ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D268
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 28/2020)
28 Ιουλίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ALMUHANA ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΜΕΣΩ-
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ xxx ALMUHANA ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ.
_ _ _ _ _ _
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum, με το οποίο να κηρύσσεται ως παράνομη η κράτηση του Αιτητή, από άποψης διάρκειας και να διατάσσεται η απελευθέρωσή του και/ή η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Το αίτημα εδράζεται στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000 (ο Νόμος).
Όπως είχε την ευκαιρία το Δικαστήριο να σημειώσει στην υπόθεση xxx Alabdalla, Πολιτική Αίτηση Αρ. 129/2019, ημερ. 8.8.2019, ECLI:CY:AD:2019:D542:
«Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000, Ν.6(Ι)/2000 (ο Νόμος), θεσπίστηκε προς τον σκοπό εναρμόνισης με σειρά Οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία και σε αναφορά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αλλά και προς την αποτελεσματική εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) Αριθ. 604/2013.
Κατ΄ ακολουθίαν του πιο πάνω Νόμου, άρθρο 9ΣΤ(1), απαγορεύεται η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή. Παρά ταύτα, είναι εφικτό, άρθρο 9ΣΤ(2), εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, να τεθεί υπό κράτηση ο αιτητής κατόπιν γραπτού διατάγματος του αρμοδίου Υπουργού των Εσωτερικών, μεταξύ άλλων, άρθρο 9ΣΤ(2)(ε), «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης».»
Τα κρίσιμα για την υπόθεση γεγονότα έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής, στις 17.4.2019, αφίχθηκε σε λιμάνι των κατεχομένων, μέσω Τουρκίας, μέσα σε εμπορικό πλοίο, μαζί με 45 ομοεθνείς του. Τους παρέλαβε άγνωστο πρόσωπο και, αυθημερόν, εισήλθαν στις ελεύθερες περιοχές. Στις 19.4.2019 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο, η εξέταση της οποίας εκκρεμεί. Την επομένη, 20.4.2019, λήφθηκε συνέντευξη από τον Αιτητή, στα πλαίσια της οποίας παραδέχθηκε ότι το 2016 εντάχθηκε στην Οργάνωση Ισλαμικό Κράτος ALNOUSRA και έλαβε μέρος σε μάχες, με καθήκον να μεταφέρει στρατιώτες. Από την οργάνωση αποχώρησε τον Μάρτιο του 2019, καθότι, όπως ισχυρίστηκε, φοβήθηκε για τη ζωή του. Στην κατοχή του, στο κινητό του τηλέφωνο, εντοπίστηκαν φωτογραφίες, στις οποίες απεικονιζόταν ο ίδιος, είτε μόνος του, είτε μαζί με άλλα πρόσωπα, με στρατιωτικές στολές και κρατώντας διάφορα όπλα, όπως ΑΚ47-Καλάσνικωφ, RPG και άλλα.
Συνακόλουθα, εναντίον του Αιτητή εκδόθηκε, στις 20.4.2019, διάταγμα κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου. Έκτοτε, παραμένει υπό κράτηση, η διάρκεια της οποίας συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 9ΣΤ(7)(α)(i) του Νόμου.
Η ουσία των θέσεων του Αιτητή, όπως προωθήθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορό του, συνίσταται στο κατά πόσο η συνέχιση της κράτησης για περίοδο, μέχρι σήμερα περίπου 15 μηνών, δικαιολογείται, υπό την έννοια ότι ο Αιτητής αποτελεί ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της Δημοκρατίας και κατά πόσο είναι αναγκαία η κράτησή του και δεν μπορεί να υποκατασταθεί με λιγότερα περιοριστικά της προσωπικής ελευθερίας μέτρα. Είναι η συνακόλουθη προσέγγιση της συνηγόρου, ότι δεν υπάρχει καμία μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει την αναγκαιότητα της συνέχισης της κράτησης και ότι δεν είναι επιτρεπτή η επ΄ αόριστο κράτηση χωρίς την απόδοση οποιασδήποτε κατηγορίας.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη κράτηση είναι καθόλα νόμιμη και σύμφωνη με τις διατάξεις του νόμου και ειδικότερα του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε), ως αναγκαία για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, θέτοντας, περαιτέρω, ότι η περίοδος κράτησης είναι δικαιολογημένη και καθόλα νόμιμη.
Μέσω του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus παρέχεται αποτελεσματικός τρόπος άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση. Η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του Νόμου, οριοθετείται στη δυνατότητα προς έλεγχο της διάρκειας της κράτησης και όχι της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης. Το κρίσιμο βεβαίως ερώτημα επικεντρώνεται στο κατά πόσο η κράτηση του Αιτητή από τις 20.4.2019 αντιστρατεύεται τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) και (β) του Νόμου, κατά πόσο δηλαδή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, υπό την έννοια ότι εκτείνεται στο απαραίτητο και μόνο χρονικό διάστημα που ισχύει ο λόγος κράτησης που προβλέπεται από το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου και, επιπρόσθετα, κατά πόσο οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο κράτησης εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.
Ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης έχει άμεση συνάρτηση και άπτεται των πραγματικών γεγονότων που καλύπτουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Θα πρέπει βεβαίως να υπομνησθεί ότι ο Αιτητής τελεί υπό κράτηση για λόγους εθνικής ασφάλειας και η επικινδυνότητά του, καθώς επίσης και η εξέταση των σχετικών πληροφοριών, όπως και η εκτίμηση των στοιχείων που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια, είναι κατ΄ εξοχήν έργο και ευθύνη της Διοίκησης.
Όπως επίσης είχε το Δικαστήριο την ευκαιρία να παρατηρήσει στην υπόθεση Alabdalla (ανωτέρω):
«.. η αναφορά στο άρθρο 9ΣΤ(4)(β) σε διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου, αφορούν, κατά κύριο λόγο, στις περιπτώσεις έκδοσης διατάγματος κράτησης κατά τα διαλαμβανόμενα στις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(2)(α)(β)(γ)(δ) και (στ), όπου και ενεργοποιούνται οι διοικητικές διαδικασίες, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με την όλη πορεία εξέτασης αίτησης για παραχώρηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται. Παρά την ιδιαιτερότητα που περιβάλλει την έκδοση εντάλματος σύλληψης αιτητή προς τον σκοπό προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, όπως έχει ήδη επεξηγηθεί, παραμένει βεβαίως σε κάθε περίπτωση ενεργή η υποχρέωση του κράτους προς εξέταση της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης με την εύλογη επιμέλεια και χωρίς περιττές καθυστερήσεις.»
Στην απόφαση WM v. Stadt Frankfurt am Main C-18/19, ημερ. 2.7.2020, το Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 42 και επόμενες, ότι μολονότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν, κατ΄ ουσίαν, την ελευθερία να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, οι οποίες ενδέχεται να διαφοροποιούνται αναλόγως του κράτους μέλους και του κρίσιμου χρονικού διαστήματος, εντούτοις οι απαιτήσεις αυτές, πρέπει να ερμηνεύονται στενά προς διασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών. Επανέλαβε επίσης, ως προς την ερμηνεία της έννοιας του «κινδύνου για τη δημόσια τάξη», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της Οδηγίας 2008/115, ότι η έννοια αυτή προϋποθέτει, πέραν της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης την οποία συνιστά κάθε παράβαση του Νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντος σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Ως προς την έννοια της «δημόσιας ασφάλειας» ανασκόπηση της νομολογίας του Δικαστηρίου, καθορίζει ότι καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του. Ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου, σκέψεις 46 και 47, ότι προσβολή της δημόσιας τάξεως ή ασφάλειας δύναται να δικαιολογεί κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας μόνο εφόσον η ατομική συμπεριφορά του συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους, ζητήματα που, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις, απόκειται στο Δικαστήριο να διακριβώσει, στα πλαίσια της κύριας δίκης.
Κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης, είναι αναγκαίο να εξισορροπείται το δικαίωμα του κράτους προς προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, με τα δικαιώματα και ελευθερίες που αναγνωρίζονται κατά το άρθρο 52, παράγραφος (1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, εφαρμόζοντας, κατά την αρχή της αναλογικότητας, περιορισμούς επιτρεπόμενους μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά στους σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση και στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων (J.N. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-601/15/PPU, σκέψεις 49-50).
Όπως ήδη λέχθηκε, βασική παράμετρο εξέτασης των χρονικών πλαισίων της κράτησης, συνιστούν τα γεγονότα που αφορούν την κάθε περίπτωση.
Ο Αιτητής συνεργάστηκε από τα αρχικά στάδια της έκδοσης διατάγματος κράτησής του με τις αρμόδιες αρχές του κράτους, δίδοντας κατάθεση και επεξηγώντας τον ρόλο του και την όλη εμπλοκή του στις δραστηριότητες της προαναφερθείσας οργάνωσης. Ανέφερε ότι όταν εντάχθηκε ήταν ανήλικος, ενεργούσε ως απλός οδηγός και στη συνέχεια εγκατέλειψε την οργάνωση και έφυγε από τη Συρία, ζητώντας προστασία στην Κύπρο. Ήταν σταθερή του θέση ότι στη χώρα του, στη Συρία, όλοι κρατούν όπλα και ότι αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος ο οποίος κρατά όπλο είναι και τρομοκράτης. Παρά το γεγονός ότι πληροφορήθηκε, κατά τη λήψη της κατάθεσής του στις 20.4.2019, ότι ανακρινόταν σε σχέση με διερεύνηση υπόθεσης που αφορούσε αδικήματα τρομοκρατίας, συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και παροχής υποστήριξης σε τρομοκρατική οργάνωση, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας Νόμου του 2010, Ν. 110(Ι)/2010, εντούτοις, μέχρι και σήμερα δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του για οποιοδήποτε αδίκημα. Σημειώνεται ακόμη ότι τα στοιχεία του Αιτητή ελέγχθηκαν στις βάσεις δεδομένων του Γραφείου Καταπολέμησης Τρομοκρατίας της Interpol, της Europol και στο TSC, με αρνητικό αποτέλεσμα. Περαιτέρω, από την έκδοση του σχετικού διατάγματος κράτησης, πραγματοποιήθηκε επανεξέταση της κράτησής του στις 14.2.2020 και στο σχετικό τεκμήριο 7 που συνοδεύει την ένσταση, σημειώνεται ότι «Κρατείται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αίτημα για άσυλο εκκρεμεί. Κράτηση επιβεβλημένη. Τελεί υπό κράτηση 10 μήνες. Απεργία πείνας. Συνέχιση κράτησης.» Ακολούθησαν ακόμη δύο επανεξετάσεις, στις 16.4.2020 και 20.5.2020, τυπικής και μόνο μορφής, όπου επαναλαμβάνονται τα όσα καλύπτει η πρώτη επανεξέταση. Σημειώνεται ότι η υπόθεση είχε επανεξετασθεί πολλές φορές, ότι εκκρεμεί αίτηση ασύλου, ότι δεν έχει αλλάξει κάτι από την τελευταία επανεξέταση και γίνεται εισήγηση για συνέχιση της κράτησης.
Έχοντας κατά νουν τη νομική διάσταση του θέματος, όπως έχει ήδη αναπτυχθεί και τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά η αποδοχή της αίτησης και η έκδοση διατάγματος άμεσης αποφυλάκισης του Αιτητή. Τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι ελλείπει το υπόβαθρο τεκμηρίωσης προς απόδειξη της αναγκαιότητας της συνέχισης της κράτησης του Αιτητή. Η όποια αξιολόγηση του κινδύνου έγινε, ανατρέχει στα όσα έλαβαν χώραν πριν από 15 περίπου μήνες και τα οποία προκύπτουν ουσιαστικά από την κατάθεση του ίδιου του Αιτητή. Τίποτε άλλο δεν μεσολάβησε στο διάστημα που παρήλθε μέχρι και σήμερα προκειμένου να δικαιολογηθεί η συνέχιση της κράτησης στη βάση πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντος σοβαρής απειλής στο πρόσωπο του Αιτητή. Παρήλθε διάστημα 15 μηνών χωρίς να τεκμηριωθεί από την πλευρά των Καθ΄ ων η αίτηση, η οποία έχει και το βάρος απόδειξης, ότι λήφθηκαν συγκεκριμένα και ουσιαστικά μέτρα προς επαλήθευση των λόγων κράτησης, ούτε διαφαίνεται ότι υπάρχει πραγματική προοπτική η εξακρίβωση αυτή να μπορεί να γίνει με επιτυχία το συντομότερο δυνατό και χωρίς περιττές καθυστερήσεις.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση επιτυγχάνει.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.