ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1991) 1 ΑΑΔ 475
30 Μαΐου 1991
[ΚΟΥΡΡΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΗΛ ΦΟΙΝΙΚΑΡΙΔΗΣ & ΑΛΛΗ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ & ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 7378-7379).
Αμέλεια — Οδικό ατύχημα — Σύγκρουση αυτοκινήτου με μοτοσυκλέττα σε διασταύρωση ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας — Είσοδος του αυτοκινήτου με πράσινο, αλλαγή των φώτων σε κίτρινο ενώ βρισκόταν μέσα στη διασταύρωση — Ποιά τα καθήκοντα του οδηγού του αυτοκινήτου — Κατά πόσο υπήρχε συντρέχουσα αμέλεια του οδηγού του αυτοκινήτου.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση με μόνιμα κατάλοιπα: ζαλάδες, κεφαλαλγίες, ελαφρά απώλεια μνήμης ελαφρά αδυναμία στα κάτω άκρα, ελαφρά σπαστικότητα — Το επιδικασθέν ποσό των £6.000 αυξήθηκε σε £9.000
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Μείωση της ικανότητας για επικερδή εργασία — Είναι ορθό να υπολογίζεται χωριστά — Ικανότητα εκτέλεσης παρόμοιας εργασίας αλλά με κάποιες απουσίες — Επιδικάσθηκε αποζημίωση £1.000.
Τόκος — άρθρο 58 Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και Ν. 156/85 — Από πότε πρέπει να επιδικάζεται τόκος — Υιοθέτηση της αγγλικής νομολογίας — Διάκριση μεταξύ διαφόρων κατηγοριών αποζημιώσεων — Οι κανόνες αφορούν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου και μπορούν να διαφοροποιηθούν αν τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης το δικαιολογούν.
Σε οδικό ατύχημα που έγινε την 1.8.82 στην ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας διασταύρωση των οδών Μακαρίου Γ, Λεοντίου Α' και Νίκου Παττίχη στη Λεμεσό συγκρούσθηκε αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μιχαήλ Φοινικαρίδης με μοτοσυκλέττα που οδηγούσε ο Γεώργιος Γεωργίου με επιβάτιδα την Γιωργούλλα Βασιλείου. Το αυτοκίνητο μπήκε στη διασταύρωση με πράσινο φως, που όμως σχεδόν αμέσως άλλαξε σε κίτρινο. Ο Μιχαήλ Φοινικαρίδης είδε, μπαίνοντας στη διασταύρωση, τον Γεώργιο Γεωργίου να ισορροπεί την μοτοσυκλέττα, εκδηλώνοντας την αδημονία του να διασταυρώσει πράγμα που έκανε μόλις άναψε το κίτρινο φως στην πλευρά του Γεώργιου Γεωργίου και ενώ το κόκκινο ήταν επίσης αναμμένο. Ο Μιχαήλ Φοινικαρίδης δεν έστρεψε ξανά την προσοχή του προς την μοτοσυκλέττα υποθέτοντας ότι ο Γεώργιος Γεωργίου θα ανέμενε το πράσινο για να ξεκινήσει, και συνέχισε την πορεία του.
Από την σύγκρουση η Γιωργούλλα Βασιλείου τραυματίσθηκε σοβαρά. Ήταν σε κώμα 10-15 μέρες, της έγινε χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση μεγάλου εξωμηνιγγικού αιματώματος, και παρέμεινε στο Νοσοκομείο 52 μέρες. Της έμειναν μόνιμα κατάλοιπα του τραυματισμού της, ζαλάδες, κεφαλαλγίες, ελαφρά απώλεια μνήμης, ελαφρά αδυναμία στα κάτω άκρα και ελαφρά σπαστικότητα. Η Γιωργούλλα Βασιλείου, που εργαζόταν πριν από το δυστύχημα σαν ανειδίκευτη εργάτρια σε εργοστάσιο και ήταν ηλικίας 20 ετών, μπόρεσε να εργασθεί ξανά στην εργασία της αλλά, λόγω μειωμένης αντοχής, σημείωνε κάποτε απουσίες και έπαιρνε μειωμένο μισθό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον Γεώργιο Γεωργίου υπεύθυνο κατά 75% για το δυστύχημα και τον Μιχαήλ Φοινικαρίδη κατά 25%. Επιδίκασε στην Γιωργούλλα Βασιλείου £6.000 σαν γενικές αποζημιώσεις, πλέον £1.473,86 ειδικές αποζημιώσεις, με τόκο 6% ετήσια πάνω σε ολόκληρο το ποσό από την ημέρα του δυστυχήματος. Δεν επιδίκασε οποιοδήποτε ποσό για μείωση ικανότητας για επικερδή εργασία.
Ο Μιχαήλ Φοινικαρίδης υπέβαλε έφεση κατά της απόδοσης ευθύνης σ'αυτόν κατά 25% και κατά της επιβολής τόκου 6% ετήσια πάνω σε όλο το ποσό από την ημερομηνία του δυστυχήματος. Η Γιωργούλλα Βασιλείου υπέβαλε έφεση κατά του ποσού των γενικών αποζημιώσεων ισχυριζόμενη ότι ήταν υπερβολικά χαμηλό, και για το ότι δεν της επιδικάσθηκε οποιοδήποτε ποσό για μείωση ικανότητας για επικερδή εργασία.
Αποφασίσθηκε ότι
(α) (Διαφωνούντος του Κούρρη Δ.) Εφ' όσο ο Μιχαήλ Φοινικαρίδης είχε δεί τον Γεώργιο Γεωργίου, μπαίνοντας στη διασταύρωση, να αδημονεί να ξεκινήσει και εφ'όσο το πράσινο είχε αλλάξει σε κίτρινο αμέσως μετά, πράγμα που ο Μιχαήλ Φοινικαρίδης μπορούσε να διαπιστώσει βλέποντας τα φώτα της απέναντι πλευράς, ο Μιχαήλ Φοινικαρίδης όφειλε να είχε στρέψει ξανά την προσοχή του στο μοτοσυκλεττιστή, πράγμα που αν έκανε πιθανό να μπορούσε να λάμβανε μέτρα αποφυγής του δυστυχήματος. Γι'αυτό ορθά βρέθηκε ένοχος συντρέχουσας αμέλειας κατά 25%.
(β) Έχοντας υπόψη τα όσα σοβαρά υπέστη η Γιωργούλλα Βασιλείου και ότι οι προηγούμενες αποφάσεις πάνω στο ύψος των αποζημιώσεων δεν είναι δεσμευτικές, αλλά πρέπει σε κάθε υπόθεση να γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και να συνυπολογίζεται η μείωση της αξίας του χρήματος, το ποσό των £6.000 σαν γενικές αποζημιώσεις ήταν υπερβολικά χαμηλό και έπρεπε να αντικατασταθεί με ποσό £9.000.
(γ) Η επιδίκαση αποζημιώσεων για μελλοντική απώλεια απολαβών δεν προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, την ύπαρξη εκείνων των συγκεκριμένων στοιχείων που θα επέτρεπαν την υιοθέτηση της μεθόδου του πολλαπλασιαστή. Είναι δυνατό, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει πραγματικός ή ουσιαστικός κίνδυνος να υποστεί κάποιος στο μέλλον οικονομική ζημιά λόγω της μείωσης της ικανότητας του για επικερδή εργασία, να του επιδικασθεί ένα συνολικό ποσό σαν δίκαιο αντιστάθμισμα. Στην παρούσα υπόθεση υπήρχε μαρτυρία ότι η Γιωργούλλα Βασιλείου διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί τέτοια οικονομική ζημιά και γι'αυτό ήταν εύλογο να επιδικαστεί σ'αυτήν το ποσό των £1.000
(δ) Η επιδίκαση τόκου με βάση το άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και Ν. 156/85, διέπεται από τις αρχές της αγγλικής νομολογίας όπου γίνεται διαχωρισμός μεταξύ διαφόρων κατηγοριών αποζημίωσης και έτσι επιδικάζεται τόκος για: i. Ειδικές αποζημιώσεις, από την έγερση του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι την απόφαση αλλά μειωμένος κατά το μισό για να αντισταθμισθεί το ότι δεν προκύπτει όλη η ζημιά από την αρχή, και ii. Γενικές αποζημιώσεις, από την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο μέχρι την απόφαση. Για απώλεια μελλοντικών απολαβών δεν επιδικάζεται τόκος. Οι πιο πάνω αρχές δεν αποτελούν κανόνα δικαίου ή έστω πρακτικής, και μπορούν να διαφοροποιηθούν άν το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.
(ε) Σύμφωνα με τον Κούρρη Δ: ο Μιχαήλ Φοινικαρίδης εδικαιούτο να υποθέσει ότι ο μοτοσυκλεττιστής δεν θα περνούσε με κόκκινο και κατά συνέπεια δεν είχε καθήκον να ξαναστρέψει την προσοχή του σ'αυτόν, ούτε να πάρει μέτρα αποφυγής κινδύνου, εκτός αν τον είχε πράγματι αντιληφθεί να μπαίνει στη διασταύρωση, και, κατά συνέπεια, την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα έφερε ο μοτοσυκλεττιστής.
Η έφεση 7379 επιτράπηκε με έξοδα, και η έφεση 7378 επιτράπηκε εν μέρει με 1/2 των εξόδων τον εφεσείοντα εναντίο της εφεσίβλητης 1 και τα έξοδα του εφεσίβλητου 2 εναντίο τον εφεσείοντα. Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων αυξήθηκε από £6.000 σε £9.000. Επιπλέον επιδικάσθηκε ποσό £1.000 για μείωση ικανότητας για επικερδή εργασία. Επιδικάσθηκε τόκος 6% ετήσια i) πάνω στις γενικές αποζημιώσεις, από την ημερομηνία συμπλήρωσης των επιδόσεων στην αγωγή μέχρι την απόφαση, ii) πάνω στις ειδικές" αποζημιώσεις, από την ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι την απόφαση, μειωμένος κατά το μισό. Δεν επιδικάσθηκε τόκος πάνω στο ποσό των £1.000 για μελλοντική απώλεια εισοδημάτων.
Per Curiam: Είναι επιθυμητό οι αποζημιώσεις για μείωση ικανότητας για επικερδή εργασία να υπολογίζονται ξεχωριστά, και όχι σαν μέρος των άλλων γενικών αποζημιώσεων.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Joseph Eva Ltd v. Reeves [1938] 2 All E.R. 115·
Patsalides v. Yiapani and Another (1969) 1 C.L.R. 84·
Ward v. London Country Council [1938] 2 All E.R. 341·
Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 C.L.R. 215·
Stevens v. William Nush Ltd [1966] 3 All E.R. 156·
Buckingham v. Daily News Ltd [1956] 2 All E.R. 904·
Tameshwar and Another v. Reginam [1957] 2 All E.R. 683·
Goold v. Evans & Co [1951] 2 T.L.R. 1189·
Tito and Others v. Waddell and Others [1975] 3 All E.R. 997·
Salih and Another v. Sophocleous and Others (1979) 1 C.L.R. 248·
Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333·
Shakolas v. Agathangelou and Another (1981) 3 C. L.R. 1007·
Hassan v. Neophytou (1973) 1 C.L.R. 147·
Antoniou v. Kyriacou (1978) 1 C.L.R. 77·
Lazarou v. Ieropoulos (1982) 1 CL.R. 99·
Pavlides v. Andreou (1984) 1 C.L.R. 385·
Aloupou and Another v. Hji Georghiou and Another (1984) 1 C.L.R. 475·
Polycarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727·
Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Chrisfis (1982) 1 C.L.R. 789·
Antoniou v. Iordanous and Another (1976) 1 C.L.R. 341·
Constantinou v. Evlampiou (1982) 1 C.L.R. 824·
Fairley v. John Thompson (Design and Contracting Division) Ltd [1972] 2 Lloyds Rep. 40·
Foster v. Tyne and Wear C.C. [1986] 1 All E.R. 567·
Telemachou v. Papakyriacou (1986) 1 C.L.R. 705.
Maeliker v. Reyrolle [1977] 1 All E.R. 9·
Thia Industries v. HjiKyriacou (1982) 1 C.LR. 871·
Jefford v. Gee [1970] 1 All E.R. 1202·
Constantinou v. Moustakas Shipping (1986) 1 C.L.R. 1·
Petrou v. Socratous (1988) 1 C.L.R. 595·
London Chatham and Dever Rly Co. v. South Eastern Rly Co. [1893] A.C. 429·
Biochemie R.O.S.E. Ltd v. General Insurance of Cyprus Ltd (Civil Appeal 7552 dated 31.10.90)·
Wright v. British Rlys Board [1983] 2 All E.R. 698·
Cookson v. Knowles [1978] 2 All E.R. 604 ·
Pickett v. British Rail Engineering [1979] 1 All E.R. 774·
Brickett v. Hayes and Another [1982] 2 All E.R. 710·
Dexter v. Courtaulds [1984] 1 All E.R. 70·
Spittole v. Bunney [1988] 3 All E.R. 1031·
Varnakides v. Papamichael and Another (1970) 1 C.L.R. 367·
Charalambous v. Cybarco (1976) 1 C.L.R. 124·
Christodoulou and Another v. Peppis (1988) 1 C.L.R. 317·
Knight v. Wiper Supply Services Ltd (1965) 109 Sol. Jo. 358·
Davis v. Hassan, Times 13.1.1967.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τον εναγόμενο 3 και την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού δικαστηρίου Λεμεσού (Χρυσοστομής, Π.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 31 Μαρτίου, 1987 (Αρ. Αγωγής 6337/84) με την οποία αποφασίστηκε όπως οι εναγόμενοι 1 και 3 πληρώσουν στην ενάγουσα το ποσό των £7.473,86 σ. ως ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για τραύματα που υπέστη λόγω αυτοκινητικού δυστυχήματος.
Α. Μυριάνθης, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 7378.
Γ. Χαραλαμπίδης, για τον εφεσίβλητο 1 στην Έφεση αρ. 7378, 7379.
Κ. Κούσιος, για την εφεσίβλητη 2 στην Έφεση αρ. 7378.
Κ. Κούσιος, για την εφεσείουσα στην Έφεση αρ. 7379.
Α. Μυριάνθης, για τον εφεσίβλητο στην Έφεση, αρ. 7379.
Cur. adv. vult.
ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.: Ως προς το θέμα των αποζημιώσεων και του τόκου η απόφαση είναι ομόφωνη. Ως προς το θέμα της ευθύνης η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία. Την πρώτη απόφαση με την οποία συμφωνεί ο δικαστής Νικήτας θα δώσει ο δικαστής κ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την 1η Αυγούστου 1982 η μοτοσυκλέττα που οδηγούσε ο Γ. Γεωργίου (Εναγόμενος 1 στην αγωγή) με αριθμό εγγραφής LQ 398 και το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μ. Φοινικαρίδης (Εναγόμενος 3 στην αγωγή) με αριθμό εγγραφής EV 863 συγκρούστηκαν στη διασταύρωση των οδών Μακαρίου Γ', Λεοντίου Α' και Νίκου Παττίχη στη Λεμεσό.
Ένα από τα αποτελέσματα της σύγκρουσης ήταν ο τραυματισμός της Γ. Βασιλείου (Ενάγουσα στην αγωγή) που ήταν επιβάτις στη μοτοσυκλέττα. Η Γ. Βασιλείου διεκδίκησε αποζημιώσεις από τους δυο οδηγούς και από το Λ. Γεωργίου (εναγόμενο 2 στην αγωγή) ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέττας και κατά τον ισχυρισμό της Γ. Βασιλείου εκ προστήσεως υπεύθυνο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της ενάγουσας £1.473,86 σ. ως ειδικές αποζημιώσεις και £6.000.- ως γενικές αποζημιώσεις, με τόκο προς 6% το χρόνο πάνω στο συνολικό ποσό από την ημέρα του δυστυχήματος. Η απόφαση εκδόθηκε εναντίον των οδηγών της μοτοσυκλέττας και του αυτοκινήτου που βρέθηκαν να ευθύνονται ο πρώτος σε ποσοστό 75% και ο δεύτερος 25%. Η απόφαση, αφού προηγήθηκε κατάλληλο διαδικαστικό διάβημα, συνοδεύτηκε με διαταγή για αποζημίωση του οδηγού του αυτοκινήτου από τον οδηγό της μοτοσυκλέττας μέχρι το ποσοστό της ευθύνης του εφόσο ο πρώτος θα πλήρωνε το εξ αποφάσεως χρέος. Η αγωγή κατά του ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέττας απορρίφθηκε.
Με την έφεσή του ο Μ. Φοινικαρίδης αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης αναφορικά με την ευθύνη για το ατύχημα. Υποστηρίζει ότι η αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα βάρυνε τον οδηγό της μοτοσυκλέττας. Αμφισβήτησε ακόμα την ορθότητα της απόφασης αναφορικά με το χρονικό σημείο από το οποίο ορίστηκε να υπολογιστεί ο τόκος που επιδικάστηκε.
Με τη δική της έφεση η Γ. Βασιλείου προσβάλλει το μέρος της απόφασης που αναφέρεται στο ύψος των γενικών αποζημιώσεων. Υποστηρίζει ότι το ποσό των £6,000 ήταν υπερβολικά χαμηλό και ότι, όπως και να είχαν τα πράγματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παράλειψε να λάβει υπόψη τα ημερομίσθια που θα έχανε στο μέλλον εξαιτίας του τραυματισμού της.
Η ευθύνη
Δεν έχει εκδηλωθεί διαφωνία αναφορικά με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα. Οι αντίθετες εισηγήσεις των μερών αναφέρονται αποκλειστικά στα συμπεράσματα που είναι ορθό να εξαχθούν από τα γεγονότα αυτά. Παραθέτουμε, επομένως, τα γεγονότα ακριβώς όπως τα συνόψισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
"1. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εναγόμενος 1 με συνεπιβάτιδα την Ενάγουσα οδηγούσε τη μοτοσυκλέττα του κατά μήκος της Λεωφόρου Μακαρίου στη Λεμεσό. Κοντά στα φώτα τροχαίας της διασταύρωσης που έχει αναφερθεί, ο "Εναγόμενος 1 σταμάτησε σχεδόν εντελώς γιατί το φως απέναντι του ήταν κόκκινο. Ο Εναγόμενος 1 ισορροπούσε και δεν πατούσε στο έδαφος με το να αυξομειώνει τις στροφές της μηχανής του και να κινείται ελαφρά. Με αυτό τον τρόπο πέρασε την άσπρη γραμμή και ακολούθως τα φώτα τροχαίας σ' απόσταση περίπου 3 μέτρων πριν ανάψει το κίτρινο φως.
2. Ο Εναγόμενος 3 κατά τον ίδιο χρόνο οδηγούσε το αυτοκίνητό του κατά μήκος της Λεοντίου με βορεινή κατεύθυνση. Ο Εναγόμενος 3 από απόσταση 50-60 ποδών πριν από τη διασταύρωση, είδε τον Εναγόμενο 1 σταματημένο στα φώτα που αναφέρθηκαν.
3. Ο Εναγόμενος 1, μόλις , άναψε το κίτρινο φως και ενώ ήταν ακόμα αναμμένο το κόκκινο ξεκίνησε και μπήκε στη διασταύρωση με πρόθεση να προχωρήσει ευθεία κατά μήκος της Μακαρίου.
4. Ο Εναγόμενος 3 συνέχισε την πορεία του κατά μήκος της Λεοντίου και προχώρησε πρός τη διασταύρωση ενώ τα φώτα τροχαίας απέναντι του ήταν πράσινα. Μόλις άναψε το κίτρινο φώς είχε περίπου μόλις περάσει την άσπρη γραμμή και τα φώτα τροχαίας της μεριάς του.
5. Ο Εναγόμενος 3 συνέχισε την πορεία του προς τη διασταύρωση με χαμηλή ταχύτητα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Εναγόμενος 3 δεν ελάττωσε ταχύτητα ούτε κοίταξε να δει ξανά τον Εναγόμενο 1 ο οποίος εν τω μεταξύ άρχισε να μπαίνει στη διασταύρωση και ούτε αντελήφθηκε πως ο Εναγόμενος 1 συνεχώς τον επλησίαζε, παρά το θόρυβο που θα πρέπει να προκαλούσε η μηχανή της μοτοσυκλέττας του και η μοτοσυκλέττα του Χρίστου Κέλη.
6. Τα δυο οχήματα του Εναγόμενου 1 και του Εναγόμενου 3 συνέχισαν τις πορείες που ανάφερα και στο σημείο Χ που βρίσκεται σ' απόσταση 10 ποδών από τη συμβολή της Λεοντίου μετά της Μακαρίου προς βορρά συγκρούστηκαν . Η μοτοσυκλέττα του Εναγόμενου 1 κτύπησε στο πίσω δεξιό μέρος του αυτοκινήτου του Εναγόμενου 3. Το αυτοκίνητο του Εναγόμενου 3 στο σημείο, συγκρούσεως κάλυψε μια, απόσταση 19 ποδών από τη συμβολή της, Λεοντίου , και της Mακαρίου δεδομένου ότι στο σημείο, "Χ" κτυπήθηκε στο πίσω μέρος και, σ' απόσταση 9 ποδών από το μπροστινό του μέρος. Ο Εναγόμενος 3 διερωτήθηκε τι ήταν ο θόρυβος, δεν αντελήφθηκε τη σύγκρουση και συνέχισε την πορεία του. Ακολούθως σταμάτησε ομαλά σ' απόσταση 72 ποδών από τη βασική γραμμή εντός της οδού Νίκου-Παττίχη, ενώ ο Εναγόμενος 1 έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέττας του και ανετράπει.
7. Από το σημείο που βρισκόταν ο Εναγόμενος 1 τη στιγμή που άναψε το κίτρινο φως και ξεκίνησε, μέχρι το σημείο συγκρούσεως, "Χ", κάλυψε περίπου μια απόσταση 40 ποδών. Ο Εναγόμενος 3 από τη στιγμή που άναψε το κίτρινο φως από τη μεριά του, μέχρι το σημείο συγκρούσεως "Χ", κάλυψε μια απόσταση 66 ποδών περίπου. Λέγω περίπου γιατί δεν είναι ακριβής η θέση του όταν άναψε το κίτρινο φως."
Είναι η θέση του Μ. Φοινικαρίδη πώς από τη στιγμή που προχώρησε προς τη διασταύρωση με πράσινο φως δεν ήταν λογικό ν'αναμένεται ότι θα' πρεπε να στρέψει ξανά την προσοχή του προς την κατεύθυνση του μοτοσυκλετιστή. Είχε προχωρήσει, όπως είχε δικαίωμα να κάμει για να δεχθεί το κτύπημα από τη μοτοσυκλέττα στο δεξιό πίσω μέρος του αυτοκινήτου του. Ο δικηγόρος του Μ. Φοινικαρίδη μας παράπεμψε στην υπόθεση Joseph Eva Ltd v. Reeves [1938] 2 All ER 115 ως καθοριστική αναφορικά με τον τρόπο που θα πρεπε να προσεγγισθεί το ζήτημα της ευθύνης στην παρούσα υπόθεση. Η υπόθεση αυτή είναι σημαντική ως προς τα καθήκοντα των οδη-γών σε διασταυρώσεις δρόμων που ρυθμίζονται με φώτα τροχαίας. Είναι ξεκαθαρισμένο όμως ότι κάθε άλλο παρά έθεσε οποιαδήποτε αρχή που θα ήταν δυνατό να αναχθεί σε κανόνα δικαίου που θα διείπε όλες τις περιπτώσεις ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα περιστατικά τους.* Αντίθετα,
* Βλ. Odysseas Patsallides v Kiki Yiapani and another (1969) 1 CLR 84
τονίστηκε ότι όσο κι αν ο οδηγός που προχωρούσε στη διασταύρωση με πράσινο φως είχε δικαίωμα να υποθέσει ότι οχήματα που πλησίαζαν τη διασταύρωση από διαφορετική κατεύθυνση θα συμμορφώνονταν με τους κανονισμούς, έτσι που να μή ήταν υποχρεωμένος να μεριμνήσει για την περίπτωση που κάποιο όχημα δε θα σταματούσε στο κόκκινο φως, είχε καθήκον να πάρει όλα τα εύλογα μέτρα για να αποφύγει σύγκρουση με αυτοκίνητο που είχε έγκαιρα δει ότι θα έμπαινε στη διασταύρωση κατά παράβαση των κανονισμών. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την υπόθεση Ward v. London County Council [1938] 2 All E.R. 341, που ήταν η δεύτερη από τις υποθέσεις που επικαλέστηκε ο δικηγόρος του Μ. Φοινικαρίδη.
Αυτά, κατά εναρμονισμό προς το θεμελιωμένο ότι η αμέλεια ως πραγματικό γεγονός συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Συναφώς, θα υπενθυμίζαμε πως, γενικά, εφόσο η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι εύλογα εμφανής, η παράλειψη λήψης μέτρων προφύλαξης συνιστά αμέλεια*.
Στην παρούσα υπόθεση ο Μ. Φοινικαρίδης είχε δει το μοτοσυκλεττιστή να ισορροπεί στη μοτοσυκλέττα του μπροστά από τα φώτα τροχαίας της πλευράς του σε μια θέση, που εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή, ως ενδεικτική της αδημονίας του να διασταυρώσει. Ο Μ. Φοινικαρίδης πέρασε τη νοητή γραμμή των φώτων της δικής του πλευράς με πράσινο αλλά πρίν μπεί ουσιαστικά στη διασταύρωση το φως άλλαξε σε κίτρινο, πράγμα που ήταν σε θέση να διαπιστώσει βλέποντας τα φώτα της απέναντι πλευράς. Προχώρησε όμως μέσα στη διασταύρωση χωρίς να στρέψει ξανά την προσοχή του προς το μοτοσυκλεττιστή. Ορθά κατάληξε ο πρωτόδικος Δικαστής ότι υπήρχε εύλογη αιτία για να το κάμει. Η ανυπομονησία ήταν έκδηλη στη στάση του μοτοσυκλεττιστή και η αλλαγή στα φώτα θά 'πρεπε εύλογα να του είχε δημιουργήσει
* Elpiniki Panayiotou v. Georghios Kyriacou Mavrou (1970) 1 CLR 215.
αίσθηση κινδύνου από την πιθανή βιασύνη του μοτοσυκλεττιστή να διασταυρώσει. Το πλάτος της διασταύρωσης ήταν αρκετά μεγάλο κι αν κοίταζε προς την κατεύθυνση του μοτοσυκλεττιστή σίγουρα θα 'βλέπε την κίνηση του προς τη διασταύρωση. Σε τέτοια περίπτωση θα είχε τη δυνατότητα να πάρει μέτρα για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Δεν το έκαμε και ορθά κρίθηκε, για το λόγο αυτό, αμελής και ο ίδιος στο βαθμό που προσδιόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Γενικές αποζημιώσεις
Την ημέρα του ατυχήματος η Γ. Βασιλείου ήταν 20 χρόνων. Εργαζόταν ως ανειδίκευτη εργάτρια σε εργοστάσιο στη Λεμεσό. Κατά τη διακόμισή της στο Νοσοκομείο βρισκόταν σε βαθύ κώμα που σύμφωνα με το γιατρό διάρκεσε 10 -15 μέρες. Η κόρες των ματιών της ήσαν διεσταλμένες και δεν αντιδρούσαν στο φως. Παρουσίαζε άπνοια που αντιμετωπίστηκε με ενδοτράχεια διασωλήνωση και τεχνητή αναπνοή. Μεταφέρθηκε επειγόντως στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και με χειρουργική επέμβαση της αφαιρέθηκε μεγάλο εξωμηνιγγικό αιμάτωμα. Ο Νευροχειρούργος Κ. Κωνσταντινίδης περίγραψε την κατάσταση της μέχρι την έξοδο της από το νοσοκομείο, την 21η Σεπτεμβρίου 1982, και στη συνέχεια μέχρι και την 22α Νοεμβρίου 1985. Την κατάσταση της από εκεί και πέρα την περίγραψαν ο ειδικός νευροχειρούργος Α. Περδίος και ο νευροψυχίατρος Γ. Δωρίτης που την εξέτασαν στη συνέχεια.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στα ευρήματα ως προς την κατάσταση της Γ. Βασιλείου στηριζόμενο στην ιατρική μαρτυρία, σε όσο μέρος της μαρτυρίας της Γ. Βασιλείου ήταν εναρμονισμένο με αυτή και, όπως προκύπτει, σε μερικές δικές του παρατηρήσεις στις οποίες θ' αναφερθούμε αργότερα.
Η ενάγουσα υπέστη σοβαρή κρανιογκεφαλική κάκωση. Η κατάσταση της βελτιώθηκε αργά αλλά ικανοποιητικά. Πέρα από μια πιθανότητα επιληψίας, τόσο απομακρυσμένης που θα έπρεπε να θεωρείται ανύπαρκτη, δεν υπήρχε, κίνδυνος επιδείνωσής της. Η νευρολογική εξέταση δεν αποκάλυψε σημαντικά στοιχεία εισηγητικά ανικανότητας Εντούτοις, παράμειναν δυστυχώς μόνιμα κατάλοιπα. Ως αποτέλεσμα της διάσεισης και της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης οι ζαλάδες από τις οποίες υποφέρει και που είναι πιο έντονες όταν εκτίθεται στον ήλιο ή σε θορυβώδες περιβάλλον βάλλον θα την, ταλαιπωρούν μόνιμα. Το ίδιο και οι κεφαλαλγίες, μια ελαφρά απώλεια μνήμης, μια ελαφρά αδυναμία στα κάτω άκρα και ελαφρά σπαστικότητα. Έτσι, η αντοχή της έχει μειωθεί, κουράζεται εύκολα, και, όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το σύνολο των μονίμων καταλοίπων περιόρισε τη δυνατότητα της να, επιλέγει την "κατάλληλη εργασία. . Σ' άλλο σημείο της απόφασης του ο, πρωτόδικος δικαστής σημείωσε πως δεν είχε, μειωθεί ουσιαστικά η ικανότητα της Τ. Βασιλείου για εργασία. Πρέπει να παρεμβάλουμε εδώ ότι η Γ. Βασίλειου τον Απρίλιο του 1986 είχε εξασφαλίσει εργασία σε εργοστάσιο ως ανειδίκευτη εργάτρια όπως και πριν το ατύχημα. Όμως, συμφωνα με μαρτυρία που αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν αποδοτική όπως οι συνάδελφοι της κουραζόταν εύκολα , παραπονείτο για ζάλη και πονοκεφάλους και κατά διαστήματα, για τους λόγους αυτούς, δεν πήγαινε στην εργασίας της με αποτέλεσμα ο εβδομαδιαίος μισθός της να περικόπτεται ανάλογα.
Ανάμεσα στα όσα αποδέκτηκαν οι γιατροί ως κατάλοιπα της διάθεσης και της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης ήταν και η δυσκολία που αντιμετώπιζε κατά διαστήματα η Γ. Βασιλείου στο να εκφραστεί. Στην αρχή η Γ. Βασιλείου δεν μιλούσε καθόλου και δεν αντιλαμβανόταν τι της έλεγαν. Η κατάστασή της , όπως σημειώσαμε, βελτιώθηκε, παρατηρήθηκε για κάποιο διάστημα, μαζί με τα άλλα διαταραχή της ομιλίας που στη συνέχεια περιγράφηκε ως ελαφρή, για να πάρει τη μορφή της δυσκολίας στην έκφραση που ήταν το τελικό κατάλοιπο.
Ο πρωτόδικος δικαστής δεν αναφέρθηκε σ' αυτή τη δυσκολία όταν συνόψιζε τα τελικά του ευρήματα. Σημείωσε σχετικά πως αφού παρατήρησε τον τρόπο της ομιλίας της, σε κανένα στάδιο δεν του δόθηκε η εντύπωση πως αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα στην ομιλία της. Πρόσθεσε ότι παραδέκτηκε και η ίδια πως δεν "αντιμετώπιζε πλέον τέτοιο πρόβλημα ". Μια και αναφερόμαστε στις παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστή πρέπει να σημειώσουμε και τις υπόλοιπες. Ανάφερε πως το βάδισμά της Γ. Βασιλείου δεν παρουσίαζε εμφανές πρόβλημα και πως δεν του έδωσε την εντύπωση ότι αντιμετώπιζε άλλη διανοητική διαταραχή αντιληπτή στο Δικαστήριο.
Με βάση τα πιο πάνω , αφού ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε πως δε δικαιολογείτο η επιδίκαση αποζημίωσης για μελλοντική απώλεια απολαβών, συνυπολόγισε τα "μόνιμα κατάλοιπα του τραυματισμού της ενάγουσας σε συσχετισμό με όλες τις πτυχές της ζωής της περιλαμβανομένης και της επαγγελματικής " και επιδίκασε ως γενικές αποζημιώσεις το συνολικό ποσό των 6.000 που αναφέραμε.
Θ' αναφερθούμε πρώτα στις εντυπώσεις που σχημάτισε ο πρωτόδικος δικαστής παρατηρώντας την Γ. Βασιλείου ενώ κατέθετε ενώπιόν του , που όμως προκύπτει, διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην τελική εκτίμηση της κατάστασής της. Χρειάζεται στην αρχή μια σύντομη αναφορά στο μέρος της απόφασης που αναφέρεται στο γεγονός ότι η Γ. Βασιλείου παραδέκτηκε ότι δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα ομιλίας. Θα πρέπει να διαβάσουμε αυτό το απόσπασμα ως μάλλον αναφερόμενο στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Γ. Βασιλείου βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτό γιατί δεν είχε καταθέσει η Γ. Βασιλείου πως γενικά δεν αντιμετώπιζε τέτοιο πρόβλημα. Η Γ. Βασιλείου είχε αναφερθεί σε δυσκολίες στην έκφραση τις οποίες εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει.
Αναγνωρίζεται πως είναι επιτρεπτό ο δικαστής χρησιμοποιώντας την κοινή λογική να σχηματίσει κάποια προσωπική αντίληψη από δική του παρατήρηση, έξω ή και μέσα στο Δικαστήριο.* Αυτό ισχύει και στην περίπτωση εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει.
* Backinghum v. Daily News Ltd, [1956] 2 All E.R. 904, Tameshwar and another v. Reginam [1957] 2 All E.R. 683, Goold v. Evans and Co., [1951] 2 TLR 1189 , Tito and v. Waddell and others [1975] 3 All E.R. 997
των σωματικών κακώσεων, νοουμένου όμως ότι αυτές είναι επιδεκτικές αντικειμενικής παρατήρησης όπως, για παράδειγμα, οι ουλές. Γενικά, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Stevens v. William Nash Ltd [1966] 3 All E.R. 156, δεν είναι φρόνιμο για το δικαστή να εξετάζει τη φυσική κατάσταση του διαδίκου. Πολύ λιγότερο, δεν είναι επιτρεπτό να μετατρέπεται ο δικαστής σε εμπειρογνώμονα*.
Στην παρούσα υπόθεση, το κατά πόσο η Γ. Βασιλείου είχε αδυναμία στα πόδια ή κουραζόταν εύκολα δεν ήταν ζήτημα που θα μπορούσε να κριθεί ή σε σχέση με το οποίο θα μπορούσε να εξαχθούν συμπεράσματα με βάση τις παρατηρήσεις αναφορικά με τον τρόπο που κάλυψε τα λίγα, πρέπει να υποθέσουμε, βήματα που έκαμε προς και από το εδώλιο του μάρτυρα. Ούτε ήταν τέτοιο ζήτημα το κατά πόσο η Γ. Βασιλείου είχε "άλλη διανοητική διαταραχή".
Η Γ. Βασιλείου βρισκόταν για χρόνια κάτω από ιατρική παρακολούθηση και ήταν η συγκλίνουσα επιστημονική γνώμη όλων των γιατρών πως μόνιμα θα υπόφερε από ελαφρή αδυναμία στα κάτω άκρα και ελαφρή σπαστικότητα. Όλοι, εξάλλου, αποδέκτηκαν το γνήσιο των παραπόνων της ως προς τη δυσκολία στην έκφραση, όπως την περιγράψαμε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο επηρεασμός της εκτίμησης του πρωτόδικου δικαστή ως προς την κατάσταση της Γ. Βασιλείου με βάση τις προσωπικές του παρατηρήσεις, θα έπρεπε να αποφευχθεί.
Οι δικηγόροι των μερών μας παράπεμψαν στις υποθέσεις Ferhat Hassan and others v. Katerina Charalambous Neofytou (1973) 1 CLR 147, Antoniou v. Kyriacou (1978) 1 CLR 77, και Lazarou v. Ieropoulos (1982) 1 CLR 99, ως υποστηρίζουσες τις αντίθετες θέσεις τους αναφορικά με το πιο θα έπρεπε να ήταν το ύψος των γενικών αποζημιώσεων. Η σύγκριση δείχνει μια μεγαλύτερη ομοιότητα της παρούσας υπόθεσης με την υπόθεση Ferhat Hassan and
* Salih and another v. Sofocleous and others (1979) 1 CLR 248, Siakos v. N. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333, Shacolas v. Agathaggelou and another (1983) 1 CLR 1007.
others v. Katerina Charalambous Neofytou (ανωτέρω) στην οποία επιδικάστηκαν £5.500 ως γενικές αποζημιώσεις.
Πρέπει όμως να επαναλάβουμε πως, στο τομέα αυτό, όσο κι αν προηγούμενες αποφάσεις, ιδιαίτερα αποφάσεις των Κυπριακών Δικαστηρίων που αντικατοπτρίζουν τις δικές μας πραγματικότητες, προσφέρουν καθοδήγηση στο βαθμό που είναι συγκριτικές ως αποκαλυπτικές της επικρατούσας τάσης, δεν είναι δεσμευτικές. Σε κάθε υπόθεση είναι ανάγκη να γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της και, βέβαια, να συνυπολογίζεται η μείωση, με την πάροδο του χρόνου, της αξίας του χρήματος*. Σημειώνουμε εδώ, την τάση που παρατηρείται μέσα από τη νομολογία για πρόσδοση μεγαλύτερης σημασίας στον ανθρώπινο πόνο και της αγωνίας που προκαλεί η ανικανότητα που εκδηλώνεται με την επιδίκαση, με την πάροδο του χρόνου, πιο γενναιόδωρων αποζημιώσεων**.
Το Ανώτατο Δικαστήριο παρεμβαίνει για διαφοροποίηση του ύψους των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν στις περιπτώσεις που αυτές είναι υπερβολικά χαμηλές ή υπερβολικά ψηλές ή στις περιπτώσεις που προσδιορίστηκαν πάνω σε λανθασμένη αρχή***.
Εξετάσαμε τα στοιχεία όπως προκύπτουν από τα ευρήματα στα οποία κατάληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας υπόψη και τις δικές μας παρατηρήσεις σε σχέση με αυτά. Έχουμε καταλήξει πως το ποσό των £6,000.- που επιδικάστηκε ήταν υπερβολικά χαμηλό για να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για
* Pavlides v. Andreou (1984) 1 CLR 385, Aloupou and Another v. HjiGeorghiou and Another (1984) 1 CLR 475, Polycarpou v. Adamou (1988) 1 CLR 727.
** Paraskevaides (Overseas) Ltd., v. Chnstofis (1982) 1 C.L.R. 789, Polycarpou v. Adamou (ανωτέρω).
*** Βλ. μεταξύ άλλων, Kyriacos Antoniou v. Iordanis Iordanous and another (1976) 1 CLR 341, Constantinou v. Evlampiou (1982) 1 CLR 824.
όσα σοβαρά υπέστη η Γ. Βασιλείου και για όσα θα την ταλαιπωρούν και θα τη δυσκολεύουν μόνιμα. Το ποσό των £6,000.- πρέπει να αντικατασταθεί με ποσό £9,000.-
Απομένει ένα ακόμα θέμα σε σχέση με το ύψος των αποζημιώσεων αφορά στην επίδραση των μόνιμων καταλοίπων πάνω στα μελλοντικά εισοδήματα της Γ.. Βασιλείου.
Η επιδίκαση αποζημιώσεων για μελλοντική απώλεια απολαβών δεν προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, την ύπαρξη εκείνων των συγκεκριμένων στοιχείων που θα επέτρεπαν την υιοθέτηση της μεθόδου του πολλαπλασιαστή. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες όσο και αν δεν υπάρχει άμεση επίδραση πάνω στα εισοδήματα του τραυματισμένου εντοπίζεται, εντούτοις, πραγματικός ή ουσιαστικός κίνδυνος να υποστεί στο μέλλον οικονομική ζημιά εξαιτίας της μείωσης της ικανότητας για επικερδή εργασία. Τη διάκριση μεταξύ των δυο ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης, τη βρίσκουμε στην υπόθεση Fairley v. John Thompson (Design and Contracting Division) Ltd [973] 2 Lloyd's Rep. 40*. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο ανάλογα με το μέγεθος του κινδύνου, της υπολογιζόμενης χρονικής του διάρκειας, αλλά και με βάση όλους τους παράγοντες που, ανάλογα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης είναι σχετικοί, μπορεί να επιδικάσει ένα συνολικό ποσό ως δίκαιο αντιστάθμισμα.**.
Συμπληρώνοντας τη σύντομη αναφορά μας στο θέμα, προσθέτουμε πως το ορθό είναι στις περιπτώσεις που επιδικάζεται ποσό σε σχέση με τη μείωση της ικανότητας για επικερδή εργασία, αυτό το ποσό αντί να αποτελεί απροσδιόριστο μέρος της συνολικής αποζημίωσης για πόνους, ταλαιπωρία και απώλεια των απολαύσεων της ζωής, να
* Βλ. επίσης Foster v. Tyne and Wear C.C [1986] 1 All E.R. 567,
Telemachou v. Papakynacou (1986) 1 CLR 705.
* * Βλ. Moeliker v. A. Reyrolle [1977] 1 All E.R. 9, Thia Industries v.
HjKyriacou (1982) 1 C.L.R. 871
υπολογίζεται χωριστά.*
Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε πως εξαιτίας του τραυματισμού της και των μόνιμων καταλοίπων από αυτό η Γ. Βασιλείου είχε χάσει ή θα έχανε την εργασία της ή έστω τη δυνατότητα της να εργάζεται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο για το οποίο της είχαν επιδικαστεί ειδικές αποζημιώσεις. Αν όχι τίποτε άλλο, η Γ. Βασιλείου είχε εξασφαλίσει εργασία μετά το δυστύχημα, όμοια μ' εκείνη που έκαμνε πριν από τον τραυματισμό της.
Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που φαίνεται ότι παραγνωρίστηκε. Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι η Γ. Βασιλείου όσο κι αν είχε εξασφαλίσει εργοδότηση μετά το δυστύχημα, εξαιτίας πονοκεφάλων από τους οποίους υπόφερε και της εύκολης κόπωσης της, πέρα από το ότι δεν ήταν το ίδιο αποδοτική όπως οι συνάδελφοι της, αναγκαζόταν να απουσιάζει κάποιες μέρες από την εργασία της με αποτέλεσμα να υφίσταται ανάλογη μείωση του μισθού της. Με βάση τη μαρτυρία, όσο και αν δεν υπάρχει σταθερή βάση για την επιδίκαση αποζημίωσης με οδηγό κάποια απώλεια μισθών επιδεκτική επακριβούς προσδιορισμού, υπάρχει πραγματικός και ουσιαστικός κίνδυνος, τα μόνιμα κατάλοιπα από τον τραυματισμό της Γ. Βασιλείου, να της προκαλέσουν οικονομική ζημιά. Αυτό, εξαιτίας των μειονεκτημάτων που θα έχει στην αγορά της εργασίας ως αποτέλεσμα της μείωσης της ικανότητάς της για επικερδή εργασία. Αυτή η μείωση είναι το αποτέλεσμα των μόνιμων καταλοίπων από τον τραυματισμό της και δεν θά 'πρεπε να παραγνωριστεί. Έχοντας υπόψη την ηλικία της Γ. Βασιλείου, τον μισθό που προκύπτει πως θα εξασφάλιζε κάτω από κανονικές συνθήκες εργασίας και που θα ήταν γύρω στις £25.- την εβδομάδα, τη φύση και τη μονιμότητα των καταλοίπων που αναφέραμε, καταλήγουμε πως θα ήταν εύλογο να επιδικαστεί, σε σχέση με αυτό το θέμα, αποζημίωση ύψους £1,000.-
* Jefford v. Gee [1970] 1 All E.R. 1202, Thia Industries v. HjKyriacou, Telemachou v. Papakyriacou (ανωτέρω)
Ο Τόκος
Το άρθρο 58(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως έχει τροποποιηθεί με τον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1985 (Ν. 156/85) προβλέπει τα ακόλουθα:
"58Α. Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 33 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1985, καθ' οιανδήποτε ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου διαδικασίαν δια την είσπραξιν αποζημιώσεων διά σωματικήν βλάβην ή θάνατον συνεπεία αστικού αδικήματος το Δικαστήριον δέον να επιδικάζη, εκτός εάν είναι ικανοποιημένον ότι συντρέχουν ειδικοί περί του αντιθέτου λόγοι, τόκον με επιτόκιον 6% ετησίως επί ολοκλήρου ή μέρους του ποσού των επιδικασθεισών αποζημιώσεων, δι' ολοκληρον ή μέρος της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας ότε εγεννήθη το αγώγιμον δικαίωμα και της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως, ως θέλει κρίνει πρέπον."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως σημειώσαμε και στην αρχή, επιδίκασε τόκο προς 6% ετησίως πάνω στο συνολικό ποσό των ειδικών και γενικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι την εξόφληση. Ο δικηγόρος του Μ. Φοινικαρίδη εισηγήθηκε πως η επιλογή της ημερομηνίας του ατυχήματος ως του χρόνου από τον οποίο θά 'πρεπε να υπολογιστεί ο τόκος είναι λανθασμένη.
Στη σύντομη ιστορία του άρθρου 58Α δε φαίνεται ότι το ζήτημα εγέρθηκε ειδικά ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις που επιδικάστηκε τέτοιος τόκος*.
Η διακριτική εξουσία για την επιδίκαση τόκου πάνω στο ποσό των αποζημιώσεων για σωματική βλάβη ή θάνατο
* Constantinou v. Mustakas Shipping (1986) 1 C.L.R. 1, Telemachou v. Papakyriacou (ανωτέρω) Petrou v. Socratous (1988) 1 CLR 595, Polycarpou v. Adamou (ανωτέρω)
από αστικό αδίκημα, είναι, σε ότι αφορά το ζήτημα που εξετάζουμε, όμοια με την αντίστοιχη διακριτική εξουσία των αγγλικών Δικαστηρίων. Θα αναφερθούμε στον τρόπο προσέγγισης του θέματος στην Αγγλία, έχοντας υπόψη την πειστική αξία της αγγλικής νομολογίας στις περιπτώσεις που ο αγγλικός και κυπριακός νόμος είναι όμοιοι*.
Στην Αγγλία είναι σταθμοί ως προς τη δυνατότητα επιδίκασης τόκου γενικά πάνω στο ποσό αποζημιώσεων που επιδικάζονται, πρώτα οι παρατηρήσεις του Lord Herschell L.C. στην υπόθεση London, Chatham and Dover Rly Co., v. South Eastern Rly Co. [1893] A.C. 429 και στη συνέχεια η θέσπιση του άρθρου 3 του Law Reform (Miscellaneous Provisions) Act 1934. Στην πιο πάνω υπόθεση επισημάνθηκε το κενό που υπήρχε. Με τη νομοθεσία, αναγνωρίστηκε στο Δικαστήριο διακριτική εξουσία για επιδίκαση τόκου πάνω στο σύνολο ή οποιοδήποτε μέρος της απόφασης για χρέος ή αποζημιώσεις, για ολόκληρο ή μέρος της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος και της ημερομηνίας της απόφασης**.
Σύμφωνα με προσθήκη που έγινε στο νόμο εκείνο με το άρθρο 22 του Administration of Justice Act του 1969, στις περιπτώσεις αγωγών για προσωπικές βλάβες ή θάνατο, η επιδίκαση τόκου έγινε υποχρεωτική εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχουν ειδικοί λόγοι για τους οποίους δεν θα έπρεπε να επιδικασθεί τέτοιος τόκος. Αυτό ακριβώς πρόβλεψε και ο νόμος της Κύπρου.
Η αγγλική νομοθεσία αφήνει τον προσδιορισμό του επιτοκίου στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Χρειάστηκε σειρά αποφάσεων για να σταθεροποιηθούν συγκεκριμένες καθοδηγητικές γραμμές ως προς το ζήτημα
* Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις στην υπόθεση Biochemie R.O.S.E. Ltd v. General Insurance of Cyprus Ltd, Πολιτική Έφεση 7552 της 31ης Οκτωβρίου 1990.
** Βλ. Wright v. British Rlys Board [1983] 2 All E.R. 698.
αυτό.* Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σ' αυτές γιατί ο νόμος της Κύπρου είναι, στο σημείο αυτό, διαφορετικός. Ορίζει δεσμευτικά το ύψος του τόκου που μπορεί να επιδικαστεί σε ποσοστό 6% πάνω σε ολόκληρο ή μέρος του ποσού της αποζημίωσης. Παρενθετικά σημειώνουμε και μια δεύτερη διαφορά μεταξύ των δυο νομοθεσιών. Ο νόμος της Κύπρου δεν προβλέπει την επιδίκαση τόκου σε σχέση με αποζημιώσεις για ζημιά σε περιουσία**.
Η βασική υπόθεση αναφορικά με το χρόνο έναρξης του υπολογισμού του τόκου είναι η Jefford v. Gee (ανωτέρω).
Ο Lord Denning M.R. ξεκινώντας με το δεδομένο ότι ο τόκος δεν επιδικάζεται ως αποζημίωση για τη ζημιά που προκλήθηκε αλλά για το γεγονός ότι ο ενάγων στερήθηκε χρήματα τα οποία θά 'πρεπε να του είχαν πληρωθεί, έκαμε διαχωρισμό μεταξύ των ειδικών αποζημιώσεων, των γενικών αποζημιώσεων για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια απολαύσεων της ζωής και των αποζημιώσεων για μελλοντική απώλεια ημερομισθίων, που θα μπορούσε να συνοψισθεί με τα ακόλουθα***:
Ειδικές Αποζημιώσεις
Το ύψος των ειδικών ζημιών είναι γνωστό κατά το χρόνο της δίκης και, ως θέμα αρχής, το ορθό θα ήταν να επιδικάζεται τόκος από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων είχε υποστεί την κάθε ζημιά. Ομως αυτό θα συνεπαγόταν πολυδιάσπαση των ποσών και ενασχόληση με πολλές αριθμητικές πράξεις συνήθως με αντικείμενο μικρά ποσά κάθε φορά. Αναφέρεται το παράδειγμα
* Jefford v. Gee (ανωτέρω), Cookson v. Knowles [1978] 2 All E.R. 604 (H.L.), Pickett v. British Rail Engineering [1979] 1 All E.R. 774 (H.L.). Birkett v. Hayes and another [1982] 2 All E.R. 710 (C.A.)
** Petrou v. Socratous (ανωτέρω).
*** Στην απόφαση έγινε ειδική αναφορά και σε σχέση με τις αποζημιώσεις για θάνατο, στην οποία δε χρειάζεται να επεκταθούμε για τις ανάγκες της παρούσας υπόθεσης.
της απώλειας απολαβών που είναι σταδιακή και που εκτείνεται στη μεγάλη καμιά φορά περίοδο από την ημέρα της γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος ως τη δίκη. Έτσι, ευνοήθηκε η προσέγγιση του θέματος πάνω σε γενικές γραμμές και προκρίθηκε ως δίκαιη η επιδίκαση τόκου πάνω στο συνολικό ποσό των ειδικών αποζημιώσεων που επιδικάζονται, από την ημέρα της γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος ως τη δίκη, μειωμένου όμως κατά το μισό ώστε να αντισταθμιστεί το γεγονός ότι δεν προκύπτει όλη η ζημιά από την αρχή*. Τονίζεται πως αυτό μόνο σε συνηθισμένες περιπτώσεις. Δεν αποκλείεται διαφορετική προσέγγιση όταν τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης το δικαιολογούν.
Αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια απολαύσεων ζωής
Ο τραυματισμός δεν προκαλεί δια μιας τον πόνο, την ταλαιπωρία και τα υπόλοιπα για τα οποία τελικά αποζημιώνεται ο ενάγων. Κατά τον υπολογισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, το οποίο ως εκ της φύσης του είναι αδιαίρετο, συνυπολογίζονται όχι μόνο όσα υπέστη ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από τον τραυματισμό του ως τη δίκη, αλλά, συνήθως, και όσα θα υποφέρει ή θα στερηθεί στο μέλλον. Με αυτά τα βασικά υπόψη, υιοθετήθηκε η μέθοδος της επιδίκασης τόκου πάνω στο συνολικό ποσό των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα κατά την οποία ο εναγόμενος θα έπρεπε να είχε πληρώσει την αποζημίωση αλλά δεν το έκαμε, δεδομένου ότι είναι μόνο από την ημέρα εκείνη που μπορεί να λεχθεί ότι ο ενάγων στερήθηκε τα χρήματα αυτά. Οπως σημειώνεται στην απόφαση**, ο χρόνος αυτός θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι η ημέρα αποστολής επιστολής πρίν από την αγωγή ή το αργότερο ή ημέρα κατά την οποία επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα. Γίνεται ακόμα αναφορά στην ημέρα κατά την οποία καταχωρίστηκε η αγωγή
* Βλ. σχετικά και Dexter v. Courtaulds Ltd [1984] 1 All E.R. 70.
** Βλ. και Wright v. British Rlys Board (ανωτέρω)*
εφόσο και από εκείνη την ημερομηνία θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο ενάγοντας στερήθηκε το ποσό της αποζημίωσης. Για σκοπούς γενίκευσης του τρόπου της προσέγγισης θεωρήθηκε πως το ορθό θα ήταν να επιδικάζεται, στη περίπτωση των γενικών αποζημιώσεων, τόκος από την ημερομηνία της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος προκειμένου να έχουν κίνητρο και οι δικηγόροι των εναγόντων να καταχωρούν και να επιδίδουν το κλητήριο ένταλμα χωρίς καθυστέρηση.
Τονίζεται πως τα πιο πάνω, ως καθοδήγηση σε σχέση με τον τρόπο άσκησης διακριτικής εξουσίας, όπως συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, δεν αποτελούν ούτε κανόνα δικαίου ούτε κανόνα πρακτικής έτσι που να αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο. Η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων που δεν θα κατάτασσαν μια υπόθεση στην κατηγορία των συνηθισμένων υποθέσεων του είδους, μπορούν να ληφθούν υπόψη και ενδεχομένως να οδηγήσουν σε κάποια διαφορετική προσέγγιση*. Συναφώς, ση μειώνουμε πως σ' όλες τις περιπτώσεις είναι δυνατό να διαδραματίσει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η αγωγή προς εκδίκαση. Στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αυτή. Για όσο χρόνο διαρκεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ο ενάγων στερείται τα χρήματα στα οποία δικαιούται από δικό του σφάλμα**.
Απώλεια μελλοντικών απολαβών
Η απώλεια μελλοντικών απολαβών εξ ορισμού ανάγεται στο μέλλον. Η αποζημίωση γι' αυτή στοχεύει στην κάλυψη ζημιάς που δεν έχει προκύψει ακόμα. Επομένως, κρίθηκε πως δεν δικαιολογείται η επιδίκαση τόκου γι' αυτή . Παρεμβάλλουμε πως είναι γι' αυτό το λόγο που θεωρήθηκε
*Βλ. Cookson v. Knowles, Wright v. British Rlys Board (ανωτέρω).
**Birkett v. Hayes and Another (ανωτέρω) και Spittole v. Bunney [1988] 3 All E.R. 1031.
ενδεδειγμένο να διαχωρίζεται ή να εξειδικεύεται-η αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών.
Στην παρούσα υπόθεση επιδικάστηκαν υπέρ της Γ. Βασιλείου £1.446,86 σ. γι' απώλεια εβδομαδιαίων μισθών και £27.- για μεταφορικά έξοδα. Υιοθετώντας τα πιο πάνω ως προς την προσέγγιση του θέματος και θεωρώντας την παρούσα υπόθεση ως προς την πτυχή αυτή εντελώς συνηθισμένη, θα διαφοροποιήσουμε την πρωτόδικη απόφαση μειώνοντας τον τόκο που επιδικάστηκε για τις ειδικές αποζημιώσεις στο μισό. Η διαίρεση, βέβαια, δεν μπορεί να αφορά το επιτόκιο το ίδιο. Ομως, έχοντας υπόψη τη συμβατικότητα του όλου εγχειρήματος, δε βλέπουμε πρόβλημα στο να αφορά στη χρονική περίοδο. Σε ότι αφορά τις γενικές αποζημιώσεις, θα υιοθετήσουμε ως χρονικό σημείο έναρξης του υπολογισμού του τόκου την ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώθηκαν οι επιδόσεις και στους τρεις εναγομένους που ήταν η 29η Δεκεμβρίου 1984. Σημειώνουμε ότι η επίδοση έγινε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα από την καταχώριση της αγωγής και πως δεν έχει φανεί ότι ο ενάγοντας καθυστέρησε την προώθηση της με οποιοδήποτε τρόπο. Σε σχέση με το ποσό των £1.000 που επιδίκαζεται για τη μείωση της ικανότητας της Γ. Βασιλείου για επικερδή εργασία, δεν δικαιολογείται η επιδίκαση τόκου.
Τελικά η έφεση πετυγχαίνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως προς την ευθύνη. Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων αυξάνεται σε £9.000 και επιδικάζεται επιπρόσθετο ποσό £1.000 για μείωση της ικανότητας της Γ. Βασιλείου για επικερδή εργασία. Σε σχέση με το ποσό των £1.473.86 σ. που επιδικάστηκαν ως ειδικές αποζημιώσεις, επιδικάζεται τόκος προς 6% ετησίως για τη μισή περίοδο από την 1η Αυγούστου 1982 που ήταν η ημέρα του δυστυχήματος μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Το ποσό των £9.000 που επιδικάζεται ως γενικές αποζημιώσεις θα φέρει τόκο προς 6% από την 29η Δεκεμβρίου 1984 μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Εννοείται πως η Γ. Βασιλείου θα δικαιούται νόμιμο τόκο από την ημέρα της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης πάνω σε ολόκληρο το ποσό που επιδικάστηκε.
Έξοδα
Σε σχέση με την έφεση του Μ. Φοινικαρίδη η οποία πέτυχε μόνο ως προς το θέμα του τόκου, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντά και σε βάρος της Γ. Βασιλείου το ένα δεύτερο των εξόδων. Η έφεση αυτή, ως προς το θέμα της ευθύνης είχε στραφεί και κατά του Γ. Γεωργίου. Εχει αποτύχει ως προς το θέμα αυτό και επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Γ. Γεωργίου και σε βάρος του Μ. Φοινικαρίδη;- Η έφεση της Γ. Βασιλείου ως προς το ύψος των αποζημιώσεων έχει πετύχει και επιδικάζονται τα έξοδα υπέρ της και εναντίον των δυο εφεσιβλήτων. Επειδή για το θέμα του τόκου που αποφασίστηκε υπέρ του Μ. Φοινικαρίδη, προκύπτει πως δεν αφιερώθηκε χρόνος κατά την εκδίκαση της αγωγής, δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση της διαταγής του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκαν τα έξοδα υπέρ της Γ. Βασιλείου.
ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ. Η έφεση αρ. 7378 στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία κατένειμε 25% ευθύνη εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου 3 και 75% εναντίον του εφεσίβλητου 1-εναγόμενου 1, σχετικά με τροχαίο ατύχημα το οποίο επισυνέβηκε στη διασταύρωση της Λεωφόρου Μακαρίου Γ και της οδού Λεοντίου Α' στη Λεμεσό, που ελέγχεται από φώτα τροχαίας.
Επίσης, η έφεση στρέφεται και εναντίον των επιδικασθέντων τόκων, αναφορικά με τις αποζημιώσεις που επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εφεσίβλητη 2, η οποία είναι και εφεσείουσα στην έφεση αρ. 7379.
Η έφεση αρ. 7379 στρέφεται εναντίον του ποσού των αποζημιώσεων το οποίο επιδίκασε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην εφεσείουσα για σωματικές βλάβες που υπέστη στο ατύχημα.
Οι πιο πάνω εφέσεις συνενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν καθότι απορρέουν από το ίδιο τροχαίο ατύχημα.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αμφισβητούνται.
Τα γεγονότα, όπως αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι τα εξής:
"1. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εναγόμενος 1 με συνεπιβάτιδα την Ενάγουσα οδηγούσε τη μοτοσυκλέττα του κατά μήκος της Λεωφόρου Μακαρίου στη Λεμεσό. Κοντά στα φώτα τροχαίας της διασταύρωσης που έχει αναφερθεί, ο Εναγόμενος 1 σταμάτησε σχεδόν εντελώς γιατί το φως απέναντι του ήταν κόκκινο. Ο Εναγόμενος 1 ισορροπούσε και δεν πατούσε στο έδαφος με το να αυξομειώνει τις στροφές της μηχανής του και να κινείται ελαφρά. Με αυτό τον τρόπο πέρασε την άσπρη γραμμή και ακολούθως τα φώτα τροχαίας σ' απόσταση περίπου 3 μέτρων πριν ανάψει το κίτρινο φως.
2. Ο Εναγόμενος 3 κατά τον ίδιο χρόνο οδηγούσε το αυτοκίνητο του κατά μήκος της Λεοντίου με βορεινή κατεύθυνση. Ο Εναγόμενος 3 από απόσταση 50-60 ποδών πριν από τη διασταύρωση, είδε τον Εναγόμενο 1 σταματημένο στα φώτα που αναφέρθηκαν.
3. Ο Εναγόμενος 1, μόλις άναψε το κίτρινο φως και ενώ ήταν ακόμα αναμμένο το κόκκινο, ξεκίνησε και μπήκε στη διασταύρωση με πρόθεση να προχωρήσει ευθεία κατά μήκος της Μακαρίου.
4. Ο Εναγόμενος 3 συνέχισε την πορεία του κατά μήκος της Λεοντίου και προχώρησε προς τη διασταύρωση ενώ τα φώτα τροχαίας απέναντι του ήταν πράσινα. Μόλις άναψε το κίτρινο φως είχε περίπου μόλις περάσει την άσπρη γραμμή και τα φώτα τροχαίας της μεριάς του.
5. Ο Εναγόμενος 3 συνέχισε την πορεία του προς τη διασταύρωση με χαμηλή ταχύτητα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Εναγόμενος 3 δεν ελάττωσε ταχύτητα ούτε κοίταξε να δει ξανά τον Εναγόμενο 1 ο οποίος εν τω μεταξύ άρχισε να μπαίνει στη διασταύρωση και ούτε αντελήφθηκε πως ο Εναγόμενος 1 συνεχώς τον επλησίαζε, παρά το θόρυβο που θα πρέπει να προκαλούσε η μηχανή της μοτοσυκλέττας του, και η μοτοσυκλέττα του Χρίστου Κέλη.
6. Τα δύο οχήματα του Εναγόμενου 1 και του Εναγόμενου 3 συνέχισαν τις πορείες που ανάφερα και στο σημείο "Χ" που βρίσκεται σ' απόσταση 10 ποδών από τη συμβολή της Λεοντίου μετά της Μακαρίου προς βορρά, συγκρούστηκαν. Η μοτοσυκλέττα του Εναγόμενου 1 κτύπησε στο πίσω δεξιό μέρος του αυτοκινήτου του Εναγόμενου 3. Το αυτοκίνητο του Εναγόμενου 3 στο σημείο συγκρούσεως κάλυψε μια απόσταση 19 ποδών από τη συμβολή της Λεοντίου και της Μακαρίου δεδομένου ότι στο σημείο "Χ" κτυπήθηκε στο πίσω μέρος και σ' απόσταση 9 ποδών από το μπροστινό του μέρος. Ο Εναγόμενος 3 διερωτήθηκε τι ήταν ο θόρυβος, δεν αντελήφθηκε τη σύγκρουση και συνέχισε την πορεία του. Ακολούθως σταμάτησε ομαλά σ' απόσταση 72 ποδών από τη βασική βραμμή εντός της οδού Νίκου Παττίχη, ενώ ο Εναγόμενος 1 έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέττας του και ανετράπει.
7. Από το σημείο που βρισκόταν ο Εναγόμενος 1 τη στιγμή που άναψε το κίτρινο φως και ξεκίνησε, μέχρι το σημείο συγκρούσεως "Χ", κάλυψε περίπου μια απόσταση 40 ποδών. Ο Εναγόμενος 3 από τη στιγμή που άναψε το κίτρινο φως από τη μεριά του, μέχρι το σημείο συγκρούσεως "Χ", κάλυψε μια απόσταση 66 ποδών περίπου. Λέγω περίπου γιατί δεν είναι ακριβής η θέση του όταν άναψε το κίτρινο φως."
Αναφορικά με την ευθύνη, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής:
"Λαμβάνοντας υπόψη τη μαρτυρία όπως την έχω αποδεχτεί καθώς επίσης και τα ευρήματα μου, κατάληξα στο συμπέρασμα πως ο Εναγόμενος 1 είναι ένοχος αμέλειας γιατί ξεκίνησε με τη μοτοσυκλέττα του και μπήκε στη διασταύρωση ενώ τα φώτα τροχαίας στη μεριά του ήταν κόκκινο και κίτρινο. Είναι φανερό όχι μόνο από την παραδοχή του Εναγόμενου 1 στις κατηγορίες που έχω αναφέρει αλλά και γενικά από τη μαρτυρία όπως την έχω αποδεχτεί, πως ο Εναγόμενος 1 οδήγησε τη μοτοσυκλέττα του χωρίς να λάβει τη δέουσα προσοχή και φροντίδα και χωρίς να λάβει υπόψη του το επερχόμενο αυτοκίνητο του Εναγόμενου 3. Εξετάζοντας παράλληλα τη συμπεριφορά του Εναγόμενου 3 και λαμβάνοντας υπόψη τις νομικές αυθεντίες που ανάφερα, κατάληξα στο συμπέρασμα πως ο Εναγόμενος 3 δεν είναι άμοιρος ευθύνης. Απεναντίας η συμπεριφορά του συνέτεινε στο ατύχημα αυτό γιατί παράλειψε να κατοπτεύσει επαρκώς όπως ήταν καθήκον του να το κάμει ενώ διασταύρωνε μια πολυσύχναστη διασταύρωση. Αν το έκαμνε και αν κοιτούσε ξανά προς την κατεύθυνση του Εναγόμενου 1, αναμφίβολα θα τον έβλεπε πως αδημονούσε, με τον τρόπο που ισορροπούσε στη μοτοσυκλέττα του, να ξεκινήσει από το σημείο που βρισκόταν μπροστά από τα φώτα και να διασταυρώσει. Επίσης θα τον έβλεπε πως άρχισε να διασταυρώνει. Έτσι, ενώ ο Εναγόμενος 3 είδε από απόσταση 50-60 ποδών σ' αυτή τη θέση τον Εναγόμενο 1, εντούτοις παράλειψε να κοιτάξει ξανά προς την κατεύθυνση του ή να ελαττώσει ταχύτητα ή ακόμα και να πάρει οποιαδήποτε άλλα αποτρεπτικά μέτρα προς αποφυγή του δυστυχήματος όταν η μοτοσυκλέττα του Εναγόμενου 1 άρχισε να διασταυρώνει και να πλησιάζει. Οι διαπιστώσεις αυτές όπως επίσης ο ισχυρισμός του Εναγόμενου 3 πως δεν αντελήφθηκε καθόλου να τον πλησιάζει η μοτοσυκλέττα του Εναγόμενου 1 παρά το θόρυβο που θα πρέπει να προκαλούσε η μηχανή της, υποδηλώνουν και δική του αμέλεια. Ένα στοιχείο που, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν αναφερόμαστε σε Αγγλικές αποφάσεις είναι πως οι διασταυρώσεις σε μεγαλουπόλεις της Αγγλίας είναι μεγάλης ακτίνας σε αντίθεση με τις δικές μας, γεγονός που επιτρέπει στους δικούς μας οδηγούς να είναι σε θέση να τις ελέγχουν ευκολώτερα. Άρα το στοιχείο αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν το Δικαστήριο προβληματίζεται για τον καταμερισμό ευθύνης και να μην ακολουθεί αβασάνιστα τα συμπεράσματα των Αγγλικών Δικαστηρίων όσον αφορά τη μη ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας οδηγού που περνά τη διασταύρωση με πράσινο φως, γιατί δεν έχει καθήκον να είναι προσεκτικός έναντι του παρανομούντος οδηγού που περνά τη διασταύρωση με κόκκινο. Στην Κύπρο οι διασταυρώσεις είναι πολύ μικρές και ελέγχονται εύκολα γιατί άνετα καλύπτονται από το πεδίο οράσεως μας έστω και αν κοιτάζουμε μπροστά μας. Έτσι με λίγη προσοχή δεν μπορούμε να παραλείψουμε να δούμε ένα όχημα που ξεκινά να διασταυρώσει έστω και όταν τα φώτα τροχαίας στη μεριά του είναι κόκκινα.
Υπό τας περιστάσεις και λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο του Εναγόμενου 1 και του Εναγόμενου 3 σ' αυτό το ατύχημα, κατάληξα στο συμπέρασμα πως η ευθύνη του Εναγόμενου 1 ανέρχεται σε 75% και του Εναγόμενου 3 σε 25%."
Οι λόγοι εφέσεως που προβάλλει ο εφεσείων στην έφεση 7378, είναι ότι σύμφωνα με την αποδεχθείσα από το Δικαστήριο μαρτυρία, ο εφεσίβλητος 1-εναγόμενος 1 θα έπρεπε να βρεθεί εξ' ολοκλήρου υπεύθυνος για το ατύχημα και ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1-εναγόμενος 1 είναι υπεύθυνος κατά 75% και ο εφεσείων-εναγόμενος 3 κατά 25%, είναι εσφαλμένο και αδικαιολόγητο, ενόψει της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας ως συνόλου και/ή είναι αντίθετο με το βάρος της μαρτυρίας.
Στον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ δύο οδηγών, οι καθοριστικοί παράγοντες είναι η υπαιτιότητα και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας των δύο οδηγών, της σύγκρουσης και της ζημιάς που προκλήθηκε και αποτελεί το αντικείμενο της δίκης (Vamakides v. Papamichael and Another (1970) 1 CLR 367).
To Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης εκτός αν είναι πρόδηλα λανθασμένος (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Charalambous v. Cybarco (1976) 1 CLR 124 και Christodoulou and Another v. Peppis (1988) 1 CLR 317).
Η εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντα, είναι ότι ο εφεσείων δε φέρει ευθύνη για το ατύχημα, καθότι στη διασταύρωση δεν υπήρχαν άλλα οχήματα και όταν πρόσεξε τον εφεσίβλητο 1-εναγόμενο 1 ήταν σταματημένος στα φώτα της τροχαίας και εμπήκε στη διασταύρωση, ενώ τα φώτα τροχαίας στη μεριά του ήταν κόκκινο και κίτρινο. Συνεχίζοντας, είπε ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι ο εφεσίβλητος 1- εναγόμενος 1 μπορούσε να ξεκινήσει με τα φώτα της τροχαίας εναντίον του.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, υποστήριξε τη θέση του με τις αυθεντίες που ανέφερε και ο πρωτόδικος Δικαστής στην απόφασή του.
Στην υπόθεση Joseph Eva Ltd. v. Reeves [1938] 2 All E.R. 115, η σύγκρουση έγινε σε διασταύρωση όταν ένας από τους οδηγούς παρέλειψε να συμμορφωθεί με τα φώτα τροχαίας. Στο βιβλίο Bingham's Motor Claims Cases, 8η έκδοση, στη σελίδα 116, όπου γίνεται αναφορά στην υπόθεση αυτή, αναφέρονται τα ακόλουθα:
"HELD: R not negligent. He owed no duty to traffic crossing against red light beyond a duty, if in fact he saw such traffic, to take reasonable care to avoid a collision. He was entitled to assume no traffic would be crossing against the lights and could therefore overtake on offside provided no danger to traffic in opposite direction or to traffic turning right. The Traffic Signs Regulations provide that the red signal shall be taken as prohibiting vehicular traffic to proceed until the green signal is shown. Highway Code - Never overtake at cross roads' -distinguished where traffic is regulated by lights."
Στην υπόθεση Knight v. Wiper Supply Services Ltd. [1965] 109 Sol Jo, 358 η πιο πάνω υπόθεση Joseph Eva v. Reeves επεξηγήθηκε και το Δικαστήριο αποφάσισε τα ακόλουθα (Βλέπε, Bingham's Motor Claims Cases, όπως πιο πάνω, σελίδες 116-117):
"HELD: As the light had only just turned amber it must still have been showing red for the defendant's driver when he came out and he was therefore negligent. On the issue of contributory negligence Eva v. Reeves (above) decided that the driver of a motor vehicle entering the cross roads with the traffic lights in his favour was not guilty of contributory negligence in colliding with a vehicle entering the cross-roads with the lights against it, since the driver with the lights in his favour was not under any obligation to assume that a driver might be entering the cross-roads with the lights against him. The decision had never been criticized in any subsequent decision and accordingly it was unnecessary in this case to consider any question of contributory negligence. The defendants were solely liable."
To ίδιο έγινε και στην υπόθεση Davis v. Hassan [1967] Times 13 January, CA. Στη σελίδα 117 του Bingham's Motor Claims Cases, όπως πιο πάνω, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με την υπόθεση αυτή:
"HELD, ON APPEAL: (1) It was not necessary in this case to consider whether Eva v. Reeves was right or wrong. Every case of negligence and certainly every case of traffic accidents had to be decided on its own particular facts. The judge was wrong in thinking himself bound by Eva v. Reeves. (2) On the facts the judge's finding of the blame against the plaintiff was not justified. The question was whether having the green light in her favour the plaintiff was negligent in not seeing the defendant's car come out of the road on the left. Her attention was focussed on the lights and it was a very large junction: it would be wrong to hold her guilty of negligence merely because she did not see the car until the last moment."
Αναμφίβολα, κάθε υπόθεση αμέλειας και συντρέχουσας αμέλειας πρέπει να εξετάζεται σύμφωνα με τα δικά της περιστατικά.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, κατένειμε ευθύνη στον εφεσείοντα, "γιατί παρέλειψε να κατοπτεύσει επαρκώς όπως ήταν καθήκον του να το κάμει ενώ διασταύρωνε μια πολυσύχναστη διασταύρωση. Αν το έκαμνε και αν κοιτούσε ξανά προς την κατεύθυνση του Εναγόμενου 1, αναμφίβολα θα τον έβλεπε πως αδημονούσε, με τον τρόπο που ισορροπούσε στη μοτοσυκλέττα του, να ξεκινήσει από το σημείο που βρισκόταν μπροστά από τα φώτα και να διασταυρώσει. Επίσης θα τον έβλεπε πως άρχισε να διασταυρώνει. ..εντούτοις παράλειψε να κοιτάξει ξανά προς την κατεύθυνση του ή να ελαττώσει ταχύτητα ή ακόμα και να πάρει οποιαδήποτε άλλα αποτρεπτικά μέτρα προς αποφυγή του δυστυχήματος όταν η μοτοσυκλέττα του Εναγόμενου 1 άρχισε να διασταυρώνει και να πλησιάζει.".
Με όλο το σέβας προς τον πρωτόδικο Δικαστή, νομίζω ότι οι νομικές αυθεντίες που παράθεσε στην απόφαση του, δε δικαιολογούν το εύρημα του για παράβαση καθήκοντος εκ μέρους του εφεσείοντα όταν διασταύρωνε τη διασταύρωση με πράσινα φώτα. Οι νομικές αυθεντίες επί του σημείου τούτου, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένας οδηγός που διασταυρώνει μια διασταύρωση με πράσινα φώτα, δεν έχει καθήκον να κοιτάζει τους οδηγούς που είναι στα κόκκινα φώτα, εκτός αν πράγματι προσέξει κάποιον άλλο οδηγό να διασταυρώνει με κόκκινα φώτα, οπόταν έχει καθήκον να πάρει αποτρεπτικά μέτρα προς αποφυγή του ατυχήματος.
Ο πρωτόδικος Δικαστής έλαβε υπόψη του ότι οι αγγλικές αποφάσεις βασίζονται πάνω σε διαφορετικές πραγματικές καταστάσεις, όπου οι διασταυρώσεις είναι μεγάλης ακτίνας και οι αποστάσεις από το ένα ως το άλλο τους σημείο μεγάλες, σε αντίθεση με τις δικές μας που λόγω της μικρής τους ακτίνας επιτρέπουν στους οδηγούς μας, να τις ελέγχουν ευκολότερα. Συνεπώς, όπως κατέληξε ο πρωτόδικος Δικαστής, για τον καταμερισμό της ευθύνης τα Δικαστήρια της Κύπρου δεν πρέπει να ακολουθούν αβασάνιστα τα συμπεράσματα των αγγλικών Δικαστηρίων όσον αφορά τη μη ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας οδηγού που περνά τη διασταύρωση με πράσινο φως, γιατί δεν έχει καθήκον να είναι προσεκτικός έναντι του παρανομούντος οδηγού που περνά τη διασταύρωση με κόκκινο.
Δεν μπορώ να πω ότι συμφωνώ με την προσέγγιση επ' αυτού του σημείου με τον πρωτόδικο Δικαστή.
Η ευθύνη ενός οδηγού που διασταυρώνει με πράσινα φώτα δεν εξαρτάται από τις διαστάσεις κάθε διασταύρωσης. Το καθήκον ενός οδηγού είναι το ίδιο ανεξάρτητα με το κατά πόσο , μια διασταύρωση η οποία ελέγχεται από φώτα είναι μεγάλη ή μικρή. Η κάθε περίπτωση, βεβαίως, εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά αλλά, η νομική ευθύνη του οδηγού παραμένει η ίδια.
Έχω εξετάσει προσεκτικά τα γεγονότα της υπό κρίση απόφασης, καθώς και την επιχειρηματολογία όλων των δικηγόρων και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δε φέρει καμιά ευθύνη για το ατύχημα. Ο εφεσείων μπήκε στη διασταύρωση με πράσινα φώτα και ο εφεσίβλητος ξεκίνησε από τα δεξιά του εφεσείοντα όταν τα φώτα ήταν κίτρινο και κόκκινο πράγμα που δεν του επιτρεπόταν να κάνει προκαλώντας έτσι με την αμέλεια του το ατύχημα. Όταν ο εφεσείων είδε τον εφεσίβλητο αυτός ήταν σταματημένος στα φώτα της τροχαίας και δεν τον είδε όταν ξεκίνησε με τα φώτα εναντίον του, ούτε είχε καθήκον ο εφεσείων να κοιτάζει προς άλλες κατευθύνσεις, για να δει κατά πόσο άλλοι οδηγοί ξεκινούσαν να διασταυρώσουν με τα φώτα εναντίον τους.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους βρίσκω ότι ο μόνος υπαίτιος για το ατύχημα είναι ο εφεσίβλητος 1 , μοτοσυκλεττιστής και θα επέτρεπα την έφεση.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.
Διαταγή για έξοδα ανωτέρω.