ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 3 ΑΑΔ 694

3 Δεκεμβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΕΣΑΡΙΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3433)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Περιστάσεις εκπροθέσμου της προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών ― Άρση του χαρακτήρα ισχυριζόμενης παράλειψης ως συνεχιζόμενης στην περίπτωση όπου μεσολαβεί αρνητική απόφαση του αρμοδίου οργάνου ― Συνέπειες.

Ο εφεσείων επιδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η προσφυγή του κατά της μη ανάκλησης φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών η οποία είχε προκύψει κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 12(1) του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου αρ. 52/80.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Αν γίνει δεκτή η εισήγηση του εφεσείοντος ότι το έγγραφο, ημερ. 21 Ιανουαρίου 2000, το οποίο απέστειλε στον Διευθυντή και το οποίο ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει ως ένσταση θα πρέπει να εκληφθεί ως αίτημα για αναθεώρηση με σκοπό την επιβολή φορολογίας, και πάλι η απάντηση του Διευθυντή συσχετίζεται με το αίτημα, παρόλον που περιγράφεται ως απάντηση σε ένσταση. Εκείνο που έχει σημασία είναι το ότι, ως αποτέλεσμα της εν λόγω επικοινωνίας, προέκυψε απόφαση του Διευθυντή ότι δεν θα προέβαινε σ' αυτό που ο εφεσείων ζητούσε.  Ο εφεσείων μπορούσε να προσέβαλλε την απόφαση. Η εξέταση του αιτήματος, η λήψη και η κοινοποίηση της σχετικής απόφασης αίρει τον χαρακτήρα της κατ' ισχυρισμό παράλειψης ως συνεχιζόμενης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μεσαρίτης v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 770/00, ημερ. 30.4.2001,

Μεσαρίτης v. Δημοκρατίας (2004) 3 A.A.Δ. 118,

Δήμος Λευκωσίας v. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 771/2000), ημερομηνίας 11/4/2002, με την οποία απορρίφθηκε, ως εκπρόθεσμη, η προσφυγή του κατά του περιεχομένου επιστολής του Διευθυντή ημερομηνίας 25/1/2000, με την οποία επληροφορείτο ότι η ένσταση την οποία υπέβαλε κατά του υπολογισθέντα φόρου κεφαλαιουχικών κερδών, συνολικού ύψους £1.370,40 πλέον τόκους από την ημέρα της αντίστοιχης διάθεσης των ακινήτων του, ήτοι, 6/12/1992, 14/12/93 και 14/4/95 και ο οποίος καταβλήθηκε αμέσως χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, επειδή υποβλήθηκε εκτός των χρονικών ορίων του σχετικού Νόμου.

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου  θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων διέθεσε ακίνητη ιδιοκτησία σε σχέση με την οποία στις 11 Απριλίου 1997 υπέβαλε στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων σχετικές δηλώσεις φορολογίας, βάσει του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980, (Ν. 52/80, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 135/90). Επρόκειτο για μερίδια σε τρία οικόπεδα τα οποία δημιουργήθηκαν από το διαχωρισμό γης των ίδιων συνιδιοκτητών. Προβλέπεται με το άρθρο 12(1) ότι:

«12.- (1) Ο διαθέτης ιδιοκτησίας οφείλει δι' εκάστην διάθεσιν ιδιοκτησίας να δίδη εις τον Διευθυντήν, εντός ενός μηνός από της τοιαύτης διαθέσεως αλλά εν πάση περιπτώσει προ της μεταβιβάσεως της ιδιοκτησίας, δήλωσιν περί ταύτης και τοιαύτα έτερα στοιχεία οία δυνατόν να απαιτηθώσι διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και να καταβάλλει το υπ' αυτού υπολογιζόμενο ποσό φόρου.»

Ο υπολογισθείς φόρος κεφαλαιουχικών  κερδών, συνολικού ύψους £1.370,40 πλέον τόκους από την ημέρα της αντίστοιχης  διάθεσης των ακινήτων, ήτοι, 6 Δεκεμβρίου 1992, 14 Δεκεμβρίου 1993 και 14 Απριλίου 1995, καταβλήθηκε αμέσως χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη.

Μετά την πάροδο σχεδόν τριών ετών, ο εφεσείων επανήλθε επί του θέματος. Απέστειλε στον Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων έγγραφο, ημερ. 21 Ιανουαρίου 2000, το οποίο επιγραφόταν ως «Ένσταση κατά των Κάτωθι Περιγραφομένων Φορολογιών Διότι Παραβιάζουν το Άρθρο 6 του Περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου Αρ. 52/80, όπως αυτός Τροποποιήθηκε με το Νόμο 135/90». Διαμαρτυρόταν για τον τρόπο με τον οποίο είχε υπολογιστεί ο φόρος, επικαλούμενος ως προς αυτό αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου  εκδοθείσες κατά το 1995 και 1996 και τον καλούσε να προβεί σε νέες φορολογίες. Ο Διευθυντής του απάντησε με την εξής  επιστολή, ημερ. 25 Ιανουαρίου 2000:

«Αναφορά φορολογίας ακίνητης ιδιοκτησίας/κεφαλαιουχικών κερδών 920001, 930001, 950001, 910001, 960002, 960003, 960001, 950004, 9500003, 950002

Αναφέρομαι στην ένσταση σας ημερ. 24.1.2000 κατά της πιο πάνω φορολογίας και σας πληροφορώ ότι δεν μπορεί να γίνη αποδεκτή γιατί δεν υποβλήθηκε μέσα στα χρονικά όρια που ορίζει ο Νόμος.»

Την 31 Μαΐου 2000 ο εφεσείων κατέθεσε στο Ανώτατο Δικαστήριο προσφυγή με την οποία ζητούσε:

«Απόφαση του Δικαστηρίου δηλούσα ότι οι πράξεις και/ή αποφάσεις του Καθ' ου η Αίτηση να μην ανακαλέσει, και/ή η παράλειψη του Καθ' ου η Αίτηση να ανακαλέσει και/ή ακυρώσει και/ή αναθεωρήσει τις κάτωθι παράνομες διοικητικές πράξεις, ήτοι φορολογίες, είναι εξ υπαρχής άκυρες και εστερημένες οιουδήποτε αποτελέσματος και ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή, ως αντικείμενες προς τις διατάξεις των κανονισμών, των Νόμων, του Συντάγματος και της Νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και προς τις Αρχές του Διοικητικού Δικαίου και διότι ο καθ' ου η Αίτηση ενήργησε εν πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά, εν πλημμελεί ασκήσει της διακριτικής εξουσίας, κατά κατάχρηση και καθ' υπέρβαση εξουσίας και άνευ της δέουσης ή οιασδήποτε αιτιολογίας.»

Με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 11 Απριλίου 2002, η προσφυγή απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Ο συνάδελφος που εξέτασε την περίπτωση θεώρησε την αρνητική απάντηση του Διευθυντή, ημερ. 25 Ιανουαρίου 2000, ως εκτελεστή απόφαση  την οποία ο εφεσείων θα μπορούσε να προσέβαλλε και επομένως δεν ήταν δυνατόν να γίνεται λόγος για συνεχιζόμενη παράλειψη. Αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην Κωνσταντίνου Μεσαρίτη ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 770/00 ημερ. 30 Απριλίου 2001 (Καλλή, Δ.) όπου αυτή ήταν η κατάληξη σε πανομοιότυπο ζήτημα. Έχουμε τώρα και το αποτέλεσμα της έφεσης σε εκείνη την υπόθεση: βλ. Κωνσταντίνου Μεσαρίτη ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 118. Απορρίπτοντας την έφεση, η Ολομέλεια επικρότησε το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης. Ανέφερε τα εξής:

«Με την ενώπιόν μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, η προσφυγή δεν ήταν εκπρόθεσμη γιατί επρόκειτο για "συνεχή παράλειψη". Δε συμφωνούμε. Η ορθή προσέγγιση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετούμε:

'Ο κ. Μεσαρίτης, εκ μέρους του αιτητή, υποστήριξε ότι η προσφυγή δεν είναι εκπρόθεσμη γιατί πρόκειται για συνεχή παράλειψη.

Με την πιο πάνω επιστολή ο Διευθυντής αρνήθηκε να εξετάσει την ένσταση του αιτητή. Η άρνηση εκείνη αποτελεί μια ρητή και θετική απόφαση της διοίκησης εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος η οποία μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή εντός της προθεσμίας που καθορίζεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Δεν μπορεί επομένως να γίνεται λόγος για συνεχή παράλειψη (Βλ. Kefalas v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225, 232 και Vafeades v. Republic (1964) C.L.R. 454, 460).

Η άρνηση του Διευθυντή κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Διευθυντή ημερ. 25 Ιανουαρίου 2000 και η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε στις 31.5.2000. Είναι, επομένως, εκπρόθεσμη.'»

Η παρούσα έφεση, αποτελούμενη από οκτώ λόγους, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης άποψης ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη αλλά θέτει ευρύτερα και ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου και του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμου του 1978 (Ν.4/78 όπως τροποποιήθηκε), με αναφορά στο πώς αυτά τα ζητήματα αντικρύστηκαν πρωτοδίκως. Προβάλλει ότι υπήρξε εν προκειμένω αυτοφορολογία χωρίς ποτέ την επιβολή φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών· ότι επομένως εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι ο εφεσείων υπέβαλε ένσταση σε φορολογία αφού χωρίς επιβολή φορολογίας δεν υπήρχε δυνατότητα ή δικαίωμα ένστασης· ότι στην πραγματικότητα εκείνο που και ο ίδιος χαρακτήρισε ως ένσταση δεν ήταν παρά μόνο «αίτημα για βεβαίωση της φορολογίας και επιβολή φορολογίας διά της επίδοσης ειδοποίησης φορολογίας»· ότι ως εκ τούτου δεν υπήρχε αντιστοιχία μεταξύ της απάντησης του Διευθυντή ημερ. 25 Ιανουαρίου 2000 και της χαρακτηρισθείσας ως ένστασης αφού στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο περί ένστασης· και ότι υπό αυτές τις περιστάσεις η νομολογία δεν δικαιολογούσε την πρωτόδικη άποψη πως η απάντηση του Διευθυντή, ημερ. 25 Ιανουαρίου, έθετε τέρμα στην παράλειψη επιβολής φορολογίας.

Για να εξετάσουμε το κατά πόσο ορθά θεωρήθηκε εκπρόθεσμη η προσφυγή δεν χρειάζεται να επεκταθούμε πέραν της επικοινωνίας, κατά τον Ιανουάριο του 2000, του εφεσείοντος με τον Διευθυντή. Αν δεχθούμε την εισήγηση του εφεσείοντος ότι το έγγραφο, ημερ. 21 Ιανουαρίου 2000, το οποίο απέστειλε στον Διευθυντή και το οποίο ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει ως ένσταση θα πρέπει να εκληφθεί ως αίτημα για αναθεώρηση με σκοπό την επιβολή φορολογίας, και πάλι η απάντηση του Διευθυντή συσχετίζεται με το αίτημα, παρόλον που περιγράφεται ως απάντηση σε ένσταση. Εκείνο που έχει σημασία είναι το ότι, ως αποτέλεσμα της εν λόγω επικοινωνίας, προέκυψε απόφαση του Διευθυντή ότι δεν θα προέβαινε σ' αυτό που ο εφεσείων ζητούσε. Ο εφεσείων μπορούσε να προσέβαλλε την απόφαση. Όπως, όμως και στην Κωνσταντίνου Μεσαρίτη ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), δεν διατηρούσε πια δυνατότητα να θέσει ζήτημα εκτελεστής παράλειψης. Καθώς εξήγησε η Ολομέλεια στην υπόθεση Δήμου Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191 (απόφαση Καλλή, Δ.) «η εξέταση του αιτήματος, η λήψη και η κοινοποίηση της σχετικής απόφασης .... αίρει τον χαρακτήρα της κατ' ισχυρισμό παράλειψης ως συνεχιζόμενης.».

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο