ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B271
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 279/2018
28 Ιουλίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
Εφεσείοντας
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Εφεσίβλητη
.......
Κ. Θεοχαρίδου (κα), με κ. Θεοχαρίδη, για τον εφεσείοντα,
Α. Κωνσταντίνου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη
................
(Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών)
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
..............
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο Λάρνακας/Αμμοχώστου καταδίκασε τον εφεσείοντα σε 17 έτη φυλάκιση αφού τον έκρινε ένοχο κατόπιν ακρόασης για α) βιασμό (κατηγορίες 1, 2 και 3) κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154, β) σε ισάριθμες κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας, κάτω των 13 ετών (κατηγορίες 21, 22 και 23) κατά παράβαση του άρθρου 153 του Ποινικού Κώδικα και σε μια κατηγορία για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού (κατηγορία 11) κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6 (4)(α)(γ) και (7) του περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014), αδικήματα που σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που παρατίθενται στο κατηγορητήριο διαπράχθηκαν μεταξύ του Ιουνίου και Σεπτεμβρίου του 2015 με θύμα τη δεκάχρονη τότε ανήλικη, Σ. Γ. (στο εξής η ανήλικη). Η υπόθεση αποκαλύφθηκε μετά από σχετική καταγγελία της θείας της ανήλικης, σε συνεννόηση με τη μητέρα της και την γιαγιά της, στην Αστυνομία στις 30/10/2015.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του, προβάλλοντας ως λανθασμένη την αξιολόγηση της μαρτυρίας και εξαγωγή των συμπερασμάτων του Κακουργιοδικείου (λόγοι έφεσης 1-15) και την ποινή που του επιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική (λόγος 16).
ΕΦΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ
Προς απόδειξη της υπόθεσης της κατέθεσαν για την Κατηγορούσα Αρχή 16 μάρτυρες κατηγορίας (ΜΚ), ενώ ο εφεσείων μετά που κλήθηκε σε απολογία έδωσε ένορκη μαρτυρία και κάλεσε και δύο μάρτυρες υπεράσπισης (ΜΥ).
Το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας έκρινε όλους τους ΜΚ αξιόπιστους αποδεχόμενο τη μαρτυρία τους, απορρίπτοντας εκείνη του εφεσείοντα και των ΜΥ. Με αποτέλεσμα να καταλήξει στα πιο κάτω βασικά ευρήματα:
«Ο κατηγορούμενος γνωρίστηκε με τη μητέρα της Σ., τη Μ. (ΜΚ11), στον αστυνομικό σταθμό xxx. Εκεί ήταν κρατούμενος ο σύζυγος της Μ., όπως και ο κατηγορούμενος. Μέσω του συζύγου της, ο κατηγορούμενος της ζήτησε να παίρνει στα κρατητήρια τη σύζυγο και το παιδί του για να το βλέπει. Με την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου, τέλος του 2014, αυτός επισκέφτηκε την Μ. στο σπίτι της και αναπτύχθηκε μια φιλική επαφή. Η Μ. επισκεπτόταν, μαζί με τα παιδιά της, το κατηγορούμενο στο διαμέρισμα του. Στη συνέχεια η σχέση της Μ. με τον κατηγορούμενο αναπτύχθηκε σε σεξουαλική. Κάποιες φορές που πήγαινε στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου μαζί με τις κόρες της, τη Σ. και τη xxx, τις άφηνε μόνες τους εκεί να τις προσέχει και έφευγε, είτε για να φέρει φαγητό, ή για κάποια δουλειά. Της το ζητούσε αυτό και ο κατηγορούμενος γιατί ήταν μόνος του. Το καλοκαίρι του 2015, η Σ., γεννηθείσα την xxx.xxx.05, είχε τελειώσει την 4η Δημοτικού και ήταν ηλικίας 10 περίπου χρονών. Κατόπιν προτροπών του κατηγορούμενου με το δικαιολογητικό ότι ήθελε να γνωρίσει καλύτερα τις κόρες της και να μην μένει μόνος του, η Μ., το καλοκαίρι του 2015, άφηνε τη Σ. όσο και τη μικρότερη της κόρη τη xxx στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου. Αρχικά τις άφηνε 2-3 φορές την εβδομάδα και στη συνέχεια σχεδόν καθημερινά. Στο διαμέρισμα του κατηγορουμένου, η Σ. και η αδελφή της, όταν έμεναν μόνες τους, ζωγράφιζαν και έβλεπαν τηλεόραση. Τον Ιούνιο του 2015 ο κατηγορούμενος ζητούσε από τη Σ. να πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο του. Αυτή πήγαινε και ξάπλωνε στο κρεβάτι και έβλεπε τηλεόραση. Ο κατηγορούμενος της έβγαζε τα ρούχα της, την χάιδευε στα γεννητικά της όργανα και το στήθος, τη φιλούσε στο στόμα και της έλεγε ότι την αγαπούσε. Αυτό έγινε δυο με τρεις φορές.
Στη συνέχεια και σε άλλη διαφορετική περίπτωση από τις προηγούμενες, ο κατηγορούμενος ζήτησε από τη Σ. να πάει στο υπνοδωμάτιο. Η Σ. αφού πήγε ξάπλωσε στο κρεβάτι και έβλεπε τηλεόραση. Ο κατηγορούμενος αφού έκανε μπάνιο σε ξεχωριστό δωμάτιο μπάνιου που υπήρχε μέσα στο υπνοδωμάτιο, εισήλθε στο υπνοδωμάτιο γυμνός. Η Σ. όταν τον είδε φοβήθηκε. Όπως ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ο κατηγορούμενος πήγε και ξάπλωσε δίπλα της. Την χάιδεψε και αφού της έβγαλε τα ρούχα, εισχώρησε τον δονητή (Τεκ.13) στον κόλπο της. Στη συνέχεια, αφού έβγαλε τον δονητή, κάθισε στο κρεβάτι με τα γόνατα του και άνοιξε τα πόδια της Σ. με τα χέρια του και εισχώρησε το πέος του στο γεννητικό της όργανο. Η Σ. δεν δεχόταν, πονούσε και δεν της άρεσε αυτό που γινόταν και δίπλωσε τα πόδια της για να σταματήσει. Ο κατηγορούμενος της τα άνοιξε με τα χέρια του. Δεν μπορούσε και ένιωθε άσχημα γι΄ αυτό που της έκανε ο κατηγορούμενος. Του είπε να σταματήσει και αυτός σταμάτησε. Αργότερα, την ίδια ημέρα, σε νέα και διαφορετική περίπτωση από την πιο πάνω, ο κατηγορούμενος την βίασε ξανά με τον ίδιο ακριβώς πιο πάνω τρόπο. Καθ' όλη τη διάρκεια του βιασμού η Σ. έβλεπε το ταβάνι. Ο κατηγορούμενος εκσπερμάτωσε πάνω στο κρεβάτι, το στρώμα και στα σεντόνια και σκουπίστηκε με δροσομάντηλα. Της είπε ότι είναι «μωρά». Στη συνέχεια η Σ. πήγε στην τουαλέτα και διαπίστωσε ότι έβγαλε λίγο αίμα από κάτω της. Η Σ. δεν είχε δει ακόμη περίοδο. Αυτό έγινε τον Ιούλιο του 2015.
Σε άλλη περίπτωση διαφορετική από τις πιο πάνω, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αναφέραμε, ο κατηγορούμενος εισχώρησε το πέος του στα γεννητικά όργανα της Σ.. Ο κατηγορούμενος εκσπερμάτωσε και έπεσαν και ορισμένα πάνω στο «πουλί της». Η Σ. τα καθάρισε με δροσομάντηλο. Της είπε ότι είναι ο «οργανισμός» του.
Και στις τρεις περιπτώσεις ο κατηγορούμενος την έγλειφε στα γεννητικά της όργανα και της έλεγε να μην κινείται και η Σ. γαργαλιόταν. Κάθε φορά που την βίαζε, η Σ. πονούσε. Αίμα έβγαλε μόνο την πρώτη φορά. Είδε το γεννητικό όργανο του κατηγορουμένου και είναι παχουλό, νομίζει μεγάλο και χρώματος καφέ. Δεν είχε τρίχες πάνω στο πουλί του. Της ζήτησε να του γλύψει το πουλί του, αλλά του είπε ότι δεν ήθελε και της είπε εντάξει. Όλα τα πιο πάνω έγιναν το καλοκαίρι του 2015 που έκλεισαν τα σχολεία και λίγο πριν ανοίξουν, ήτοι μεταξύ Ιουνίου του 2015 και Σεπτεμβρίου του 2015.
Ο κατηγορούμενος έλεγε στη Σ. να μην πει στη μητέρα της τι γινόταν γιατί θα έμπαινε φυλακή. Η Σ. νόμιζε ότι η μητέρα της θα πάει φυλακή και επειδή δεν είχε κάποιο, ούτε τον πατέρα της, έκλαιγε. Λίγες ημέρες πριν την 30.10.15, η θεία της Σ., Α. (ΜΚ14), αντιλήφθηκε ότι η Σ. όταν άκουε ότι θα πήγαινε στο σπίτι του κατηγορουμένου, δεν ήθελε να πάει. Αντιλαμβανόμενη ότι κάτι συνέβαινε, μίλησε μαζί της. Την 28.10.15 η Σ. της είπε ότι ο κατηγορούμενος της έδειξε το γεννητικό του όργανο, ότι της κατέβασε τα ρούχα και την άγγιζε. Μίλησε με την μητέρα της, την γιαγιά της Σ. (ΜΚ13), για αυτά που της είπε η Σ. και της ζήτησε να την παρακολουθεί γιατί κάτι συνέβαινε. Ανησυχίες είχε και η γιαγιά (ΜΚ13) και ρωτούσε για τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου. Η μικρή της εγγονή, η xxx, δεν της μιλούσε και έβαζε το χέρι της στο στόμα και το έκλεινε. Αυτό την ανησύχησε και υποψιάστηκε ότι κάτι συνέβαινε. Της μίλησε και η κόρη της, η Α., για το γεγονός αυτό. Λίγο πριν την 30η Οκτωβρίου του 2015 η Σ. ανέφερε στη γιαγιά ότι ο κατηγορούμενος την ακουμπούσε στο στήθος και την άγγιζε στα γεννητικά της όργανα. Παρόλο που η γιαγιά θύμωσε με αυτά που άκουσε, δεν το έδειξε και ανέμενε από τη Σ. να ξανοιχτεί περισσότερο.
Τελικά, όταν η Σ. άκουσε από τη μητέρα της ότι ο κατηγορούμενος πήγε φυλακή, τότε αποφάσισε να τα πει όλα της γιαγιάς της, γιατί ακόμα και τότε φοβόταν τι θα γινόταν με τη μητέρα της. Έτσι, στις 30.10.15 η Σ. στην κουζίνα του σπιτιού της γιαγιάς, που έμενε κάτω από το σπίτι το δικό τους, μίλησε για πρώτη φορά στη γιαγιά της (ΜΚ13) για τους βιασμούς που της γίνονταν από τον κατηγορούμενο. Για να μην επαναλαμβάνουμε τη μαρτυρία και για σκοπούς συνοπτικής παράθεσης, αναφέρουμε ότι εκείνο που της είπε ήταν πως ο κατηγορούμενος έβαζε το «πουλί του στο πουλλί της» και ότι αυτό συνέβηκε πολλές φορές. Τη φοβέριζε να μην το πει της μητέρας της γιατί θα έμπαινε και αυτή φυλακή. Της είπε ακόμα για τα άσπρα πράγματα που έβγαζε από το «πουλί» του ο κατηγορούμενος, καθώς και για τον δονητή. Καθώς η Σ. εξιστορούσε στη γιαγιά αυτά, πήγε στο σπίτι η θεία Α. (ΜΚ14). Η γιαγιά της ανέφερε τι της είπε η Σ.. Η Α. μίλησε με τη Σ. και της επανέλαβε αυτά που είπε της γιαγιάς. Στη συνέχεια η Α. και ο σύζυγος της, που ήταν παρών, καθώς και η Σ., πήγαν πάνω στο σπίτι που ήταν η μητέρα της Σ.. Εκεί, η Σ. ανέφερε της μητέρας της αυτά που είπε στη γιαγιά και τη θεία. Στη συνέχεια, η θεία και η γιαγιά μαζί με τη Σ. μετέβηκαν στον αστυνομικό σταθμό xxx και κατάγγειλαν τον κατηγορούμενο.
Σύμφωνα με τη ψυχολόγο Κωνσταντίνου (ΜΚ12), η Σ. που παραπέμφθηκε κοντά της για αξιολόγηση της συναισθηματικής της κατάστασης, βίωνε αισθήματα άγχους, φόβου και ανασφάλειας που γίνονταν πιο έντονα το βράδυ. Η απειλή από τον κατηγορούμενο, ότι η μητέρα της θα πάει φυλακή, της δημιούργησε έντονο άγχος και φόβο μήπως η απειλή γίνει πραγματικότητα, δεδομένου ότι ήδη ο πατέρας ήταν φυλακή. Το γεγονός ότι ο ένας γονιός ήταν φυλακή, ο φόβος μήπως χάσει και τη μητέρα της ήταν πάρα πολύ έντονος. Η Σ. είχε συναισθήματα φόβου και ντροπής, αλλά και άγχους, που είναι το συναίσθημα που υπάρχει σε σεξουαλική κακοποίηση.»
Όπως γίνεται αντιληπτό, η αποδοχή της μαρτυρίας της ανήλικης από το Κακουργιοδικείο οδήγησε και στην καταδίκη του εφεσείοντα, ο οποίος με την έφεση του προσβάλλει κατά πρώτο λόγο το εύρημα του Κακουργιοδικείου για την αξιοπιστία της ανήλικης (ΜΚ6), της μητέρας της (ΜΚ11), της γιαγιάς της (ΜΚ13), της θείας της (ΜΚ14), της κλινικής ψυχολόγου (ΜΚ12) που εξέτασε την ανήλικη και τέλος του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης (ΜΚ16). Οι μάρτυρες αυτοί υπέστησαν μακρά αντεξέταση, ιδιαίτερα η ανήλικη. Κατά δεύτερο δε λόγο αμφισβητείται η μαρτυρία του ΜΚ4, αστυφύλακα, ο οποίος ήταν ο χειριστής της συσκευής οπτικογράφησης της κατάθεσης της ανήλικης, της ΜΚ5, που ήταν η αστυφύλακας που έλαβε την οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης, της ΜΚ7 επίσης αστυφύλακας στην παρουσία της οποίας ο ΜΚ9, ιατροδικαστής, εξέτασε την ανήλικη, της ΜΚ8, Κοινωνικής Λειτουργού στο Γραφείο Ευημερίας που επίσης ήταν παρούσα κατά την ιατροδικαστική εξέταση και ανέλαβε την απομάκρυνση της ανήλικης μαζί με τα αδέλφια της από τη μητέρα τους, της ΜΚ10 Πρωτοκολλητή Ε.Δ. Λάρνακας, η οποία επιβεβαίωσε τα δικαστικά διαβήματα απομάκρυνσης των παιδιών και του ΜΚ9, ιατροδικαστή.
Δεν αμφισβητήθηκε ότι η ανήλικη κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν δέκα χρονών περίπου ενώ όταν έδωσε μαρτυρία 12 - 12 ½ χρονών.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντα αντιφατική, υστερογενή και πλασματική. Απέρριψε την εκδοχή του περί ψευδούς καταγγελίας σε βάρος του και ότι αυτή έγινε καθ' υπόδειξη της γιαγιάς και της θείας της ανήλικης, όπως απέρριψε και τη θέση του για σοβαρές αντιφάσεις της εναντίον του μαρτυρίας με άλλη μαρτυρία και του παράλογου των εναντίον του ισχυρισμών. Σημειώνει ιδιαίτερα ότι ενώ προσπάθησε να αποδώσει την παλαιά ρήξη του παρθενικού υμένα της ανήλικης, που ήταν η διαπίστωση του ιατροδικαστή, σε σεξουαλικές δραστηριότητες της, εν τούτοις δεν κατάφερε να δικαιολογήσει πώς γνώριζε η ανήλικη ότι ξύριζε τα γεννητικά του όργανα, γεγονός παραδεκτό από τον ίδιο τον εφεσείοντα και τον ιατροδικαστή (ΜΚ9) αλλά και τη μητέρα της ανήλικης.
Όσον αφορά τους ΜΥ1 και ΜΥ2 που προσπάθησαν στη μαρτυρία τους ο μεν πρώτος να αποδώσει στην ανήλικη αισθήματα μίσους προς τον εφεσείοντα, η δε ΜΥ2 σεξουαλική συμπεριφορά στην ανήλικη, το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία τους ως αναξιόπιστη.
Σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ανήλικης, για την οποία δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από πλευράς εφεσείοντα, υποστηρίχθηκε από τον εφεσείοντα ότι δεν θα έπρεπε να γίνει πιστευτή λόγω αντιφάσεων. Παράδειγμα, ενώ σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι ο εφεσείων δεν είχε οικογένεια, στην κατάθεση της ισχυρίστηκε ότι αυτός έχει δύο γιους. Η ως προς το χώρο που είδε τον δονητή ότι ήταν στο συρτάρι ενώ στην κατάθεση της ανέφερε διαφορετικά. Ως προς την σχέση δε του εφεσείοντα με τη μητέρα της έδωσε διάφορες εκδοχές, δηλ. σε μια περίπτωση απάντησε «εν ηξέρω» ενώ στην κατάθεση της αναφέρει «εν ηξέρω ακριβώς». Στην ερώτηση αν ο εφεσείων είχε σχέση με τον πατέρα της απάντησε «νομίζω ναι» ενώ σε άλλη περίπτωση ανέφερε «ήταν φίλος του παπά μου, μου τον γνώρισε η μάμα μου». Μέχρι και τη διαπίστωση του ΜΚ9 για παλαιά ρήξη του παρθενικού υμένα της ανήλικης θεωρήθηκε από τον εφεσείοντα ως αντίφαση καθότι δεν αναφέρει τον ακριβή χρόνο ρήξης.
Η δικηγόρος του εφεσείοντα, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά την μαρτυρία της ανήλικης, εισηγήθηκε στο διάγραμμα αγόρευσης της και πολλές άλλες κατ' ισχυρισμόν αντιφάσεις και αυθαίρετες, όπως πρόβαλε, διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου, που δεν κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε όχι μόνον γιατί δεν περιέχονται στους λόγους έφεσης, αλλά και γιατί όλες κινούντο στα ίδια πλαίσια. Περιοριστήκαμε σε εκείνες που μπορούσαν να εξαχθούν από τους λόγους έφεσης για να διαφανεί ότι δεν συνιστούν ουσιαστικά αντιφάσεις αλλά και να θεωρούντο ως τέτοιες, ήταν μηδαμινής αξίας που δεν έπλητταν καίρια την αξιοπιστία της ανήλικης.
