ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Χρ. Μελίδης για Α. Νεοκλέους, για τον εφεσείοντα. Α. Κωνσταντίνου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-02-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΑΡΙΟΣ ΜΕΛΙΔΗΣ ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ, Ποινική Έφεση Αρ. 248/16, 20/2/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B85

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Ποινική Έφεση Αρ. 248/16]

 

20 Φεβρουαρίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΑΡΙΟΣ ΜΕΛΙΔΗΣ

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ

Εφεσίβλητος

---------

 

Χρ. Μελίδης για Α. Νεοκλέους, για τον εφεσείοντα.

Α. Κωνσταντίνου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον εφεσίβλητο.

 

------------------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

---------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας η οποία διεξήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος παράλειψης υποβολής κατάστασης κεφαλαίου και συγκεκριμένα ότι:  « . από της 14ης Απριλίου 2013 μέχρι σήμερα αρνήθηκε, παρέλειψε ή αμέλησε να υποβάλει Κατάσταση Ενεργητικού και Παθητικού κατά 31η Δεκεμβρίου 2006 μέχρι τη 31η Δεκεμβρίου 2010  για περιουσιακά στοιχεία στη Κύπρο και στο εξωτερικό σύμφωνα με ασφαλισμένη επιστολή του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος ημερομηνίας 14 Σεπτεμβρίου 2012 (μαζί με κατάσταση εξόδων από το 2007 μέχρι το 2011 συμπεριλαμβανομένων).» κατά παράβαση των άρθρων 5(2), 20(3), 27[1] και 50 του Νόμου περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, Ν. 4/1978.

 

Στις 14/9/2012 ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος μέσω λειτουργού του, εξασκώντας την εξουσία που του παρέχεται από το Νόμο, άρθρο 5(2)[2] - ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο - και 20(3)[3] απαίτησε από τον κατηγορούμενο την υποβολή υπογεγραμμένης κατάστασης με όλες τις λεπτομέρειες του ενεργητικού και παθητικού για την προσωπική και επαγγελματική του περιουσία στην Κύπρο ή το εξωτερικό, για τη χρονική περίοδο από 31/12/2006 μέχρι 2010, για κάθε έτος, εξ ου και απέστειλε σχετική επιστολή με την οποία καλείτο ο εφεσείων να προσκομίσει όλα τα ανωτέρω στοιχεία.  Στην επιστολή αυτή, η οποία είχε κοινοποιηθεί και στους ελεγκτές του εφεσείοντος, ανταποκρίθηκαν οι τελευταίοι με δικές τους επιστολές, ημερομηνίας 12/11/2012 και 13/3/2013 αντιστοίχως, ζητώντας εκ μέρους του εφεσείοντος πελάτη τους παράταση της προθεσμίας προς συμμόρφωση.

 

Ο Έφορος παραχώρησε προθεσμία δύο μηνών, μετά την πάροδο της οποίας ο εφεσείων προειδοποιήθηκε ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του θα λαμβάνονταν δικαστικά μέτρα εναντίον του, άρθρα 50 και 50Α[4] του Νόμου, όπως και εγένετο.

Η απόφαση του Διευθυντή να εξασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να απαιτήσει από τον εφεσείοντα την προσκόμιση στοιχείων και η παράλειψη ή άρνηση του τελευταίου προς συμμόρφωση, απετέλεσε, κατά τον εφεσίβλητο, και τη βάση θεμελίωσης της υποχρέωσης του εφεσείοντος και συνακόλουθα της ποινικής του ευθύνης.

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντος πρωτοδίκως ακολούθησε υπερασπιστική γραμμή με πολλαπλές πτυχές, οι οποίες όμως δεν θα μας απασχολήσουν εφόσον οι συναφείς λόγοι έφεσης αποσύρθηκαν.  Παραμένουν οι 2, 5, 9, 12, 13, 17, οι οποίοι προωθήθηκαν με ικανή παραπομπή στη νομολογία, για να υποστηριχθεί, ότι τα στοιχεία των αδικημάτων που περιλαμβάνονταν στην επιστολή του Εφόρου Φορολογίας ημερ. 4/9/2012, παρέπεμπαν στα άρθρα 5(2), 20(3) και 50 και 50Α, τα οποία, κατά το συνήγορο, δεν εναπόθεταν υποχρέωση στον εφεσείοντα προς συμμόρφωση: το άρθρο 5(2) τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση που  έχει επιβληθεί φορολογία και επομένως ο Έφορος δεν είχε εξουσία να απαιτήσει προσκόμιση και υποβολή των συγκεκριμένων στοιχείων.  Συνεπώς δεν στοιχειοθετείτο, ήταν η τελική εισήγηση της υπεράσπισης, εκ του Νόμου υποχρέωση προς συμμόρφωση ή καθήκον επιβαλλόμενο εκ του Νόμου, κατά παράβαση της αρχής nulla poena sine lege.  Η νομική βάση του κατηγορητηρίου, το οποίο επακολούθησε, με συμπερίληψη και στήριξη της κατηγορίας και στο άρθρο 27 του Νόμου, ουδεμία σχέση ή συνάφεια είχε ή συνέπιπτε με την νομική στήριξη της απαίτησης όπως μορφοποιήθηκε στην ανωτέρω επιστολή ημερ. 14/9/2012. 

 

Τούτων δοθέντων ο εφεσείων θεωρεί ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, αυτοπεριοριζόμενο στη νομιμότητα και το ανέλεγκτο της  απόφασης του Διευθυντή, με αποτέλεσμα να παραλείψει να εξετάσει την ποινική φύση των αδικημάτων και εάν τα αναφερόμενα ως «αδικήματα» στην επιστολή του Εφόρου ημερ. 14/9/2012, δυνάμει των άρθρων 5(2) και 20(3) του Νόμου, τύγχαναν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.  Τοιουτοτρόπως, θεωρεί ο συνήγορος, η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων παρέμεινε εκτός της εμβέλειας του λόγου του Δικαστηρίου, το οποίο πλημμελώς καταδίκασε τον εφεσείοντα επιβάλλοντας του ποινικές κυρώσεις.

 

Ό,τι θεωρούμε ορίζει την απάντηση είναι αν από την τελική διαμόρφωση του κατηγορητηρίου, το οποίο αντιμετώπιζε ο εφεσείων, στη βάση των άρθρων 5(2), 20(3), 27 και 50 του Νόμου και την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, στοιχειοθετείτο αδίκημα. 

 

Από προσεκτική ανάγνωση του κατηγορητηρίου προκύπτει ότι οι λεπτομέρειες του αδικήματος διατυπώθηκαν με φραστική σαφήνεια, άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, προσδιορίζοντας τα ουσιώδη στοιχεία που το συνιστούν, (Rbeiz (1989) 1(E)  Α.Α.Δ. 776), παρέχοντας στον εφεσείοντα σαφή προσδιορισμό και πλήρη αντίληψη του πλαισίου της κατηγορίας:

«Ο κατηγορούμενος από την 14ην Απριλίου 2013 μέχρι σήμερα αρνήθηκε παρέλειψε ή αμέλησε να υποβάλει Κατάσταση Ενεργητικού και Παθητικού κατά 31η Δεκεμβρίου 2006 μέχρι τη 31η Δεκεμβρίου 2010 για περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο καις το εξωτερικό σύμφωνα με ασφαλισμένη επιστολή του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος ημερομηνίας 14 Σεπτεμβρίου 2012 (μαζί με κατάσταση Εξόδων για κάθε έτος από το 2007 μέχρι το 2011 συμπεριλαμβανομένων).»

 

Προκύπτει με σαφήνεια ότι ο εφεσίβλητος, υπεύθυνος για την καλή και πιστή εφαρμογή του Νόμου, περιβέβληται ευρείας διακριτικής ευχέρειας να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια κρίνει αναγκαία ή σκόπιμη για την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου (άρθρο 4(1)) και να απαιτήσει, με έγγραφη ειδοποίηση του, να παρασχεθούν στοιχεία αναφορικά με το αντικείμενο φόρου του εφεσείοντος, για οποιοδήποτε φορολογικό έτος που ο ίδιος κρίνει αναγκαίο για σκοπούς του Νόμου (άρθρο 27), όπως και έπραξε.

 

Το άρθρο 50(1) του Ν.4/1978 ποινικοποιεί την άρνηση, παράλειψη ή αμέλεια να δοθεί ειδοποίηση ή υποβολή δηλώσεων ή καταλόγων ή παροχή στοιχείων ή εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος επιβάλλει ο Νόμος.  To δε εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου παρέχει το μέσο στο Δικαστήριο προς έκδοση σχετικού διατάγματος προς συμμόρφωση με τις τυχόν διαπιστωθείσες παραλείψεις.

 

Η νομολογία είναι σαφής επί του θέματος.  Ο θεσμικός διαχωρισμός της αναθεωρητικής και ποινικής δικαιοδοσίας είναι νομολογιακά διακηρυγμένος.[5]   Η οριστικοποίηση της υποχρέωσης, κατά τα θέσμια του διοικητικού δικαίου, αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση της ποινικής ευθύνης. Η θεμελίωση της συνιστά συστατικό στοιχείο της κατηγορίας όπως και συνιστά η παράλειψη συμμόρφωσης (Police v. Kyriakides (1988) 2 C.L.R. 172). 

 

Αρχής γενομένης από το τεκμήριο 1, επιστολή του Εφόρου με την οποία απαιτήθηκε η υποβολή υπογεγραμμένων καταστάσεων ενεργητικού και παθητικού αλλά και καταστάσεων εξόδων, προκύπτει με περισσή σαφήνεια τι είναι αυτό που απαιτήθηκε να παρουσιάσει ο εφεσείων:

«Καλείστε σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 5(2) και 20(3) του Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου (Ν.4/78) όπως αυτός τροποποιήθηκε, να υποβάλετε στο Γραφείο Φόρου εισοδήματος Λεμεσού εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της επιστολής αυτής, τα ακόλουθα:

(α) Υπογεγραμμένη κατάσταση η οποία να περιλαμβάνει όλες τις λεπτομέρειες του ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας σας είτε αυτή βρίσκεται στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό κατά την 31 Δεκεμβρίου των ετών 2006 μέχρι 2010, καθώς και προσδιορισμούς φορολογητέου εισοδήματος για κάθε έτος ξεχωριστά. Η κατάσταση αυτή πρέπει επίσης να περιλαμβάνει και τα περιουσιακά στοιχεία της συζύγου και των άγαμων παιδιών σας.

(β) Κατάσταση εξόδων για κάθε έτος από το 2007 μέχρι και το 2010 στην οποία να δηλώνονται ξεχωριστά τα έξοδα συντήρησης, έξοδα αυτοκινήτου για ιδιωτική χρήση, ασφάλιστρα ζωή, έξοδα σπουδών παιδιών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ενοίκιο κατοικίας, έξοδα ταξιδιών στο εξωτερικό, επιδιορθώσεις κατοικίας κτλ...

4. Αν παραλείψετε να συμμορφωθείτε με την επιστολή αυτή θα ληφθούν δικαστικά μέτρα εναντίον σας και θα υποβληθούν πρόστιμα σύμφωνα με τα άρθρα 50 και 50Α του  πιο πάνω Νόμου, χωρίς άλλη ειδοποίηση..»

 

Είναι γεγονός ότι από την ενώπιον του Δικαστηρίου μοναδική μαρτυρία, η ΜΚ1, βοηθός γραμματειακός λειτουργός στο Τμήμα Φορολογίας, αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι δεν γνώριζε αν επιβλήθηκε οποιαδήποτε φορολογία στον εφεσείοντα, γνώριζε όμως ότι καταχωρήθηκαν διάφορες δικαστικές διαδικασίες σε σχέση με τις φορολογικές διαφορές που προέκυψαν μεταξύ εφεσείοντος και Εφόρου.  Επ΄ αυτού οικοδόμησε την επιχειρηματολογία του ο συνήγορος, για να εισηγηθεί ότι το άρθρο 5(2) του Νόμου δεν τύγχανε εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, εφόσον δεν υπήρχε μαρτυρία για επιβολή φόρου, ώστε η άρνηση του εφεσείοντος να εμπίπτει στις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου και κατ΄ επέκταση να συνιστά παράλειψη εν τη εννοία του Νόμου.  Σε αυτή τη βάση, προωθήθηκε η περαιτέρω θέση, ότι δεν απεδείχθη η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος: η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος που ορίζουν τα άρθρα 5(2) και 20(3) του Νόμου, ως είχε υποχρέωση, κατά παράβαση του Άρθρου 30 Συντάγματος και του Άρθρου 7.1 της ΕΣΔΑ.

 

Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε σε επιμέρους εξέταση των συστατικών στοιχείων του άρθρου 5(2), αν είχε ήδη ή όχι επιβληθεί φόρος, ώστε να καταλήξει από την ενώπιον του μαρτυρία ότι στοιχειοθετείτο το αδίκημα.  Θεωρούμε όμως ότι τούτο δεν ανατρέπει τα ευρήματα και την κατάληξη του Δικαστηρίου εν όψει του ότι, όπως ήδη αναφέραμε, από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία στοιχειοθετήθηκαν τα αδικήματα των άρθρων 27 και 50 του Νόμου.  Το άρθρο 27 παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στον Έφορο να απαιτήσει «Ο Διευθυντής δύναται . να απαιτήσει παρά παντός προσώπου . στoιχεία αvαφoρικώς πρoς τo αvτικείμεvov φόρoυ τoυ πρoσώπoυ . δι' oιovδήπoτε φoρoλoγικόv έτoς oία ήθελεv oύτoς κρίvει αvαγκαία διά τoυς σκoπoύς τoυ παρόvτoς Νόμoυ, . και πρoσαγάγη λoγαριασμoύς, βιβλία ή άλλα έγγραφα . σχετιζόμεvα με τo ρηθέv αvτικείμεvov φόρoυ

 

Στην ερμηνεία, άρθρο 2, ως «αντικείμενο φόρου» περιλαμβάνει: «παv κιvητόv ή ακίvητov περιoυσιακόv στoιχείov, εvσώματov ή ασώματov, αvαφoρικώς πρoς τo oπoίov επιβάλλεται φόρoς.»  Η χρήση του ρήματος «επιβάλλεται» φόρος αναφέρεται σε μελλοντικό χρόνο.

 

Η, κατά το συνήγορο, λανθασμένη κατάληξη του Δικαστηρίου όπως καταγράφεται στην απόφαση, πως ο Διευθυντής «αποφάσισε για τους δικούς του λόγους να επιβάλει υποχρέωση στον εφεσείοντα, δυνάμει των άρθρων 5(2) και 20(3) του Νόμου», παρόλο πουν συνιστά αδόκιμη και ατυχή έκφραση φαίνεται να αναφέρεται, θεωρούμε, για να ορίσει και να χαρακτηρίσει την ευρεία διακριτική ευχέρεια του Εφόρου όπως του εναποτίθεται εκ του Νόμου, άρθρα 4(1) και 27 ανωτέρω.  Η παράγραφος που ακολουθεί αντικρούει το επιχείρημα της υπεράσπισης ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εντάξει τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης στο Νόμο πριν καταλήξει σε εύρημα ενοχής του κατηγορούμενου:

«Στην παρούσα υπόθεση, ο Διευθυντής, αποφάσισε, για τους δικούς του λόγους, να επιβάλει, υποχρέωση στον κατηγορούμενο, δυνάμει των άρθρων 5(2) και 20(3) του Νόμου, ως ήταν τα εν λόγω άρθρα κατά την 14/9/12, να προσκομίσει συγκεκριμένα στοιχεία εντός καθορισμένης προθεσμίας.  Η εξουσία για απαίτηση τέτοιων στοιχείων από τον Διευθυντή, προκύπτει επίσης και από τις πρόνοιες του αρ.27 του Νόμου.  Παράλειψη συμμόρφωσης του κατηγορούμενου με την υποχρέωση που ο Διευθυντής αποφάσισε να του επιβάλει, συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει του αρ. 50(1) του Νόμου, συνέπειες για τις οποίες μάλιστα ο Διευθυντής ενημέρωσε τον κατηγορούμενο.  Την απόφαση του αυτή, ο Διευθυντής, την κοινοποίησε στον κατηγορούμενο, όπως άλλωστε είναι και υποχρέωση του, μέσω της επιστολής Τ.1.  Η εν λόγω επιστολή, ετοιμάστηκε και υπογράφηκε από τη Μ. Χατζηευαγγέλου, Λειτουργό του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, στη θέση Αρχιφοροθέτη, το όνομα της οποίας αναγράφεται επί της επιστολής.  Μνεία επίσης στην επιστολή γίνεται και στο γεγονός ότι είναι εκ μέρους του Διευθυντή που η Μ. Χατζηευαγγέλου εξέδωσε και απέστειλε την εν λόγω ειδοποίηση.»

 

Η επισφαλής κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος και δυνάμει του άρθρου 5(2), εν όψει της απουσίας θετικής μαρτυρίας ως προς το αν επεβλήθη ή όχι φόρος στον εφεσείοντα ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το εν λόγω άρθρο, δεν ανατρέπει την ορθότητα της κατάληξης του εν τω συνόλω: Από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, όπως αναλύεται στην πρωτόδικη απόφαση ορθά, θεωρούμε, κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας παράλειψη συμμόρφωσης του κατηγορουμένου με την υποχρέωση που ο Διευθυντής αποφάσισε να του επιβάλει, η οποία και συνιστά ποινικό αδίκημα, δυνάμει των άρθρων 27 και 50(1) του Νόμου.

 

Ο εφεσείων υπερασπίστηκε εαυτόν αποτελεσματικά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και έθεσε όλες τις αιτιάσεις ως ανωτέρω καταγράφονται, τις οποίες το Δικαστήριο με εμπεριστατωμένη απόφαση του εξέτασε και απέρριψε για τους λόγους που καταγράφει. Κινήθηκε δε για να αντικρούσει, να καταρρίψει τη μαρτυρία ή και την εκ του Νόμου εξουσία του εφεσίβλητου κατά τρόπο που τα συνταγματικά του δικαιώματα διασφαλίστηκαν πλήρως (Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος) πορεία που αποτυπώνει ότι έτυχε μιας καθόλα δίκαιης δίκης (A. Panayides Contracting Ltd v. Charalambous (2004) 1 A.A.Δ. 415). 

 

Η μη αναφορά του άρθρου 27 στην επιστολή με την οποία  απαιτήθηκαν τα στοιχεία και η μεταγενέστερη συμπερίληψη του στο κατηγορητήριο δεν επηρεάζει την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου ή παραπλάνηση του κατηγορούμενου. Η γνώση του, ως ανωτέρω διαπιστώσαμε, ως προς το τι καλείτο να υποβάλει και οι συνέπειες τυχόν παράλειψης του, θέτει τέρμα στη συζήτηση.

 

Η μόνη πηγή γνώσης των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος είναι το κατηγορητήριο και όχι τίποτε άλλο.  Η απάντηση των λογιστών του εφεσείοντος που ζητούσε παράταση, σαφώς υποδηλοί πλήρη γνώση από τον εφεσείοντα των ζητηθέντων.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης (12ος λόγος) στρέφεται εναντίον  της ποινής: ο Εφεσείων εγείρει, ότι η επιβολή χρηματικής ποινής ύψους €3,500 και η έκδοση διατάγματος υποβολής Κατάστασης Ενεργητικού και Παθητικού εντός ενός μηνός, μετά από πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, είναι υπέρμετρα και αδικαιολόγητα αυστηρή σε σχέση με τα γεγονότα, τους μετριαστικούς παράγοντες και το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου.

 

Ο Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμος (Ν. 4/1978) αποτελεί νομοθεσία η οποία ρυθμίζει δικαιώματα και  υποχρεώσεις των φορολογούμενων.

 

Το δε άρθρο 50(1) προβλέπει χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €17 για κάθε ημέρα κατά την οποία συνεχίζεται η άρνηση, παράλειψη ή αμέλεια υποβολής ή φυλάκιση μέχρι 12 μήνες ή και τις δύο ποινές.

 

Το Δικαστήριο εξετάζοντας υπό τις περιστάσεις την αρμόζουσα ποινή επεσήμανε τη σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, παραθέτοντας τις Christodoulides v. Police (1985) 2 C.L.R. 260, Police v. Kyriakides (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σχίζα κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 175.  Ενώ έλαβε υπόψη προς όφελος του εφεσείοντος το λευκό ποινικό του μητρώο και τη συμμόρφωση του με την «πλειοψηφία», όπως την χαρακτήρισε, των φορολογικών του υποχρεώσεων μέχρι το 2012: ο εφεσείων δεν είχε επιδείξει οποιαδήποτε παρόμοια παραβατική συμπεριφορά, καθώς και τις προσωπικές του συνθήκες.  Λήφθηκε όμως υπόψη ως ιδιαιτέρως επιβαρυντικός παράγοντας, ότι τρία χρόνια μετά την ειδοποίηση και τέσσερις μήνες μετά την καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου ο κατηγορούμενος δεν είχε συμμορφωθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, ούτε και είχε τέτοια πρόθεση, όπως διεφάνη από την αγόρευση του συνηγόρου του για σκοπούς μετριασμού της ποινής. Μάλιστα το Δικαστήριο προβληματίστηκε κατά πόσο οι περιστάσεις δικαιολογούσαν ποινή φυλάκισης λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος και της επιδειχθείσας υπό του κατηγορουμένου συμπεριφοράς.  Θεώρησε όμως, ότι η αντιστάθμιση της ανάγκης για αποτροπή και εξατομίκευση, με αναφορά στους σχετικούς μετριαστικούς παράγοντες, σε συνδυασμό με την έκδοση διατάγματος προς συμμόρφωση, άφηνε περιθώριο για μια ηπιότερη, ως πρώτο μέτρο μεταχείριση και δικαιολογούσαν την επιβολή χρηματικής ποινής.

 

Επαναλαμβάνεται ότι «το καθήκον της επιμέτρησης της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το δε Εφετείο επεμβαίνει στο αποτέλεσμά της μόνο εφόσον διαπιστώνεται ότι η επιβληθείσα ποινή είναι πράγματι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής, ή βέβαια εάν τυγχάνει εσφαλμένη ως θέμα αρχής[6] 

 

Η αυστηρότητα των προβλεπόμενων ποινών αντανακλά τη σημασία που έχει για την Πολιτεία η έγκαιρη και πλήρης εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων.  Όπως έχει τονιστεί στην Σχίζα[7] κατόπιν αναφοράς στην Rainbow,[8] «.η εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων ενέχει μεγάλη σημασία για το δημόσιο. Ανάλογα μεγάλη είναι και η ευθύνη των πολιτών για πιστή εκπλήρωση των υποχρεώσεων που θέτει η φορολογική νομοθεσία. H βαρύτητα των αδικημάτων, τα οποία διέπραξαν οι εφεσίβλητοι (κατηγορούμενοι), προκύπτει και από τις προβλεπόμενες από το Άρθρο 50(1) ποινές.».  

 

Η άλλη παράμετρος που συζητήθηκε από τον εφεσείοντα και αφορά στην έκδοση υπό του Δικαστηρίου διατάγματος υποβολής κατάστασης ενεργητικού και παθητικού, άρθρο 50(2) του Νόμου ανωτέρω, εξέρχεται, θεωρούμε, της εμβέλειας του 19ου λόγου έφεσης και δεν παρέχεται ευχέρεια προς περαιτέρω συζήτηση: μια τέτοια διαταγή δεν συνιστά ποινή με την έννοια που ενέχει ο όρος στα πλαίσια του Άρθρου 12.3 του Συντάγματος (Savvas Raftis & Co Ltd and another v. Minicipality of Paphos (1982) 2 C.L.R. 1) δηλαδή με την τιμωρία του εφεσείοντος αλλά συνιστά το μέσο προς συμμόρφωση του (Antoniades v. The Police (1964) C.L.R. 139, Michaelides v. The Police (1965) 2 C.L.R. 16, The Attorney-General v. Herodotou (1969) 2 C.L.R. 10, και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πατσαλίδη (1996) 2 A.Α.Δ. 287). 

 

Υπό το φως των ανωτέρω, θεωρούμε ότι η διαπιστούμενη υπό του Δικαστηρίου άρνηση του εφεσείοντος να συμμορφωθεί τερματίζει κάθε συζήτηση.  Η παράβαση φορολογικής νομοθεσίας συνιστά σοβαρό παράπτωμα που δικαιολογεί κατά κανόνα την επιβολή ανάλογα σοβαρών κυρώσεων (Σχίζα, ανωτέρω).  Θεωρούμε ότι η χρηματική ποινή που επέβαλε το Δικαστήριο εξόφθαλμα θα μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να κριθεί ως έκδηλα ανεπαρκής και η μεταχείριση του εφεσείοντος ως ιδιαιτέρως επιεικής. 

                                              

Τούτων δοθέντων η έφεση απορρίπτεται.

 

                                                                   Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

/φκ



[1]  27. Ο Διευθυvτής δύvαται, δι' εγγράφoυ αυτoύ ειδoπoιήσεως, vα απαιτήση παρά παvτός πρoσώπoυ όπως τω παράσχη τoιαύτα στoιχεία αvαφoρικώς πρoς τo αvτικείμεvov φόρoυ τoυ πρoσώπoυ τoύτoυ δι' oιovδήπoτε φoρoλoγικόv έτoς oία ήθελεv oύτoς κρίvει αvαγκαία διά τoυς σκoπoύς τoυ παρόvτoς Νόμoυ, ή όπως εμφαvισθή εvώπιov αυτoύ και δώση μαρτυρίαv, αvαφoρικώς πρoς τo τoιoύτov αvτικείμεvov φόρoυ και πρoσαγάγη λoγαριασμoύς, βιβλία ή άλλα έγγραφα υπό τηv φύλαξιv ή έλεγχov αυτoύ σχετιζόμεvα με τo ρηθέv αvτικείμεvov φόρoυ.

 

2 5.-(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (1) o Διευθυvτής δύναται, δι' εγγράφου ειδοποιήσεως vα απαίτηση παρά παντός προσώπου όπως, εντός της προθεσμίας της καθoριζoμέvης εv τη ειδoπoιήσει, υπoβάλη δήλωσίν τoυ αvτικειμέvoυ τoυ φόρου και τoιαύτα στoιχεία oία δυvατόv vα απαιτηθώσι διά τoυς σκoπoύς τoυ vόμoυ δυvάμει τoυ oπoίoυ επεβλήθη o φόρoς. (τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου)

 

[3] 20(3) Άμα τη λήψει της εv εδαφίω (1) αvαφερoμέvης εvστάσεως, o Διευθυvτής δύvαται μέσα σε περίοδο δώδεκα μηνών από την ημερομηνία υποβολής της ένστασης.

(α) vα ζητήση παρά τoυ υπoβαλόvτoς τηv έvστασιv πρoσώπoυ όπως εvτός ειδικώς καθoριζoμέvης πρoθεσμίας πρoσαγάγη τoιαύτα στoιχεία πρoς τov σκoπόv εξακριβώσεως τoυ πoσoύ τoυ αvτικειμέvoυ φόρoυ oία o Διευθυvτής ήθελε κρίvει αvαγκαία, ως-

(i) λoγαριασμoύς ικαvoπoιoύvτας τov Διευθυvτήv, oίτιvες εξηλέχθησαv υπό αvεξαρτήτoυ επαγγελματίoυ λoγιστoύ, εγκεκριμέvoυ πρoς τoύτo υπό τoυ Υπoυργoύ Οικovoμικώv δυvάμει τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 29

(ii) λoγιστικά βιβλία, έγγραφα και λoιπά απoδεικτικά στoιχεία, αvτίγραφα τραπεζικώv και άλλωv λoγαριασμώv αφoρώvτωv εις τo αvτικείμεvov φόρoυ, ή τo αvτικείμεvov φόρoυ πάvτωv τωv εξ αυτoύ εξηρτημέvωv πρoσώπωv και τoυ συζύγoυ ή της συζύγoυ αυτoύ, εφ' όσov στερείται φoρoλoγητέoυ εισoδήματoς

(iii) καταστάσεις δεικvυoύσας, καθ' ωρισμέvηv τιvά ημερoμηvίαv, πλήρεις λεπτoμερείας τoυ εvεργητικoύ και παθητικoύ της πρoσωπικής ή επαγγελματικής περιoυσίας, ή αμφoτέρωv, είτε εv τη Δημoκρατία είτε αλλαχoύ, τoυ εvισταμέvoυ πρoσώπoυ παvτός εξ αυτoύ εξηρτημέvoυ πρoσώπoυ, και τoυ συζύγoυ ή της συζύγoυ αυτoύ, εφ' όσov στερείται φoρoλoγητέoυ εισoδήματoς, ως και τoιαύτας ετέρας συμπληρωματικάς απoδείξεις ή άλλας λεπτoμερείας oίας o Διευθυvτής ήθελε κρίvει αvαγκαίας

(β) vα καλέση τo εvιστάμεvov πρόσωπov όπως εμφαvισθή  εvώπιov αυτoύ πρoς τov σκoπόv όπως εξετασθή αvαφoρικώς πρoς τηv τoιαύτηv έvστασιv τoυ

(γ) vα καλέση oιovδήπoτε έτερov πρόσωπov, δυvάμεvov vα παράσχη oιασδήπoτε πληρoφoρίας αvαφoρικώς πρoς γεvoμέvηv φoρoλoγίαv, πληv τoυ συζύγoυ ή της συζύγoυ ή τoυ συγγεvoύς μέχρι πρώτoυ βαθμoύ ή τoυ γραμματέως, υπηρέτoυ ή ετέρoυ πρoσώπoυ έχovτoς εμπιστευτικήv τιvα θέσιv εv τη υπηρεσία τoυ εvισταμέvoυ πρoσώπoυ, ή πρoσώπoυ πρoσφέρovτoς τω εvισταμέvω πρoσώπω εμπιστευτικήv τιvα υπηρεσίαv, όπως εμφαvισθή εvώπιov αυτoύ και τω παράσχη  τoιαύτας πληρoφoρίας ή στoιχεία ή/και πρoσαγάγη τoιoύτoυς λoγαριασμoύς, βιβλία ή άλλα έγγραφα αvήκovτα εις αυτό oία oύτoς ήθελε κρίvει αvαγκαία διά τov σκoπόv εξακριβώσεως τoυ πoσoύ τoυ αvτικειμέvoυ φόρoυ τoυ εvισταμέvoυ πρoσώπoυ:

Νοείται ότι για ενστάσεις που λήφθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Τροποποιητικού) .Νόμου του 1999, ο Διευθυντής μπορεί να προβεί στις πιο πάνω ενέργειες το αργότερο μέσα σε δύο έτη από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999:

Νοείται περαιτέρω ότι, εφόσον ζητηθούν στοιχεία σύμφωνα με την παράγραφο (α) εντός των πιο πάνω καθορισμένων προθεσμιών, ο Διευθυντής μπορεί να προβεί στις ενέργειες που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (γ) ή να ζητήσει διευκρινιστικά στοιχεία που προκύπτουν από την εξέταση των υποβληθέντων στοιχείων εντός της προθεσμίας που του παρέχεται στο εδάφιο (6) για έκδοση της απόφασής του.

 

[4] 50.-(1) Παv πρόσωπov όπερ αρvείται, παραλείπει ή αμελεί vα δώση ειδoπoίησιv ή vα υπoβάλη δηλώσεις ή καταλόγoυς ή vα παράσχη στoιχεία ή vα εκτελέση oιovδήπoτε καθήκov επιβαλλόμεvov υπό τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς Νόμoυ, ως και παv πρόσωπov όπερ παραβαίvει καθ' oιovδήπoτε έτερov τρόπov τας διατάξεις τoυ παρόvτoς Νόμoυ είvαι έvoχov αδικήματoς και υπόκειται, εv περιπτώσει καταδίκης, εις χρηματικήv πoιvήv μη υπερβαίvoυσαv τα δεκαεπτά ευρώ δι' εκάστηv ημέραv κατά τηv oπoίαv συvεχίζεται η άρvησις, παράλειψις ή αμέλεια ή εις φυλάκισιv διά χρovικόv διάστημα μη υπερβαίvov τoυς δώδεκα μήνες ή εις αμφoτέρας τας πoιvάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τoιαύτης, εκτός εάv ετέρα τις κύρωσις πρoβλέπηται ειδικώς διά τo τoιoύτov αδίκημα.

(2) Τo Δικαστήριov δύvαται επί πλέov vα διατάξη τo καταδικασθέv πρόσωπov όπως δώση τoιαύτηv ειδoπoίησιv, κατάστασιv, κατάλoγov ή στoιχεία oία δυvατόv vα απητήθησαv παρ' αυτoύ υπό της πρoς τov σκoπόv τoύτωv απoσταλείσης αυτώ ειδoπoιήσεως.

(3) Παv πρόσωπov όπερ αδικαιoλoγήτως παραλείπει από τηv δήλωσιv τoυ αvτικειμέvoυ τoυ φόρoυ oιovδήπoτε αvτικείμεvov φόρoυ, είvαι έvoχov αδικήματoς και υπόκειται, εv περιπτώσει καταδίκης, εις χρηματικήv πoιvήv μη υπερβαίvoυσαv τας τις δύο χιλιάδες λίρες πρoσέτι δε-

(α) καταβάλλει τo πoσόv τoυ συvεπεία της παραλείψεως ή πράξεως αυτoύ απoλεσθέvτoς φόρoυ και

(β) επιβαρύvεται υπό τoυ Δικαστηρίoυ διά περαιτέρω πoσoύ μη υπερβαίvovτoς τo διπλάσιov της διαφoράς μεταξύ τoυ oρθώς επιβαλλoμέvoυ φόρoυ και τoυ φόρoυ όστις θα επεβάλλετo εάv η φoρoλoγία εβασίζετo επί της υπ' αυτoύ υπoβληθείσης δηλώσεως.

50Α. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 50 του παρόντος Νόμου-

(α) Πρόσωπο που αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να δώσει ειδοποίηση ή να υποβάλει δήλωση ή να παράσχει στοιχεία ή να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον, το οποίο προβλέπεται ρητά στον παρόντα Νόμο, εντός της χρονικής προθεσμίας που προβλέπεται ή καθορίζεται ρητά από τον παρόντα Νόμο, υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση εκατόν (100) ευρώ·

(β) πρόσωπο που αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να δώσει ειδοποίηση ή να υποβάλει δήλωση ή να παράσχει στοιχεία ή να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον, για το οποίο ο παρών Νόμος προβλέπει προθεσμία συμμόρφωσης και ο Διευθυντής απαιτήσει από πρόσωπο αυτό όπως συμμορφωθεί εντός της προθεσμίας που καθορίζεται ρητά  σε ειδοποίηση που επιδίδεται δεόντως  στο πρόσωπο αυτό και η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη των εξήντα (60) ημερών, υπόκειται, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης σε χρηματική επιβάρυνση διακοσίων (200) ευρώ·

(γ) πρόσωπο που αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να δώσει ειδοποίηση ή να υποβάλει δήλωση ή να παράσχει στοιχεία ή να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον, για το οποίο ο παρών Νόμος δεν προβλέπει προθεσμία συμμόρφωσης και ο Διευθυντής απαιτήσει από το πρόσωπο αυτό όπως συμμορφωθεί εντός προθεσμίας που καθορίζεται  σε ειδοποίηση που επιδίδεται δεόντως στο πρόσωπο αυτό και η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη των εξήντα (60) ημερών, υπόκειται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ειδοποίηση, σε χρηματική επιβάρυνση  διακοσίων (200) ευρώ·

(δ) πρόσωπο που αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να δώσει ειδοποίηση ή να υποβάλει δήλωση ή να παράσχει στοιχεία ή να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον, για το οποίο ο παρών Νόμος δεν προβλέπει προθεσμία συμμόρφωσης και η απαιτούμενη ειδοποίηση ή δήλωση  ή στοιχεία αφορούν άλλο πρόσωπο και ο Διευθυντής απαιτήσει από το πρόσωπο αυτό όπως συμμορφωθεί εντός προθεσμίας ειδικώς καθοριζομένης  σε σχετική ειδοποίηση που επιδίδεται δεόντως στο πρόσωπο αυτό και η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη των εξήντα (60) ημερών, υπόκειται, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ειδοποίηση, σε χρηματική επιβάρυνση  εκατόν (100) ευρώ·

(ε) πρόσωπο που παραλείπει να καταβάλει οφειλόμενο φόρο μέχρι την από τον παρόντα Νόμο καθοριζόμενη προθεσμία ή μέχρι την προθεσμία που καθορίζεται σε ειδοποίηση του Διευθυντή, υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση ίση προς πέντε τοις εκατόν (5%) του οφειλόμενου φόρου:

Νοείται ότι, στην περίπτωση που παρέλθουν δύο μήνες από την συμπλήρωση της τελευταίας ημέρας της ταχθείσας προθεσμίας καταβολής του οφειλόμενου φόρου και η παράλειψη συνεχίζεται, το πρόσωπο υπόκειται σε επιπλέον χρηματική επιβάρυνση ίση προς πέντε τοις εκατόν (5%) επί του οφειλόμενου φόρου.

 

[5] Α.Π. (Μηλιώτης) Ακίνητα Λτδ κ.α. v Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 12 ((Βλ. επίσης Συνεργατικόν Ταμιευτήριον Λεμεσού Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1994) 2 Α.Α.Δ. 145, Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 453 και Λανίτη Λτδ και άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225).

 

 

[6] Γενικός. Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Αεροπόρος ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 275, Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245.

[7] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Νίκου Σχίζα κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 175.

[8] Rainbow v Republic (1984) 3 C.L.R. 846 (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Antreas Makris Tourist Taxi Service Co. Ltd. (1996) 2 Α.Α.Δ. 262.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο