ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B219
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.36/2017)
14 Ιουνίου, 2017
Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείων,
ν.
ΧΧ
Εφεσίβλητος.
- - - - - - - - -
Χρ.Κυθραιώτου, (κα), για τον εφεσείοντα
Α.Αβραάμ, για τον εφεσίβλητο
- - - - - - - - -
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία του αδικήματος θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία της ανήλικης.]
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος μετά από παραδοχή σε κατηγορία σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(3) του Περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014). Με βάση τις λεπτομέρειες αδικήματος στις Χ.Χ.2015 στη ΧΧ της επαρχίας ΧΧ συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με την παραπονούμενη από τη ΧΧ γεννηθείσα στις Χ.Χ.2000, δηλαδή ήλθε σε συνουσία μαζί της. Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου ο εφεσίβλητος, ηλικίας σήμερα 39 ετών, είχε προσληφθεί από το Υπουργείο Παιδείας ως εκπαιδευτής ΧΧ. Κατά τον επίδικο χρόνο παρέδιδε μαθήματα ΧΧ στη ΧΧ Σχολή ΧΧ. Η παραπονούμενη, ηλικίας 15 ετών και 5 μηνών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, φοιτούσε στην πιο πάνω ΧΧ Σχολή. Παρότι ο εφεσίβλητος δίδασκε σε άλλο τμήμα, έτυχε σε ορισμένες περιπτώσεις να διδάξει στο τμήμα που φοιτούσε η παραπονούμενη, αναπληρώνοντας άλλους συναδέλφους του.
Ο εφεσίβλητος γνώρισε την παραπονούμενη από την αρχή της σχολικής χρονιάς (Σεπτέμβριο του έτους 2015) και αναπτύχθηκε μεταξύ τους φιλική σχέση η οποία στην πορεία εξελίχθηκε σε ερωτική. Η σχέση τους ολοκληρώθηκε στις 10/10/2015. Την ημέρα εκείνη είχαν μεταβεί με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου στη ΧΧ και κατά την επιστροφή τους προς τη ΧΧ σταμάτησαν σε ένα απόμερο σημείο, πλησίον του ΧΧ όπου διαμένει η παραπονούμενη και ήλθαν σε συνουσία.
Την επόμενη εργάσιμη ημέρα, ο εφεσίβλητος εκμυστηρεύθηκε το δεσμό του με την παραπονούμενη σε Κοινωνική Λειτουργό που εργαζόταν στην ίδια ΧΧ Σχολή, η οποία πληροφόρησε σχετικά τη Διεύθυνση της ΧΧ Σχολής. Αφού ενημερώθηκε το αρμόδιο Υπουργείο η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία. Την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος συνελήφθη και παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος.
Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, η παραπονούμενη δεν αποκάλυψε στην αρχή ότι είχε έλθει σε συνουσία με τον εφεσίβλητο. Παραπέμφθηκε σε κλινικό ψυχολόγο για αξιολόγηση της κατάστασης της αλλά δεν συνεργάστηκε μαζί του, για τούτο και δεν ετοιμάστηκε εμπεριστατωμένη έκθεση όσον αφορά την ακριβή εικόνα της ψυχολογικής της κατάστασης. Στην έκταση που μπορούσε να την αξιολογήσει, ωστόσο ο ψυχολόγος είχε διαπιστώσει ότι η νοητική της κατάσταση ήταν χαμηλότερη των παιδιών της ηλικίας της και ότι υπήρχαν δυσκολίες στην κατανόηση και τη μνήμη. Παρατηρήθηκε ακόμη ότι είχε παρουσιάσει και συμπτωματολογία συναισθηματικής εξάρτησης με τον εφεσίβλητο.
Το Κακουργιοδικείο, αφού έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω γεγονότα και τα ελαφρυντικά που τέθηκαν από την Υπεράσπιση, επέβαλε στον εφεσίβλητο ποινή φυλάκισης ενός έτους. Προσμετρήθηκε υπέρ αυτού η παραδοχή και το λευκό του μητρώο καθώς και επιπτώσεις που δυνατό να έχει η φυλάκιση στα δύο ανήλικα παιδιά του καθώς και τη μητέρα του, λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει. Ταυτόχρονα τονίστηκε από το Κακουργιοδικείο η σοβαρότητα του αδικήματος καθώς και η διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής τόσο λόγω της φύσης όσο και λόγω της έξαρσης που παρουσιάζουν τα σεξουαλικά αδικήματα που στρέφονται εναντίον ανηλίκων θυμάτων, καθιστώντας αναπόφευκτη την επιλογή της ποινής φυλάκισης. Οι ελαφρυντικοί παράγοντες επέδρασαν, ως εξηγεί το Κακουργιοδικείο, στην έκταση αυτής της ποινής.
Η Δημοκρατία εφεσίβαλε τη 12μηνη ποινή φυλάκισης ως έκδηλα ανεπαρκή. Σύμφωνα με τη δοθείσα στο εφετήριο αιτιολογία δεν εδόθη η δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα και τη φύση του αδικήματος, όπως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή που είναι η 20ετής φυλάκιση. Ενώ δηλώνεται λεκτικά από το Κακουργιοδικείο η ανάγκη αποτροπής σε σεξουαλικά αδικήματα με θύματα ανήλικα πρόσωπα, δεν δίδεται η αντίστοιχη βαρύτητα με δεδομένη τη διαπίστωση της αύξησης στη συχνότητα διάπραξης τέτοιων αδικημάτων. Διατυπώνεται επίσης μομφή στην πρωτόδικη προσέγγιση για μη ορθή αξιολόγηση των επιβαρυντικών παραγόντων της υπόθεσης, ιδιαίτερα τη διαφορά ηλικίας μεταξύ του εφεσίβλητου και του θύματος, τη νοητική κατάσταση της παραπονουμένης η οποία ήταν χαμηλότερη των παιδιών της ηλικίας της και τη συναισθηματική της εξάρτηση από τον εφεσίβλητο, ο οποίος ήταν και καθηγητής της. Με την πιο πάνω ποινή, συνεχίζει η κα Κυθραιώτου, αποδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες με αποτέλεσμα την εξασθένηση της αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και την αποστολή λανθασμένων μηνυμάτων στους παραβάτες τέτοιων αδικημάτων. Σύμφωνα με την κα Κυθραιώτου οι επιβαρυντικοί παράγοντες που υπήρχαν στην υπόθεση φαίνεται να έτυχαν λεκτικής μόνο αναγνώρισης από το Δικαστήριο και δεν είχαν ανάλογο αντίκρισμα στην επιβληθείσα ποινή, με αποτέλεσμα να είναι, αντικειμενικά κρινόμενη, έκδηλα ανεπαρκής.
Η πλευρά του εφεσίβλητου θεωρεί ότι δεν συντρέχουν οι πιο πάνω λόγοι και η ποινή είναι, με τη δέουσα εξισορρόπηση των παραγόντων, ορθή.
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε μέρος της προσέγγισης του Κακουργιοδικείου, ως προς το πιο πάνω:
«Στην κρινόμενη υπόθεση λαμβάνουμε υπόψη τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη διάπραξη του αδικήματος. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε βία καθώς και το γεγονός ότι η ερωτική σχέση αναπτύχθηκε με πρωτοβουλία της παραπονούμενης, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη, χωρίς όμως να εξουδετερώνεται η σοβαρότητα του αδικήματος. Υποδεικνύουμε, συναφώς, ότι με βάση τις πρόνοιες του Νόμου, έστω και εάν η σεξουαλική συνεύρεση ήταν με τη θέληση του θύματος, τεκμαίρεται πως δεν υπήρχε η αναγκαία συναίνεση λόγω ακριβώς του νεαρού της ηλικίας του θύματος και της ανωριμότητας του να έχει σεξουαλική επαφή. Το θύμα στην προκειμένη υπόθεση ήταν ηλικίας 15 ετών και 5 μηνών, ενώ με βάση το άρθρο 2 του Νόμου η ηλικία που θα μπορούσε να δοθεί συναίνεση καθορίζεται στο 17° έτος. Η θέση του Κατηγορουμένου, πως η παραπονούμενη έδειχνε μεγαλύτερη, στερείται πειστικότητας. Ο Κατηγορούμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ακριβή ηλικία της, εφόσον ήταν καθηγητής στην ίδια σχολή που φοιτούσε η παραπονούμενη.
Η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ του Κατηγορουμένου (37 ετών) και της παραπονούμενης (15 ½ ετών), συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα. Το γεγονός δε ότι ο Κατηγορούμενος ήταν καθηγητής της ανήλικης, συνιστά πρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο. Αντί ο Κατηγορούμενος να περιοριστεί, ως όφειλε, στην εκπαίδευση και ορθή διαπαιδαγώγηση της μαθήτριας του, εκμεταλλευόμενος το νεαρό της ηλικίας της, ενέδωσε στις ανώριμες επιθυμίες της και την εκμεταλλεύθηκε σεξουαλικά.
Συμφωνούμε με την εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορουμένου, πως δεν υπήρξαν επιτηδευμένες ενέργειες εκ μέρους του Κατηγορούμενου και πως η περίπτωση δεν εμπίπτει στις σοβαρές εκείνες υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών από αδίστακτους και επιτήδειους παιδόφιλους. Θα διαχωριστεί, συνεπώς, η παρούσα υπόθεση από εκείνες τις υποθέσεις, στις οποίες αρμόζουσα ποινή είναι η πολυετής φυλάκιση, χωρίς ταυτόχρονα να υποβαθμίζεται η σοβαρότητα του αδικήματος, με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις που περιβάλλουν την υπόθεση, όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω.
Προσμετρούμε υπέρ του Κατηγορούμενου την παραδοχή και το λευκό του μητρώο. Έχει επανειλημμένα υποδειχθεί ότι η παραδοχή πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει και τους παραβάτες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην αναλώνεται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση των υποθέσεων (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Ιδιαίτερη βαρύτητα προσλαμβάνει η παραδοχή σε σεξουαλικά αδικήματα, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, αφού δεν υποχρεώνεται το θύμα να ξαναζήσει στο Δικαστήριο τις τραυματικές εμπειρίες του (βλ. Δημοκρατία ν. Μάστρου (2003) 2 Α.Α.Δ. 166 και Hamieh ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ, 259).
Έχουμε προβληματιστεί ιδιαίτερα όχι τόσο για το είδος αλλά για το ύψος της ποινής. Έχουμε ενώπιον μας έναν καθηγητή, ηλικίας σήμερα 39 ετών με λευκό μητρώο. Λαμβάνουμε υπόψη την παραδοχή και την μεταμέλεια του, καθώς και τις επιπτώσεις που δυνατό να έχει η ποινή φυλάκισης στα δυο ανήλικα παιδιά και τη μητέρα του την οποία, όπως αναφέρθηκε, βοηθά λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει.
Η σοβαρότητα του αδικήματος και η διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής, τόσο λόγω της φύσης όσο και λόγω της έξαρσης που παρουσιάζουν τα σεξουαλικά αδικήματα που στρέφονται εναντίον ανυπεράσπιστων ανηλίκων θυμάτων, όπως υποδείχθηκε πιο πάνω, δεν αφήνει άλλη επιλογή στο Δικαστήριο από την επιβολή ποινής φυλάκισης. Οι μετριαστικοί παράγοντες που συντρέχουν θα επιδράσουν στην έκταση της φυλάκισης».
Στην υπόθεση Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 59/16, 23.3.2017, όπου ο εφεσείων ήταν 24 και το θύμα 13 χρονών, επικυρώθηκε ποινή 2 ½ ετών φυλάκισης σε αδίκημα που στηριζόταν ακριβώς στον ίδιο Νόμο. Είχαμε δε αναφέρει τα εξής, σε συνάρτηση με τον τρόπο προσέγγισης της ποινής:
«Τα Δικαστήρια, στο δύσκολο έργο της επιβολής ποινής, είναι επιβεβλημένο να προστατεύουν το αγαθό που ο νομοθέτης ευλόγως θέλησε να προστατευθεί, δηλαδή, τα παιδιά. Το θύμα στην προκείμενη περίπτωση, ούσα 13 χρόνων, ήταν στην προστατευόμενη εκείνη ηλικία που ακριβώς καθιστά το αδίκημα σοβαρό γι΄ αυτό και η προνοούμενη υπό του Νόμου ποινή είναι 20 χρόνια φυλάκιση.
Επιβαλλόταν, συνεπώς, η ποινή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του εφεσείοντα να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες. (Βλ. Σύγγραμμα Rook & Ward On Sexual Offences, Law and Practice, 4th ed. p.205 κ.επ. και στο Σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016, p.340 κ.επ. όπου καταγράφονται οι ρυθμίσεις που αφορούν παρόμοια αδικήματα με τα επίδικα στην αγγλική νομοθεσία και καταγράφονται οι δείκτες και οι αρχές με βάση τις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να λειτουργεί κατά την επιβολή τέτοιων ποινών - βλ. ειδικά s.9 του Sexual Offences Act 2003).
Εκείνο δε που πρέπει να επισημανθεί ιδιαιτέρως σε σχέση με το άρθρο 6 του πιο πάνω Νόμου είναι ότι τα αδικήματα αυτά στοιχειοθετούνται με προνοούμενη αυστηρή ποινή γιατί ακριβώς δεν είναι συμβατή με την ηλικία των θυμάτων, η έννοια της συναίνεσης, γι΄ αυτό και το άρθρο 6(3) ποινικοποιεί τη σεξουαλική πράξη με «παιδί το οποίο δεν έχει φθάσει στην ηλικία συναίνεσης», δηλαδή ανεξάρτητα από τη συναίνεση. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αναστάσιος Ηροδότου, ποιν.έφ.120/13 ημερ. 30.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D230, ειδικά σελ.3 και 4). Με αυτό το δεδομένο λοιπόν, δεν μπορεί να είναι σχετικό το θέμα της ύπαρξης προηγούμενων σεξουαλικών σχέσεων από το θύμα.»
Δεν αγνοούμε ότι στην Ειρηναίος Χριστοφόρου η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής ήταν από άλλη άποψη εντονότερη και ο τρόπος προσέγγισης του θύματος ιδιαιτέρως ανησυχητικός. Στρεφόμενοι στα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης, θεωρούμε ότι όντως το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε - παρά τη λεκτική αντίθετη διατύπωση - στις ορθές της παραμέτρους τη σοβαρότητα του αδικήματος, αλλά και δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα σε παράγοντες που συνέτρεχαν εν προκειμένω, με αποτέλεσμα η ποινή να παρουσιάζεται έκδηλα ανεπαρκής. Παραγνωρίσθηκε στην ουσία του ότι τα αδικήματα τέτοιας φύσεως παρουσιάζουν ανησυχητικά αυξητική τάση. Προσθέτως, δεν αντικρίσθηκε στην ορθή του διάσταση η σχέση της ανήλικης μαθήτριας με τον εφεσίβλητο που ήταν καθηγητής στο ίδιο σχολείο - έστω και αν όχι τακτικός στην τάξη της.
Σημασία είχε - και αναγνωρίζεται νομολογικά ως επιβαρυντικός παράγοντας - η ιδιότητα καθηγητή με μαθήτρια ως εκ της δυνατότητας να εδραιωθεί συναισθηματική εξάρτηση, (όπως ήδη εν προκειμένω διαπιστώθηκε στην έκθεση του ψυχολόγου) και πιο εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε εκμετάλλευση ενός θύματος, το οποίο ακριβώς, όπως τονίσαμε στην Ειρηναίος Χριστοφόρου, δεν είναι ουσιαστικά σε θέση να διαμορφώσει συναίνεση.
Η εξάρτηση που μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα χώρο όπως το σχολείο που πρέπει να είναι και να παραμείνει - ας μας επιτραπεί ο όρος - προστατευμένος, συνιστά το αδίκημα σοβαρότερο (βλ. Sexual Offences Law and Practice, Rook and Word, 4th Edition, σ. 266 και επ., όπου τονίζεται ως επιβαρυντικό το γεγονός ότι μεταξύ καθηγητή και μαθητή υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης και δια της διάπραξης του αδικήματος ακριβώς γίνεται παραβίαση αυτής της θέσης, «abuse of position of the trust», δίδονται δε σχετικά νομολογιακά παραδείγματα ως η υπόθεση Healy (2009) EWCA Crim. 2196). Επιβαρυντικό στοιχείο επίσης είναι και η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ θύτη και θύματος, εν προκειμένω περίπου 23 χρόνια.
Το Κακουργιοδικείο, παρά το ότι εντόπισε ως επιβαρυντικά τα πιο πάνω στοιχεία, δεν τα αποτύπωσε στο ύψος της ποινής που επέλεξε, σε σχέση με ένα αδίκημα το οποίο ο νομοθέτης έκρινε τιμωρητέο με μέγιστο όριο ποινής τα 20 χρόνια.
Η διάκριση που γίνεται πρωτόδικα σε αυτή την υπόθεση με άλλες «σοβαρές υποθέσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων», όπως γενικά τις χαρακτηρίζει το Κακουργιοδικείο, δεν μπορεί να σημαίνει ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης ενός έτους είναι επαρκής τιμωρία για τον δράστη παρά τα ελαφρυντικά (ειδικά της παραδοχής και του λευκού μητρώου) που συνέτρεχαν. Τονίζουμε και πάλι ότι αν εξέλειπαν οι παράγοντες αυτοί, ειδικά της παραδοχής η οποία είναι η μόνη απτή απόδειξη της πραγματικής μεταμέλειας του δράστη, η ποινή σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη.
Εν πάση περιπτώσει, η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής και χωρεί επέμβαση του Εφετείου. Κρίνουμε υπό τις περιστάσεις ότι η δέουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης των 2 ετών, ως αντανακλούσα ακριβώς τη σοβαρότητα του αδικήματος και των περιστάσεων και ως ικανοποιούσα την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου από σεξουαλικά αδικήματα, ειδικά στρεφόμενα εναντίον ανηλίκων προσώπων.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η 12μηνη ποινή φυλάκισης αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 2 ετών.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΜΑΑ Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.