ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1986) 3 CLR 1159

15 Μαίου 1986

[ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ. Πρ., Α. ΛΟΪΖΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ.

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΛΩΡΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ.

ΠΙΚΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

Μεταξύ:

ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.

Αιτητή,

ν.

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

Καθ' ων η Αίτηση.

(Αναφορά 13/85).

Συνταγματικό Δίκαιο Αναφορά δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος—Μπορεί να γίνει μόνο εν σχέσει με «νόμο» ή «απόφαση» με την έννοια που έχουν οι όροι αυτοί στο άρθρο 52 του Συντάγματος Υπουργικό Συμβούλιο—Εξουσία θεσπίσεως κανονισμών Σύνταγμα Άρθρον 54(2)—Φύση της Εξουσίας αυτής. Δευτερογενής νομοθεσία—Ο Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμος, Κεφ. 300Α—Άρθρο 19 όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρο 2 του Νόμου 68/85—Κανονισμοί που έγιναν από το Υπουργικό Συμβούλιο και τέθηκαν ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων—Απόφαση Βουλής τροποποιούσα τους εν λόγω κανονισμούς— Οι κανονισμοί εξακολουθούν να αποτελούν δευτερογενή νομοθεσία προερχομένη από το Υπουργικό Συμβούλιο—Δεν εκδίδονται βάσει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, αλλά δημοσιεύονται βάσει του εν λόγω Άρθρου 19 του Νόμου.

Στις 12.9.85 το Υπουργικό Συμβούλιο απεφάσισε να εκδώσει τους Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Ακριβοδίκαιη Μεταχείριση Πολιτικών Κομμάτων και Υποψηφίων) Κανονισμούς 1985 και να τους καταθέσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων σύμφωνα με το Άρθρο

An English translation of this opinion appears at pp. 1168-1175 post. 19 του Κεφ. 300 Α, όπως τούτο τροποποιήθηκε με το Άρθρο 2 του Νόμου 68/85.

Στια 31.10.85 η Βουλή των Αντιπροσώπων τροποποίησε τους εν λόγω Κανονισμούς. Την 1.11.85 οι κανονισμοί διαβιβάστηκαν στον Υφυπουργό παρά τω Προέδρω της Δημοκρατίας για δημοσίευση.

Πριν δημοσιευθούν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε την αναφορά αυτή για γνωμάτευση του Δικαστηρίου κατά πόσον η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνη με τα άρθρα 19. 28, 35. 52. 54, 58, 61, 82 και 179 του Συντάγματος.

ΑΠΟΦΑΣΙΘΗΚΕ: (Α) Από τους κ.κ. Τριανταφυλλίδη Πρ. και Α. ΛοϊΖου, Μαλαχτό, Δημητριάδη, Σαββίδη, Λώρη και Στυλιανίδη, Δικαστάς: (1) Η άσκηση από το Υπουργικό Συμβούλιο της εξουσίας του για έκδοση κανονισμών δυνάμει του Άρθρου 54(2) του Συντάγματος δεν αποτελεί άσκηση αυτόνομης νομοθετικής εξουσίας αλλά άσκηση δευτερογενούς νομοθετικής εξουσίας σύμφωνα με τη νομοθετική εξουσιοδότηση που του δίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με νόμο της Βουλής των Αντιπροσώπων.

(2) Οι υπό κρίση κανονισμοί, παρ' όλο ότι τροποποιήθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, εξακολουθούν να αποτελούν δευτερογενή νομοθεσία προερχομένη από το Υπουργικό Συμβούλιο, η οποία δεν εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, αλλά δημοσιεύεται δυνάμει του Άρθρου 19 του Κεφ. 300 Α όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρο 2 του Νόμου 68/85.

(3) Γι' αυτό οι εν λόγω κανονισμοί δεν αποτελούν «νόμο» ή «απόφαση» με την έννοια που οι όροι αυτοί έχουν στο Άρθρο 52. Ως εκ τούτου η αναφορά αυτή δεν ήταν δυνατό να γίνει, γιατί αναφορά δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος είναι δυνατό να γίνει μόνο εν σχέσει με τέτοιο «νόμο» ή «απόφαση».

(Β) Από τον κ. Πική, Δ., συμφωνούντος και του κ. Κούρρη Δ.: (1) Ασκώντας την εξουσία που της παρέχει η πρωτογενής νομοθεσία (Κεφ. 300 Α όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 68/85) η Βουλή των Αντιπροσώπων επέφερε ουσιαστικές τροποποιήσεις στους Κανονισμούς, που είχε εγκρίνει το Υπουργικό Συμβούλιο. Στη τελική τους μορφή οι Κανονισμοί αυτοί αποτελούν δευτερογενή νομοθεσία, που θεσπίστηκε τόσο από το Υπουργικό Συμβούλιο όσο και από τη Βουλή.

(2) Η υποχρέωση δημοσιεύσεως δευτερογενούς νομοθεσίας επιβάλλεται από το Άρθρο 7 του Περί Ερμηνείας Νόμου. Κεφ. 1, πού είναι πρόνοια ανεξάρτητη από το Άρθρο 52 του Συντάγματος.

(3) Η συμμετοχή της Βουλής στη διαμόρφωση δευτερογενούς νομοθεσίας δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα της τελευταίας σε πρωτογενή. Δεδομένου ότι η υποχρέωση για έκδοση δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος περιορίζεται σε πρωτογενή νομοθεσία και αποφάσεις της Βουλής για τις οποίες υπάρχει ειδική πρόνοια στο Σύνταγμα και εφ' όσον η δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 140 περιορίζεται σε τέτοια νομοθεσία ή αποφάσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθή της αναφοράς αυτής.

Η αναφορά απορρίπτεται.

Αναφερόμενες αποφάσεις:

Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 2165.

Αναφορά.

Αναφορά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση κατά πόσο η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, που λήφθηκε στις 31.10. 1985 και στάληκε στην 1.11.1985 προς δημοσίευση/έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την οποία ενέκρινε τους Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Ακριβοδίκαιη Μεταχείριση Κομμάτων) Κανονισμούς του 1985. τρο ποποιώντας τους Κανονισμούς, που έκαμε στις 12.9.85 και έθεσε ενώπιον της Βουλής το Υπουργικό Συμβούλιο βρίσκεται σε αντίθεση, ή είναι ασύμφωνη προς τις διατάξεις των Άρθρων 19, 28, 35, 52, 54, 58, 61, 82 και 179 του Συντάγματος.

Λ. Λουκαΐδης Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Φρ. Παρρησιάδου (Κα). Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δια τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Μ. Χριστοφίδης, δια την Βουλή των Αντιπροσώπων.

Cur. adv. vult.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ Πρ. ανέγνωσε την γνωμάτευση του Δικαστηρίου: Στις 13 Νοεμβρίου 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για Γνωμάτευση «κατά πόσον η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων που λήφθηκε στις 31.10.1985 ......................................ασύμφωνη προς τις διατάξεις των Αρθρων 19, 28, 35, 52, 54, 58, 61, 82 και 179 του Συντάγματος».

Το Υπουργικό Συμβούλιο, στις 12 Σεπτεμβρίου 1985, αποφάσισε να εκδόσει τους περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Ακριβοδίκαιη Μεταχείριση Πολιτικών Κομμάτων και Υποψηφίων) Κανονισμούς του 1985 και να τους καταθέσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου (Κεφ. 300Α) όπως τούτο τροποποιήθηκε με το Άρθρο 2 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικού) Νόμου του 1985 (Νόμος 68/85).

Στις 31 Οκτωβρίου 1985 η Βουλή των Αντιπροσώπων τροποποίησε τους εν λόγω Κανονισμούς και την 1η Νοεμ βρίου 1985 ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής των Αντιπροσώπων τους διαβίβασε προς δημοσίευση στον Υφυπουργό παρά τω Προέδρω της Δημοκρατίας.

Πριν δημοσιευθούν οι υπό κρίση Κανονισμοί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε την παρούσα Αναφορά στις 13 Νοεμβρίου 1985.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επελήφθη της υποθέσεως για διαδικαστικές οδηγίες στις 18 και 19 Νοεμβρίου 1985, και, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, άκουσε, μέσω των συνηγορούν τους. τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 20. 21, 22 και 23 Ιανουαρίου 1986.

Στις 9 Απριλίου 1986 το Ανώτατο Δικαστήριο άκουσε, μέσω των συνηγόρων τους, τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων εν σχέσει με το ερώτημα αν οι υπό κρίση Κανονισμοί θα έπρεπε να εκδοθούν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ερεύνησε το θέμα που τέθηκε υπό την κρίση του και η ομόφωνη απόφαση της πλειοψηφίας των Μελών του (Μ. Τριανταφυλλίδη, Α. Λοίζου, Γ. Μαλαχτού. Δ. Δημητριάδη, Λ. Σαββίδη. Α. Λώρη και Δ. Στυλιανίδη) είναι η ακόλουθη:

1. Η άσκηση από το Υπουργικό Συμβούλιο της εξουσίας του για έκδοση Κανονισμών, δυνάμει του Άρθρου 54(2) του Συντάγματος, δεν αποτελεί άσκηση αυτόνομης νομοθετικής εξουσίας, αλλά άσκηση δευτερογενούς νομοθετικής εξουσίας σύμφωνα με την νομοθετική εξουσιοδότηση που του δίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με νόμο της Βουλής των Αντιπροσώπων.

2. Οι υπό κρίση Κανονισμοί εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο και, αν και τροποποιήθηκαν από την Βουλή των Αντιπροσώπων, εξακολουθούν να αποτελούν δευτερογενή νομοθεσία προερχόμενη από το Υπουργικό Συμβούλιο, η οποία δεν εκδίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δη μοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, αλλά δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όπως προβλέπεται από το Άρθρο 19 του Κεφ. 300Α μετά την τροποποίηση του από το Άρθρο 2 του Νόμου 68/85.

3. Γι' αυτό οι εν λόγω Κανονισμοί δεν αποτελούν νόμο ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων με την έννοια του νόμου ή αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων στο Άρθρο 52 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να γίνει η παρούσα Αναφορά εν σχέσει προς αυτούς, γιατί Αναφορά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, είναι δυνατό να γίνει μόνο εν σχέσει με νόμο ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων η οποία εκδίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας σύμφωνα με το Άρθρο 52 του Συντάγματος.

4. Εν όψει των ανωτέρω η παρούσα Αναφορά απορρίπτεται επειδή δεν ήταν δυνατό να γίνει δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος.

Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

ΠΙΚΗΣ Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου, δηλαδή το μέρος που καθορίζει την έκβαση της υποθέσεως, είναι ομόφωνη. Αποφασίζεται επομένως ότι η Αναφορά πρέπει να απορριφθεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υποθέσεως για τον λόγο ότι οι Κανονισμοί δεν αποτελούν «νόμο» ή «απόφαση» της Βουλής κατά την έννοια του Άρθρου 52 του Συντάγματος. Επομένως, δεν υπόκεινται σε έκδοση και δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση δικαιοδοσίας, βάσει του Άρθρου 140, για την προληπτική κρίση της συνταγματικότητας νόμων ή αποφάσεων που υπόκεινται σε έκδοση. Είμεθα ομόφωνοι ότι οι Κανονισμοί αποτελούν δευτερογενή νομοθεσία η οποία δεν υπόκειται σε έκδοση βάσει των προνοιών του Άρθρου 52. Η διαφωνία με το σκεπτικό της αποφάσεως των συναδέλφων μου περιορίζεται στον προσδιορισμό της προέλευσης της δευτερογε νούς αυτής νομοθεσίας. Κατά την άποψη μου, μετά την τροποποίηση και ουσιαστική ανασύνταξη τους από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, οι Κανονισμοί αποτελούν δευτερογενή νομοθεσία που έχει θεσπιστεί και από τα δυο σώματα, δηλαδή, το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Επομένως διαφωνώ μόνο με εκείνο το μέρος του σκεπτικού της αποφάσεως των συναδέλφων μου το οποίο χαρακτηρίζει τους Κανονισμούς σαν δευτερογενή νομοθεσία του Υπουργικού Συμβουλίου και μετά την τροποποίηση τους από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Ο εξουσιοδοτικός νόμος που παρέχει δικαιοδοσία για τη θέσπιση δευτερογενούς νομοθεσίας, ο Περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Νόμος (όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 68/85). παρέχει την εξουσία αυτή και στα δυο σώματα. όπως ρητά προκύπτει από το κείμενο του νόμου, ιδιαίτερα την άνευ περιορισμού παραχώρηση δικαιώματος στη Βουλή να τροποποιεί κανονισμούς που ετοιμάζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Ασκώντας την εξουσία που της παρέχει η πρωτογενής νομοθεσία, η Βουλή των Αντιπροσώπων επέφερε ουσιαστικές τροποποιήσεις στους Κανονισμούς που είχε θεσπίσει το Υπουργικό Συμβούλιο, σε βαθμό που ισοδυναμούσε με ανασύνταξη τους. Σαν αποτέλεσμα οι Κανονισμοί στην τελική τους μορφή αποτελούν δευτερογενή νομοθεσία που θεσπίστηκε βάσει του σχετικού νόμου από το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων—το δυο σώματα στα οποία παρέχεται αρμοδιότητα νια το σκοπό αυτό.

Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 140 του Συντάγματος για την κρίση της συνταγματικότητας νόμων και αποφάσεων, περιορίζεται από το κείμενο του σε νόμους και αποφάσεις που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει, βάσει του Άρθρου 52, υποχρέωση να εκδώσει με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Το ερώτημα είναι αν δευτερογενής νομοθεσία, δηλαδή νομοθεσία που θεσπίζεται όχι από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στην άσκηση της αρμοδιότητας της για θέσπιση πρωτογενούς νομοθεσίας αλλά από σώμα ή σώματα ειδι κά εξουσιοδοτημένα για το σκοπό αυτό, αποτελούν νομό της Βουλής των Αντιπροσώπων κατά την έννοια του Άρθρου 52. Η απάντηση είναι αρνητική.

Σύμφωνα με την απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 4/851, η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας για έκδοση νόμων και αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, βάσει του Άρθρου 52, δεν περιλαμβάνει την έκδοση δευτερογενούς νομοθεσίας. Όπως επεξήγησα στην απόφαση μου στην πιο πάνω Αναφορά, η υποχρέωση για έκδοση βάσει του Άρθρου 52 περιορίζεται σε πρωτογενή νομοθεσία και αποφάσεις της Βουλής νια τις οποίες γίνεται ειδική πρόνοια στο Σύνταγμα. Η συμμετοχή της Βουλής στη διαμόρφωση δευτερογενούς νομοθεσίας δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της σε πρωτογενή νομοθεσία. Και δεδομένου ότι η άσκηση του προληπτικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας νόμων και αποφάσεων της Βουλής περιορίζεται σε νόμους και αποφάσεις της Βουλής για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση για έκδοση, το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της παρούσας Αναφοράς. Κωλύεται για το λόγο αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει το ουσιαστικό θέμα αν είναι συνταγματικά επιτρεπτό στη Βουλή των Αντιπροσώπων να συμμετέχει στη θέσπιση δευτερογενούς νομοθεσίας και κατά πόσο οι τροποποιήσεις που επέφερε στους Κανονισμούς βρίσκονται στα πλαίσια του εξουσιοδοτικού νόμου και συνάδουν με τις πρόνοιες του Συντάγματος.

Η υποχρέωση για δημοσίευση δευτερογενούς νομοθεσίας στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας επιβάλλεται από το Άρθρο 7 του Περί Ερμηνείας Νόμου (Κεφ. 1), πρόνοια ανεξάρτητη από τις διατάξεις του Άρθρου 52 του Συντάγματος.

Η έλλειψη δικαιοδοσίας αποκλείει το Ανώτατο Δικαστήριο να επιληφθεί της Αναφοράς η οποία κατ' ακολουθίαν απορρίπτεται.

1 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 2165, 2177, 2182.

ΚΟΥΡΡΗΣ Δ.: Είχα την ευκαιρία να συζητήσω με τον Έντιμο συνάδελφο μου Δικαστή κ. Γ. Πική το κείμενο της αποφάσεως του. Είμαι σύμφωνος τόσο με την κατάληξη όσο και με το σκεπτικό της αποφάσεως αυτής και δια τους ίδιους λόγους αποφασίζω ότι η Αναφορά πρέπει να απορριφθεί.

Αναφορά απορρίπτεται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο