ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:B24
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 197/2016)
16 Ιανουαρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
Γ.N.
Εφεσίβλητος
---------
Σ. Συμεού, Δημόσιος Κατήγορος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσείουσα.
Μ. Μούρος για Ε. Πουλλά-Μακαρούνα (κα) και Χ. Φωτίου, για τον εφεσίβλητο.
---------
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία του αδικήματος θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία του ανήλικου.]
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγείλει η Μιχαηλίδου, Δ., με την οποία συμφωνεί η Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. Ο υποφαινόμενος θα εκφωνήσει τη διϊστάμενη απόφαση.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητoς, 32 ετών κατά το χρόνο της επιβολής ποινής, λευκού ποινικού μητρώου, άγαμος και καθηγητής Πληροφορικής και Ηλεκτρονικών Υπολογιστών με δική του παραδοχή, κρίθηκε ένοχος σε έξι κατηγορίες που αφορούν σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(1) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2014 (κατηγορίες 13, 14, 18, 19, 22 και 23), τρεις κατηγορίες που αφορούν σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8(2) (κατηγορίες 15, 20 και 24), τρεις κατηγορίες που αφορούν άγρα παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς κατά παράβαση των άρθρων 2 και 9(2) του Νόμου (κατηγορίες 16, 21 και 25) και μια κατηγορία που αφορά απόπειρα άγρας παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς κατά παράβαση των άρθρων 2, 9(1) και 15(3) (κατηγορία 17), κατ΄ ακολουθίαν των οποίων του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 2 ½ ετών (15η, 20η και 24η κατηγορία) και 2 ετών (17η κατηγορία) αντιστοίχως.
Το Κακουργιοδικείο, εξασκώντας την διακριτική του ευχέρεια, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14(1) του Νόμου διέταξε επίσης: παραπομπή του εφεσίβλητου στην Αρχή Εποπτείας Καταδικασθέντων για Αδικήματα Σεξουαλικής Φύσης κατά Ανηλίκων, που έχει εγκαθιδρυθεί με το άρθρο 47 του Νόμου, για χρονικό διάστημα τριών χρόνων από την επιβολή ποινής (άρθρο 14(1)(γ)), καθώς και τερματισμό της απασχόλησης του σε χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά (άρθρο 14(1)(ζ)).
Το Δεκέμβριο του 2014 η αλλαγή στη συμπεριφορά του ανήλικου αγοριού, ηλικίας 14 χρονών κατά τον επίδικο χρόνο και μαθητή Γυμνασίου - κλείστηκε στον εαυτό του μένοντας μόνο του για ώρες στο δωμάτιο του - κίνησε τις υποψίες και την περιέργεια της μητέρας του και την έκανε να ερευνήσει το κινητό του τηλέφωνο και συγκεκριμένα την εφαρμογή «Messenger» στο «Facebook», όπου εντόπισε μηνύματα μεταξύ του παιδιού και του εφεσίβλητου καθηγητή του. Ακολούθησαν νέα μηνύματα και πάλι μέσω του «Facebook», με τα οποία ο εφεσίβλητος εξομολογείτο στο παιδί της επιθυμίες του: ήθελε να δει το πέος του και να εκσπερματώσουν μαζί, ότι τον «αγαπά άσχημα», ότι «θέλει να τον αγκαλιάσει» και ότι «αν γινόταν κάτι και σταματήσουν οι συνομιλίες τους, δεν ήξερε τι θα γίνει». Έχοντας λοιπόν στα χέρια της όλα τα πιο πάνω στοιχεία, η μητέρα, συνοδευόμενη από τον ανήλικο, κατάγγειλε την υπόθεση στα γραφεία Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στη Λευκωσία. Παρά το ότι η έρευνα στο σπίτι του εφεσίβλητου και τα κατασχεθέντα τεκμήρια επιβεβαίωσαν τα ανωτέρω μηνύματα και φωτογραφικό υλικό, δύο φωτογραφίες του παιδιού και του εφεσίβλητου - απεικονίζονταν τα γεννητικά όργανα εφεσίβλητου και ανηλίκου - ο εφεσίβλητος αρνήθηκε τις αποδιδόμενες σε αυτόν κατηγορίες, όπως και αρνήθηκε ότι βιντεοπαιχνίδια που βρέθηκαν στην κατοχή του προορίζονταν για τον ανήλικο: επρόκειτο, ήταν η εκδοχή του, να τα δώσει σε τρίτο πρόσωπο που κατονόμασε, εκδοχή όμως που αργότερα διαψεύστηκε.
Το παιδί μετά τα συμβάντα παρουσίασε σοβαρά προβλήματα και από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι και την εκδίκαση της υπόθεσης (27.9.2016) παρακολουθείτο εντατικά από ειδικό ψυχολόγο, ο οποίος με σχετική έκθεση του βεβαιώνει ότι η κλινική εικόνα και τα συμπτώματα που παρουσιάζει το παιδί συνηγορούν για διαταραχή μετατραυματικού στρες, η δε αντιμετώπιση της κατάστασης του απαιτεί συνεχή ψυχοθεραπευτική παρέμβαση.
Οι συνήγοροι του εφεσίβλητου επικέντρωσαν την προσοχή τους ιδιαιτέρως στα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο εφεσίβλητος, θέτοντας υπόψη του Κακουργιοδικείου, με τη σύμφωνη γνώμη της Κατηγορούσας Αρχής και ιατρικά πιστοποιητικά από ορθοπεδικό χειρούργο-τραυματολόγο, και ειδικό ψυχίατρο για του λόγου το αληθές και τα οποία προβλήματα, κατά τους συνηγόρους του, ήταν αυτά που ώθησαν τον κατηγορούμενο να στραφεί μέσω του «Facebook» και να διαπράξει όλα όσα κατηγορείται. Εντάχθηκαν στα ανωτέρω το λευκό ποινικό του μητρώο, η έμπρακτη διά της παραδοχής του μεταμέλεια και η συνεργασία του με ειδικό ψυχολόγο προς αντιμετώπιση του προβλήματος του.
Το Κακουργιοδικείο εντάσσοντας την παραβατική συμπεριφορά του εφεσίβλητου στο νομοθετικό πλαίσιο και τις προβλεπόμενες ποινές - ανώτατο όριο ποινής δέκα έτη - τόνισε ιδιαιτέρως τη σοβαρότητα των πράξεων του εφεσίβλητου προτάσσοντας ως διαπίστωση τον πρωταρχικό σκοπό του Νόμου: την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική εκμετάλλευση και από συμπεριφορές ανθρώπων απαράδεκτες όπως αυτή του εφεσίβλητου (Aebi and others, Criminal Punishment Around the World, Volumes 1-4, ABC-CLIO, 2010). Ενώ δεν του διέφυγε ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής σε συνάρτηση με τις ηθικές και κοινωνικές αξίες της Κυπριακής κοινωνίας (Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 141), την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση του παραβάτη, χωρίς αυτό βεβαίως, όπως ορθά τόνισε το Κακουργιοδικείο, να μειώνει την υποχρέωση του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής ώστε να αρμόζει με τις συνθήκες του παραβάτη και να προσιδιάζει με την προσωπικότητα του.
Στη βάση των προσωπικών περιστάσεων του εφεσίβλητου, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων: την άμεση παραδοχή του στις κατηγορίες που του αποδόθηκαν, την ειλικρινή μεταμέλεια του, την ηλικία του, τα σοβαρά προβλήματα υγείας και το γεγονός ότι δεν βαρύνετο με προηγούμενες καταδίκες, το Κακουργιοδικείο επέβαλε άμεση ποινή φυλάκισης σε κάθε μια από τις κατηγορίες όπως καταγράφηκαν ανωτέρω.
«Η σκιαγράφηση και ανάλυση του ψυχοσωματικού προφίλ του κατηγορούμενου έχουν καταγραφεί αναλυτικά σε προηγούμενο σημείο της απόφασής μας και δεν κρίνεται σκόπιμο να επαναληφθούν. Αποτελούν στοιχεία και παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Ωσαύτως, συνυπολογίζονται οι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της έκνομης συμπεριφοράς του στην ψυχική υγεία του παραπονούμενου, οι οποίες επίσης έχουν εκτεθεί αναλυτικά ανωτέρω. Το γεγονός άλλωστε ότι συμπεριφορές τέτοιου είδους δεν είναι χωρίς επιπτώσεις, αποτελεί και διαπίστωση ανθρώπινης εμπειρίας, όπως διαπιστώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Π.Π. κ.ά. ν. Γενικός Εισαγγελέας (2000) 2 Α.Α.Δ. 457, Γενικός Εισαγγελέας ν. Α.Β. (2002) 2 Α.Α.Δ. 382 και Μ.Θ. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 174.
Η παραδοχή διάπραξης αδικημάτων, έχει καλά νομολογηθεί ότι συνιστά ένα επιπρόσθετο ελαφρυντικό παράγοντα (βλέπε Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Πρέπει δε να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή, αφού αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή, με συνέπεια να μην σπαταλιέται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων, κάτι που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης. Άλλωστε, σε περιπτώσεις ως η υπό συζήτηση, η παραδοχή έχει νομολογηθεί ότι συνιστά ένα επιπρόσθετο ελαφρυντικό παράγοντα, καθ΄ ην έκταση απαλλάσσει τον παραπονούμενο από το να ζήσει ξανά δυσάρεστα γεγονότα, τραυματικές και οδυνηρές εμπειρίες. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, μετά την τελική διαμόρφωση του κατηγορητηρίου, μέσω της τελευταίας τροποποίησής του, στις 08.09.2016, ο κατηγορούμενος προέβη άμεσα σε παραδοχή όλων των κατηγοριών που του αποδόθηκαν. Υπό τις περιστάσεις, κρίνουμε ότι ο κατηγορούμενος δικαιούται την επιείκεια που καθηκόντως επιδεικνύεται προς ένα πρόσωπο που άμεσα και ως ένδειξη έμπρακτης μεταμέλειας, παραδέχεται ενώπιόν του τα εγκλήματά του.
Το Δικαστήριο, δεν αφήνουν αδιάφορο το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου, οι προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις ως έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, η ηλικία του, τα σοβαρά προβλήματα υγείας - ψυχολογικά και σωματικά - που αναμφίβολα αντιμετωπίζει, ούτε βεβαίως τις επιπτώσεις των πράξεών του στην ψυχική του υγεία και τις επιπτώσεις που θα έχει η παραδοχή και η επιβληθείσα ποινή στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων που στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορούν να ανιχνευθούν, σωρευτικά θεωρούμενων, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξουδετερώσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα που πρέπει και στην υπό συζήτηση περίπτωση να έχουν οι ποινές. Οι προσωπικές συνθήκες και επιπτώσεις στην προσωπική και οικογενειακή ζωή του κατηγορούμενου, όπως κατ' επανάληψη έχει διακηρυχτεί από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας, έρχονται σε δεύτερη μοίρα, στις περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων, όπως είναι τα σεξουαλικά αδικήματα που στρέφονται κατά ανηλίκων. Αδικήματα της φύσης που ο κατηγορούμενος διέπραξε, με δεδομένο ότι στρέφονται εναντίον παιδιών, επιβάλλεται, ως έχει ήδη σημειωθεί ανωτέρω, όπως τιμωρούνται με αποτρεπτικές ποινές σε μια προσπάθεια καταστολής τους (βλ. Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010), 2 ΑΑΔ 433). Η ποινή της φυλάκισης, όπως κατά επανάληψη έχει υποδειχθεί, αποτελεί καθόλα θεμιτό μέτρο και στην περίπτωση παραβατών με λευκό ποινικό μητρώο, αν ένα τέτοιο μέτρο κρίνεται επιβεβλημένο και αναπόφευκτο μετά από συνεκτίμηση της σοβαρότητας του αδικήματος, των γεγονότων της υπόθεσης και των συνθηκών του παραβάτη (βλέπε Τηλεμάχου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 701).»
Εξετάζοντας στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο την εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του εφεσίβλητου για αναστολή των επιβληθεισών ποινών, δυνάμει του άρθρου 3 του περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής και Εκτέλεσης Ποινής Φυλάκισης εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 και με παραπομπή στη νομολογία (Κ. Νικολάου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 41/16, 16.4.2016 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161), το σύνολο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για το μετριασμό της ποινής και μπορούν ωσαύτως να ληφθούν υπόψη στην εξέταση του ζητήματος της αναστολής και συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστατικών που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση, σε συνδυασμό με τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσίβλητου, εξήσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης:
«.Η παραδοχή του, το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου, η μεταφερθείσα και ποικιλοτρόπως εκδηλωθείσα μεταμέλειά του, τα σοβαρά και χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, (σωματικά και ψυχολογικά) τα οποία, ως τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου χωρίς να αμφισβητηθεί, δεν είναι άσχετα με τους λόγους που τον οδήγησαν στη διάπραξη των αδικημάτων που παραδέχθηκε, λειτούργησαν συνυφασμένα με την όλη συμπεριφορά του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, και ειδικότερα τη συνεπή παρακολούθηση της ψυχοθεραπευτικής και ψυχοεκπαιδευτικής θεραπείας στην οποία εθελούσια υποβάλλεται, με στόχο την ανασύσταση και ενίσχυση υγειών τρόπων και ορίων επικοινωνίας και κοινωνικοποίησης, οι οποίες έχουν ήδη θετικά αποτελέσματα αφού ο κατηγορούμενος παρουσιάζει αξιόλογη πρόοδο στην διορθωτική επανόρθωση αντιλήψεων και στην αναπλήρωση ελλειμμάτων της κοινωνικής και διαπροσωπικής του συμπεριφοράς. Δεν διαφεύγει άλλωστε της προσοχής μας, ότι, σύμφωνα με το θεράποντα ιατρό του, ενδεχόμενη άμεση φυλάκισή του, θα διασαλεύσει σοβαρά τη θεραπευτική διαδικασία και θα επιδεινώσει την ήδη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του, σωματικής και ψυχικής.»
Με την υπό εξέταση έφεση προσβάλλεται το έκδηλα ανεπαρκές των επιβληθεισών ποινών (1ος λόγος) και η εσφαλμένη εξάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να αναστείλει τις ποινές (2ος λόγος).
Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα προώθησε ενώπιον μας η εφεσείουσα που επικεντρώθηκε ιδιαιτέρως στην παράλειψη του Κακουργιοδικείου να αποδώσει τη δέουσα βαρύτητα στην έξαρση εγκλημάτων της αυτής φύσης, όπου το στοιχείο της κυρίαρχης σχέσης του εφεσίβλητου επί του ανηλίκου, μαθητή/καθηγητή, προεξάρχει και καλεί τα Δικαστήρια κατά το δύσκολο έργο της εξατομίκευσης της ποινής να το λάβουν υπόψη ως ένα ιδιαίτερα επιβαρυντικό παράγοντα, που συνηγορεί στην επιβολή αποτρεπτικών ποινών.
Είναι γεγονός πως τo παραδοσιακό μοντέλο του άγνωστου της δεκαετίας του 1970 που περιφερόταν έξω από τα σχολεία και τα πάρκα δελεάζοντας με σοκολάτες και καραμέλες, ή του εφαψία με την μακριά καμπαρτίνα είναι πλέον παρελθόν. Οι μητρικές συμβουλές «μην παίρνεις τίποτε από αγνώστους», «μην μιλάς σε ξένους», είναι ξεπερασμένες. Το προφίλ του σύγχρονου παραβατικού έχει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου που συνήθως βρίσκεται υπεράνω πάσης υποψίας και που συνήθως ξέρει να χειρίζεται καλά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τις πλείστες όσες φορές μέσης ή ανώτερης παιδείας, επαγγελματικά καταξιωμένος και κοινωνικά αποδεκτός. Εκπαιδευτικοί, γονείς, άτομα σε σχέση εξουσίας, προπονητές, καθημερινοί άνθρωποι φέρονται να είναι οι βασικοί ύποπτοι στις τελευταίες υποθέσεις που εκδικάστηκαν από τα Επαρχιακά Δικαστήρια και πλείστες όσες εξ αυτών κατ΄ έφεση. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών παιδιά που γνωρίζουν, εμπιστεύονται και αγαπάνε και συνευρίσκονται συχνά στον ίδιο χώρο μαζί τους, εξ ου και η νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 19 του Νόμου, ορίζουσα τις επιβαρυντικές περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος. Όπως δε επεσήμανε το Εφετείο στις πλέον πρόσφατες των αποφάσεων του Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 59/16, 23.3.2017 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. ΧΧ, Ποινική Έφ. 36/17, 14.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B219:
«Η εξάρτηση που μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα χώρο όπως το σχολείο που πρέπει να είναι και να παραμείνει - ας μας επιτραπεί ο όρος - προστατευμένος, συνιστά το αδίκημα σοβαρότερο (βλ. Sexual Offences Law and Practice, Rook and Word, 4th Edition, σ. 266 και επ., όπου τονίζεται ως επιβαρυντικό το γεγονός ότι μεταξύ καθηγητή και μαθητή υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης και δια της διάπραξης του αδικήματος ακριβώς γίνεται παραβίαση αυτής της θέσης, «abuse of position of the trust», δίδονται δε σχετικά νομολογιακά παραδείγματα ως η υπόθεση Healy (2009) EWCA Crim. 2196). Επιβαρυντικό στοιχείο επίσης είναι και η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ θύτη και θύματος, εν προκειμένω περίπου 23 χρόνια."
Ακριβώς λόγω αυτής της σχέσης κατηγορούμενου με το εκάστοτε παιδί το τελευταίο εγκλωβίζεται θεωρώντας ότι περιβάλλεται από αγάπη, θαυμάζοντας το θύτη του, αλλά ταυτοχρόνως διακατέχεται από συναισθήματα φόβου, ντροπής και ενοχής γι΄ αυτό που συμβαίνει, με αποτέλεσμα να κρατά επτασφράγιστο το ένοχο μυστικό του.
Το κριτήριο που εφαρμόζεται για να διαπιστωθεί το έκδηλο της ανεπάρκειας της ποινής είναι, κατ΄ αναλογία, ταυτόσημο με την περίπτωση έκδηλα υπερβολικής ποινής (Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240). Όπως επισημάνθηκε στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 531 το στοιχείο της υπερβολής μπορεί να τεκμηριωθεί από δύο παράγοντες, ή σε συνδυασμό και των δύο: Πασιφανής έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του αδικήματος και της ποινής που επιβάλλεται και ουσιώδης απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου πάντοτε ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερή ένδειξη για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου παρέχεται μόνο εκεί όπου το στοιχείο του έκδηλα υπερβολικού ή ανεπαρκούς της ποινής, βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα, μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του προσώπου του κατηγορουμένου. (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179).
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά κατ΄ έφεση την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν επιτρέπεται να εμφιλοχωρήσει η υποκειμενική του κρίση (Philippou v. R. (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).
Η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου «.ότι η παραβατική συμπεριφορά κατηγορουμένου είχε χαρακτήρα ατυχούς και αφελούς επικοινωνίας η οποία δεν είχε απώτερους στόχους ερωτικής παρενόχλησης και εκμετάλλευσης, δεδομένης και της φυσικής του αναπηρίας.» παραβλέπει τη μεθοδικότητα και το οργανωμένο σχέδιο διάπραξης των παράνομων πράξεων του εφεσίβλητου. Οι προτροπές του εφεσίβλητου προς τον ανήλικο για στοματικό σεξ αδιαμφισβήτητα δεν παραπέμπουν σε ατυχή και αφελή επικοινωνία, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, ούτε και εκφεύγουν του στόχου της ερωτικής παρενόχλησης και εκμετάλλευσης. Η φυσική αναπηρία του εφεσίβλητου δεν επηρέαζε την ολοκλήρωση των άνομων επιδιώξεων του εφεσίβλητου, ο οποίος ηθέλησε να δελεάσει τον ανήλικο με ηλεκτρονικά παιχνίδια, προτρέποντας τον μάλιστα να τον επισκεφθεί στο σπίτι του, όπου ανενόχλητος και χωρίς την παρουσία άλλων να αυνανιστούν. Στην προκειμένη όμως περίπτωση η εγκληματική συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν μπορεί να ενταχθεί στις πλέον σοβαρές περιπτώσεις όπως αυτές καταγράφονται στην νομολογία.
Η διαφοροποίηση της υπό κρίση με τις Χριστοφόρου (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας ν. ΧΧ (ανωτέρω), επιβλήθηκαν ποινές 2 ½ και 2 ετών αντιστοίχως, έγκειται ως προς το ανώτατο ύψος της προβλεπόμενης εκ του Νόμου ποινής, είκοσι έτη, άρθρα 2, 6(3) του Νόμου, ενώ στην υπό κρίση δέκα έτη, χωρίς να αγνοούμε βεβαίως ότι είναι η επέμβαση της μητέρας του παιδιού που απέτρεψε την υλοποίηση των σχεδίων του εφεσίβλητου, εξ ου και εδώ ομιλούμε περί απόπειρας άγρας παιδιού. Λαμβάνουμε επίσης υπόψη ότι, υπό τας περιστάσεις, με την έκδοση των διαταγμάτων που εξέδωσε το Κακουργιοδικείο για παραπομπή του εφεσίβλητου στην Αρχή Εποπτείας Καταδικασθέντων και τον τερματισμό απασχόλησης του σε χώρους όπου ευρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά - ο εφεσίβλητος δεν επιτρέπεται να εξασκεί το επάγγελμα του καθηγητή - θεωρούμε ότι η ποινή δεν εκφεύγει του μέτρου που ορίζει η νομολογία, ούτε και διαπιστώνουμε πασιφανή παραγνώριση της σοβαρότητας των αδικημάτων ώστε να καταλήξουμε σε εύρημα έκδηλης ανεπάρκειας.
Το επόμενο θέμα που θα πρέπει να εξετασθεί είναι αν το Κακουργιοδικείο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, ορθά ανέστειλε την ποινή.
Εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσον ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση τόσο του αδικήματος όσο και των περιστάσεων του δράστη και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» στους παράγοντες - επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς, ώστε να κριθεί ο τρόπος άσκησης της ευχέρειας του Δικαστηρίου. Υπό το κράτος αυτών των αρχών το Κακουργιοδικείο εξέτασε την παρούσα υπόθεση. Ακριβώς εν προκειμένω η θλιβερή κατάσταση της υγείας του εφεσίβλητου προσέδιδαν στους σχετικούς παράγοντες που αφορούσαν τις προσωπικές του περιστάσεις δεσπόζουσα σημασία για την επαναξιολόγηση τους στο πλαίσιο της εξουσίας για αναστολή.
Ως καταγράφεται στα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά (τεκμήρια 3 και 4), «ο εφεσίβλητος πάσχει από εγκεφαλική παράλυση σπαστικού τύπου - τετραπληγία. Ο εφεσίβλητος παρακολουθείται για το ως άνω πρόβλημα από την ημέρα της γέννησης του. Η κατάσταση της υγείας του ασθενούς αφορούσε πέραν της έντονης δυσχέρειας της χρήσης των άνω και κάτω άκρων συχνά επεισόδια ανεξέλεγκτης μυϊκής σύσπασης. Λόγω του ότι δεν μπορούσε να ορθοστατήσει στην ηλικία των 6 υποβλήθηκε σε επέμβαση «Ριζεκτομής» με στόχο τη χαλάρωση των καμπτήρων μυών των ισχίων, γονάτων, ποδοκνημικής και αρθρώσεων του ποδιού. Αμέσως μετά την επέμβαση απέκτησε την ικανότητα περιορισμένης βάδισης με στήριξη (περιπατητήρας). Έκτοτε και μέχρι σήμερα η κατάσταση των κάτω άκρων έχει επιδεινωθεί με αποτέλεσμα ο άρρωστος να χρησιμοποιεί αναπηρικό τροχηλάτο.»
Και επίσης από την έκθεση ψυχιάτρου τα ακόλουθα είναι σχετικά: «Ο Γ.Ν. γεννήθηκε .82 στη . με πρόωρο και προβληματικό τοκετό και παρουσίασε από μικρή ηλικία σοβαρή κινητική αναπηρία με πάρεση των κάτω άκρων και του αριστερού άνω άκρου, τρόπο χειρών και έλλειψη ισορροπίας και συντονισμού κίνησης και αστάθεια και αδυναμία βάδισης. [.] στη συνέχεια σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου . και σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο .. Η σοβαρή σωματική του αναπηρία καθώς και η μετανάστευση υπήρξαν σημαντικοί παράγοντες κοινωνικής στέρησης, αρνητικής διάκρισης και περιθωριοποίησης. Παρά την επιτυχία στης σπουδές του και την εργασία του στη ., ο βαθμός της αυτοεκτίμησης του και της κοινωνικότητας του παράμεινε χαμηλός με πτωχές διαπροσωπικές σχέσεις, απουσία ερωτικής εμπειρίας, απομονωμένο τρόπο ζωής με κύριο μέσο επικοινωνίας τα ηλεκτρονικά μέσα και ιδιαίτερα το διαδίκτυο. Θεωρώ ότι το ιστορικό της υγείας του Γ.Ν. καθώς και τα συνακόλουθα κοινωνικά και διαπροσωπικά κενά στην εξέλιξη του και στην καθημερινότητα του, επηρέασαν ανασταλτικά τη συναισθηματική του συμπλήρωση και τον τρόπο της διαπροσωπικής του συναλλαγής και επικοινωνίας.»
Τα πιο πάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με την παραδοχή του εφεσίβλητου, ως του μόνου απτού τρόπου της συνειδητοποίησης του εγκλήματος και της μεταμέλειας, παρείχαν το αναγκαίο βάθρο στο Κακουργιοδικείο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια στην αναστολή.
Υπό τους πιο πάνω όρους ορθά, θεωρούμε, το Κακουργιοδικείο εξασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια ανέστειλε τις ποινές: η διασάλευση της συνέχισης της εθελούσιας υποβολής του εφεσίβλητου σε ψυχοθεραπευτική και ψυχοεκπαιδευτική θεραπεία και η σοβαρή επιδείνωση της υγείας του, σωματική και ψυχική, ήσαν σοβαροί παράγοντες που δικαιολογούσαν την επιλογή του Δικαστηρίου. Όπως στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, υποδεικνύεται: «.κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.» Ορθά λοιπόν, υπό τας περιστάσεις, το Κακουργιοδικείο ενέταξε την επικινδυνότητα του εφεσίβλητου και του πιθανού κινδύνου επανάληψης των πράξεων του στη χαμηλότερη βαθμίδα, παρέχοντας δια της αναστολής μια ευκαιρία στον εφεσίβλητο για: «ανασύσταση και ενίσχυση υγειών τρόπων και ορίων επικοινωνίας και κοινωνικοποίησης, οι οποίες έχουν ήδη θετικά αποτελέσματα αφού ο κατηγορούμενος παρουσιάζει αξιόλογη πρόοδο στην διορθωτική επανόρθωση αντιλήψεων και στην αναπλήρωση ελλειμμάτων της κοινωνικής και διαπροσωπικής του συμπεριφοράς.»
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/φκ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
16 Ιανουαρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση 197/2016)
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Εφεσείουσα,
ν.
Γ.Ν.,
Εφεσίβλητου.
Σ. Συμεού, Δημόσιος Κατήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.
Μ. Μούρος για Ε. Πουλλά-Μακαρούνα (κα) και Χ. Φωτίου, για τον Εφεσίβλητο.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με όλο το σεβασμό προς την απόφαση των αδελφών Δικαστών, που αποτελούν την πλειοψηφία, έχω διαφορετική άποψη.
Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε έξι κατηγορίες που αφορούν σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(1) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν. 91(Ι)/2014). Περαιτέρω, τρεις κατηγορίες που αφορούν παιδική πορνογραφία, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8(2) του ιδίου Νόμου, τρεις κατηγορίες για άγρα παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 9(2) του Νόμου, όπως επίσης και μια κατηγορία για απόπειρα άγρας παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς, κατά παράβαση των άρθρων 2, 9(1) και 15(3) του Νόμου.
Δεν είναι πρόθεση μου να επαναλάβω τα γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση, καθότι αναλύονται σε έκταση στην απόφαση της πλειοψηφίας.
Εκείνο όμως το οποίο κατά την κρίση μου αποτελεί θεμελιακό στοιχείο είναι ότι ο εφεσίβλητος, όντας καθηγητής του μαθήματος πληροφορικής και ηλεκτρονικών υπολογιστών σε γυμνάσιο της Πάφου, δημιούργησε φιλική σχέση με 14χρονο μαθητή, τον οποίο προέτρεπε να ανταλλάζουν φωτογραφίες με τα γεννητικά τους όργανα, και επίσης ο εφεσίβλητος με μηνύματα μέσω facebook ήθελε να βλέπει το μαθητή να εκσπερματώνει και να τον προτρέπει να συναντηθούν έτσι ώστε να έχουν μια πιο στενή επαφή. Του έλεγε να προσέχει να μην το μάθει η οικογένεια του. Το φωτογραφικό υλικό το οποίο εντοπίστηκε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του εφεσιβλήτου, επιβεβαίωσε την ύπαρξη αυτής της σχέσης. Οι ανταλλαγές των μηνυμάτων που έγιναν, καταδεικνύουν το εύρος της επίδρασης που ο εφεσίβλητος είχε στο 14χρονο, αφού του ζητούσε να προβούν σε στοματικό έρωτα και να εκσπερματώσει ο ένας στο στόμα του άλλου. Υπήρξε, περαιτέρω, μια σειρά από ανταλλαγή μηνυμάτων, τα οποία καταδείκνυαν ότι ο λόγος για τον οποίο ο εφεσίβλητος επιζητούσε τη φιλία του ανηλίκου ήταν απλά και μόνο για να υπάρξει μια σεξουαλική επαφή, με στόχο αφενός μεν την αμοιβαία εκσπερμάτωση και αφετέρου τον από κοινού αυνανισμό. Ο εφεσίβλητος προχώρησε σε βαθμό που χαρακτήριζε τον ανήλικο ως τον «εκχυμωτή» και περαιτέρω του γνωστοποιούσε ότι τον «αγαπά άσχημα». Όλα αυτά επέφεραν μια διαφοροποίηση στη συμπεριφορά του 14χρονου, γεγονός το οποίο κίνησε την περιέργεια της μητέρας του η οποία εντόπισε τις επίδικες φωτογραφίες στο κινητό τηλέφωνο του ανηλίκου και στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή, που ως αποτέλεσμα ήταν η καταγγελία στην αστυνομία και η παρούσα υπόθεση.
Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσίβλητο ποινή φυλάκισης 2½ ετών, πλην, όμως, προέβη στη συνέχεια σε αναστολή εκτέλεσης της πιο πάνω απόφασης, στηριζόμενο στο άρθρο 3 του περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλάκισης εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72).
Η Δημοκρατία καταχώρισε έφεση με δύο λόγους, αφενός μεν ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής (1ος λόγος) και αφετέρου κρίνεται ότι η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής, ασκήθηκε λανθασμένα (2ος λόγος).
Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο (3) του Ν. 95/72, το δικαστήριο δύναται να αναστείλει μια ποινή φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και από τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ττίγκη κ.ά. (2013) 2 Α.Α.Δ. 134).
Όπως είναι διατυπωμένο το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης για το θέμα της αναστολής, ενώ σημειώνεται ότι έχουν συνεκτιμηθεί το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση, ουσιαστικώς, το μόνο στοιχείο το οποίο λήφθηκε υπόψη επί του προκειμένου, είναι οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσιβλήτου. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη ότι ο εφεσίβλητος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ψυχολογικά και σωματικά, ήτοι, πάσχει από εγκεφαλική παράλυση σπαστικού τύπου - τετραπληγία και μετά από χειρουργική επέμβαση την οποία έχει υποστεί στην ηλικία των 6 ετών αναγκάζεται να χρησιμοποιεί, λόγω αδυναμίας των κάτω άκρων, αναπηρικό τραχύλατο.
Αυτό βεβαίως είναι ένα σοβαρό ελαφρυντικό στοιχείο για τον εφεσίβλητο, πλην, όμως, σε μια τέτοια υπόθεση δεν μπορεί να απομονωθεί μόνο η μια πλευρά των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση. Κατά την κρίση μου, έχουν παραγνωριστεί οι επιπτώσεις που η συμπεριφορά του εφεσιβλήτου επέφερε στον 14χρονο ο οποίος, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, παρακολουθείται από το 2015 εντατικά από ψυχολόγο και με βάση το σημείωμα που κατατέθηκε στο δικαστήριο, παρ' ότι είχε λάβει μέρος σε 15 ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, εξακολουθεί να παρουσιάζει συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού στρες. Όπως προσδιορίζεται, παρουσίαζε υψηλά επίπεδα άγχους, ενοχής, φόβου και θυμού με τάση αποφυγής συναισθημάτων ή σκέψεων που προκαλούν ανακλήσεις των τραυμάτων του. Ως συνέπεια τούτων, ήταν η μείωση του ενδιαφέροντος του προς τα σχολικά μαθήματα και συμμετοχής του σε εξωτερικές δραστηριότητες ή ανοιχτούς χώρους.
Είμαι της γνώμης ότι το Κακουργιοδικείο μόνο φραστικά έχει θεωρήσει ότι έλαβε υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, όταν η υποχρέωση του δικαστηρίου είναι η προστασία των ανήλικων θυμάτων από επίδοξους παραβάτες, με δεδομένη μάλιστα την ανησυχητική αύξηση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, όπως προσδιορίζεται και από το Κακουργιοδικείο. Τα όσα έχουν λεχθεί προσφάτως στην υπόθεση Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 59/2016, ημερ. 23 Μαρτίου 2017, περί της αναγκαιότητας προστασίας των θυμάτων που ο νομοθέτης επί του προκειμένου ευλόγως ήθελε να προστατεύσει, ήτοι τα παιδιά, ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση.
Η τεθείσα νομοθεσία θεσπίστηκε με πρώτιστο στόχο την προστασία των παιδιών από αδικήματα τα οποία διαπράττονται σήμερα με μεγάλη ευκολία, λόγω της ύπαρξης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ευρύτατης ενασχόλησης των παιδιών με αυτά.
Η παρούσα υπόθεση παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα, καθότι υπήρχε σχέση δάσκαλου - μαθητή. Ο δάσκαλος έχει την υποχρέωση να προστατεύσει τον ψυχικό κόσμο του μαθητή και να επιδιώξει την ανάπλαση της προσωπικότητας του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτό τούτο το «ιερό», κατά τη γνώμη μου, καθήκον το οποίο ο εφεσίβλητος είχε, όχι μόνο δεν το επιτέλεσε αλλά, αντίθετα, εκμεταλλεύτηκε τη σεξουαλική απειρία και αμάθεια του ανηλίκου, με σκοπό να ικανοποιήσει τις δικές του σεξουαλικές ορέξεις.
Αυτά τούτα τα περιστατικά, κατά την άποψη μου, το Κακουργιοδικείο τα αγνόησε.
Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη ότι η προβλεπόμενη ποινή είναι 10 έτη, δεν θα θεωρούσα την ποινή ως έκδηλα υπερβολική, πλην, όμως, θεωρώ ότι το Κακουργιοδικείο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια όσον αφορά το θέμα της αναστολής και θα επέτρεπα την έφεση.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