ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ 1225/99.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Φυτείαι Φοΐζα Λτδ.,
Αιτητών
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_________________
31 Οκτωβρίου, 2000
.Για τους αιτητές: Σπ. Ευαγγέλου.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Δ. Κούσιου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γεν. Εισ.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:
"1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση, που περιέχεται στην επιστολή του με αρ. φακ. 2001626/6 και ημ. 27.8.1999 (τεκμήριο 1 στην Αίτηση), να απορρίψει την εκπρόθεσμη ένσταση που υπέβαλε η αιτήτρια κατά της φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών με αναφορά 870001, είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο αποτέλεσμα.
2. Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά, δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση ημ. 24.10.1996 που φαίνεται στη σχετική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών (τεκμήριο 2 στην Αίτηση) να απαιτήσει από τ ην αιτήτρια και/ή να επιβάλει στην αιτήτρια φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών που ανέρχεται σε Λ.Κ.3.664,60 και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό αναφορικά με την ακύρωση ενός συμβολαίου για την αγορά δύο διαμερισμάτων και ενός καταστήματος, η οποία, κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 23.7.1999 με αντίγραφο της επιστολής τεκμήριο 3 στην αίτηση, είναι άκυρση και χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο αποτέλεσμα."
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:
Με απόφαση του ημερ. 24.10.96 ο καθ΄ ου η αίτηση Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (ο Διευθυντής) επέβαλε στην αιτήτρια φόρο κεφαλαιουχικών κερδών της τάξεως των £3.664,60 με αναφορά φορολογίας 870001. ΄Ηταν η θέση του Διευθυντή ότι στις 24.10.96 έστειλε στην αιτήτρια αρχική ειδοποίηση επιβολής Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών στη διεύθυνση "Τ.Θ. 1860, Λεμεσός (3509)" με ασφαλισμένο ταχυδρομείο. Παρουσίασε φωτοαντίγραφο της απόδειξης του Ταχυδρομείου για την παραλαβή της συστημένης επιστολής.
Κατά ή περί τις αρχές Ιουλίου 1999, επιδόθηκε στην αιτήτρια η αίτηση για είσπραξη φόρων με αρ. 566/99, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στην οποία αναφερόταν η πιο πάνω αναφορά φορολογίας με αρ. 870001.
Με επιστολή τους ημερ. 12.7.99 προς το Διευθυντή οι δικηγόροι της αιτήτριας έκαμαν αναφορά στην πιο πάνω υπόθεση στου Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Ανέφεραν, περαιτέρω, ότι όπως τους πληροφορούν οι πελάτες τους "δεν έχουν παραλάβει τη φορολογία που αποτελεί αντικείμενο στην πιο πάνω υπόθεση". Ζήτησαν να τους αποσταλεί "αντίγραφο της σχετικής ειδοποίησης φορολογίας" έτσι ώστε να μπορέσουν να συμβουλεύσουν τους "πελάτες τους ανάλογα".
Ο Διευθυντής ικανοποίησε το σχετικό αίτημα. Φαίνεται ότι έστειλε το ζητηθέν αντίγραφο χωρίς οποιαδήποτε δική του επιστολή. Σύμφωνα με τους δικηγόρους της αιτήτριας κατά ή περί τις 23.7.99 παρέλαβαν αντίγραφο της πιο πάνω επιστολής τους - ημερ. 12.7.99 - με τη σημείωση "εσωκλείεται" και μαζί αντίγραφο της σχετικής ειδοποίησης της Φορολογίας. Αυτή η θέση των δικηγόρων της αιτήτριας δεν αμφισβητήθηκε από το Διευθυντή.
Μετά την παραλαβή της ειδοποίησης επιβολής φορολογίας οι δικηγόροι της αιτήτριας υπέβαλαν ένσταση (βλ. επιστολή τους ημερ. 10.8.99). Εξήγησαν ότι "όπως τους πληροφορούν οι πελάτες τους" δεν είχαν παραλάβει τη φορολογία. Η πρώτη φορά που περιήλθε σε γνώση τους η ύπαρξη της, ήταν κατά ή περί τις αρχές Ιουλίου 1999 όταν τους επιδόθηκε η δικαστική διαδικασία. Στη συνέχεια αναφέρθηκαν στο ιστορικό της φορολογίας και ζήτησαν από το Διευθυντή να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία και αποδεχθεί την ένσταση της αιτήτριας για εξέταση. ΄Εθεσαν το θέμα ως εξής:
"Εν όψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω και ειδικότερα (α) του γεγονότος ότι ανταποκριθήκατε στην επιστολή μας ημ. 12 Ιουλίου 1999 και (β) του ότι όπως προκύπτει και από την επιστολή μας Παράρτημα 'Ζ', δεν ετίθετο θέμα οι πελάτες μας να γνωρίζουν για τη Φορολογία και να μην την αμφισβητήσουν, θεωρούμε ότι είναι δίκαιο και εύλογο να ασκήσετε τη διακριτική εξουσία σας και να αποδεχτείτε την ένσταση των πελατών μας για εξέταση. ΄Εχοντας παραθέσει το λόγο για τον οποίο, υποβάλλεται εκπρόθεσμα η ένσταση των πελατών μας, παραθέτουμε τώρα τους λόγους πάνω στους οποίους, στηρίζεται."
Τέλος οι δικηγόροι της αιτήτριας παρέθεσαν τους λόγους της ένστασης.
Ο Διευθυντής δεν δέχθηκε να εξετάσει την ένσταση. Με επιστολή του ημερ. 27.8.99 πληροφόρησε τους δικηγόρους της αιτήτριας ότι "η εκπρόθεσμη ένσταση" τους "δεν έγινε δεκτή διότι η φορολογία" στάληκε στους πελάτες τους την 24.10.96 στη σωστή διεύθυνση, Τ.Κ. 1806, Λεμεσός (3509).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήριας υπέβαλε ότι η απόφαση του Διευθυντή να αρνηθεί να εξετάσει την ένσταση της αιτήτριας ήταν "αποτέλεσμα κακής άσκησης της διακριτικής του εξουσίας" για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Από τα γεγονότα προκύπτει καθαρά ότι ο Διευθυντής αποδέχθηκε το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν παρέλαβε την επίδικη φορολογία και την
απέστειλε στους δικηγόρους της ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημα.
Επομένως υπήρχε εύλογη αιτία για τη μη υποβολή της ένστασης εμπρόθεσμα.
(β) Η απόδειξη του Ταχυδρομείου πάνω στην οποία στηρίζεται ο Διευθυντής
δεν αποδεικνύει οτιδήποτε ούτε ότι η επίδικη φορολογία στάληκε στην
αιτήτρια, ούτε ότι παραλήφθηκε (το δεύτερο επιβεβαιώνεται από τα
γεγονότα και έγινε αποδεκτό από το Διευθυντή).
(γ) Οι προϋποθέσεις του αρ. 42 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων
Νόμου του 1978 (Ν 4/78) σύμφωνα με τις οποίες, ειδοποίηση φορολογίας
θεωρείται ότι επιδόθηκε στο φορολογούμενο εφόσον αποδειχθεί ότι
(ι) έφερε την ορθή διεύθυνση (δηλαδή την τελευταία γνωστή επαγγελματική ή ιδιωτική διεύθυνση) του φορολογουμένου και
(ιι) ότι ταχυδρομήθηκε δεόντως, δεν πληρούνται. Η απόδειξη του
ταχυδρομείου από μόνη της δεν αποδεικνύει ούτε το (ι) ούτε το (ιι).
Επιπρόσθετα υπέβαλε ότι η πρώτη προϋπόθεση (της ορθής διεύθυνσης) δεν ικανοποιείται και για άλλο λόγο. Η τελευταία γνωστή διεύθυνση μιας εταιρείας είναι το εγγεγραμμένο γραφείο της όπως αυτό είναι κοινοποιημένο στο φάκελο της εταιρείας στον ΄Εφορο Εταιρειών (βλ. αρ. 102 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113). Στην προκείμενη περίπτωση στην απόδειξη του Ταχυδρομείου δεν αναγράφεται το εγγεγραμμένο γραφείο της αιτήτριας "αλλά (προφανώς) μια ταχυδρομική θυρίδα".
Τέλος ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι αν η θέση του Διευθυντή γίνει αποδεκτή, είναι ξεκάθαρο ότι η αιτήτρια δεν θα έχει τη δυνατότητα αμφισβήτησης της απόφασης του. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ισοδυναμούσε με στέρηση του δικαιώματος θεραπείας της αιτήτριας εναντίον της επίδικης φορολογίας και ταυτόχρονα θα οδηγούσε στο παράδοξο αποτέλεσμα, η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση που εμπίπτει μέσα στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, να ξεφύγει του δικαστικού ελέγχου και να μην ελέγχεται η νομιμότητα της. Οπωσδήποτε, με βάση τις πρόνοιες του Συντάγματος και ειδικότερα τις πρόνοιες των ΄Αρθρων 146 και 30, κάτι τέτοιο δεν ειναι δυνατό. Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στην
Pitsiakos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1700, 1721, 1722.Η ευπαίδευτη συνήγορος του Διευθυντή υπέβαλε ότι η αναφορά - στο σχετικό άρθρο του Νόμου 4/78 - στην τελευταία γνωστή διεύθυνση "δεν αφορά το εγγεγραμμένο κατά τον κρίσιμο χρόνο γραφείο της αιτήτριας αλλά την τελευταία ταχυδρομική διεύθυνση και/ή διεύθυνση αλληλογραφίας που η ίδια η αιτήτρια δήλωσε στους καθ΄ ων η αίτηση. Και η διεύθυνση αυτή στην περίπτωση που εξετάζεται ήταν Τ.Θ. 1860, Λεμεσός 3509, που και ορθή είναι και σύμφωνη με τον Ταχυδρομικό Κώδικα".
Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο ο Διευθυντής αποδέχθηκε το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν παρέλαβε την επίδικη φορολογία.
΄Ερεισμα της εισήγησης ότι ο Διευθυντής αποδέχθηκε ότι η αιτήτρια δεν παρέλαβε την επίδικη φορολογία ήταν,
(α) η ανταπόκριση του Διευθυντή όταν του ζητήθηκε αντίγραφο, και
(β) η σιωπή του όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ισχυρισμό των δικηγόρων
της αιτήτριας ότι η τελευταία δεν είχε παραλάβει την επίδικη φορολογία.
Ενώπιον του Διευθυντή είχε τεθεί ένας ισχυρισμός των δικηγόρων της αιτήτριας και μια παράκληση τους μαζί με την πληροφορία ότι το αντίγραφο της φορολογίας χρειαζόταν για να μπορέσουν να συμβουλεύσουν τους πελάτες τους ανάλογα. ΄Εχω την άποψη πως, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της επιστολής, ο Διευθυντής δεν είχε σε εκείνο το στάδιο οποιαδήποτε νομική υποχρέωση ή καθήκο να διερευνήσει τον ισχυρισμό και να διατυπώσει την οποιαδήποτε θέση του. Ο ισχυρισμός εκείνος δεν αποτελούσε ένσταση κατά της φορολογίας. Μόνο σε περίπτωση ένστασης κατά της φορολογίας γεννάται υποχρέωση για διερεύνηση του ισχυρισμού ότι δεν είχε παραληφθεί η φορολογία. Ο Διευθυντής απλώς ανταποκρίθηκε στην παράκληση των δικηγόρων της αιτήτριας για αποστολή αντιγράφου της φορολογίας. Εύλογα μπορούσε να αναμένει την υποβολή ένστασης και μετά να διατυπώσει τη θέση του. Η απλή ανταπόκριση του στην παράκληση για αποστολή αντιγράφου της φορολογίας και η σιωπή του δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως αποδοχή της θέσης της αιτήτριας ότι δεν είχε παραλάβει την επίδικη φορολογία.
Αναφορικά με το αιτητικό της πρώτης παραγράφου και τους λόγους ακύρωσης που έχουν προβληθεί σε σχέση με το αιτητικό αυτό προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:
Κατά πόσο η απόφαση του Διευθυντή ότι η ένσταση ήταν εκπρόθεσμη είναι ορθή και νόμιμη. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το κατά πόσο έχει αποδειχθεί ότι η ειδοποίηση της φορολογίας είχε επιδοθεί στην αιτήτρια.
Το θέμα της επίδοσης ειδοποίησης φορολογίας διέπεται από το άρθρο 47, όπως αναριθμήθηκε, του πιο πάνω Νόμου 4/78. Το άρθρο αυτό έχει εξεταστεί στην Παφίτη ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 522 στην οποία είχε εξεταστεί και θέμα συνταγματικότητας του σχετικού άρθρου. Στην απόφαση της Ολομέλειας το θέμα τέθηκε ως εξής:
"Το άρθρο 47, όπως αναριθμήθηκε, του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, Ν. 4/78, προνοεί:
'47. Αι ειδοποιήσεις επιδίδονται προσώπω τινί είτε δια προσωπικής επιδόσεως είτε δια συστημένης επιστολής αποστελλομένης εις την τελευταίαν αυτού γνωστήν επαγγελματικήν ή ιδιωτικήν διεύθυνσιν, και εις την τελευταίαν περίπτωσιν αι ειδοποιήσεις λογίζονται επιδοθείσαι εις μεν την περίπτωσιν προσώπων διαμενόντων εν τη Δημοκρατία ουχί βραδύτερον της εβδόμης ημέρας αφ΄ ης η επιστολή εταχυδρομήθη, εις δε την περίπτωσιν προσώπων μη διαμενόντων εν τη Δημοκρατία ουχί βραδύτερον της τριακοστής ημέρας
Από την άλλη, σύμφωνα με το άρθρο 20 κάθε φορολογούμενος που αμφισβητεί την επιβληθείσα φορολογία μπορεί με έγγραφη ένσταση να αποταθεί στο Διευθυντή για επανεξέταση και αναθεώρηση της φορολογίας. Η ένσταση θα πρέπει να κατατεθεί όχι αργότερα του τέλους του μηνός που έπεται του μηνός εντός του οποίου η ειδοποίηση δόθηκε στο φορολογούμενο. Σύμφωνα πάντα με το άρθρο 20, νοείται ότι αν ο Διευθυντής ικανοποιηθεί ότι λόγω απουσίας στο εξωτερικό, ασθενείας ή άλλης εύλογης αιτίας ο φορολογούμενος εμποδίστηκε από του να καταθέσει την ειδοποίηση ένστασης μέσα στη ρηθείσα προθεσμία, χορηγεί εύλογη
παράταση. Σίγουρα το τεκμήριο που τίθεται με το άρθρο 47 σχετικά με την επίδοση της ειδοποίησης είναι μαχητό, γι΄ αυτό εξ άλλου υπάρχει και η πρόνοια του άρθρου 20 με την οποία ο Διευθυντής παρέχει παράταση αν ικανοποιηθεί ότι λόγω εύλογης αιτίας η ένσταση δεν καταχωρήθηκε έγκαιρα. Δε συμφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έγινε κανονική επίδοση των επίδικων φορολογιών. ΄Οπως είπαμε και πιο πάνω σύμφωνα με το άρθρο 47 η ειδοποίηση τεκμαίρεται ότι επιδόθηκε αν ικανοποιηθούν οι δύο προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο, δηλαδή η σωστή διεύθυνση και η ταχυδρόμηση του φακέλου. Η ορθή διεύθυνση, παρά τους κάποιους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, αφού είναι φανερό, όπως προκύπτει εξ άλλου και από το διοικητικό φάκελο, ότι η διεύθυνση στην οποία αποστάληκε η ειδοποίηση ήταν η αληθινή διεύθυνση του εφεσείοντος. Η ειδοποίηση στάληκε μέσα σε φάκελο με διαφανή θυρίδα μέσα από την οποία διαβάζεται η διεύθυνση του προσώπου στο οποίο αποστέλλεται. Η διεύθυνση αυτή ήταν εκείνη που φέρει η επιστολή που συνόδευε τις δύο ειδοποιήσεις. Δε δίδουμε οποιαδήποτε σημασία στο γεγονός ότι στις δύο ειδοποιήσεις που συνόδευαν την επιστολή παρουσιαζόταν ελαφρά διαφορετική διεύθυνση, ούτε ότι στην τρίτη δεν υπήρχε καθόλου διεύθυνση................................... .................................................. ............
Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε εσφαλμένα ότι δεν καταχώρησε ένσταση και συνεπώς απώλεσε το δικαίωμα προσφυγής. Θα συμφωνήσουμε και με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η ένσταση καταχωρήθηκε μεν αλλά εκπρόθεσμα, με αποτέλεσμα ο Διευθυντής να μην την εξετάσει. Το παράπονο αυτό σχετίζεται και με τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν επελήφθηκε του δεύτερου λόγου της προσφυγής, ότι δηλαδή ήταν εύλογο κάτω από τις περιστάσεις να δοθεί από το Διευθυντή παράταση της προθεσμίας για καταχώρηση της ένστασης, κάτι που ο Διευθυντής παρέλειψε να πράξει. Ούτε και με αυτή την εισήγηση
συμφωνούμε. Ο Διευθυντής είχε ενώπιόν του μια εκπρόθεσμη ένσταση και συνεπώς δεν είχε άλλη εκλογή από του να την απορρίψει. Ο εφεσείων σ΄ εκείνο το στάδιο θα έπρεπε να υποβάλει αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης της ένστασης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 20 και κατά πάσα πιθανότητα η μη παραλαβή της ειδοποίησης θα εθεωρείτο από το Διευθυντή ως εύλογη αιτία, με αποτέλεσμα να του παρεχόταν εύλογη παράταση για καταχώρηση ένστασης.Πριν τελειώσουμε θα πρέπει να πούμε ότι δεν συμφωνούμε ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου είναι αντισυνταγματικές ή ότι παραβιάζονται τα ΄Αρθρα 146, 30 και 24 του Συντάγματος ή ακόμα και τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δε σκοπεύουμε να μπούμε σε λεπτομερή ανάλυση των λόγων για τους οποίους θεωρούμε ότι τα πιο πάνω άρθρα δεν συγκρούονται με το Σύνταγμα, γιατί η παρούσα υπόθεση δεν είναι κατάλληλη για μια τέτοια ανάλυση και γιατί η επιχειρηματολογία επί του σημείου δεν ήταν εξαντλητική. Αρκεί μόνο να επαναλάβουμε ότι τα δικαστήρια δεν εξετάζουν τη σοφία των νόμων, αλλά μόνο τη συνταγματικότητά τους. Για όλους τους πιο πάνω λόγους βρίσκουμε ότι η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και διά ταύτα απορρίπτεται."
Στην παρούσα υπόθεση η ταχυδρόμηση δεν έχει αμφισβητηθεί. ΄Εχει αποδειχθεί ταχυδρόμηση με συστημένη επιστολή γιατί έχει παρουσιασθεί σχετική απόδειξη του Ταχυδρομείου. Ούτε και έχει αμφισβητηθεί ουσιαστικά ότι η διεύθυνση στην οποία είχε ταχυδρομηθεί η ειδοποίηση της φορολογίας δεν ήταν η σωστή διεύθυνση της αιτήτριας. ΄Επεται πως έχουν ικανοποιηθεί οι δύο προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την επαρκή απόδειξη της επίδοσης της ειδοποίησης επιβολης φορολογίας. Ορθά λοιπόν ο Διευθυντής αποφάνθηκε ότι η ένσταση ήταν εκπρόθεσμη και ορθά αρνήθηκε να την εξετάσει εφόσον
ήταν εκπρόθεσμη. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με το άρθρο 146 του Συντάγματος το θέμα έχει επιλυθεί στην Παφίτη (πιο πάνω), στην οποία κρίθηκε ότι οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις δεν παραβιάζουν τα άρθρα 146, 30 ή 24 του Συντάγματος.
Οι πιο πάνω καταλήξεις μου σφραγίζουν τη μοίρα του αιτητικού της πρώτης παραγράφου το οποίο απορρίπτεται.
Εν όψει αυτής της κατάληξης δεν είναι δυνατή η εξέταση του αιτητικού της δεύτερης παραγράφου γιατί δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής πράξης. Στρέφεται κατά της ουσίας της επίδικης φορολογίας. Ωστόσο άσκηση τέτοιας προσφυγής είναι δυνατή μόνο με την υποβολή και εξέταση ένστασης. Εφόσον η ένσταση δεν έχει εξεταστεί δεν υπάρχει εκτελεστή απόφαση εναντίον της οποίας μπορεί να ασκηθεί τέτοια προσφυγή (βλ.
Pandelidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 687). ΄Επεται πως το αιτητικό της δεύτερης παραγράφου πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης εκτελεστότητας.Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα £35
0.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.