ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-06-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 05/06/2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 8998/17, Πολιτική Αίτηση Αρ. 77/2018, 21/6/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:D301

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 77/2018)

 

 21 Ιουνίου, 2018

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI PROHIBITION

 

KAI

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 05/06/2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 8998/17 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155

_ _ _ _ _ _

 

Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας επιδιώκει τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«(Α)   την ΄Αδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την ΄Εκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης ημερ. 5/6/18 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση 8998/17.

 

(Β)     Την ΄Αδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την ΄Εκδοση Προνομιακού Εντάλματος Prohibition το οποίο να απαγορεύει στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας να συνεχίσει την ακροαματική διαδικασία της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης, η οποία είναι ορισμένη την 22.6.18.»

 

 

 

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση της αίτησης, όπως προκύπτουν από την Έκθεση και την Ένορκη Δήλωση του Αστυνόμου Β΄ Κ. Βέη παρατίθενται σε συντομία.

 

Εκκρεμεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας η ποινική υπόθεση υπ΄αρ. 8998/2017 όπου ο εκεί κατηγορούμενος αντιμετωπίζει 14 συνολικά κατηγορίες για αδικήματα κατά παράβαση του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Ν. 91(Ι)/2014 από τις οποίες παραδέχθηκε επτά και παρέμειναν προς εκδίκαση οι υπόλοιπες επτά κατηγορίες.

 

Η ακρόαση της υπόθεσης ξεκίνησε στις 22.5.2018 με την κατάθεση του ανακριτή της υπόθεσης ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε την οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονούμενης και ακολούθως κατέθεσε η ίδια η παραπονούμενη. Μετά τη συμπλήρωση της κυρίως εξέτασής της υποβλήθηκε αίτημα από την Κατηγορούσα Αρχή για τροποποίηση του κατηγορητηρίου με στόχο την προσθήκη δύο κατηγοριών που αφορούν πανομοιότυπα αδικήματα με αυτά των κατηγοριών 2 και 3, με τη διαφορά ότι αναφέρονται σε δύο  επιπρόσθετα περιστατικά. Τα περιστατικά αυτά η παραπονούμενη δεν τα ανέφερε στην κατάθεση της στην Αστυνομία και τα αποκάλυψε για πρώτη φορά στην συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Η Υπεράσπιση υπέβαλε ένσταση στο αίτημα και το Κακουργιοδικείο με αιτιολογημένη απόφαση, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας,  απέρριψε το αίτημα. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση όπου φαίνεται το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου:

 

«Οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται από το Δικαστήριο η εξουσία που παρέχεται από το άρθρο 83(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 154 για τροποποίηση κατηγορητηρίου, είναι πολύ καλά γνωστές και θεωρούμε πως δεν είναι απαραίτητο να τις επαναλάβουμε. Θα περιοριστούμε να υποδείξουμε πως αποφασιστικό κριτήριο είναι ο τυχόν δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης του Κατηγορούμενου από την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

 

Στην εξεταζόμενη περίπτωση παρατηρούμε ότι πρόκειται για ουσιαστική τροποποίηση με την προσθήκη δύο νέων κατηγοριών. Το αίτημα υποβλήθηκε μετά την έναρξη της ακρόασης και αφού κατέθεσε ο ανακριτής της υπόθεσης και ολοκληρώθηκε η κυρίως εξέταση της Παραπονούμενης. Σημειώνουμε ότι η αντεξέταση του ανακριτή (ΜΚ1) περιορίστηκε στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος κατά το δεδομένο χρόνο. Υποδεικνύουμε ότι ο ΜΚ1 ρωτήθηκε, ανάμεσα σε άλλα, σε σχέση και με τις περιβάλλουσες συνθήκες που αφορούσαν τις κατηγορίες εκείνες μεταξύ των οποίων και ποια ήταν τα παρόντα πρόσωπα.