Εκτός από τις αντιφάσεις ο εφεσείων τονίζει, για σκοπούς προσβολής της αξιοπιστίας της ανήλικης, ιδιαίτερα τον τρόπο που αυτή κατέθετε τα γεγονότα, όπου κάποτε οι απαντήσεις της ήταν άσχετες και χωρίς νόημα, την αδυναμία μνήμης και τη δυσκολία της στην έκφραση, που το τελευταίο σε συνδυασμό με την αποδοχή του χαμηλού νοητικού δυναμικού της θα έπρεπε, κατά την εισήγηση της δικηγόρου, να γίνει πιστευτή η εκδοχή του εφεσείοντα ότι η όλη υπόθεση ήταν κατασκευασμένη και να απορρίψει εκείνη της ανήλικης ως αναξιόπιστης.
Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις της εκπροσώπου της εφεσίβλητης η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές. Αναφορά στις επί μέρους εισηγήσεις της θα γίνει εάν και εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Σημειώνεται ότι όλες οι προβαλλόμενες θέσεις για αντιφάσεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία της ανήλικης που κατ' ισχυρισμόν, προσέβαλλαν την αναξιοπιστία της, υποβλήθηκαν και πρωτόδικα, οι οποίες αφού εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο δεν θεωρήθηκαν σημαντικές, δίνοντας τους συναφώς την ανάλογη βαρύτητα.
Εξετάζοντας την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, διαφαίνεται ότι απασχόλησε ιδιαίτερα το Κακουργιοδικείο ο τρόπος κατάθεσης των γεγονότων από την ανήλικη, καταλήγοντας ότι αυτή παρά τις όποιες εγγενείς αδυναμίες της ήταν πηγαία, αυθόρμητη και απόλυτα ειλικρινής. Η ανήλικη κατέθεσε πραγματικά και ορθά όλα όσα είδε και βίωσε, παρά την ηλικία της και το μηδενικό γνωστικό της πεδίο ως προς τη σεξουαλική συμπεριφορά ενηλίκων. Σημειώνεται στην απόφαση ότι δεν δίσταζε να απαντήσει σε ό,τι ερωτείτο, σε ορισμένες δε ερωτήσεις μπορεί να είχε κάποια δυσκολία να αντιληφθεί, απαντούσε όμως άμεσα όταν της διευκρινίζοντο. Συνιστά εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι αυτή μέχρι και το 2013, δύο χρόνια δηλαδή πριν τα επίδικα γεγονότα, λάμβανε λογοθεραπεία στο σχολείο και ότι το νοητικό δυναμικό της κυμαίνεται στα πλαίσια του χαμηλού φυσιολογικού, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ της πρακτικής και λεκτικής κλίμακας. Το δε λεξιλόγιο της ήταν φτωχό και η λεκτική επικοινωνία και αντίληψη της χαμηλότερα από τα αναμενόμενα για την ηλικία της, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνετο τις ερωτήσεις. Σημειώνουμε ότι τα πιο πάνω ευρήματα είχαν ως βάση τη μαρτυρία της ΜΚ12, ψυχολόγου, την οποίαν το Κακουργιοδικείο έκρινε καθόλα αξιόπιστη.
Η περιγραφή των γεγονότων από την ανήλικη με τον τρόπο τον δικό της, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, συνήδε με τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Her Majesty the Queen v. A.A. 2015 ONSC 6278 9/10/2015 Superior Court Justice, Ontario και με τη μαρτυρία της ΜΚ5, ότι ένα παιδί μιλά τη γλώσσα τη δική του και όχι τη γλώσσα των μεγάλων και περιγράφει πράγματα προσωπικά και γεγονότα με τον τρόπο που το ίδιο αντιλαμβάνεται και τα βιώνει. Συνεχίζει στην απόφαση ότι η ανήλικη δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις και ούτε κλονίστηκε καθόλου η μαρτυρία της. Ήταν απόλυτα σταθερή δίνοντας εξηγήσεις και λεπτομέρειες, ανεξάρτητα αν στις πλείστες των περιπτώσεων δεν είχε πλήρη αντίληψη για όσα γίνονταν σε βάρος της. Οι αυθόρμητες και πηγαίες απαντήσεις της - όπως κρίθηκε - η αφέλεια και η αγνότητα, έδωσαν την εντύπωση ενός ατόμου που ανακαλούσε στη μνήμη του λεπτομέρειες γεγονότων καταφεύγοντας μερικές φορές και σε αναπαραστάσεις με τα χέρια της. Και αυτό με πολύ πόνο και αρκετή δυσκολία μάλιστα. Ενδεικτικά παραπέμπει στο σημείο από τη μαρτυρία της που αναφέρεται στον δονητή ότι όχι μόνο τον περιέγραψε εξωτερικά αλλά εξήγησε και πώς τον χρησιμοποίησε στο σώμα της ο εφεσείων, σχηματίζοντας με το χέρι της τι ακριβώς εννοούσε.
Το Κακουργιοδικείο τονίζει επίσης και την λεπτομερή περιγραφή που έδωσε η ανήλικη, ως προς τις εκσπερματώσεις του εφεσείοντα και πώς τις αντιμετώπιζε ο ίδιος ή τι της έλεγε ότι ήταν. Έδωσε δε πλήρη και παραστατική περιγραφή της κάθε συνουσίας της με τον εφεσείοντα, παρά την ηλικία της, δίνοντας ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες κατά την αντεξέταση της. Έδωσε τόσες λεπτομέρειες και περιγραφές που ακριβώς αναδείκνυαν, σημειώνει το Κακουργιοδικείο, ότι προέρχοντο από πρόσωπο που τα είχε βιώσει.
Διαπίστωσε περαιτέρω από την όλη μαρτυρία της ότι η ίδια διαχώριζε τις παρενοχλήσεις που δεχόταν από τον εφεσείοντα σε δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, σε 2-3 περιπτώσεις, τη γύμνωνε και τη χάιδευε ή πείραζε το στήθος της και στη συνέχεια της «έβαλε» μέσα της το δονητή και «το πουλί» του αναφέροντας χαρακτηριστικά «επείραξε με». Σημειώνει ότι η περιγραφή από την ανήλικη του πρώτου βιασμού της και αμέσως μετά του δεύτερου που ακολούθησε, συμπληρώνοντας ότι όταν πήγε στην τουαλέτα για «πισιά της» αντιλήφθηκε ότι έτρεξε αίμα, έγινε με ιδιαίτερη παραστατικότητα.
Αν και η ανήλικη αναφέρθηκε σε πάνω από δέκα περιπτώσεις βιασμού της εν τούτοις το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι αποδείχθηκαν μόνο εκείνοι των πρώτων τριών κατηγοριών στον ύψιστο απαιτούμενο βαθμό, στις οποίες και καταδίκασε τον εφεσείοντα. Και αυτή η εκδοχή της εκλαμβάνεται από τον εφεσείοντα ότι συνιστούσε ένα από τους λόγους για να κριθεί αναξιόπιστη. Ο εφεσείων υποστήριξε περαιτέρω ότι δεν ήταν λογικό η ανήλικη να υπέστη απ' αυτόν τέτοιαν κακοποίηση και να εξακολουθούσε να τον επισκεπτόταν στη φυλακή με τη μητέρα της, θέση που κατ' ισχυρισμόν, δεν εξέτασε το Κακουργιοδικείο.
Το Κακουργιοδικείο στην πολυσέλιδη απόφαση του έκρινε ότι με τη μαρτυρία της, η ψυχολόγος, (ΜΚ12), δικαιολόγησε πλήρως την κατ' ισχυρισμόν ανακόλουθη συμπεριφορά της ανήλικης με όσα βίωνε τόσο κατά το χρόνο που υφίστατο τη σεξουαλική κακοποίηση όσο και μετά. Δικαιολόγησε δε και τη παράλειψη αναφοράς στη θεία και γιαγιά της προηγουμένως τα όσα βίωσε, ότι οφείλετο κυρίως στα αισθήματα φόβου και ανασφάλειας που βίωσε η ανήλικη ενόψει των απειλών του εφεσείοντα, προσθέτοντας ότι η τρομοκρατία του εφεσείοντα προς την ανήλικη στηρίχθηκε και επενδύθηκε ακριβώς στην αγάπη που έτρεφε η ανήλικη προς τη μητέρα της που φοβόταν μη τη χάσει εξού και κατάγγειλε τον εφεσείοντα όταν πληροφορήθηκε ότι αυτός βρισκόταν φυλακή. Σημειώνεται ότι το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία της ΜΚ12 ως εμπειρογνώμονα και ότι σκοπό είχε την αξιολόγηση της συναισθηματικής κατάστασης της ανήλικης. Την έκρινε δε ως πλήρως εμπεριστατωμένη και στηριζόμενη από βιβλιογραφία, αναδεικνύοντας την πλήρη επάρκεια και επιστημονική της κατάρτιση. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτόν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ12 ούτε εξάλλου προσφέρθηκε οποιοδήποτε στοιχείο από πλευράς εφεσείοντα που να καθιστά τη μαρτυρία της τρωτή.
Κρίνουμε τις κατ' ισχυρισμό αντιφάσεις ή ανακολουθίες της εκδοχής της ανήλικης ως μη σημαντικές, αν όχι ανύπαρκτες.
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων και έχοντας κατά νου ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η επέμβαση του Εφετείου είναι επιτρεπτή μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας υπήρξε αυθαίρετη ή ολότελα λανθασμένη, ενόψει αδιαμφισβήτητων στοιχείων της μαρτυρίας που δυνατόν να οδηγήσουν τρίτο συνετό πρόσωπο σε αντίθετη κρίση ή τα ευρήματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με την προσκομισθείσα μαρτυρία (βλ. xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, xxx Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 228/2018, ημερ. 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102 και Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 156/16 ημ. 25/9/2018), ECLI:CY:AD:2018:B414 είναι κατάληξη μας ότι δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην
αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ως αποτέλεσμα αποδοχής της μαρτυρίας της ανήλικης ως αξιόπιστης. Προσθέτουμε ότι η λεπτομερής περιγραφή των γεγονότων από την ανήλικη σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα γεγονότα που μαρτύρησε παρέχουν τέτοια πειστικότητα που δεν επιτρέπουν άλλη κατάληξη.
Σημειώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο παραπέμποντας στο άρθρο 9 του ΚΕΦ. 9, που προβλέπει ότι δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού και σε νομολογία (βλ. Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224, Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 45/2014 ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470 κ.ά.), εν τούτοις αναζήτησε ως θέμα πρακτικής ενισχυτική μαρτυρία. Έκρινε ότι η αναφορά της ανήλικης ότι ο εφεσείων είχε ξυρισμένα τα γεννητικά του όργανα επιβεβαιώνετο τόσο από τον ίδιο όσο και από τη μητέρα της ανήλικης και τον ιατροδικαστή και συνιστούσε «αδιαμφισβήτητο γεγονός, ανεξάρτητο από τη Σ., που ενισχύει όσα αυτή κατάθεσε», προσθέτοντας ότι ακόμη και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας δεν θα είχε την παραμικρή αμφιβολία να στηριχθεί στη μαρτυρία της ανήλικης. Δεν εντοπίζουμε λόγο έφεσης ως προς αυτή την πτυχή της πρωτόδικης απόφασης γι' αυτό και δεν θα επεκταθούμε.
Ο εφεσείων στάθηκε ιδιαίτερα στη διαδικασία λήψης της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης αποδίδοντας στη ΜΚ5, που ανέλαβε τη λήψη της, να επεμβαίνει στις απαντήσεις της ανήλικης και να την καθοδηγά τόσο η ίδια αλλά και ο συνάδελφος της, ΜΚ4. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι το περιεχόμενο της δεν υιοθετήθηκε από την ανήλικη.
Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την εισήγηση πρωτόδικα έκρινε ότι τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Νόμου 95(Ι)/2001 ως προς τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης, που αποτελούσε την κυρίως εξέταση της, σύμφωνα με το άρθρο 9(Ι) του πιο πάνω Νόμου. Μετά από μελέτη της διαπίστωσε ότι σε κανένα στάδιο η ΜΚ5 υπέβαλε καθοδηγητικές ερωτήσεις παρά μόνο διευκρινιστικές, που κρίθηκαν αναγκαίες, ενόψει του νεαρού της ηλικίας της ανήλικης. Δεν προσπάθησε επίσης να εκμαιεύσει γεγονότα. Ούτε άλλοι αστυφύλακες υπέβαλαν στην ανήλικη ερωτήσεις.
Υπό το φως των ανωτέρω βρίσκουμε ότι η εισήγηση δεν ευσταθεί. Δεν τέθηκε κανένα ικανοποιητικό στοιχείο πρωτόδικα ή κατ' έφεση που να προσβάλλει την εγκυρότητα της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης.
Δεν παρέχεται επίσης δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας οι πλείστοι εκ των οποίων, είτε ήταν αστυφύλακες είτε άλλοι Κυβερνητικοί Λειτουργοί που ασχολήθηκαν με την υπόθεση στα πλαίσια των καθηκόντων τους, καθώς και των συγγενών της ανήλικης που κατάγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία.
Δεν υποβάλλεται εξάλλου από πλευράς εφεσείοντα, μέσω του διαγράμματος αγόρευσης της δικηγόρου του, συγκεκριμένη και σαφής εισήγηση ως προς το εσφαλμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας τους παρά μόνο εκτενής παράθεση στην αγόρευση αποσπασμάτων της μαρτυρίας τους.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
ΕΦΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Με τον λόγο έφεσης 16 η δικηγόρος του εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο κατά την επιβολή ποινής επέδειξε «σκληρότητα» και υπέρμετρη αυστηρότητα προς τον εφεσείοντα, προκατάληψη στο άτομο του και έλλειψη αντικειμενικότητας. Δεν λήφθηκε επίσης υπόψη κανένας μετριαστικός παράγοντας.
Εξετάσαμε με προσοχή το λόγο έφεσης με τον οποίον ουσιαστικά προσβάλλεται ως υπερβολική η ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στον εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο στη βάση των ευρημάτων του θεώρησε για σκοπούς επιβολής ποινής ως επιβαρυντικούς για τον εφεσίβλητο παράγοντες το πολύ νεαρό της ηλικίας της ανήλικης, μόλις 10 χρονών, όταν διαπράχθηκαν τα αδικήματα του βιασμού και μάλιστα όταν τον επισκέπτετο με την μικρότερη αδελφή της για να τις φροντίζει. Ιδιαίτερα επιβαρυντικό παράγοντα έκρινε την εκμετάλλευση από πλευράς εφεσείοντα της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε προς το άτομο του η ανήλικη και τη διαφορά ηλικίας τους όπου ο εφεσείων ήταν 39 ετών, καθώς και τον τρόμο που της προκαλούσε από τις απειλές που εκστόμιζε για να μην αναφέρει οτιδήποτε σε κανένα.
Έλαβε επίσης υπόψη, με αναφορά σε νομολογία (βλ. Ν.Ν. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 762) το σωματικό πόνο και τον εξευτελισμό που προκαλούσε κάθε φορά ο εφεσείων στην ανήλικη. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, με αναφορά πάλι σε νομολογία (βλ. Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 59/2016, ημερ. 23/3/2017), στη φύση των αδικημάτων και τις επιπτώσεις που αυτά ενέχουν στα θύματα όπου εκμηδενίζουν την προσωπικότητα τους και αφήνουν σοβαρά ψυχολογικά τραύματα, καταστρέφουν την παιδική ηλικία και δημιουργούν αισθήματα άγχους, φόβου και ντροπής.
Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τη ποινή της διά βίου φυλάκισης που προβλέπεται από το Νόμο για τα αδικήματα που βρέθηκε ένοχος και την έξαρση στη διάπραξη τους χωρίς να παραγνωρίζει από την άλλη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα κατέληξε, πολύ ορθά, ότι αυτές δεν μπορούσαν να εξουδετερώσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής που θα έπρεπε να επιβληθεί.
Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω σε συνάρτηση με το σχετικό πλούσιο ποινικό του μητρώο που ναι μεν δεν αφορά σε παρόμοια αδικήματα αλλά αναδεικνύει τη στάση και τον ευρύτερο σεβασμό του προς τους Νόμους, έκρινε ως αρμόζουσα ποινή αυτή της φυλάκισης των 17 ετών στην κάθε κατηγορία οι οποίες να συντρέχουν, μειωμένης κατά το χρόνο που τελούσε σε προφυλάκιση σύμφωνα με το άρθρο 117(1) του ΚΕΦ. 155 και νομολογία.
Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εισήγηση από πλευράς εφεσείοντα όπως η ποινή φυλάκισης να άρχεται από τις 3/6/2016 που βρισκόταν υπό κράτηση κατόπιν διαταγής του Κακουργιοδικείου, και όχι μετά την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε στην Ποιν. Υπόθ. 15710/2013 Ε.Δ. Λάρνακας, δηλ. μετά τις 24/3/2017.
Εξετάσαμε ό,τι τέθηκε ενώπιον μας, έχοντας κατά νου ότι το δύσκολο έργο επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική (βλ. xxx Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2019, ημερ. 13/3/2018, xxx Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 337/2018 και 351/2018, ημερ. 20/1/2020 και xxx xxx xxx xxx Eid v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 50/2018 και 137/2018, ημερ. 8/4/2020).
Στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης, έχοντας ιδιαίτερα κατά νου την σοβαρότητα των αδικημάτων και ότι αυτά διαπράττοντο κατά ανήλικης, ηλικίας τότε 10 ετών, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των 17 ετών σε καμιά περίπτωση θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως έκδηλα υπερβολικές.
Σ' όσον αφορά την εισήγηση για έκτιση της ποινής από 3/6/2016, σε συμφωνία με το Κακουργιοδικείο, στην παρούσα περίπτωση δεν τίθεται θέμα διαδοχικών ποινών, ως η εισήγηση του εφεσείοντα, αλλά εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 117(2) του ΚΕΦ. 155 που προβλέπει ότι η ποινή φυλάκισης αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Σύμφωνα με την νομολογία, για να δικαιολογείται διαφορετική διαταγή εξαρτάται από τη φύση, το χαρακτήρα και τα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Κουφού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396). Ως εκ της φύσης του αδικήματος δηλ. της κλεπταποδοχής, για το οποίο ο εφεσείων εξέτιε ποινή φυλάκισης, που σαφώς είναι παντελώς διαφορετικής φύσης από αυτά της παρούσας υπόθεσης, βρίσκουμε ότι δεν δικαιολογείται παρέκκλιση από τις πρόνοιες του άρθρου 117(2) ανωτέρω.
Στη βάση των ανωτέρω η διαταγή για έκτιση της ποινής φυλάκισης από τη λήξη της προηγούμενης ποινής φυλάκισης δηλ. από τις 24/3/2017 δεν παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας, οπότε η σχετική εισήγηση από πλευράς εφεσείοντα είναι απορριπτέα.
Για τους πιο πάνω λόγους και η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.