουργιοδικείου, όπως τα έχουμε διαμορφώσει, αρκεί ότι θετικά διαπιστωνόταν ότι κατά τις χρονικές εκείνες περιόδους και εντεύθεν οι συγκεκριμένες άνομες πράξεις λάμβαναν χώρα, έστω και αν είναι ενδεχόμενο να είχαν διαπραχθεί και προηγουμένως.
Διαπιστώνουμε περαιτέρω ότι το Κακουργιοδικείο δεν προέβηκε σε εύρημα όσον αφορά το χρόνο που ο Εφεσείων άρχισε, στην παρουσία της παραπονούμενης, να αυνανίζεται μέχρι που εκσπερμάτωνε. Καταδίκασε ωστόσο τον Εφεσείοντα για τη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων τα χρόνια 2015, 2016 και 2017.
Το άρθρο 25(3) των περί Δικαστηρίων Νόμων, παρέχει την εξουσία στο Εφετείο κατά την ακρόαση και διάγνωση οιασδήποτε έφεσης να αναθεωρεί την προσαχθείσα μαρτυρία και να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα. Έχουμε διέλθει διεξοδικά την μαρτυρία της παραπονούμενης. Δεν μπορούμε με ασφάλεια να αποφανθούμε ότι τέτοια πράξη έγινε το 2017.Περαιτέρω, δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλές εύρημα ότι οι πράξεις αυτές άρχισαν να γίνονται από το 2015.
Η μαρτυρία της παραπονούμενης σε σχέση με τα τρία τελευταία περιστατικά παρενόχλησης της ήταν συγκεκριμένη. Το τελευταίο περιστατικό έγινε το πιο πολύ ένα μήνα και λίγες ημέρες πριν η παραπονούμενη μιλήσει στη μητέρα της. Λαμβανομένης υπόψη ότι η οπτικογραφημένη της κατάθεση λήφθηκε τη 12.4.2017, το τελευταίο περιστατικό τοποθετείται μέσα στην πρώτη τριμηνία του 2017. Η μητέρα της είχε αναφέρει ότι η τελευταία φορά που η παραπονούμενη είχε επισκεφτεί την κατοικία του Εφεσείοντα ήταν ένα Σαββατοκυρίακο του Φεβρουαρίου του 2017. Ο Εφεσείων, με το ζόρι, την πείραξε στο στήθος και της «χούφτωσε» το αιδοίο. Δεν αναφέρθηκε σε εισδοχή του δακτύλου του. Η παραπονούμενη είχε αντιδράσει κτυπώντας τον. Στοιχειοθετείται με τη μαρτυρία αυτή το αδίκημα της κατηγορίας 30, της άσεμνης επίθεση κατά γυναίκας το 2017. Περίγραψε και προτελευταίο περιστατικό όταν ο Εφεσείων την άγγιξε στο στήθος και τον πισινό. Η μαρτυρία αυτή στοιχειοθετεί και άλλο αδίκημα άσεμνης επίθεση κατά γυναίκας, δεν είναι όμως σαφές πιο χρόνο συνέβηκε. Η παραπονούμενη περίγραψε και άλλο περιστατικό, πριν από το προτελευταίο, που την είχε πάρει για να δει ταινία πορνό. Έκλεισε τις κουρτίνες και την πόρτα του υπνοδωματίου της θείας της και αυνανίστηκε και εκσπερμάτωσε στην παρουσία της. Η μαρτυρία αυτή στοιχειοθετεί αδίκημα σεξουαλικής κακοποίηση παιδιού, όμως δεν προσδιορίζεται κατά πόσο ήταν το 2017 ή το 2016. Καταλήγουμε ότι το μόνο ασφαλές εύρημα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε σε σχέση με αυτού του είδους τις πράξεις είναι ότι ελάμβαναν χώρα το 2016. Επομένως οι καταδίκες στις κατηγορίες 36, 37, 40 και 41 θα πρέπει να ακυρωθούν.
Περαιτέρω, εφόσον το μόνο περιστατικό το οποίο μπορούμε να τοποθετήσουμε χρονικά το 2017 είναι εκείνο κατά το οποίο αντέδρασε κτυπώντας τον, θα πρέπει να ακυρώσουμε τις καταδίκες στις κατηγορίες με τις οποίες καταλογιζόταν στον Εφεσείοντα ότι τοποθέτησε το δάκτυλο του στο πρωκτό και στο αιδοίο της παραπονούμενης το 2017, κατηγορίες10 και 31 και 11, 12, 32 και 33 αντίστοιχα.
Στις περιπτώσεις διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων, που λαμβάνουν χώρα κατ' επανάληψη και για παρατεταμένη χρονική περίοδο, παρουσιάζεται συνήθως δυσκολία στη διάκριση των επιμέρους περιστατικών και της αντιστοιχίας τους με συγκεκριμένες κατηγορίες. Το θύμα δεν μπορεί να θυμάται και να περιγράψει όλα τα περιστατικά, ιδίως όταν είναι πολλά, όμοια και επαναλαμβανόμενα και ακόμα περισσότερο όταν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την διάπραξη τους. Το πρόβλημα επιτείνεται όταν το θύμα είναι παιδί.
Σημασία έχει σε τέτοιες υποθέσεις ότι το θύμα έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά σε μια χρονική περίοδο, κατ' επανάληψη, με κάποια συχνότητα και με τους τρόπους που μαρτυρούνται. ’λλωστε έτσι προσδιορίζεται και η εγκληματική συμπεριφορά του δράστη κατηγορούμενου, που προδιαγράφει και την αρμόζουσα ποινή.
Σε αυτή την πραγματικότητα, με ρεαλισμό, έχει προσαρμοστεί η ποινική δικονομία στην Αγγλία. Είναι από το 2007[8] επιτρεπτό όπως περισσότερα από ένα περιστατικά διάπραξης του αδικήματος περιλαμβάνονται στην ίδια κατηγορία, εφόσον αυτά τα περιστατικά μαζί συνθέτουν μια επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά(course of conduct) σε σχέση με τον χρόνο, τόπο ή σκοπό της διάπραξης τους. Στο σύγγραμμα των P. RookκαιR. Ward «Sexual Offences Law&Practice», Sweet&Maxwell, 4ηέκδ., σελ.663, αναφέρεται ότι ο νέος θεσμός έχει επιφέρει μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με τον κανονισμό που δεν επέτρεπε τη διατύπωση σειράς αδικημάτων σε μια κατηγορία, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον αναγκαίο για την κατηγορία να συνδέεται με μια διακριτή πράξη.
Στη Κύπρο, το ζήτημα της μορφής του κατηγορητηρίου σε τέτοιες υποθέσεις απασχόλησε στην Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, 775-80 και στην Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 468, ECLI:CY:AD:2014:B426, 484-91 (βλ. ακόμα Archbold "Criminal Pleading, Evidence and Practice", 2007, σελ. 87-89, παρ. 1-125 έως 1-132). Η χρονική περίοδος μέσα στην οποία κατ' ισχυρισμό διαπράχθηκε το αδίκημα μπορεί να είναι μεγάλη και να καλύπτει αρκετά χρόνια. Εάν υπάρχουν κατηγορίες για διάπραξη της ιδίας μορφής αδικήματος μέσα στην ίδια χρονική περίοδο, το αδίκημα διακρίνεται με το να προσδιορίζεται ως άλλη περίπτωση από αυτή που αναφέρεται στην άλλη κατηγορία ή άλλες κατηγορίες.
Αυτή ήταν η μορφή του κατηγορητηρίου στην υπόθεση που εξετάζουμε. Πλην δύο περιπτώσεων, επιλέχθηκε χρονικός προσδιορισμό με ημερολογιακά χρόνια. Όπου στον ίδιο χρόνο το αδίκημα και η περιγραφή του ήταν η ίδια, αναφερόταν ότι επρόκειτο για άλλη περίπτωση από την πρώτη.
Αυτό που καλούμαστε να διαπιστώσουμε είναι κατά πόσο από την μαρτυρία, όπως έγινε αποδεχτή, προκύπτει με τη βεβαιότητα που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, δηλαδή πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ότι διαπράχθηκαν τα αδικήματα των κατηγοριών που παραμένουν προς εξέταση
Στην A.F.K. ν. Δημοκρατίας και Δημοκρατίας ν. Χ.Α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 44/2018 και 91/2018, ημερ. 6.9.2019, ο εφεσείων είχε καταδικαστεί σε 15 κατηγορίες βιασμού και 24 κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον της παραπονούμενης. Όλα τα αδικήματα προσδιορίζονταν χρονικά ότι διαπράχθηκαν «μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2013 και 30.1.2015». Στις δύο οπτικογραφημένες καταθέσεις της η παραπονούμενη είχε περιγράψει με αρκετή λεπτομέρεια τις πράξεις του εφεσείοντα. Είχε πει ότι ήταν επαναλαμβανόμενες και πολλές, αλλά δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια το χρονικό σημείο της κάθε πράξης. Εξετάζοντας συγκεκριμένο λόγο έφεσης ότι στη βάση της μαρτυρίας της δεν μπορούσαν να προσδιοριστούν οι φορές που ο εφεσείων την είχε βιάσει ή της επιτέθηκε άσεμνα, το Εφετείο διαπίστωσε ότι ενώ η μαρτυρία της παραπονούμενης για συνεχείς και επανειλημμένες σεξουαλικές πράξεις και παρενοχλήσεις της από τον εφεσείοντα κάλυπταν μια μακρά χρονική περίοδο, αυτή δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τον ακριβή χρόνο για την κάθε περίπτωση ούτε και τις ακριβείς φορές. Είχε ωστόσο σε κάποια σημεία της μαρτυρίας της αναφερθεί σε 112 φορές και σε 2 φορές την εβδομάδα κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα των 2 περίπου χρόνων. Παρά το γεγονός ότι δεν φαινόταν στην απόφαση του Κακουργιοδικείου πώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά τη συγκεκριμένη περίοδο είχαν διαπραχθεί συγκεκριμένοι 15 βιασμοί της παραπονούμενης και συγκεκριμένες 24 άσεμνες επιθέσεις εναντίον της, ενόψει της μαρτυρίας για 112 φορές και για 2 φορές την εβδομάδα το Εφετείο θεώρησε ότι αποδείχθηκαν τουλάχιστον οι προαναφερόμενοι βιασμοί και οι άσεμνες επιθέσεις εφόσον η μαρτυρία κάλυπτε μεγαλύτερο αριθμό βιασμών και άσεμνων επιθέσεων, επικυρώνοντας τις καταδίκες.
Η A.F.K. ακολουθήθηκε στην XXX v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 215/2016, ημερ. 30.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B135, όπου ο εφεσείων καταδικάστηκε σε 17 κατηγορίες βιασμού, 15 κατηγορίες διαφθοράς και 14 κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης και 4 κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού σε σχέση με την παραπονούμενη. Η τελευταία είχε δώσει πλήρη περιγραφή των σεξουαλικών επαφών που είχε με τον εφεσείοντα περιγράφοντας τόσο την πρώτη φορά όσο και τις επόμενες φορές. Δεν είχε αναφερθεί σε ακριβείς ημερομηνίες και φορές, όμως είχε πει ότι αυτό γινόταν πολλές φορές, περίπου μια φορά το μήνα, από τα 12 της χρόνια, ενώ αφότου μετακόμισαν σε άλλη κατοικία, στα 13 της χρόνια περίπου, ο εφεσείων είχε ακόμα πιο συχνά σεξουαλικές επαφές μαζί της. Ήταν εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη όταν αυτή ήταν 12 χρονών και συνέχισε να έρχεται σε παράνομη συνουσία μαζί της για 3½ περίπου χρόνια. Απορρίπτοντας την έφεση σε σχέση με τις πρώτες 15 κατηγορίες για βιασμό, το Εφετείο ανάφερε ότι είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο εφεσείων είχε διαπράξει περισσότερους βιασμούς σε βάρος της παραπονούμενης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και επομένως είχαν αποδειχθεί και οι 15 κατηγορίες.
Στη παρούσα υπόθεση, στη μαρτυρία της η παραπονούμενη ανάφερε ότι επισκεπτόταν την κατοικία του Εφεσείοντα και διανυκτέρευε τα περισσότερα Σαββατοκυρίακα του χρόνου, γιορτές Χριστούγεννα και Πάσχα και πως, όταν διέμενε στην κατοικία του, τις περισσότερες φορές ο Εφεσείων την παρενοχλούσε. Περίγραψε διάφορα περιστατικά, ενδεικτικά της συμπεριφοράς του Εφεσείοντα σε βάρος της. Καταγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου. Προκύπτει πως η συμπεριφορά του Εφεσείοντα ήταν προοδευτική, δηλαδή σταδιακά, όσο μεγάλωνε η παραπονούμενη, προχωρούσε σε περαιτέρω αισχρότητες. Ακόμα διαπιστώνεται από την μαρτυρία της παραπονούμενης πως δεν υπήρχε διακοπή ή υπαναχώρηση και οι πράξεις όλες, αφού άρχισαν να διαπράττονται, δεν σταμάτησαν να επαναλαμβάνονται.
Είναι γεγονός πως πλην ελαχίστων περιπτώσεων οι διάφορες περιγραφές δεν μπορούν να διασυνδεθούν με συγκεκριμένη κατηγορία. Ούτε περίγραψε η παραπονούμενη τόσα πολλά περιστατικά, έτσι που να υφίστανται τόσες περιγραφές ξεχωριστών περιστατικών όσα και τα περιστατικά (24) των κατηγοριών (33) στις οποίες καταδικάστηκε ο Εφεσείων.
Στη βάση της μαρτυρίας, όπως έγινε αποδεχτή, καταλήγουμε χωρίς να διατηρούμε λογική αμφιβολία ότι:
- Το 2013 ο Εφεσείοντας παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε στη παραπονούμενη αγγίζοντας το στήθος της, διαπράττοντας το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας (κατηγορία 16)
- Το ίδιο το 2014 (κατηγορία 18), το 2015 (κατηγορία 22), το 2016 (κατηγορία 26) και το 2017 (κατηγορία 30).
- Το 2015 ο Εφεσείοντας παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε στη παραπονούμενη αγγίζοντας τον πισινό της και της έβαλε το δάκτυλο σε αυτό, διαπράττοντας το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας (κατηγορία 23) και της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού (κατηγορία 4).
- Το ίδιο το 2016 (κατηγορίες 27 και 7 αντίστοιχα).
- Το 2016 ο Εφεσείοντας, σε δύο περιπτώσεις, παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε στη παραπονούμενη αγγίζοντας το αιδοίο της και της έβαλε το δάκτυλο σε αυτό, διαπράττοντας το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας (κατηγορίες 28 και 29) και της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού (κατηγορίες 8 και 9).
- Το 2016 ο Εφεσείοντας, σε δύο περιπτώσεις, προκάλεσε ώστε η παραπονούμενη γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων, όταν αυτός στην παρουσία της αυνανιζόταν μέχρι που εκσπερμάτωνε (κατηγορίες 38 και 39).
Δεν διατηρούμε αμφιβολία ότι τα πιο πάνω αδικήματα διαπράχθηκαν και άλλες φορές μέσα στο κάθε ημερολογιακό χρόνο που αναφέρεται στις πιο πάνω κατηγορίες, επιβεβαιωτικό ότι τουλάχιστον οι κατηγορίες αυτές έχουν αποδειχτεί πέραν από κάθε λογική αμφιβολία.
Εν όψει των ανωτέρω, ο λόγος έφεσης 4 επιτυγχάνει και οι καταδίκες του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 5, 6, 24 και 25 ακυρώνονται. Επίσης, ο λόγος έφεσης 3 επιτυγχάνει σε σχέση τις κατηγορίες 10-15, 19,31-33, 36, 37, 40 και 41 και οι καταδίκες του Εφεσείοντα σε αυτές επίσης ακυρώνονται. Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 απορρίπτονται. Οι λόγοι έφεσης 7-10 έχουν ήδη απορριφθεί. Ως αποτέλεσμα, επικυρώνονται οι καταδίκες του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 4, 7-9, 16, 18, 22, 23, 26-30, 38 και 39.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1]«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.»
[2]«Για την απόδειξη οποιουδήποτε αδικήματος δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού.»
[3]«σεξουαλική πράξη» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη η οποία εύλογα θεωρείται-
(α) ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική, ανεξάρτητα από το σκοπό του προσώπου που προβαίνει σε αυτή, ή
(β) δυνατό να είναι ως εκ της φύσεώς της σεξουαλική και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργείται την καθιστούν σεξουαλική∙
[4]«6(4) Όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί όταν - (α) γίνεται κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου,»
[5]«θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» περιλαμβάνει - (α) σχέση συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού μεταξύ του θύματος και του προσώπου που διαπράττει ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ή»
«σεξουαλική εκμετάλλευση και σεξουαλική κακοποίηση παιδιού» περιλαμβάνει τη συμπεριφορά όπως αυτή αναφέρεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 του παρόντος Νόμου∙
[6]«6.(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος προκαλεί ώστε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων ή απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων, ακόμα και αν το εν λόγω παιδί δεν συμμετέχει σε αυτές, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.»
[7]Όμοιο3και5.
[8]Criminal Procedure (Amendment) Rules 2007, SI 2007/699, τώρα τα Criminal Procedure Rules 2010