 

Η ιδιαιτερότητα της περίπτωσης έγκειται στο γεγονός ότι για τη λήψη της κατάθεσης της παραπονούμενης ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο εφαρμοστέο νόμο. Συμφωνούμε με τη θέση της συνήγορου της Κατηγορούσας αρχής ότι η μαρτυρία θύματος σεξουαλικής κακοποίησης δεν περιορίζεται στο περιεχόμενο της οπτικογραφημένης κατάθεσης που λαμβάνεται και τούτο είναι αυτονόητο. Το παραπονούμενο πρόσωπο, στη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου, μπορεί να επεκταθεί και σε θέματα που δεν αναφέρονται στην κατάθεσή του. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση με τη μαρτυρία της η παραπονούμενη δεν προέβη απλά σε διευκρινίσεις και επεξηγήσεις σε σχέση με τα υπό εκδίκαση αδικήματα, αλλά προέβη σε νέες αποκαλύψεις που αφορούν τη διάπραξη δυο άλλων αυτοτελών αδικημάτων. Θα έπρεπε συνεπώς να είχε ακολουθηθεί η ενδεδειγμένη διαδικασία λήψης συμπληρωματικής οπτικογραφημένης κατάθεσης, με βάση το νόμο προκειμένου να περιληφθούν τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη των δυο πρόσθετων αδικημάτων. Υποδεικνύεται πως, με βάση τη μαρτυρία της παραπονούμενης, τα νέα περιστατικά αποκαλύφθηκαν στην εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής που εμφανίζεται στη διαδικασία και έχει τον χειρισμό της υπόθεσης, γεγονός που πιθανό να δημιουργήσει περιπλοκές στη διαδικασία αλλά και δυσμενή επίδραση στην υπεράσπιση του Κατηγορούμενου, υπό την έννοια ότι πιθανό να βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση στην περίπτωση που θα  επιθυμούσε να ελέγξει με ευρύ τρόπο την αξιοπιστία της Παραπονούμενης σε σχέση με τα θέματα αυτά.

 

Υπενθυμίζουμε επί τούτου τη γνωστή αρχή ότι δεν είναι δυνατό πρόσωπο να διαδραματίσει διπλό ρόλο, ήτοι δικηγόρος στην υπόθεση και μάρτυρας, είτε στην πράξη είτε εν δυνάμει.»

 

 

 

 

Αποτελεί θέση του Αιτητή ότι κατά την έκδοση της εν λόγω απόφασης το Κακουργιοδικείο ενήργησε υπό νομική πλάνη καταφανή στο πρακτικό (error of law apparent on the face of the record) και καθ΄υπέρβαση δικαιοδοσίας. Συγκεκριμένα, ενώ κατά την εξέταση τέτοιου είδους αιτημάτων το Δικαστήριο οφείλει να ασκεί τη διακριτική του εξουσία εντός του πλαισίου που καθορίζει το άρθρο 83(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, ήτοι κατά πόσο το κατηγορητήριο είναι ελαττωματικό και κατά πόσον η τροποποίηση αυτή προκαλεί οποιαδήποτε αδικία στον κατηγορούμενο, το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του απορρίπτοντας το αίτημα για λόγους που δεν αφορούσαν το ζήτημα τροποποίησης κατηγορητηρίου.

Το Κακουργιοδικείο, σύμφωνα με τον Αιτητή αποφάσισε ότι δεν ακολουθήθηκε η ενδεδειγμένη διαδικασία που προνοείται στο Νόμο 91(Ι)/2014 για τη λήψη συμπληρωματικής οπτικογραφημένης κατάθεσης για τα δύο επιπρόσθετα περιστατικά, χωρίς όμως να απαιτείται τέτοια διαδικασία από το Νόμο. Προς τούτο παραπέμπει στο άρθρο 43(1) του Νόμου καθώς και στον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο του 2001 (Ν.95(Ι)/2001) ο οποίος εφαρμόζεται σε τέτοιου είδους αδικήματα και συγκεκριμένα στα άρθρα 11 και 14. Το αίτημα για τροποποίηση υποβλήθηκε μετά το πέρας της κυρίως εξέτασης της παραπονούμενης όπου αυτή αναφέρθηκε σε δύο επιπρόσθετα περιστατικά χωρίς να υποβληθεί ένσταση από την Υπεράσπιση. Ουδείς νόμος απαγορεύει την προσαγωγή μαρτυρίας πέραν από τα θέματα που καλύπτονται από την οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονούμενης.

 

Περαιτέρω, το γεγονός ότι η παραπονούμενη ανέφερε τα δύο επιπρόσθετα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης στην εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής δεν αποτελεί ζήτημα που επηρεάζει την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, αλλά ενδεχόμενα, κατά πόσο η δίκη είναι δίκαιη ή όχι, θέμα όμως που εξετάζεται στο τέλος της διαδικασίας.

 

Ο Αιτητής τέλος προβάλλει ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο για προσβολή της επίδικης απόφασης και εν πάση περιπτώσει, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Η κα Κυθραιώτου αγορεύοντας προς υποστήριξη της αίτησης τόνισε ότι το αίτημα για τροποποίηση του κατηγορητηρίου, όπως εν προκειμένω επιχειρήθηκε, είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας. Όμως, στην παρούσα περίπτωση η απόρριψη του αιτήματος έγινε αφού λήφθηκαν υπόψη εξωγενείς παράγοντες και το Κακουργιοδικείο τελούσε υπό νομική πλάνη ως προς το ότι απαιτείτο η λήψη συμπληρωματικής οπτικογραφημένης κατάθεσης για να τεθούν ενώπιον του τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη των δύο πρόσθετων κατηγοριών, κάτι που δεν προνοείται από οποιοδήποτε νόμο. Προς υποστήριξη των θέσεων της παρέπεμψε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Δέσπως Στυλιανού Πολ. Έφ. 67/2014 ημερ. 25.6.2015 η οποία όμως αφορά κατ΄εφεση έλεγχο άσκησης διακριτικής ευχέρειας στα πλαίσια εξέτασης αίτησης για προνομιακό ένταλμα.

 

 

΄Αδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 691).

 

Η τροποποίηση κατηγορητηρίου δυνάμει του άρθρου 83(1) του Κεφ. 155 ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η άσκηση της διακριτικής εξουσίας που παρέχεται στο Δικαστήριο δεν μπορεί, να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης στα πλαίσια της δικαιοδοσίας για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων (βλ. σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, σελ. 160, σύγγραμμα «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο»  του Γ.Π. Πική σελ. 356, Smith v. Paphos Stone C. Estates Ltd and Others (1989) 1 ΑΑΔ 499,). Αντικείμενο της διαδικασίας για έκδοση διατάγματος τύπου Certiorari δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά η νομιμότητά της (Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116).

 

Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το αίτημα για τροποποίηση του κατηγορητηρίου και ανάλογα να το εγκρίνει ή να το απορρίψει, κάτι που έγινε αποδεκτό και από την κα Κυθραιώτου. Σε περίπτωση που άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια, όπως εισηγείται ο Αιτητής ή που προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία νόμου, η απόφαση δεν μπορεί να αναθεωρηθεί στα πλαίσια της διαδικασίας του Certiorari. Και αυτό γιατί το ένταλμα Certiorari δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Οι εξωγενείς παράγοντες που επικαλείται η κα Κυθραιώτου, αποτελούν ζητήματα που τέθηκαν στο Κακουργιοδικείο από πλευράς Υπεράσπισης κατά την  υποβολή της ένστασης τους, τα οποία αυτό έκρινε ότι πιθανό να δημιουργήσουν δυσμενή επηρεασμό στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Βεβαίως το κατά πόσο έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο και να βαρύνουν την πλάστιγγα υπέρ της απόρριψης του αιτήματος αφορά την ορθότητα της απόφασης, κάτι που δεν μπορεί να ελεγχθεί με προνομιακό ένταλμα. Ούτε και το κατά πόσο είναι ορθή η διαπίστωση του ότι θα έπρεπε να ληφθεί συμπληρωματική οπτικογραφημένη κατάθεση σύμφωνα με το νόμο, κάτι για το οποίο απαιτείται ερμηνεία συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων, όπως επικαλείται ο Αιτητής. Όπως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd (πιο πάνω) «Δεν είναι ακόμα επιτρεπτό να εκδίδεται διάταγμα certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλ. In Re Andreas Constantinou (1983) 1(A) CLR 410, In Re Aeoporos and others (1988) 1 CLR 302, Αφρικάνα Δισκοθήκη Ατό (1991) 1 ΑΑΔ 901)». Εν πάση περιπτώσει, παρατηρώ ότι μέρος της αιτιολογίας που δίδεται από το Κακουργιοδικείο είναι ο δυσμενής επηρεασμός του κατηγορουμένου, παράγοντας ο οποίος με βάση τη νομολογία λαμβάνεται υπόψη.

 

Για τους πιο πάνω λόγους δεν έχω ικανοποιηθεί ότι θεμελιώθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση έτσι που να δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                               Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                            

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο