ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:B535

(2016) 2 ΑΑΔ 1207

29 Νοεμβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

PATRIK IVAR IVARSSON,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 159/2015)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού ― Άρθρο 6(4) του περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παίδων και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του Νόμου 91(Ι)/2014 ― Επικύρωση καταδίκης ― Απόρριψη λόγων έφεσης οι οποίοι αφορούσαν σε αμφισβήτηση ευρημάτων αξιοπιστίας, αξιολόγησης μαρτυρίας και ζητήματα δίκαιης δίκης ― Δεν προέκυπτε από τα εκτεθέντα στοιχεία ως αναπόδραστα υποδηλούντα συναίνεση για σεξουαλική συνέυρεση ― Υπόμνηση Εφετείου ότι ο βιασμός αποτελεί τη χείριστη μορφή εξευτελισμού και κακοποίησης που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος.

 

Ποινή ― Βιασμός ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης επτά χρόνων ―  Απόρριψη λόγων έφεσης περί έκδηλης υπερβολικότητας και σφάλματος αρχής ― Απόφανση Εφετείου ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη, επαρκώς, τόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, που κατέδειξαν την επιμονή του εφεσείοντα να έλθει σε σεξουαλική επαφή με την παραπονουμένη, ανεξαρτήτως της επιθυμίας της τελευταίας.

 

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Ακόμη και όταν η συγκατάθεση μιας παραπονουμένης για την εισδοχή του πέους, ενός άνδρα, έχει δοθεί, αυτή πρέπει να συνυπάρχει σ' όλο το διάστημα της ερωτικής συνεύρεσης των δύο ― Η συγκατάθεση για ερωτικές περιπτύξεις δεν αίρει τη διαπίστωση ύπαρξης αδικήματος αν δεν υπήρξε συγκατάθεση για συνουσία.

 

Ποινή ― Βιασμός ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Ο εξευτελισμός που υφίσταται το θύμα βιασμού, απαιτεί την αυστηρή τιμωρία του δράστη.

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός ― Ο βιασμός αποτελεί τη χείριστη μορφή εξευτελισμού και κακοποίησης που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος. Το σώμα εκάστου αποτελεί μέρος του είναι του, και δικαιούται να το χρησιμοποιεί όπως ο ίδιος επιθυμεί. Η επέμβαση στο αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, ιδιαιτέρως όταν επέρχεται με την άσκηση βίας, επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη.

 

Σεξουαλικά αδικήματα ― Σε αδικήματα σεξουαλικής φύσεως, ότι ένα άτομο «συγκατατίθεται», σημαίνει ότι συμφωνεί με τη δική του ελεύθερη βούληση ως επιλογή, έχοντας την ελευθερία και τη δυνατότητα να πάρει μια τέτοια απόφαση.

 

Ποινή ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο ― Εφαρμοστέες αρχές.

 

Δικαστική απόφαση ― Σε περίπτωση που, κατά την εκφώνηση μιας απόφασης διαπιστωθεί η ύπαρξη λάθους ή κενού, θα πρέπει να δηλώνεται, έτσι ώστε να καταγράφεται στα πρακτικά, και στη συνέχεια να δίδεται αντίγραφο της διορθωθείσας και αυθεντικής απόφασης στον, αμέσως, δυνατό χρόνο και να μην παραδίδεται.

 

Σύμφωνα με τα εκτεθέντα πρωτοδίκως γεγονότα, η παραπονούμενη από τη Σουηδία προέβη σε καταγγελεία για βιασμό της, από τον εφεσείοντα ο οποίος κρίθηκε ένοχος για βιασμό και καταδικάστηκε σε φυλάκιση επτά ετών.

 

Αποτέλεσε αναμφισβήτητο και αποδεχτό, από τον εφεσείοντα, γεγονός, ότι υπήρξε κολπική σεξουαλική επαφή, με την είσοδο του πέους του στον κόλπο, πλην, όμως, ήταν στο επίκεντρο της υπεράσπισης ότι αυτή έγινε με τη συγκατάθεση της παραπονουμένης.

 

Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε ο εφεσείων, ο οποίος είχε μεταφέρει την παραπονούμενη εκεί ύστερα από κατανάλωση αλκοόλ.

 

Εν συνεχεία, ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της χωρίς τη θέληση της.

 

Η παραπονούμενη μετά τα διαδραματισθέντα, εξήλθε του δωματίου του εφεσείοντα σε κατάσταση κρίσης καλώντας σε βοήθεια.

 

Η έξοδος της καταγράφηκε από το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης του ξενοδοχείου και κατατέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

 

Μεγάλο μέρος των πραγματικών γεγονότων και των αποφασισθέντων του Κακουργιοδικείου, εμφαίνονται στα αποφασισθένα εκ του Εφετείου.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

1ος λόγος έφεσης:

 

Παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η επικέντρωση της προσοχής του συνηγόρου στο πλαίσιο ανάπτυξης του παρόντος λόγου έφεσης, ήταν η δήλωση του Προέδρου του Κακουργιοδικείου: "Η διαδικασία δεν είναι μόνο για τον κατηγορούμενο στα σεξουαλικά αδικήματα, είναι και για τα θύματα." Τούτου λεχθέντος, υποστήριξε ο συνήγορος, καταδεικνύει έλλειψη αμεροληψίας και καταφανή εκδήλωση απόφανσης ότι ο                εφεσείων ήταν ο δράστης του σεξουαλικού αδικήματος και η παραπονουμένη το θύμα.

 

2.  Η δίκη βρισκόταν σε αρχικό στάδιο και τα λεχθέντα ειπώθηκαν ενώ έδιδε μαρτυρία η παραπονουμένη. Μετά από αυτό, συνέχισε ο συνήγορος, ο εφεσείων και ο ίδιος, ένοιωσαν ότι το Κακουργιοδικείο διάκειτο, μεροληπτικώς, εναντίον του πρώτου.

 

3.  Το Κακουργιοδικείο, που είναι τριμελές, και η δήλωση έγινε από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου, σε μια εμφανή προσπάθεια να εξηγήσει στο συνήγορο το βάσιμο λόγο της διακοπής, ανέφερε εν τη ρήμη του λόγου ότι υπάρχει και "κατηγορούμενος" και "θύματα" σ' ένα σεξουαλικό αδίκημα.

 

4.  Συνεπώς, δεν αναδεικνύεται η έννοια που αποδόθηκε από τον συνήγορο, ούτε το ίδιο το κείμενο θα μπορούσε, με κανένα τρόπο, να εκληφθεί ως ένδειξη έλλειψης αμεροληψίας.

 

5.  Το Κακουργιοδικείο μίλησε γενικά, χρησιμοποιώντας τη λέξη "θύματα", όχι "θύμα", αφού μια ήταν η παραπονουμένη, και όντως υπήρχε μια διαδικασία για "σεξουαλικά αδικήματα". Δεν προσδιορίστηκε με κανένα τρόπο ο εφεσείων.

 

6.  Ενείχε το στοιχείο της γενικότητας η δήλωση και δεν υπήρχε έρεισμα στο υποβληθέν παράπονο. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ορθό να απομονώνεται μια φράση, όταν η υπεράσπιση δεν παραπονείται για οποιοδήποτε άλλο γεγονός, καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης, το οποίο και θα υποστύλωνε τους πιο πάνω ισχυρισμούς της.

 

7.  Το Κακουργιοδικείο, ομόφωνα ανέλυσε, σ' έκταση τη μαρτυρία και προέβη σε εκτενή αξιολόγηση προτού καταλήξει σε ευρήματα ως προς την ενοχή του εφεσείοντα. Ανεξαρτήτως, βεβαίως, της ορθότητας ή όχι του εγχειρήματος, καθότι τούτο θα κριθεί από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

2ος 3ος 4ος και 7ος λόγος έφεσης:

 

Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, παράλειψη αξιολόγησης αδιάσειστων στοιχείων - Μη ορθή απόδοση της σημασίας στην πτυχή του συμφέροντος της παραπονουμένης για ασφαλιστική κάλυψη - Μη απόδοση σημασίας σε γεγονότα που είχαν σχέση με την είσοδο της παραπονουμένης στο δωμάτιο του εφεσείοντα - Ψεύδη παραπονουμένης στην αστυνομία.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν το βασικό και πρώτιστο, επί του προκειμένου, ερώτημα αν υπήρξε ή όχι συναίνεση από την παραπονουμένη για την εισδοχή του πέους του κατηγορουμένου στον κόλπο της και τούτο αξιολογήθηκε. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε την εκδοχή του εφεσείοντα για ύπαρξη τέτοιας συναίνεσης.

 

2.  Αποτελεί πλέον εδραιωμένο αξίωμα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, πλην στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται εσφαλμένη ή ανεπαρκής αξιολόγηση ή αν οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα βρίσκονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη.

 

3.  Επέμβαση επιβάλλεται, όταν κριθεί ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία.

 

4.  Η επέμβαση του Εφετείου ενεργοποιείται όταν η αξιολόγηση που έγινε πρωτοδίκως ήταν αυθαίρετη, ολωσδιόλου λανθασμένη, αντικειμενικώς, στη βάση της κοινής λογικής, κρινόμενη.

 

5.  Ως μια γενική παρατήρηση, η καταγραφείσα, πρωτοδίκως, αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, σε συνάρτηση με την προσαχθείσα μαρτυρία, ήταν όχι μόνο λεπτομερής, εξονυχιστική, αλλά και τεκμηριωμένη.

6.    Ακολουθήθηκε από το Κακουργιοδικείο μια εκτενής παράθεση της αλληλουχίας, όλων των γεγονότων που άπτοντο όλων των πτυχών της υπόθεσης, και, εξ' αρχής, το παράπονο του εφεσείοντα ήταν ανυπόστατο.

 

7.  Εξηγήθηκε και αναλύθηκε κάθε ενέργεια ή δήλωση της παραπονουμένης προτού το Κακουργιοδικείο καταλήξει στα συμπεράσματα του περί θετικής αξιολόγησης της μαρτυρίας της.

 

8.  Θεωρήθηκε και θεωρείται επαρκώς τεκμηριωμένη η εξήγηση της γιατί κάθισε, το προηγούμενο βράδυ, στα πόδια του εφεσείοντα, βρισκόμενη στο μπαλκόνι του δωματίου αρ. 137.

 

9.  Η ανάλυση του Κακουργιοδικείου γιατί ακολούθησε τον εφεσείοντα η παραπονουμένη από τη μπυραρία Grabbarna Grus στο ξενοδοχείο του εφεσείοντα και τι προηγήθηκε εκεί, όχι μόνο στηρίζεται στην προσαχθείσα μαρτυρία αλλά καταγράφονται και οι προβληματισμοί του Κακουργιοδικείου, πριν γίνει αποδεχτή η εκδοχή της παραπονουμένης.

 

10. Στη συνέχεια, σε σχέση με τα διαδραματισθέντα εντός του δωματίου 137, αξιολογείται η παραπονουμένη ως ειλικρινής και ο προβληματισμός του Κακουργιοδικείου καταγράφεται, στηριζόμενο στην προσαχθείσα μαρτυρία, έτσι ώστε να μην αφήνεται περιθώριο αμφισβήτησης της ορθότητας του συλλογισμού του, όπως τούτο καταγράφεται στην απόφαση.

 

11. Αναφορικά με τον πανικό και το φόβο που διαπίστωσε, ως εύρημα το Κακουργιοδικείο, ότι διακατείχε την παραπονουμένη, όταν αυτή βρισκόταν στο δωμάτιο 137, και στη συνέχεια που εξήλθε από αυτό, αναφέρεται στην απόφαση ότι η παραπονούμενη έδωσε πολύ καλούς λόγους, όχι μόνο για την άρνηση της να δεχθεί τις σεξουαλικές επιδιώξεις του κατηγορούμενου, αλλά και για τη συμπεριφορά της μετά την έξοδο της από το δωμάτιο 137 (όπως τόσο δραματικώς είναι που αποτυπώνεται στα πλάνα του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης του ξενοδοχείου Melpo Antia) και που δεν ήταν ασφαλώς άσχετη με το φόβο που είχε για τη ζωή της και τον πανικό που την κυρίευσε ως εκ της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου στιγμές προηγουμένως.

 

12. Το παρόν εύρημα είναι ορθό. Δεν μπορεί ν' αμφισβητηθεί ότι όταν η παραπονουμένη στη μαρτυρία της, αναφέρθηκε σε φόβο για τη ζωή της όταν της έκλεισε το στόμα ο εφεσείων και για τη σκέψη που έκαμε να πηδήξει από το παράθυρο για να σωθεί.

13.  Ακόμα και για τη σκέψη που έκαμε αναφορικά με αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Ο δε τρόπος που κινήθηκε η παραπονουμένη βγαίνοντας από το δωμάτιο και τρέχοντας ημίγυμνη, και έκδηλα φοβισμένη στο διάδρομο του ξενοδοχείου, κτυπώντας τις πόρτες των άλλων δωματίων, όπως απεικονίζεται στο σύστημα παρακολούθησης, σε συνδυασμό με το απελπισμένο και υστερικό ουρλιαχτό που άκουσε η άγνωστη της, (M.K.4), ουδόλως αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης της ορθότητας του ευρήματος του Κακουργιοδικείου.

 

14. Ούτε η αξιολόγηση για το πώς έκαμε αποδεχτή το Κακουργιοδικείο την απουσία συγκατάθεσης, πιστεύοντας την παραπονουμένη, μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να αμφισβητηθεί.

 

15. Η άρνηση να της αφαιρεθεί το εσώρουχο, η αντίσταση και τα ουρλιαχτά που διαπιστώνει το Κακουργιοδικείο ότι έγιναν, σε συνδυασμό με την κάμψη της αντίστασης της που προήλθε από την τοποθέτηση του χεριού του εφεσείοντα, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, αποδεχόμενο την ορθότητα της εκδοχής της παραπονουμένης και δεν προέκυπτε λόγος επέμβασης.

 

16. Σε συνάρτηση με την ασφαλιστική κάλυψη, ήταν ορθή η διάσταση που της απέδωσε το Κακουργιοδικείο. Η ύπαρξη της ασφάλισης έγινε αποδεχτή από την παραπονουμένη, λέγοντας ότι είναι «μια ασφάλεια του σπιτιού η οποία σε καλύπτει οτιδήποτε αν είναι δυστύχημα, βιασμός δεν είναι μια ειδική ή κάτι το ειδικό, είναι μια γενική ασφάλεια του σπιτιού η οποία σε καλύπτει όταν ταξιδέψεις».

 

17. Τούτο δε συνδυαζόμενο με την έξοδο της από το δωμάτιο και του τρόπου προσπάθειας διαφυγής της, με αλλεπάλληλα κτυπήματα στις πόρτες των άλλων δωματίων, όταν δεν γνώριζε την ύπαρξη συστήματος παρακολούθησης, ορθώς κρίθηκε, από το Κακουργιοδικείο ότι, καμιά ενέργεια της δεν έγινε με σκοπό την εξασφάλιση οποιασδήποτε μορφής ασφαλιστικής αποζημίωσης ως εκ των πράξεων του εφεσείοντα.

 

18. Ούτε η αναφορά του συνηγόρου περί διαφοροποιήσεων στη μαρτυρία της παραπονουμένης αναφορικά με τα λεχθέντα στην Παθολογοανατόμο Αντωνίου, είχαν οποιοδήποτε έρεισμα.

 

5ος λόγος έφεσης:

 

Σφάλμα του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία κατηγορουμένου.

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Παρόλο που ο παρών λόγος έφεσης τιτλοφορείται ως προσβάλλων τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα, έχει μια ιδιαίτερη πτυχή ο τρόπος ανάπτυξης που, ουσιαστικώς, εδράζεται στην έλλειψη αντεξέτασης, από πλευράς υπεράσπισης, αναφορικά με το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης.

 

2.  Τούτο δεν είχε έρεισμα. Το Κακουργιοδικείο, δεν καταλογίζει αδράνεια του συνήγορου υπεράσπισης να ερωτήσει για την ύπαρξη του κλειστού κυκλώματος, ούτε θεώρησε δεδομένο ότι οι εμπλεκόμενοι γνώριζαν την ύπαρξή του.

 

3.  Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την ενέργεια της παραπονουμένης να τρέχει ημίγυμνη, και χωρίς εσώρουχο, μετά την έξοδο της από το δωμάτιο 137, στο διάδρομο του ξενοδοχείου, κτυπώντας τις πόρτες των υπόλοιπων δωματίων στο πέρασμα της, διερωτήθηκε πώς συνάδει η εισήγηση για σκηνοθετημένο βιασμό, με την πιο πάνω ενέργεια, αφού η ιδία δεν γνώριζε την ύπαρξη του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης που υπήρχε εγκατεστημένο στο κτίριο του ξενοδοχείου, ούτε της υποβλήθηκε ότι γνώριζε κάτι τέτοιο, ώστε να ενισχυθεί η εισήγηση για προσχεδιασμό.

 

6ος λόγος έφεσης:

 

Αξιοπιστία κατηγορουμένου σε σχέση με το Τεκ. 18.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στο πλαίσιο εξέτασης του έκτου λόγου έφεσης ο συνήγορος υπεράσπισης, αποδέχεται ότι υπήρξε μια διαφοροποίηση στην εκδοχή που υπέβαλε αρχικώς ο εφεσείων με τη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία, Τεκ. 18, ημερ. 19 Ιουλίου 2014, λίγες ώρες μετά το επεισόδιο, και της ένορκης του μαρτυρίας, αναφορικά με το κατά πόσο ενδιαφέρθηκε να αναζητήσει την παραπονουμένη μετά που η τελευταία έφυγε από το δωμάτιο 137, ημίγυμνη.

 

2.  Τούτο, όμως, όπως εξήγησε, δεν τον καθιστούσε αναξιόπιστο, όπως ήταν το εύρημα του Κακουργιοδικείου.

 

3.  Οι παρατηρήσεις του Κακουργιοδικείου και η διαπίστωση σοβαρών αντιφάσεων με την κατάθεση του εφεσείοντα, τεκμήριο 18, ήταν ορθές.

8ος λόγος έφεσης:

 

Εσφαλμένα συμπεράσματα Κακουργιοδικείου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το κρίσιμο, σημείο που εξάγεται από την αγόρευση του εφεσείοντα, είναι ο καταλογισμός στο Κακουργιοδικείο κρίσης ότι, ήταν αδικαιολόγητα αυστηρό με τον εφεσείοντα σε αντιδιαστολή με τον τρόπο αντίκρισης της μαρτυρίας της παραπονουμένης.

 

2.  Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στον εντοπισμό από το Κακουργιοδικείο ποικίλων εκδοχών και διαφοροποιήσεων στην εκδοχή που προβλήθηκε από τον εφεσείοντα και έχει σχέση με τον τραυματισμό του. Κατά το συνήγορο ήταν, περιθωριακά θέματα, κατ' αντίθεση με τα ψεύδη, όπως λέχθηκε της παραπονουμένης και καταδεικνύουν ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης ο εφεσείων.

 

3.  Το θέμα προβολής, της εξαιρετικής σημασίας, αρχής της δίκαιης δίκης, χωρίς ιδιαίτερη και ενδελεχή τεκμηρίωση, δεν είναι ορθό, ούτε δίκαιο για το εκδικάσαν δικαστήριο να αποτελεί την επωδό κάθε επιχειρήματος. Το μόνο παράπονο που υποβλήθηκε συγκεκριμένα ήταν αυτό που αναλύθηκε με τον πρώτο λόγο έφεσης και απαντήθηκε σχετικώς. Συνεπώς, και στην απουσία ικανοποιητικής τεκμηρίωσης, κάθε περαιτέρω συζήτηση του θέματος δεν ενδείκνυτο.

 

10ος λόγος έφεσης:

 

Απόρριψη της μαρτυρίας της Sofie Lift.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι φωτογραφίες που επιχείρησε να καταθέσει η υπεράσπιση, ορθώς, κατά την εισήγηση της συνηγόρου της εφεσίβλητης, δεν έγιναν αποδεκτές από το Κακουργιοδικείο. Η αναφορά περί ανυπαρξίας ψυχολογικών προβλημάτων της παραπονουμένης δεν τέθηκε κατά την αντεξέταση της.

 

2.  Εισηγήθηκε περαιτέρω ο συνήγορος ότι ο τρόπος αντιμετώπισης της μαρτυρίας του εφεσείοντα από το Κακουργιοδικείο, ήταν αυστηρότερος σε σύγκριση με αυτό της παραπονουμένης. Στηρίχθηκε σε άσχετες λεπτομέρειες είπε, ιδιαιτέρως όσον αφορά τον τραυματισμό του εφεσείοντα όπως εντοπίστηκε από το γιατρό Χρ. Κούλα (Μ.Κ.8).

3.    Η στοιχειοθέτηση, αντικειμενικώς ειδομένων, λόγων για ανατροπή του συγκεκριμένου ευρήματος του Κακουργιοδικείου, αποτελεί το ζητούμενο.

 

4.  Το παράπονο περί αυστηρότερης κρίσεως του εφεσείοντα ουδόλως ευσταθεί. Το Κακουργιοδικείο προχώρησε και ασχολήθηκε σε έκταση με όλο το φάσμα των εκδοχών της μαρτυρίας του εφεσείοντα, προτού καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς την αξιοπιστία του.

 

5.  Είχε ως επίκεντρο, και ορθώς, την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία. Έπρεπε αυτή να εκληφθεί ότι αποτελούσε μόνο την κυρίως εξέταση, παραπονείτο ο συνήγορος. Δεν θα διαφωνούσαμε (Άρθρο 25 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9), αλλά η διάσταση που διακρίνει το Κακουργιοδικείο και τεκμηριώνεται από την προσαχθείσα μαρτυρία, δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης της ορθότητας της κατάληξης του Κακουργιοδικείου. Ο λόγος εξόδου της παραπονουμένης από το δωμάτιο 137, όπως λέχθηκε ενόρκως από τον εφεσείοντα, έρχεται σε αντίθεση με την κατάθεση Τεκ. 18.

 

6.  Το ίδιο ο λόγος για τον οποίο δεν αναζήτησε την παραπονουμένη. Στη συνέχεια δηλώνει ενόρκως ότι βγήκε από το δωμάτιο για να την αναζητήσει. Δεν επιβεβαιώνεται η έξοδος του από το δωμάτιο από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, αντίθετα, φαίνεται να έρχεται από το διάδρομο του ξενοδοχείου. Επίσης, τα περί του τρόπου του τραυματισμού του, όπως το περιέγραψε ενόρκως, έρχονται σε αντίθεση με τη γραπτή του κατάθεση.

 

7.  Αυτά τα στοιχεία εντοπίζονται με σχολαστικό τρόπο από το Κακουργιοδικείο σε βαθμό που δεν αφήνουν περιθώριο υιοθέτησης των εισηγήσεων του συνήγορου του εφεσείοντα.

 

8.  Τέλος επί του προκειμένου, το παράπονο του εφεσείοντα                      ότι το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε να αναγνωρίσει την παραπονουμένη μέσα από φωτογραφίες που την παρουσιάζουν χαρούμενη και κάθε άλλο παρά «σεμνή», ότι η μη αποδοχή τους αποτέλεσε αντικείμενο ενδιάμεσης απόφασης, ορθής.

 

9.  Στην ενδιάμεση απόφαση του το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε ως μη αξιόπιστη τη μαρτυρία περί της γνησιότητας του λογαριασμού του instagram και πολύ περισσότερο της ταυτοποίησης με την παραπονουμένη ως τη φερόμενη στις φωτογραφίες.

 

10. Ήταν καθόλα επιτρεπτό και ορθό από το Κακουργιοδικείο να μην ασχοληθεί και βασισθεί σε μαρτυρία η οποία δεν έγινε αποδεκτή. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα δεν έχει έρεισμα.

 

9ος λόγος έφεσης:

 

Ισχυρισμοί περί ενεργειών παραπονουμένης που οδηγούν σε συναινετική σεξουαλική συνέυρεση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αλυσίδα των ενεργειών της παραπονουμένης, όπως προσδιορίζεται στον ένατο λόγο έφεσης, έπρεπε, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, να οδηγήσουν το Κακουργιοδικείο στο μόνο λογικό συμπέρασμα ότι, οι δύο, είχαν πάει στο δωμάτιο 137 του ξενοδοχείου Melpo Antia με σκοπό να  προβούν σε σεξουαλική συνέυρεση.

 

2.  Η κρινόμενη, από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, συμπεριφορά της παραπονουμένης ως υποδεικνύουσα συναίνεση, έτυχε εκτενούς αναφοράς από το Κακουργιοδικείο, όπως αναλύσαμε πιο πάνω.

 

3.  Ιδιαίτερη προσέγγιση έγινε σε επισκέψεις της στις μπυραρίες, κέντρα διασκεδάσεως με συντροφιά ενήλικων ανδρών, την εν γένει συμπεριφορά της περιλαμβανομένης της στάσης που τήρησε στο μπαλκόνι το προηγούμενο βράδυ, καθήμενη στα γόνατα του εφεσείοντα, την προσέλευση στο δωμάτιο αγκαλιά. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στα οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος έτυχαν ευρείας ανάλυσης από το Κακουργιοδικείο, με αναπόδραστη κατάληξη ότι δεν υποδηλούν συναίνεση για σεξουαλική επαφή.

 

4.  Η εμφάνιση, και η συμπεριφορά μιας δεκαεφτάχρονης, όπως ήταν η παραπονουμένη, ειδομένη στο πλέγμα των γεγονότων της υπόθεσης, ουδόλως οδηγούσαν από μόνα τους σε συμπέρασμα αποδοχής σεξουαλικής συνεύρεσης.

 

5.  Η ενέργεια αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη θετικής ενέργειας προς τούτο. Το σώμα κάθε ατόμου αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας του, που μόνο αυτό μπορεί να το διαθέσει όπως το ίδιο επιθυμεί.

 

6.  Είχε η παραπονουμένη παρουσιαστεί άκρως φιλική προς τον εφεσείοντα, καθόλη τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας και τον ακολούθησε στο δωμάτιο του τις πρωϊνές ώρες της 19 Ιουλίου 2016.

 

7.  Δεν προέκυπτε ότι αυτά τα στοιχεία ως αναπόδραστα υποδηλούντα συναίνεση για σεξ, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος, έστω και αν αυτή είχε σεξουαλική ζωή για τρία χρόνια ή ότι είχε συνευρεθεί σεξουαλικά με το Felix, άλλο φίλο της, το προηγούμενο βράδυ.

 

8.  Ακόμη και όταν η συγκατάθεση μιας παραπονουμένης για την εισδοχή του πέους, ενός άνδρα, έχει δοθεί, αυτή πρέπει να συνυπάρχει σ' όλο το διάστημα της ερωτικής συνεύρεσης των δύο.

 

9.  Στην δε υπόθεση Brierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 476, κρίθηκε ότι η συγκατάθεση για ερωτικές περιπτύξεις δεν αίρει τη διαπίστωση ύπαρξης αδικήματος αν δεν υπήρξε συγκατάθεση για συνουσία.

 

10. Η προσπάθεια της παραπονουμένης πιέζοντας το σώμα της στο κρεβάτι έτσι ώστε να μην της αφαιρέσει ο εφεσείων το εσώρουχο, και όταν μετά, άρχισε να φωνάζει, να κλωτσά και να φωνάζει βοήθεια, σε συνδυασμό με την ακινητοποίηση της παραπονουμένης με το να βάλει το χέρι του ο εφεσείων στο στόμα και τη μύτη της, ουδόλως, υποδηλεί συναίνεση για εισδοχή του πέους του εφεσείοντα στον κόλπο της παραπονουμένης.

 

11. Προσποιούμενη τη «νεκρή» έμεινε ακίνητη και τότε ο εφεσείων της σήκωσε τα πόδια στους ώμους του και εισχώρησε το πέος του, που και πάλι δεν άφηνε περιθώριο ύπαρξης συναίνεσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, ήταν ορθή η κατάληξη του Κακουργιοδικείου.

 

12. Επιπροσθέτως, το συμπέρασμα αυτό ενισχυόταν, αντικειμενικώς κρινόμενο, στη βάση ύπαρξης φόβου και έλλειψης συναίνεσης, από τον τρόπο με τον οποίο εξήλθε από το δωμάτιο τρέχοντας ημίγυμνη, χωρίς εσώρουχο, και κτυπώντας τις πόρτες των άλλων δωματίων.

 

11ος λόγος έφεσης:

 

Απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

1.  Η εισήγηση του εφεσείοντα δεν ήταν ορθή. Η εισδοχή του πέους του εφεσείοντα στον κόλπο της παραπονουμένης ήταν παραδεχτό γεγονός.

 

2.  Το τι είχε ν' αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή ήταν η ανυπαρξία συναίνεσης για τα πιο πάνω. Η ανάλυση της μαρτυρίας, η αξιολόγηση που έγινε, και ένταξη των ευρημάτων στο νόμο, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την ορθότητα του τελικού συμπεράσματος του Κακουργιοδικείου, ότι αποδείχθηκε η ενοχή του εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, στο αδίκημα του βιασμού του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 155.

 

3.  Το ίδιο και για τη δεύτερη κατηγορία που απαιτούσε την τεκμηρίωση εξαναγκασμού και βίας για τη συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με την παραπονουμένη, όπως απαιτεί το Άρθρο 6(4) του περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παίδων και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν. 91(Ι)/2014).

 

Η έφεση κατά της ποινής:

 

Λόγοι έφεσης:

 

Το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε ένα σοβαρό ολίσθημα, που επηρεάζει την όλη διαδικασία της δίκης.

 

Με την παράδοση του γραπτού κειμένου της απόφασης, διαπιστώθηκε ότι προστέθηκε από το Κακοργιοδικείο ότι ο εφεσείων ήταν «λευκού ποινικού μητρώου», στοιχείο που απουσίαζε από το αρχικό κείμενο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Υπήρχε μια διαπίστωση, από το Κακουργιοδικείο, κατά την απαγγελία της απόφασης, μιας παράλειψης ή ενός τυπογραφικού λάθους που απαίτησε την τυπική διόρθωση του κειμένου, για να συνάδει με τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης.

 

2.  Τούτο έγινε αμέσως μετά και δόθηκε αντίγραφο στη δικηγόρο της Δημοκρατίας, που ήταν παρούσα, και τον αντιπρόσωπο του εφεσείοντα, αφού είχε στο μεταξύ απομακρυνθεί.

 

3.  Δεν ήταν όμως ορθή η εισήγηση του συνήγορου του εφεσείοντα ότι επηρεάστηκε με οποιοδήποτε τρόπο η διαδικασία.

 

4.  Η ύπαρξη ή όχι προηγούμενων καταδικών από τον εφεσείοντα, συζητήθηκε και στο πλαίσιο της απόφασης για την ουσία της υπόθεσης και στο στάδιο της ποινής για άλλο όμως σκοπό. Αυτό της ψυχολογικής κατάστασης του εφεσείοντα.

 

5.  Πλην, όμως, και αν ακόμη δεν λήφθηκε υπόψη ένα στοιχείο δεν επιφέρει, αμέσως, διαφοροποίηση της ποινής, εκτός στις περιπτώσεις όπου αυτή χαρακτηρίζεται λανθασμένη, ως θέμα αρχής ή υπερβολική.

6.    Με την ευκαιρία αυτή θα έπρεπε να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που, κατά την εκφώνηση μιας απόφασης διαπιστωθεί η ύπαρξη λάθους ή κενού, θα πρέπει να δηλώνεται, έτσι ώστε να καταγράφεται στα πρακτικά, και στη συνέχεια να δίδεται αντίγραφο της διορθωθείσας και αυθεντικής απόφασης στον, αμέσως, δυνατό χρόνο και να μην παραδίδεται αντίγραφο, χωρίς τις αναγκαίες διορθώσεις, ώστε ν' αποφεύγονται παρερμηνείες, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση.

 

12ος λόγος έφεσης:

 

Έκδηλα υπερβολική ποινή.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Κακουργιοδικείο είχε καταλήξει σε εύρημα, το οποίο επιβεβαιώθηκε και κατ' έφεση, ότι η παραπονουμένη είχε εκφράσει με τον πιο έντονο τρόπο την αντίθεση της στο να έλθει σε σεξουαλική επαφή με τον εφεσείοντα. Επιχείρησε, μετά που την τοποθέτησε ο εφεσείων στο κρεβάτι, να τον εμποδίσει από το να της αφαιρέσει το εσώρουχο, πιέζοντας το σώμα της στο κρεβάτι.

 

2.  Αυτή άρχισε να φωνάζει και να τον κλωτσά, κατορθώνοντας να ουρλιάξει και μια φορά για βοήθεια. Ο εφεσείων τοποθετώντας το χέρι του πάνω στο στόμα και τη μύτη εμποδίζοντας την να αναπνεύσει, έκαμψε, ουσιαστικώς, την αντίσταση της και όταν η παραπονουμένη παρέμεινε ακίνητη, προφασιζόμενη ότι έχασε τις αισθήσεις της, ο εφεσείων επανατοποθετούσε το χέρι του στο πρόσωπο της όποτε αυτή εκινείτο. Βρισκόμενη σε αυτή τη φάση, ακινητοποιημένη, ως «νεκρή», ο εφεσείων τοποθέτησε τα πόδια της παραπονουμένης στους ώμους του και εισχώρησε στον κόλπο της με το πέος του.

 

3.  Αυτή τη συμπεριφορά την χαρακτήρισε το Κακουργιοδικείο ως της χειρότερης μορφής εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης στην οποία βρισκόταν η παραπονουμένη, περιλαμβανομένης της κατάστασης της λόγω κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών, που ήταν εν γνώσει του εφεσείοντα πριν από το βιασμό.

 

4.  Το Κακουργιοδικείο περαιτέρω επεσήμανε μια άλλη, εξίσου σημαντική πτυχή, που άπτεται του τρόπου με τον οποίο ο εφεσείων εξευτέλισε την παραπονουμένη, σπρώχοντας την σχεδόν ολόγυμνη (φορώντας μόνο στηθόδεσμο) έξω από το δωμάτιο 137 μετά που ικανοποίησε τις σεξουαλικές του ορέξεις, αναγκάζοντας την να ζητήσει βοήθεια πανικόβλητη τρέχοντας στο διάδρομο του ξενοδοχείου και κτυπώντας τις πόρτες των υπόλοιπων δωματίων, πριν κατευθυνθεί στην είσοδο του ξενοδοχείου.

 

5.  Όπως επισημαίνεται από το Κακουργιοδικείο, για το κακούργημα του βιασμού η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της ισοβίου φυλάκισης (Άρθρο 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).

 

6.  Για να τεκμηριώσει την εισήγηση περί έκδηλα υπερβολικής ποινής, ο συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα, στην κακή ψυχολογική κατάσταση που περιήλθε και στις επιπτώσεις που είχε γι' αυτόν η όλη διαδικασία, στηριζόμενη σε ιατρική μαρτυρία, που περιλαμβάνεται στην ιατρική έκθεση που συντάχθηκε στις 17 Ιουλίου 2015 από ψυχίατρο.

 

7.  Περαιτέρω, αναφέρθηκε στον εξευτελισμό που έτυχε ο εφεσείων μετά τη γνωστοποίηση της υπόθεσης αυτής από τα σουηδικά μέσα ενημέρωσης και είχαν ως έναυσμα την καταγγελία που υπέβαλε η παραπονουμένη στη Σουηδία.

 

8.  Με βάση τις νομολογημένες αρχές περί του πότε επεμβαίνει το Εφετείο στην επιβολή ποινής, προέκυπτε ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη, επαρκώς, τόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, που κατέδειξαν την επιμονή του εφεσείοντα να έλθει σε σεξουαλική επαφή με την παραπονουμένη, ανεξαρτήτως της επιθυμίας της τελευταίας, όπως και τις προσωπικές του περιστάσεις και κατέληξε στο να του επιβάλει την ποινή της φυλάκισης των επτά ετών.

 

9.  Με κανένα τρόπο η εν λόγω ποινή δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπερβολική, ούτε και εντοπιζόταν οποιοδήποτε σφάλμα αρχής που να δικαιολογούσε επέμβαση του Εφετείου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παπακυριακού κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 133,

 

Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) A.A.Δ. 317,

 

Supatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286,

 

Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485,

Ευγενίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 540,

 

Tarmohammed (1997) Cr. L.R. 458,

 

Greaves [1999] 1 Cr. App. R. (S) 319,

 

Brierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 476,

 

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 485,

 

Ζερβού κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192,

 

Αυξεντίου  ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 5,

 

Reg. v. Baverstock (C.A.) [1993] W.L.R. 202,

 

Mihalta κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 2 , ECLI:CY:AD:2014:B776A.A. 764,

 

Hamieh ν. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 259,

 

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 229.

 

Έφεση κατά Καταδίκης και Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον των αποφάσεων του Κακουργιοδικείου Λάρνακας-Αμμοχώστου (Σάντης, Π.Ε.Δ., Δαυΐδ, Α.Ε.Δ., Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2513/2014), ημερομηνίας 29/5/2015 και 28/7/2015.

 

Αντ. Γεωργιάδης με Ορθ. Γρηγορίου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Κωνσταντίνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η διασκέδαση που άρχισε περί τις 9.30 το βράδυ, στις 18 Ιουλίου 2014, έμελλε να εξελιχθεί σε εφιάλτη τόσο για την Caroline Louise Afvander από τη Σουηδία ("παραπονουμένη"), που, κατά τον ισχυρισμό της, είχε υποστεί βιασμό, όσο και για τον Patrik Ivar Ivarsson ("εφεσείοντα") που κρίθηκε ένοχος για βιασμό και καταδικάστηκε σε φυλάκιση επτά ετών.

 

Αποτελεί αναμφισβήτητο και αποδεχτό, από τον εφεσείοντα, γεγονός, ότι υπήρξε κολπική σεξουαλική επαφή, με την είσοδο του πέους του στον κόλπο, πλην, όμως, ήταν στο επίκεντρο της υπεράσπισης ότι αυτή έγινε με τη συγκατάθεση της παραπονουμένης. Όλα έγιναν με τη θέληση της παραπονουμένης και συνεπώς, το αντίθετο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Κακουργιοδικείο, ήταν εσφαλμένο, υποστήριξε τόσο κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα.

 

Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να παραθέσουμε τα τελικά ευρήματα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με το περιστατικό, σύμφωνα με το οποίο είχε καταδειχθεί η ανυπαρξία συγκατάθεσης εκ μέρους της παραπονουμένης για τη σεξουαλική επαφή. Στα υπόλοιπα ευρήματα του Κακουργιοδικείου θα γίνει αναφορά, όταν και εφόσον, κρίνεται απαραίτητο κατά το στάδιο εξέτασης των επί μέρους λόγων έφεσης.

 

Οι δύο τους, έχοντας περπατήσει την απόσταση του ενός περίπου χιλιομέτρου που μεσολαβεί μεταξύ της μπυραρίας Grabbarna Grus και του ξενοδοχείου Melpo Antia, κατέληξαν στο δωμάτιο 137 μετά από περίπου ένα δεκάλεπτο - γύρω στις 02:53 της 19.7.2014 - διασχίζοντας το διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιο 137, ως παρουσιάζεται στα σχετικά πλάνα του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (βλ. Τεκμήριο 9). Ο κατηγορούμενος κρατούσε την παραπονούμενη από τη μέση, η δε τελευταία τον κατηγορούμενο από τον ώμο ώστε να στηρίζεται πάνω του εξαιτίας της κατάστασης μέθης στην οποία τούτη βρισκόταν. Δεν ήσαν «αγκαλιασμένοι» με αυτό τον τρόπο καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής προς το ξενοδοχείο Melpo Antia. Μόλις μπήκαν στο δωμάτιο 137, ο κατηγορούμενος την αγκάλιασε και άρχισε να την φιλά. Ήταν πολύ μεθυσμένη και αισθανόταν ναυτία, θέλοντας να εμετήσει και γι' αυτό κάθισε στο δάπεδο του δωματίου με την πλάτη στο κρεβάτι. Είχε αναφέρει στον κατηγορούμενο πως ήθελε να κάνει εμετό ενώ σε καμιά περίπτωση δεν του έδειξε πως επιθυμούσε να έχει σεξουαλική επαφή μαζί του. Μολονότι ήταν μεθυσμένη, επικοινωνούσε με το περιβάλλον της επαρκώς, ενεργούσε και σκεπτόταν το ίδιο, αλλά και ομοίως κατέγραφε στη μνήμη πλείστα όσα συνέβαιναν κατά τους κρίσιμους χρόνους (και τούτο ίσχυε όταν έδινε και τη γραπτή της κατάθεση προς την Αστυνομία στις 04.00 της 19.7.2014, ως το Έγγραφο Δ, αλλά και τη δεύτερη της κατάθεση στις 14:50 της 20.7.2014, ως το Έγγραφο ΣΤ). Ο κατηγορούμενος σήκωσε την παραπονούμενη από χάμω και την τοποθέτησε στο κρεβάτι. Νόμισε ότι ο κατηγορούμενος την εναπόθεσε εκεί επειδή κατάλαβε πως δεν αισθανόταν καλά. Νόμισε λάθος. Σχεδόν αμέσως άρχισε να καταλαβαίνει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος άρχισε να την ξεντύνει παρά την (ανεπιτυχή) προσπάθεια της να κρατηθεί στο κρεβάτι με πίεση («.. πίεσα τον πισινό μου κάτω στο κρεβάτι .»), ώστε να μην της αφαιρέσει το εσώρουχο-Τεκμήριο 4. Ο κατηγορούμενος τοποθέτησε το χέρι του πάνω στο στόμα και τη μύτη της κατά τρόπο που η παραπονούμενη δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Το έπραξε αυτό επειδή η παραπονούμενη (φοβισμένη ούσα), άρχισε να φωνάζει και να τον κλωτσά, κατορθώνοντας να ουρλιάξει και μια φορά για βοήθεια. Ο κατηγορούμενος τοποθέτησε ξανά το χέρι του στο στόμα και στη μύτη της, με αποτέλεσμα και πάλι η παραπονούμενη να μην μπορεί να αναπνεύσει. Κάθε φορά που η παραπονούμενη κινείτο και ανέπνεε, ο κατηγορούμενος έβαζε το χέρι του στο στόμα και τη μύτη της για να μην αναπνέει. Υπό αυτές τις συνθήκες, η παραπονούμενη αποφάσισε να προσποιηθεί την νεκρή (κρατώντας την αναπνοή της), με την ελπίδα πως ο κατηγορούμενος θα μετακινούσε το χέρι από το στόμα και τη μύτη της νομιζόμενος πως έχασε τις αισθήσεις της, ώστε να μπορεί να αναπνέει έστω και υποτυπωδώς. Σε κάποια στιγμή, ο κατηγορούμενος μετακίνησε το χέρι του από το πρόσωπο της και πήγε στο χρηματοκιβώτιο που βρισκόταν στο δωμάτιο, πιέζοντας κάποια ηχητικά κουμπιά. Η παραπονούμενη δεν είδε οτιδήποτε επειδή τα μάτια της ήταν κλειστά μιας και προσποιείτο την νεκρή. Άκουγε όμως. Τόσο φοβισμένη ένιωθε, που σκέφτηκε να τρέξει και να πεταχτεί από το μπαλκόνι του δωματίου 137. Πραγματευόταν συνειρμικώς διάφορους τρόπους δραπέτευσης. Δεν μπορούσε όμως να κινηθεί επειδή είχε παγώσει από το φόβο και διότι σκεφτόταν πως εάν εναντιωνόταν στον κατηγορούμενο, αυτός ίσως να χρησιμοποιούσε ακόμη περισσότερη βία κρατώντας την. Ήταν κατατρομαγμένη (όπως δήλωσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια και κλαίγοντας όταν κατέθετε σχετικώς ενώπιον μας). Μόλις ο κατηγορούμενος επέστρεψε στο κρεβάτι (από το σημείο που βρισκόταν το χρηματοκιβώτιο), πήρε και τοποθέτησε τα πόδια της παραπονούμενης στους ώμους του και εισχώρησε στον κόλπο της με το πέος του, δίχως ποτέ η τελευταία να συναινέσει στην πράξη αυτή (όπως και στα όσα προηγήθηκαν από την είσοδο τους στο δωμάτιο 137). Η παραπονούμενη πόνεσε την ώρα που ο κατηγορούμενος έβαλε το πέος του στον κόλπο της και ένιωσε πως ήθελε να πηδήξει από το μπαλκόνι επειδή αισθανόταν πολύ μειωμένη. Φοβόταν πως εάν κραύγαζε, ο κατηγορούμενος θα τοποθετούσε ξανά το χέρι του στο στόμα και στη μύτη της και δεν θα μπορούσε να αναπνέει. Κατά την κολπική σεξουαλική επαφή - όπως παραδέχθηκε ο κατηγορούμενος εναντίον του συμφέροντος του στη γραπτή του κατάθεση (Τεκμήριο 18), κατά τρόπο ώστε η παραδοχή να είναι αξιολογήσιμη ως μαρτυρία (βλ. κατ' αναλογίαν, Χαραλάμπους ν Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 370, 396, Γαβριήλ ν Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 693, 712-715, R v Sharp [1988] 1 All ER 65, R v Duncan [1981] 73 Cr App R 359) - η οποία διήρκεσε για περίπου είκοσι λεπτά (και έτσι βρίσκουμε), τούτος δεν χρησιμοποίησε προφυλακτικό. Εκσπερμάτωσε στον κόλπο της. Μετά το βιασμό και τη σεξουαλική της κακοποίηση από τον κατηγορούμενο διά της χρήσης του περιγραφέντος εξαναγκασμού και βίας εναντίον της - και αυτά είναι τα κακουργήματα που υπέστηκε από τον τελευταίο (βλ. κατ' αναλογίαν, Brierley v Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 476, 492-493) - η παραπονούμενη σταμάτησε να προσποιείται την νεκρή όταν αντιλήφθηκε δύο λάμψεις από κάμερα («όπως το flash lights»), καθώς ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Τελειωμένων των πραγμάτων, δεν μίλησε με τον κατηγορούμενο, ο οποίος λίγο αργότερα - γύρω στις 03:18 - και αφού την βοήθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι, άνοιξε την πόρτα του δωματίου 137 και την έσπρωξε βιαίως με τα δυο του χέρια έξω από εκεί. Τη στιγμή εκείνη η παραπονούμενη ήταν ημίγυμνη και δεν φορούσε καν εσώρουχο.″

 

Όπως έχουμε αρχικώς επισημάνει, η όλη δομή της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα είχε ως κεντρικό άξονα την ψευδή προσέγγιση της παραπονουμένης αναφορικά με την πρόθεση και ουσιαστικώς συγκατάθεση της για σεξουαλική συνεύρεση με τον εφεσείοντα.

 

Στη βάση αυτή θα κατηγοριοποιήσουμε τους λόγους έφεσης καθότι είναι επάλληλοι, εκτός από τον πρώτο λόγο έφεσης ο οποίος                   θ' αντικριστεί ξεχωριστά.

 

1ος Λόγος έφεσης: Παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης

 

Η επικέντρωση της προσοχής του ευπαίδευτου συνηγόρου στο πλαίσιο ανάπτυξης του παρόντος λόγου έφεσης, ήταν η δήλωση του Προέδρου του Κακουργιοδικείου:

″Η διαδικασία δεν είναι μόνο για τον κατηγορούμενο στα σεξουαλικά αδικήματα, είναι και για τα θύματα.″

 

Τούτου λεχθέντος, υποστήριξε ο συνήγορος, καταδεικνύει έλλειψη αμεροληψίας και καταφανή εκδήλωση απόφανσης ότι ο                εφεσείων ήταν ο δράστης του σεξουαλικού αδικήματος και η παραπονουμένη το θύμα. Η δίκη βρισκόταν σε αρχικό στάδιο και τα λεχθέντα ειπώθηκαν ενώ έδιδε μαρτυρία η παραπονουμένη. Μετά από αυτό, συνέχισε ο συνήγορος, ο εφεσείων και ο ίδιος, ένοιωσαν ότι το Κακουργιοδικείο διέκειτο, μεροληπτικώς, εναντίον του πρώτου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι η απομόνωση της συγκεκριμένης αναφοράς του Κακουργιοδικείου και το «χτίσιμο» ενός επιχειρήματος περί μεροληψίας, ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθότι, σε όλη τη διεξαγωγή της δίκης, το Κακουργιοδικείο ενήργησε κατά τρόπο άψογο και ακριβοδίκαιο.

 

Κατ' αρχάς πρέπει να εξετάσουμε το στάδιο στο οποίο έγινε η δήλωση και το πνεύμα της συζήτησης, όπως αυτή εξάγεται από τα πρακτικά, γιατί, θα ήταν καταφανώς άδικο να κριθεί η δήλωση μεμονωμένα. Κατέθετε αντεξεταζόμενη η παραπονουμένη. Σε δύο προηγούμενα στάδια αυτή άρχισε να κλαίει με αποτέλεσμα το Κακουργιοδικείο να διακόψει τη διαδικασία, με στόχο να ηρεμήσει η μάρτυρας. Συνεχίστηκε η αντεξέταση και η μάρτυς άρχισε και πάλι να κλαίει. Ακολούθησε δε η πιο κάτω στιχομυθία, όπως καταγράφεται στα πρακτικά:

 

"Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Μπορεί να συνεχίσει η μάρτυς;

 

Μάρτυρας: Μάλιστα.

 

κ. Γεωργιάδης: Καλμάρετε για να μπορώ και εγώ να συνεχίσω.

 

Δικαστήριο: Κύριε Γεωργιάδη ελέγχουμε εμείς τη διαδικασία.

 

κ. Γεωργιάδης: Μου κόβει τον ειρμό κάθε λίγο.

 

Δικαστήριο: Η διαδικασία δεν είναι μόνο για τον κατηγορούμενο στα σεξουαλικά αδικήματα είναι και για τα θύματα."

 

Όπως παρατηρούμε η μάρτυρας έκλαιγε, με αποτέλεσμα να διακόπτεται η διαδικασία. Ο συνήγορος του εφεσείοντα παραπονέθηκε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι, με τον τρόπο αυτό, δεν μπορούσε να αντεξετάσει, όπως επιθυμούσε, και έχανε τον ειρμό της σκέψης του.

 

Το Κακουργιοδικείο, που σημειώνουμε είναι τριμελές, και η δήλωση έγινε από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου, σε μια εμφανή προσπάθεια να εξηγήσει στο συνήγορο το βάσιμο λόγο της διακοπής, ανέφερε εν τη ρήμη του λόγου ότι υπάρχει και "κατηγορούμενος" και "θύματα" σ' ένα σεξουαλικό αδίκημα. Συνεπώς, είμαστε της γνώμης ότι δεν αναδεικνύεται η έννοια που αποδόθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο, ούτε το ίδιο το κείμενο θα μπορούσε, με κανένα τρόπο, να εκληφθεί ως ένδειξη έλλειψης αμεροληψίας. Το Κακουργιοδικείο μίλησε γενικά, χρησιμοποιώντας τη λέξη "θύματα", όχι "θύμα", αφού μια ήταν η παραπονουμένη, και όντως υπήρχε μια διαδικασία για "σεξουαλικά αδικήματα". Δεν προσδιορίστηκε με κανένα τρόπο ο εφεσείων. Ενείχε το στοιχείο της γενικότητας η δήλωση και δεν βρίσκουμε έρεισμα στο υποβληθέν παράπονο. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ορθό να απομονώνεται μια φράση, όταν η υπεράσπιση δεν παραπονείται για οποιοδήποτε άλλο γεγονός, καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης, το οποίο και θα υποστύλωνε τους πιο πάνω ισχυρισμούς της. Το Κακουργιοδικείο, ομόφωνα ανέλυσε, σ' έκταση τη μαρτυρία και προέβη σε εκτενή αξιολόγηση προτού καταλήξει σε ευρήματα ως προς την ενοχή του εφεσείοντα. Ανεξαρτήτως, βεβαίως, της ορθότητας ή όχι του εγχειρήματος, καθότι τούτο θα αποφασιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο θεωρούμε εντελώς διαφορετική την παρούσα περίπτωση με την αναφερόμενη στην υπόθεση Παπακυριακού κ.ά. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 133, στην οποία έκαμε αναφορά. Στην υπόθεση εκείνη υπήρξαν επανειλημμένες μεμπτές, όπως διαπίστωσε το Εφετείο, ενέργειες του πρωτόδικου δικαστή που καμία σχέση δεν είχαν με τη διεξαγόμενη, εντός της αιθούσης, δικαστικής διαδικασίας. Παρατηρούμε και σημειώνουμε ένα παραλληλισμό που μόνο, ως άτοπο, θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε.

 

Ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

2oς Λόγος έφεσης: Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, παράλειψη αξιολόγησης αδιάσειστων στοιχείων.

 

3ος Λόγος έφεσης: Μη ορθή απόδοση της σημασίας στην πτυχή του συμφέροντος της παραπονουμένης για ασφαλιστική κάλυψη.

4ος Λόγος έφεσης: Μη απόδοση σημασίας σε γεγονότα που είχαν σχέση με την είσοδο της παραπονουμένης στο δωμάτιο του εφεσείοντα.

 

7ος Λόγος έφεσης: Ψεύδη παραπονουμένης στην αστυνομία.

 

Θα αντικρίσουμε τους τέσσερις αυτούς λόγους ως σύνολο, καθότι άπτονται της αξιοπιστίας της παραπονουμένης και της ανάλογης αντίκρισης της από το Κακουργιοδικείο.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος έχει, ουσιαστικώς, αμφισβητήσει κάθε «φάση» στο όλο περιστατικό όπως έχει καταγραφεί από το Κακουργιοδικείο.

 

Κατ' αρχήν εισηγήθηκε ο συνήγορος ότι η παραπονουμένη ψεύδετο αναφορικά με το λόγο για τον οποίο κάθισε στα γόνατα του εφεσείοντα στις 9.30 το προηγούμενο βράδυ του επεισοδίου, αντί να καθίσει στα γόνατα της φίλης της Therese, βρισκόμενη μαζί με την παρέα της στη βεράντα του δωματίου του εφεσείοντα. Η θέση περί ανυπαρξίας άλλης καρέκλας δεικνύει, κατά την εισήγηση του συνηγόρου, ότι η παραπονουμένη ήθελε να υποβαθμίσει τη σχέση που είχε ήδη δημιουργήσει μαζί με τον εφεσείοντα.

 

Στη συνέχεια, υποστηρίχθηκε ότι οι δύο, μαζί με την υπόλοιπη παρέα, είχαν διασκεδάσει σε διάφορα κέντρα και κατά τις μεταμεσονύχτιες πρωϊνές ώρες κατευθύνθηκαν, οι δύο τους μόνοι, στο δωμάτιο του εφεσείοντα, αντί, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος, να κατευθυνθεί η παραπονουμένη στο δικό της δωμάτιο, που ήταν σε άλλο ξενοδοχείο από αυτό του εφεσείοντα. Ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι από το οπτικογραφημένο υλικό που κατατέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ως μαρτυρία και προβλήθηκε και ενώπιόν μας, καταδεικνύει ότι η παραπονουμένη «δεν στηριζόταν στον κατηγορούμενο» αλλά είχαν κινηθεί προς το δωμάτιο του εφεσείοντα «αγκαλιά».

 

Εισερχόμενη πλέον στο δωμάτιο αρ. 137 του ξενοδοχείου Melpo Antia, η παραπονουμένη είπε, με τρόπο σαφή, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος, ότι ο εφεσείων της έβγαλε τα ρούχα πριν την τοποθετήσει στο κρεβάτι. Σε άλλο στάδιο της μαρτυρίας της είπε ότι την έβαλε στο κρεβάτι πιστεύοντας ότι στόχευε να την βοηθήσει να συνέλθει από τη ναυτία και τη ζάλη, προσθέτοντας ότι εκεί της αφαίρεσε το εσώρουχο. Υπήρχαν σοβαρές αντιφάσεις, εισηγήθηκε ο συνήγορος, που έπρεπε να οδηγήσουν το Κακουργιοδικείο στο να μην την πιστέψει. Ακόμη, η απάντηση που έδωσε επί του προκειμένου σε ερώτηση γιατί συνόδευσε τον εφεσείοντα στο δωμάτιό του, αυτή απάντησε ότι ήταν όμορφος και καλός. Διερωτήθηκε ο συνήγορος γιατί αυτή δεν συνόδευσε τους υπόλοιπους φίλους της, που είναι αποδεκτό ότι ήταν στο ίδιο ξενοδοχείο, και συνόδευσε τον εφεσείοντα. Ήταν προφανής ο λόγος, είπε ο κ. Γεωργιάδης. Ήθελε να έχουν σεξουαλική επαφή.

 

Σε συνάρτηση με τις ενέργειες που έγιναν μέσα στο δωμάτιο, προτού έλθουν σε σεξουαλική επαφή, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι και πάλι η παραπονουμένη ψευδόταν, καθότι σε κάποιο στάδιο και πριν τη σεξουαλική επαφή, ο εφεσείων μετακινήθηκε από το κρεβάτι προς το ερμάρι και υπέθεσε, όπως είπε η παραπονουμένη, ότι πήγε εκεί προς αναζήτηση προφυλακτικού. Διερωτήθηκε ο συνήγορος γιατί η παραπονουμένη δεν εγκατέλειψε τη σκηνή τη δεδομένη εκείνη στιγμή και αφετέρου πώς ήταν δυνατό, όπως είπε, να ανέμενε να «βιασθεί με προφυλακτικό».

 

Η παραπονουμένη, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση της Κατηγορούσας Αρχής, κατέδειξε ότι είχε θυμώσει καθότι ο εφεσείων εκσπερμάτωσε στον κόλπο της. Το αν αυτή ήταν θυμωμένη ή όχι, δεν είναι κάτι που θα έπρεπε το Κακουργιοδικείο να το θεωρήσει ως επιβαρυντικό για τον εφεσείοντα, όταν η ίδια ποτέ δεν του απεκάλυψε ότι έπαιρνε αντισυλληπτικά χάπια, από τριετίας, και επίσης δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην τοποθέτηση του Κακουργιοδικείου ότι το προηγούμενο βράδυ κάποιος Felix Mikael Seidel, ο οποίος, και αυτός, ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονουμένη, επίσης εκσπερμάτωσε στον κόλπο της. Ενώ, όπως καταγράφεται στην κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα, τεκμήριο 24Β, ο ίδιος δήλωσε ότι δεν είχε εκσπερματώσει στον κόλπο της.

 

Τα γεγονότα αυτά τα είχε σκηνοθετήσει η παραπονουμένη με στόχο, όπως σημείωσε ο συνήγορος, να εξασφαλίσει αποζημίωση από την ασφαλιστική κάλυψη την οποία είχε η ίδια, και παραδέχθηκε προς τούτο, από τη Σουηδία. Υπήρχε, δηλαδή, συμφέρον.

 

Ο συνήγορος εντάσσει την όλη συμπεριφορά της, που ακολούθησε της σεξουαλικής επαφής, ήτοι, την έξοδό της από το δωμάτιο και την πορεία της προς το χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου Melpo Antia και την απόκρυψη από το Μ.Κ. 9, υπάλληλο υποδοχής, ότι βρισκόταν με τον εφεσείοντα, λέγοντας ότι αναζητούσε τους φίλους της που βρίσκονταν στο δωμάτιο 314, σκηνοθετημένη. Αυτό ήταν ακόμη μια ένδειξη ότι είχε στόχο να αποκρύψει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχε, μαζί με τον εφεσείοντα, κατευθυνθεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Ακόμη και ο προβληθείς ισχυρισμός περί άσκησης πίεσης από τον εφεσείοντα λίγο πριν τη σεξουαλική επαφή και δη τον ισχυρισμό ότι την κράτησε στο κρεβάτι με τη βία, κρατώντας το στόμα της κλειστό, είναι αντίθετος, εισηγήθηκε ο συνήγορος, με τη μαρτυρία της Παθολογοανατόμου Ελένης Αντωνίου, η οποία δεν είχε εντοπίσει οποιαδήποτε εκχύμωση, έστω και μικρή, μετά που εξέτασε την παραπονουμένη.

 

Επίκεντρο της επιχειρηματολογίας επί του προκειμένου ήταν η δήλωση της παραπονουμένης ενόρκως ότι η αστυνομία δεν «έχουν γράψει τι έχει πάθει στο σώμα της».

 

Η Παθολογοανατόμος Ε. Αντωνίου κατέθεσε ότι δεν εντόπισε οποιαδήποτε εκχύμωση στο σώμα της παραπονουμένης ή εξωτερική κάκωση. Ταυτοχρόνως ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η παραπονουμένη βρισκόταν στην παραλία το απόγευμα της ίδιας ημέρας.

 

Αναφορικά με την ύπαρξη ασφαλιστικής κάλυψης ο συνήγορος, με στόχο να ενισχύσει το σκηνοθετημένο παράπονο που υποβλήθηκε, σημείωσε ότι η ίδια η παραπονουμένη είχε παραδεχθεί ότι σε περίπτωση υποβολής παραπόνου για βιασμό, στη βάση της σουηδικής νομοθεσίας, τούτο είναι έγκλημα και αποζημιώνεται το θύμα. Την ύπαρξη της ασφαλιστικής κάλυψης παραδέχθηκε τόσο η παραπονουμένη, όσο και ο εξεταστής της υπόθεσης.

 

Όλα αυτά τα γεγονότα θα έπρεπε, κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου, να πείσουν το Κακουργιοδικείο ότι η μάρτυρας αυτή έλεγε ψέματα και δεν έπρεπε να γίνει πιστευτή.

 

Η παραπονουμένη ψευδόταν, όταν έδιδε μαρτυρία αναφορικά με τραύματα στο σώμα της, κατά τον εφεσείοντα. Η συνήγορος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι ο εφεσείων απομόνωσε ορισμένες δηλώσεις της που έγιναν προς την αστυνομία, αμέσως μετά το επεισόδιο, και όχι στη διάρκεια της εξέτασης από την Παθολογοανατόμο Ε. Αντωνίου, η οποία έλαβε χώρα αρκετές ώρες μετά.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης έγινε με χαρακτηριστική λεπτομερειακή ανάλυση, όπως είπε η συνήγορος της εφεσίβλητης, καλύπτοντας κάθε πτυχή της μαρτυρίας της. Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ατεκμηρίωτο, συνέχισε, έχοντας πάντα ως βάση την αρχή ότι αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί θέμα που εξετάζεται από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η παραπονουμένη κρινόμενη από το σύνολο της μαρτυρίας της, παρουσιάστηκε χωρίς αντιφάσεις και υπεκφυγές. Ήταν μάρτυρας αληθείας, κατέληξε η συνήγορος, και έτσι αντικρίστηκε από το Κακουργιοδικείο.

Εισηγήθηκε περαιτέρω η συνήγορος ότι, το ζήτημα της               ύπαρξης ασφαλιστικής κάλυψης ουδέποτε απεκρύβη από την παραπονουμένη. Πλην, όμως, σε κανένα στάδιο δεν υποβλήθηκε στην παραπονουμένη ότι έφυγε από το δωμάτιο ημίγυμνη για να ενισχύσει ή τεκμηριώσει την απαίτηση της και να εξασφαλίσει αποζημίωση. Αυτό το ζήτημα το πραγματεύεται και το αξιολογεί το Κακουργιοδικείο. Αξιολογείται σε συνάρτηση με τον τρόπο εξόδου της παραπονουμένης από το δωμάτιο 137.

 

Η συνήγορος της εφεσίβλητης διαφώνησε με την παρατήρηση και το παράπονο του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με τη συμπεριφορά της παραπονουμένης προτού εισέλθει στο δωμάτιο 137 και το μετέπειτα προβληθέντα ισχυρισμό περί ζάλης. Αντίθετα, πρόβαλε, τούτο έτυχε εκτενούς αναφοράς και ανάλυσης.

 

Η παραπονουμένη ήταν απολύτως ειλικρινής, υποστήριξε περαιτέρω η συνήγορος της εφεσίβλητης, αναφορικά με τα διαδραματισθέντα μετά την είσοδο της στο δωμάτιο 137. Ιδιαιτέρως έγινε από τη συνήγορο, μια αναφορά στα πρακτικά σε σχέση με το πότε ο εφεσείων έγδυσε την παραπονουμένη. Ούτε η αναφορά περί ψευδούς αναφοράς στον υπάλληλο υποδοχής υποστηρίζεται από τη μαρτυρία, είπε η συνήγορος. Σε σχέση δε με το θέμα της εκσπερμάτωσης του Felix δεν αντεξετάστηκε η παραπονουμένη, υποστήριξε. Εξηγείται, επαρκώς από το Κακουργιοδικείο, κατέληξε, η στάση της παραπονουμένης όταν ο εφεσείων είχε απομακρυνθεί από το κρεβάτι και πήγε προς το ερμάρι.

 

Ήταν το βασικό και πρώτιστο, επί του προκειμένου, ερώτημα αν υπήρξε ή όχι συναίνεση από την παραπονουμένη για την εισδοχή του πέους του κατηγορουμένου στον κόλπο της και τούτο αξιολογήθηκε. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε την εκδοχή του εφεσείοντα για ύπαρξη τέτοιας συναίνεσης.

 

Αποτελεί πλέον εδραιωμένο αξίωμα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, πλην στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται εσφαλμένη ή ανεπαρκής αξιολόγηση ή αν οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα βρίσκονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Επέμβαση επιβάλλεται, όταν κριθεί ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. (Βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1(A) A.A.Δ. 317 και Supatan ν. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1286).

Η επέμβαση του Εφετείου ενεργοποιείται όταν η αξιολόγηση που έγινε πρωτοδίκως ήταν αυθαίρετη, ολωσδιόλου λανθασμένη, αντικειμενικώς, στη βάση της κοινής λογικής, κρινόμενη.                  (Βλ. Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 485).

 

Ως μια γενική παρατήρηση έχουμε να επισημάνουμε ότι η καταγραφείσα, πρωτοδίκως, αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, σε συνάρτηση με την προσαχθείσα μαρτυρία, ήταν όχι μόνο λεπτομερής, εξονυχιστική, αλλά και τεκμηριωμένη.

 

Ακολουθήθηκε από το Κακουργιοδικείο μια εκτενής παράθεση της αλληλουχίας, όλων των γεγονότων που άπτοντο όλων των πτυχών της υπόθεσης, και, εξ' αρχής, χαρακτηρίζουμε το παράπονο του εφεσείοντα ανυπόστατο. Εξηγήθηκε και αναλύθηκε κάθε ενέργεια ή δήλωση της παραπονουμένης προτού το Κακουργιοδικείο καταλήξει στα συμπεράσματα του περί θετικής αξιολόγησης της μαρτυρίας της.

 

Θεωρήθηκε και θεωρείται επαρκώς τεκμηριωμένη η εξήγηση της γιατί κάθισε, το προηγούμενο βράδυ, στα πόδια του εφεσείοντα, βρισκόμενη στο μπαλκόνι του δωματίου αρ. 137. Η ανάλυση του Κακουργιοδικείου γιατί ακολούθησε τον εφεσείοντα η παραπονουμένη από τη μπυραρία Grabbarna Grus στο ξενοδοχείο του εφεσείοντα και τι προηγήθηκε εκεί, όχι μόνο στηρίζεται στην προσαχθείσα μαρτυρία αλλά καταγράφονται και οι προβληματισμοί του Κακουργιοδικείου, πριν γίνει αποδεχτή η εκδοχή της παραπονουμένης.

 

Στη συνέχεια, σε σχέση με τα διαδραματισθέντα εντός του δωματίου 137, αξιολογείται η παραπονουμένη ως ειλικρινής και ο προβληματισμός του Κακουργιοδικείου καταγράφεται, στηριζόμενο στην προσαχθείσα μαρτυρία, έτσι ώστε να μην αφήνεται περιθώριο αμφισβήτησης της ορθότητας του συλλογισμού του, όπως τούτο καταγράφεται στην απόφαση.

 

Αναφορικά με τον πανικό και το φόβο που διαπίστωσε,                ως εύρημα το Κακουργιοδικείο, ότι διακατείχε την παραπονουμένη, όταν αυτή βρισκόταν στο δωμάτιο 137, και στη συνέχεια που εξήλθε από αυτό, αναφέρεται στην απόφαση το εξής:

 

"Η παραπονούμενη έδωσε πολύ καλούς λόγους, όχι μόνο για την άρνηση της να δεχθεί τις σεξουαλικές επιδιώξεις του κατηγορούμενου, αλλά και για τη συμπεριφορά της μετά την έξοδο της από το δωμάτιο 137 (όπως τόσο δραματικώς είναι που αποτυπώνεται στα πλάνα του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης του ξενοδοχείου Melpo Antia) και που δεν ήταν ασφαλώς άσχετη με το φόβο που είχε για τη ζωή της και τον πανικό που την κυρίευσε ως εκ της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου στιγμές προηγουμένως."

 

Το παρόν εύρημα είναι ορθό. Δεν μπορεί ν' αμφισβητηθεί ότι όταν η παραπονουμένη στη μαρτυρία της, αναφέρθηκε σε φόβο για τη ζωή της όταν της έκλεισε το στόμα ο εφεσείων και για τη σκέψη που έκαμε να πηδήξει από το παράθυρο για να σωθεί. Ακόμα και για τη σκέψη που έκαμε αναφορικά με αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Ο δε τρόπος που κινήθηκε η παραπονουμένη βγαίνοντας από το δωμάτιο και τρέχοντας ημίγυμνη, και έκδηλα φοβισμένη στο διάδρομο του ξενοδοχείου, κτυπώντας τις πόρτες των άλλων δωματίων, όπως απεικονίζεται στο σύστημα παρακολούθησης, σε συνδυασμό με το απελπισμένο και υστερικό ουρλιαχτό που άκουσε η άγνωστη της, Hurtig (M.K.4), ουδόλως αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης της ορθότητας του ευρήματος του Κακουργιοδικείου.

 

Ούτε η αξιολόγηση για το πώς έκαμε αποδεχτή το Κακουργιοδικείο την απουσία συγκατάθεσης, πιστεύοντας την παραπονουμένη, μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να αμφισβητηθεί. Η άρνηση να της αφαιρεθεί το εσώρουχο, η αντίσταση και τα ουρλιαχτά που διαπιστώνει το Κακουργιοδικείο ότι έγιναν, σε συνδυασμό με την κάμψη της αντίστασης της που προήλθε από την τοποθέτηση του χεριού του εφεσείοντα, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, αποδεχόμενο την ορθότητα της εκδοχής της παραπονουμένης και δεν έχουμε πεισθεί ότι πρέπει να επέμβουμε.

 

Σε συνάρτηση με την ασφαλιστική κάλυψη, συμφωνούμε με τη διάσταση που της απέδωσε το Κακουργιοδικείο. Η ύπαρξη της ασφάλισης έγινε αποδεχτή από την παραπονουμένη, λέγοντας ότι είναι «μια ασφάλεια του σπιτιού η οποία σε καλύπτει οτιδήποτε αν είναι δυστύχημα, βιασμός δεν είναι μια ειδική ή κάτι το ειδικό, είναι μια γενική ασφάλεια του σπιτιού η οποία σε καλύπτει όταν ταξιδέψεις». Τούτο δε συνδυαζόμενο με την έξοδο της από το δωμάτιο και του τρόπου προσπάθειας διαφυγής της, με αλλεπάλληλα κτυπήματα στις πόρτες των άλλων δωματίων, όταν δεν γνώριζε την ύπαρξη συστήματος παρακολούθησης, ορθώς κρίθηκε, κατά τη γνώμη μας, από το Κακουργιοδικείο ότι, καμιά ενέργεια της δεν έγινε με σκοπό την εξασφάλιση οποιασδήποτε μορφής ασφαλιστικής αποζημίωσης ως εκ των πράξεων του εφεσείοντα.

 

Ούτε η αναφορά του ευπαίδευτου συνηγόρου περί διαφοροποιήσεων στη μαρτυρία της παραπονουμένης αναφορικά με τα λεχθέντα στην Παθολογοανατόμο Αντωνίου, έχουν οποιοδήποτε έρεισμα. Το Κακουργιοδικείο εξήγησε με επάρκεια τη δήλωση της παραπονουμένης για τραυματισμό του σώματος της, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι 2, 3, 4 και 7 απορρίπτονται.

 

5ος Λόγος έφεσης: Σφάλμα του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία κατηγορουμένου.

 

Παρόλο που ο παρών λόγος έφεσης τιτλοφορείται ως προσβάλλων τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα, έχει μια ιδιαίτερη πτυχή ο τρόπος ανάπτυξης που, ουσιαστικώς, εδράζεται στην έλλειψη αντεξέτασης, από πλευράς υπεράσπισης, αναφορικά με το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Σημειώνουμε από την αρχή ότι τούτο δεν έχει έρεισμα. Το Κακουργιοδικείο, δεν καταλογίζει αδράνεια του συνήγορου υπεράσπισης να ερωτήσει για την ύπαρξη του κλειστού κυκλώματος, ούτε θεώρησε δεδομένο ότι οι εμπλεκόμενοι γνώριζαν την ύπαρξή του. Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την ενέργεια της παραπονουμένης να τρέχει ημίγυμνη, και χωρίς εσώρουχο, μετά την έξοδο της από το δωμάτιο 137, στο διάδρομο του ξενοδοχείου, κτυπώντας τις πόρτες των υπόλοιπων δωματίων στο πέρασμα της, διερωτήθηκε πώς συνάδει η εισήγηση για σκηνοθετημένο βιασμό, με την πιο πάνω ενέργεια, αφού η ιδία δεν γνώριζε την ύπαρξη του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης που υπήρχε εγκατεστημένο στο κτίριο του ξενοδοχείου, ούτε της υποβλήθηκε ότι γνώριζε κάτι τέτοιο, ώστε να ενισχυθεί η εισήγηση για προσχεδιασμό.

 

Ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

Η ετέρα δέσμη λόγων έφεσης, που εστιάζονται στους λόγους 6, 8 και 10, έχουν ως επίκεντρο τη μαρτυρία της υπεράσπισης.

 

6ος Λόγος έφεσης: Αξιοπιστία κατηγορουμένου σε σχέση με το Τεκ. 18.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης του έκτου λόγου έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης, αποδέχεται ότι υπήρξε μια διαφοροποίηση στην εκδοχή που υπέβαλε αρχικώς ο εφεσείων με τη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία, Τεκ. 18, ημερ. 19 Ιουλίου 2014, λίγες ώρες μετά το επεισόδιο, και της ένορκης του μαρτυρίας, αναφορικά με το κατά πόσο ενδιαφέρθηκε να αναζητήσει την παραπονουμένη μετά που η τελευταία έφυγε από το δωμάτιο 137, ημίγυμνη. Τούτο, όμως, όπως εξήγησε, δεν τον καθιστούσε αναξιόπιστο, όπως ήταν το εύρημα του Κακουργιοδικείου.

 

Η ανάλυση της συμπεριφοράς του εφεσείοντα, όταν θεάθηκε από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης να βγαίνει από το δωμάτιο 137, που έγινε από το Κακουργιοδικείο, υποστήριξε η συνήγορος της εφεσίβλητης, ήταν και εύστοχη και αναλυτική. Η ύπαρξη αντιφάσεων εντοπίστηκε και αντιπαραβαλλόμενη με το οπτικό υλικό δεν αφήνει περιθώριο για άλλη θεώρηση.

 

Οι παρατηρήσεις του Κακουργιοδικείου και η διαπίστωση σοβαρών αντιφάσεων με την κατάθεση του εφεσείοντα, τεκμήριο 18, είναι, κατά τη γνώμη μας, ορθές. Ο εφεσείων ανέφερε ότι «Όταν η Caroline έφυγε από το δωμάτιο, εγώ ντύθηκα και έφυγα από το ξενοδοχείο και πήγα περπατητός για να βρω το club River Reggae στην Αγία Νάπα, αλλά δεν το βρήκα και χάθηκα». Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι «Γι' αυτό που με ρωτάς όταν έφυγα από το δωμάτιο μου μετά που έκανα σεξ με την Caroline, πέρασε από το χώρο της υποδοχής του ξενοδοχείου αλλά δεν την είδα την Caroline εκεί». Από το σύστημα παρακολούθησης δεν διαφαίνεται να έχει ο εφεσείων βγει από το δωμάτιο του, αλλά, αντίθετα, να κατευθύνεται από το χώρο υποδοχής προς το δωμάτιο του.

 

Το έτερο σημείο που εστίασε την προσοχή του το Κακουργιοδικείο ήταν αναφορικά με την εισήγηση ότι πήγε με σκοπό να εντοπίσει την παραπονουμένη. Αυτή η εκδοχή έρχεται επίσης σε αντίθεση με την κατάθεση του τεκμήριο 18, όπου αναφέρονται τα εξής: «Δεν ασχολήθηκα να ψάξω για την Caroline γιατί ήταν θυμωμένη μαζί μου και θεώρησα σωστό να μην την ενοχλήσω άλλο. Δεν ενδιαφέρθηκα για το γεγονός ότι η Caroline ήταν γυμνή έξω και εγώ έφυγα και κλείδωσα τα ρούχα της στο δωμάτιο μου».

 

Αυτή η αναφορά δεν αφήνει περιθώρια παρά να αξιολογηθεί από το Κακουργιοδικείο ότι ήταν σε αντίθεση με την προφορική του μαρτυρία και ορθώς κρίθηκε αναξιόπιστη η μαρτυρία του και επ' αυτού του σημείου.

 

8ος Λόγος έφεσης: Εσφαλμένα συμπεράσματα Κακουργιοδικείου.

 

Η ορθότητα των συμπερασμάτων του Κακουργιοδικείου αναφορικά με

 

"α) φυγή της παραπονούμενης χωρίς να φορέσει τα ρούχα της

β) θυμός της παραπονούμενης μετά το πέρας της συνουσίας και

 

γ) αναζήτηση από τον κατηγορούμενο του φίλου και συγκάτοικου του Sebastian Andersson Ruuska μετά το επεισόδιο"

 

αποτελούν τη βάση του όγδοου λόγου έφεσης, που στόχευε να καταδείξει ότι υπήρξε παρερμηνεία των θέσεων του εφεσείοντα.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή είχε αποδεχθεί, πρόσθεσε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ότι η παραπονουμένη έφυγε από το δωμάτιο, κατ' αντίθεση προς το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι αυτή εκδιώχθηκε από τον εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων, είπε ότι η παραπονουμένη έφυγε θυμωμένη επειδή εκσπερμάτωσε στον κόλπο της.

 

Η εκδοχή που υπήρχε στην κατάθεση Τεκ. 18, θα έπρεπε, συνέχισε ο συνήγορος, να εκληφθεί ως μέρος της κυρίως εξέτασης του εφεσείοντα και η θέση ότι βγήκε το βράδυ προς αναζήτηση του φίλου του Sebastian, ως φυσιολογική ενέργεια.

 

Οι προσθήκες και τα υποθετικά σενάρια που πρόβαλε ο συνήγορος του εφεσείοντα δεν συνάδουν με την εκδοχή που ο ίδιος ο εφεσείων πρόβαλε κατά την κυρίως εξέταση, εισηγήθηκε η συνήγορος της εφεσίβλητης. Τα αναλύει, με σχολαστικότητα, το Κακουργιοδικείο, όπως είπε, σε βαθμό που δεν μπορεί να ευσταθήσει το παράπονο που αναπτύσσεται με τον παρόντα λόγο έφεσης.

 

Κατ' αρχάς το κρίσιμο, κατά την άποψη μας, σημείο που εξάγεται από την αγόρευση του εφεσείοντα, είναι ο καταλογισμός στο Κακουργιοδικείο κρίσης ότι, ήταν αδικαιολόγητα αυστηρό με τον εφεσείοντα σε αντιδιαστολή με τον τρόπο αντίκρισης της μαρτυρίας της παραπονουμένης. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στον εντοπισμό από το Κακουργιοδικείο ποικίλων εκδοχών και διαφοροποιήσεων στην εκδοχή που προβλήθηκε από τον εφεσείοντα και έχει σχέση με τον τραυματισμό του. Κατά το συνήγορο ήταν, περιθωριακά θέματα, κατ' αντίθεση με τα ψεύδη, όπως λέχθηκε της παραπονουμένης και καταδεικνύουν ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης ο εφεσείων.

 

Το θέμα προβολής, της εξαιρετικής σημασίας, αρχής της δίκαιης δίκης, χωρίς ιδιαίτερη και ενδελεχή τεκμηρίωση, δεν είναι ορθό, ούτε δίκαιο για το εκδικάσαν δικαστήριο να αποτελεί την επωδό κάθε επιχειρήματος. Το μόνο παράπονο που υποβλήθηκε συγκεκριμένα ήταν αυτό που αναλύθηκε με τον πρώτο λόγο έφεσης και απαντήθηκε σχετικώς. Συνεπώς, και στην απουσία ικανοποιητικής τεκμηρίωσης, κάθε περαιτέρω συζήτηση του θέματος δεν ενδείκνυται.

 

10ος Λόγος έφεσης: Απόρριψη της μαρτυρίας της Sofie Lift.

 

Η μη αποδοχή της μαρτυρίας της Sofie Lift, αδελφής του εφεσείοντα, αποτελεί το επίκεντρο του δέκατου λόγου έφεσης, ιδιαιτέρως η μη αποδοχή από το Κακουργιοδικείο των φωτογραφιών που καταδεικνύουν τα «θέλγητρα» της «την κακή διαγωγή» της παραπονουμένης και την εικόνα «ευτυχισμένης γυναίκας», που δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι πήγαινε σε ψυχολόγο. Το Κακουργιοδικείο είχε τη δυνατότητα να προβεί σε αναγνώριση της παραπονουμένης μέσα από τις φωτογραφίες και δεν το έκαμε, κατέληξε ο συνήγορος.

 

Οι φωτογραφίες που επιχείρησε να καταθέσει η υπεράσπιση, ορθώς, κατά την εισήγηση της συνηγόρου της εφεσίβλητης, δεν έγιναν αποδεκτές από το Κακουργιοδικείο. Η αναφορά περί ανυπαρξίας ψυχολογικών προβλημάτων της παραπονουμένης δεν τέθηκε κατά την αντεξέταση της.

 

Εισηγήθηκε περαιτέρω ο συνήγορος ότι ο τρόπος αντιμετώπισης της μαρτυρίας του εφεσείοντα από το Κακουργιοδικείο, ήταν αυστηρότερος σε σύγκριση με αυτό της παραπονουμένης. Στηρίχθηκε σε άσχετες λεπτομέρειες είπε, ιδιαιτέρως όσον αφορά τον τραυματισμό του εφεσείοντα όπως εντοπίστηκε από το γιατρό Χρ. Κούλα (Μ.Κ.8).

 

Η στοιχειοθέτηση, αντικειμενικώς ειδομένων, λόγων για ανατροπή του συγκεκριμένου ευρήματος του Κακουργιοδικείου, αποτελεί το ζητούμενο. (Βλ. Ευγενίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 540).

 

Κατ' αρχάς, το παράπονο περί αυστηρότερης κρίσεως του εφεσείοντα ουδόλως ευσταθεί. Το Κακουργιοδικείο προχώρησε και ασχολήθηκε σε έκταση με όλο το φάσμα των εκδοχών της μαρτυρίας του εφεσείοντα, προτού καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς την αξιοπιστία του.

 

Είχε ως επίκεντρο, και ορθώς κατά την άποψη μας, την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία Τεκ. 18. Έπρεπε αυτή να εκληφθεί ότι αποτελούσε μόνο την κυρίως εξέταση, παραπονείται ο συνήγορος. Δεν θα διαφωνούσαμε (Άρθρο 25 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9), αλλά η διάσταση που διακρίνει το Κακουργιοδικείο και τεκμηριώνεται από την προσαχθείσα μαρτυρία, δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης της ορθότητας της κατάληξης του Κακουργιοδικείου. Ο λόγος εξόδου της παραπονουμένης από το δωμάτιο 137, όπως λέχθηκε ενόρκως από τον εφεσείοντα, έρχεται σε αντίθεση με την κατάθεση Τεκ. 18. Το ίδιο ο λόγος για τον οποίο δεν αναζήτησε την παραπονουμένη. Στη συνέχεια δηλώνει ενόρκως ότι βγήκε από το δωμάτιο για να την αναζητήσει. Δεν επιβεβαιώνεται η έξοδος του από το δωμάτιο από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, αντίθετα, φαίνεται να έρχεται από το διάδρομο του ξενοδοχείου. Επίσης, τα περί του τρόπου του τραυματισμού του, όπως το περιέγραψε ενόρκως, έρχονται σε αντίθεση με τη γραπτή του κατάθεση.

 

Αυτά τα στοιχεία εντοπίζονται με σχολαστικό τρόπο από το Κακουργιοδικείο σε βαθμό που δεν αφήνουν περιθώριο υιοθέτησης των εισηγήσεων του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα.

 

Τέλος επί του προκειμένου, το παράπονο του εφεσείοντα                      ότι το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε να αναγνωρίσει την παραπονουμένη μέσα από φωτογραφίες που την παρουσιάζουν χαρούμενη και κάθε άλλο παρά «σεμνή», δεν έχουμε παρά να σχολιάσουμε ότι η μη αποδοχή τους αποτέλεσε αντικείμενο ενδιάμεσης απόφασης, ορθής, κατά την άποψη μας. Η κατάθεση των συγκεκριμένων φωτογραφιών, έγινε, στο πλαίσιο μιας Newton Hearing που είχε διεξαχθεί ώστε να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός                     της υπεράσπισης για την καλή ψυχολογική κατάσταση της παραπονουμένης. Η μάρτυρας είπε ότι εξασφάλισε τις φωτογραφίες από το instagram (διαδικτυακό λογαριασμό) της παραπονουμένης. Το Κακουργιοδικείο τις έκαμε αποδεχτές ως βρισκόμενες στην κατοχή της Sofie Lift «τίποτε περισσότερο απολύτως τίποτε περισσότερο». Στην ενδιάμεση απόφαση του το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε ως μη αξιόπιστη τη μαρτυρία περί της γνησιότητας του λογαριασμού του instagram και πολύ περισσότερο της ταυτοποίησης με την παραπονουμένη ως τη φερόμενη στις φωτογραφίες.

 

Το παράπονο που υποβλήθηκε σε συνάρτηση με την απουσία σχολιασμού των φωτογραφιών που κατατέθηκαν, προερχόμενες από το instagram, δεν έχουμε πεισθεί ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε λανθασμένα ή ότι υπάρχει οποιοδήποτε πεδίο επέμβασης μας. Η μαρτυρία αυτή, όπως σημειώσαμε, μετά από ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, δεν έγινε αποδεκτή ως μαρτυρία. Συνεπώς, ήταν καθόλα επιτρεπτό και ορθό από το Κακουργιοδικείο να μην ασχοληθεί και βασισθεί σε μαρτυρία η οποία δεν έγινε αποδεκτή. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα δεν έχει έρεισμα.

Οι λόγοι 6, 8 και 10 απορρίπτονται.

 

Θα εξετάσουμε, στη συνέχεια, ξεχωριστά μια «συγκεντρωτική» εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα, που πραγματεύεται με τον επόμενο λόγο έφεσης.

 

9ος Λόγος έφεσης: Ενέργειες παραπονουμένης που οδηγούν σε συναινετικό σεξ.

 

Η αλυσίδα των ενεργειών της παραπονουμένης, όπως προσδιορίζεται στον ένατο λόγο έφεσης, έπρεπε, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, να οδηγήσουν το Κακουργιοδικείο στο μόνο λογικό συμπέρασμα ότι, οι δύο, είχαν πάει στο δωμάτιο 137 του ξενοδοχείου Melpo Antia με σκοπό να κάμουν σεξ, ήτοι:

 

"(1) Έναρξη ερωτικής σχέσης, 9.30 μ.μ. κάθισε στα γόνατα του κατηγορούμενου στο μπαλκόνι του δωματίου του με αριθμόν 137 στο ξενοδοχείο Melpo Antia.

 

(2) Χορός και φιλιά στην μπυραρία το ίδιο βράδυ.

 

(3) Πορεία και των δυό τις πρωϊνές ώρες της 19/7/2014, αγκαλιά προς το δωμάτιο του κατηγορούμενου στο ξενοδοχείο Melpo Antia.

 

(4) Η παραπονούμενη πήγε μαζί του στο δωμάτιο του κατηγορούμενου γιατί ήταν όμορφος."

 

Μόνο για συναινετικό σεξ έφυγαν από τη μπυραρία αφήνοντας πίσω την παρέα, αποτελεί το αναπόφευκτο συμπέρασμα, που εξάγεται από τα γεγονότα, εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα.

 

Η συνήγορος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι η παρουσία της παραπονουμένης στο δωμάτιο του εφεσείοντα, πριν την έξοδο των δύο μαζί με την υπόλοιπη παρέα τους, όπως και η συμπεριφορά της στην μπυραρία που ακολούθησε, περιλαμβανομένης της επιστροφής στο δωμάτιο 137, δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα που εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα, περί συναπόφασης των δύο για σεξ. Η θέση της παραπονουμένης και οι εξηγήσεις που έδωσε έγιναν αποδεχτές από το Κακουργιοδικείο.

 

Η κρινόμενη, από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, συμπεριφορά της παραπονουμένης ως υποδεικνύουσα συναίνεση, έτυχε εκτενούς αναφοράς από το Κακουργιοδικείο, όπως αναλύσαμε πιο πάνω. Ιδιαίτερη προσέγγιση έγινε σε επισκέψεις της στις μπυραρίες, κέντρα διασκεδάσεως με συντροφιά ενήλικων ανδρών, την εν γένει συμπεριφορά της περιλαμβανομένης της στάσης που τήρησε στο μπαλκόνι το προηγούμενο βράδυ, καθήμενη στα γόνατα του εφεσείοντα, την προσέλευση στο δωμάτιο αγκαλιά. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στα οποία αναφέρθηκε ο κ. Γεωργιάδης έτυχαν ευρείας ανάλυσης από το Κακουργιοδικείο, με αναπόδραστη κατάληξη ότι δεν υποδηλούν συναίνεση για σεξουαλική επαφή.

 

Δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε περισσότερο. Η εμφάνιση, και η συμπεριφορά μιας δεκαεφτάχρονης, όπως ήταν η παραπονουμένη, ειδομένη στο πλέγμα των γεγονότων της υπόθεσης, ουδόλως οδηγούν από μόνα τους σε συμπέρασμα αποδοχής σεξουαλικής συνεύρεσης. Η ενέργεια αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη θετικής ενέργειας προς τούτο. Το σώμα κάθε ατόμου αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας του, που μόνο αυτό μπορεί να το διαθέσει όπως το ίδιο επιθυμεί.

 

Είχε η παραπονουμένη παρουσιαστεί άκρως φιλική προς τον εφεσείοντα, καθόλη τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας και τον ακολούθησε στο δωμάτιο του τις πρωϊνές ώρες της 19 Ιουλίου 2014. Δεν θεωρούμε αυτά τα στοιχεία ως αναπόδραστα υποδηλούντα συναίνεση για σεξ, όπως εισηγήθηκε ο κ. Γεωργιάδης, έστω και αν αυτή είχε σεξουαλική ζωή για τρία χρόνια ή ότι είχε συνευρεθεί σεξουαλικά με το Felix, άλλο φίλο της, το προηγούμενο βράδυ. Ας σημειωθεί ότι ακόμη και όταν η συγκατάθεση μιας παραπονουμένης για την εισδοχή του πέους, ενός άνδρα, έχει δοθεί, αυτή πρέπει να συνυπάρχει σ' όλο το διάστημα της ερωτικής συνεύρεσης των δύο. Κλασσικό παράδειγμα της πιο πάνω αναγκαιότητας περιγράφεται στο σύγγραμμα Smith and Hogan's, Criminal Law, 13η Έκδοση, σελ. 742, όπου ο Α μπορεί να καταδικαστεί για βιασμό, ενώ είχε αρχικώς συνουσιασθεί και εισάξει το πέος του στον κόλπο της Β με τη συγκατάθεση της, η Β στη συνέχεια αποσύρει τη συγκατάθεση και ο Α, ενώ γίνεται αποδέχτης της απόσυρσης της συγκατάθεσης, δεν αποσύρει το πέος του από τον κόλπο της Β. (Βλ. Tarmohammed [1997] Cr. L.R. 458 και Greaves [1999] 1 Cr. App. R. (S) 319). Στη δε υπόθεση Brierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 476, κρίθηκε ότι η συγκατάθεση για ερωτικές περιπτύξεις δεν αίρει τη διαπίστωση ύπαρξης αδικήματος αν δεν υπήρξε συγκατάθεση για συνουσία.

 

Η προσπάθεια της παραπονουμένης πιέζοντας το σώμα της στο κρεβάτι έτσι ώστε να μην της αφαιρέσει ο εφεσείων το εσώρουχο, και όταν μετά, άρχισε να φωνάζει, να κλωτσά και να φωνάζει βοήθεια, σε συνδυασμό με την ακινητοποίηση της παραπονουμένης με το να βάλει το χέρι του ο εφεσείων στο στόμα και τη μύτη της, ουδόλως, με όλο το σεβασμό προς την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα, υποδηλεί συναίνεση για εισδοχή του πέους του εφεσείοντα στον κόλπο της παραπονουμένης. Προσποιούμενη τη «νεκρή» έμεινε ακίνητη και τότε ο εφεσείων της σήκωσε τα πόδια στους ώμους του και εισχώρησε το πέος του, που και πάλι δεν άφηνε περιθώριο ύπαρξης συναίνεσης. Υπό τις συνθήκες αυτές θεωρούμε ότι ήταν ορθή η κατάληξη του Κακουργιοδικείου.

 

Επιπροσθέτως, το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται, αντικειμενικώς κρινόμενο, στη βάση ύπαρξης φόβου και έλλειψης συναίνεσης, από τον τρόπο με τον οποίο εξήλθε από το δωμάτιο τρέχοντας ημίγυμνη, χωρίς εσώρουχο, και κτυπώντας τις πόρτες των άλλων δωματίων, με κορύφωση να ακουστεί η παραπονουμένη από την Malin Hurtig (Μ.Κ.4) να ουρλιάζει υστερικά, όταν η πρώτη έφθασε στο χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου Melpo Antia.

 

Τα πιο πάνω ενισχύουν το εύρημα του Κακουργιοδικείου και η εισήγηση του εφεσείοντα δεν γίνεται δεχτή.

 

Ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

11ος Λόγος έφεσης: Απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης αμφισβητείται το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι η ενοχή του εφεσείοντα αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε στην υπόθεση Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 485, για να καταδείξει ότι η ύπαρξη «παραμικρής αμφιβολίας» για την ενοχή του εφεσείοντα, πρέπει να οδηγήσει σ' αθώωση του και ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Στήριξε την εισήγηση του στις προγενέστερες παρατηρήσεις του, που αναλύσαμε πιο πάνω όταν αξιολογούσαμε το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου που αφορούσε την παραπονουμένη.

 

Το επιχείρημα του εφεσείοντα περί μη απόδειξης της υπόθεσης στο βαθμό που απαιτείται σε ποινική δίκη, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί, υποστήριξε η συνήγορος της εφεσίβλητης, καθότι το Κακουργιοδικείο ανέλυσε σε βάθος τη μαρτυρία που κατατέθηκε και δεν αφήνει κανένα περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

 

Η εισήγηση του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η εισδοχή του πέους του εφεσείοντα στον κόλπο της παραπονουμένης ήταν παραδεχτό γεγονός. Το τι είχε ν' αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή ήταν η ανυπαρξία συναίνεσης για τα πιο πάνω. Η ανάλυση της μαρτυρίας, η αξιολόγηση που έγινε, όπως έχουμε αποδεχτεί ανωτέρω, και ένταξη των ευρημάτων στο νόμο, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την ορθότητα του τελικού συμπεράσματος του Κακουργιοδικείου, ότι αποδείχθηκε η ενοχή του εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, στο αδίκημα του βιασμού του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 155. Το ίδιο και για τη δεύτερη κατηγορία που απαιτούσε την τεκμηρίωση εξαναγκασμού και βίας για τη συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με την παραπονουμένη, όπως απαιτεί το Άρθρο 6(4) του περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παίδων και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν. 91(Ι)/2014).

 

Στη βάση των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Έχοντας αναλύσει τους λόγους έφεσης ως προς την καταδίκη και τη μη τεκμηρίωση τους, η έφεση θα έχει απορριπτική κατάληξη.

 

Πριν εξετάσουμε τους λόγους έφεσης για την ποινή, θα ασχοληθούμε με ένα, πρόσθετο λόγο, όπως θα τον χαρακτηρίσουμε.

 

Πρόσθετος λόγος

 

Υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε ένα σοβαρό ολίσθημα, που επηρεάζει την όλη διαδικασία της δίκης. Συγκεκριμένα, μετά την ανάγνωση από το Κακουργιοδικείο της επιβληθείσας ποινής, της παράδοσης αντίγραφου της απόφασης και της εγκατάλειψης του δικαστικού μεγάρου, από το συνήγορο, είχε παραδοθεί στο δικηγόρο που αντιπροσωπεύει το γραφείο του κ. Γεωργιάδη στη Λάρνακα, με πρωτοβουλία του Κακουργιοδικείου, «νέο» αντίγραφο της απόφασης της ποινής. Όταν το μελέτησε, συνέχισε ο συνήγορος, διαπίστωσε μια προσθήκη στη σελίδα 6 και συγκεκριμένα προστέθηκε ότι ο εφεσείων ήταν «λευκού ποινικού μητρώου», στοιχείο που απουσίαζε από το αρχικό κείμενο.

 

Έχουμε διεξέλθει το σύνολο των πρακτικών, όπως αυτά έχουν ετοιμαστεί από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο, και δεν έχουμε εντοπίσει να υπάρχει δεύτερο κείμενο με απουσία της αναφοράς στο κείμενο σε «λευκό ποινικό μητρώο» του εφεσείοντα, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του.

 

Το μόνο στοιχείο και πηγή γνώσης, ως προς τα διαδραματισθέντα, είναι τα πρακτικά που είναι κατατεθημένα στο φάκελο της κάθε υπόθεσης. Η επί του θέματος νομολογία είναι παγίως θεμελιωμένη, ότι τα πρακτικά αποτελούν τον αυθεντικό οδηγό για τα όσα διαδραματίστηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Ζερβού κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011)                       1(Γ) Α.Α.Δ. 2192). Παράλληλα τονίζεται ότι, τα πρακτικά συνιστούν τη μοναδική πηγή ελέγχου του περιεχομένου ολόκληρης της διαδικασίας (βλ. Αυξεντίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 5).

 

Πλην, όμως, η παράδοση αντίγραφου της απόφασης για την ποινή, χωρίς την επίμαχη φράση, αμέσως μετά την εκφώνηση της, όχι μόνο επιβεβαιώνεται και από τη συνήγορο της Δημοκρατίας, αλλά τεκμηριώνεται και με το αντίγραφο της απόφασης που έθεσε ενώπιον μας ο κ. Γεωργιάδης, ως επισύναψη στο εφετήριο. Έχουμε συναφώς μια διαπίστωση, από το Κακουργιοδικείο, κατά την απαγγελία της απόφασης, μιας παράλειψης ή ενός τυπογραφικού λάθους που απαίτησε την τυπική διόρθωση του κειμένου, για να συνάδει με τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης. Τούτο έγινε αμέσως μετά και δόθηκε αντίγραφο στη δικηγόρο της Δημοκρατίας, που ήταν παρούσα, και τον αντιπρόσωπο του κ. Γεωργιάδη, αφού είχε στο μεταξύ απομακρυνθεί.

 

Δεν συμφωνούμε, όμως, με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι επηρεάστηκε με οποιοδήποτε τρόπο η διαδικασία.

 

Η ύπαρξη ή όχι προηγούμενων καταδικών από τον εφεσείοντα, συζητήθηκε και στο πλαίσιο της απόφασης για την ουσία της υπόθεσης και στο στάδιο της ποινής για άλλο όμως σκοπό. Αυτό της ψυχολογικής κατάστασης του εφεσείοντα. Πλην, όμως, και αν ακόμη δεν λήφθηκε υπόψη ένα στοιχείο δεν επιφέρει, αμέσως, διαφοροποίηση της ποινής, εκτός στις περιπτώσεις όπου αυτή χαρακτηρίζεται λανθασμένη, ως θέμα αρχής ή υπερβολική. (Βλ. Reg. v. Baverstock (C.A.) [1993] W.L.R. 202).

 

Με την ευκαιρία αυτή θεωρούμε ότι σε περίπτωση που, κατά την εκφώνηση μιας απόφασης διαπιστωθεί η ύπαρξη λάθους ή κενού, θα πρέπει να δηλώνεται, έτσι ώστε να καταγράφεται στα πρακτικά, και στη συνέχεια να δίδεται αντίγραφο της διορθωθείσας και αυθεντικής απόφασης στον, αμέσως, δυνατό χρόνο και να μην παραδίδεται αντίγραφο, χωρίς τις αναγκαίες διορθώσεις, ώστε ν' αποφεύγονται παρερμηνείες, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, ο παρών λόγος απορρίπτεται και θα εξετάσουμε τους δύο λόγους έφεσης (12ο και 13ο) που επιλαμβάνονται του θέματος της επιβληθείσας ποινής.

 

Οι λόγοι που άπτονται στο ύψος της επιβληθείσας ποινής θα εξεταστούν μαζί.

 

12ος Λόγος έφεσης: Υπερβολική ποινή.

 

Με το λόγο αυτό (12ο) διατυπώνεται αμφισβήτηση ως προς την ορθότητα της επιβληθείσας ποινής, χαρακτηρίζοντας την ως υπερβολική. Ουσιαστικώς, στο διάγραμμα αγόρευσης επαναλαμβάνονται οι λόγοι που θα έπρεπε, κατά τον εφεσείοντα, να κριθεί η παραπονουμένη ως συναινούσα στη σεξουαλική επαφή.

 

Με κανένα δεδομένο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπερβολική η επιβληθείσα ποινή, εισηγήθηκε η συνήγορος της εφεσίβλητης. Το Κακουργιοδικείο, συνέχισε, περιέγραψε και έλαβε υπόψη τη συμπεριφορά της παραπονουμένης, που θα μπορούσε να εκληφθεί ως διαθέσιμη για συνουσία με τον εφεσείοντα.

 

13ος Λόγος έφεσης: Εξευτελισμός εφεσείοντα από σουηδικά ΜΜΕ.

 

Εξευτελισμός του εφεσείοντα από το σουηδικό ραδιόφωνο και τηλεόραση, που αναφέρθηκε και σε προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντα, παρόλο που, όπως είπε ο συνήγορος αργότερα αποσύρθηκε, άφησε το κατάλοιπο του στην κρίση του Κακουργιοδικείου.

 

Η εξωδικαστηριακή τιμωρία που προβλήθηκε από την υπεράσπιση, και αφορούσε τα δυσμενή δημοσιεύματα στο σουηδικό τύπο, λήφθησαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο και δεν ευσταθεί το παράπονο του εφεσείοντα, εισηγήθηκε η συνήγορος της εφεσίβλητης.

 

Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε, κατ' αρχήν, στα περιστατικά, όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση επί της ουσίας, για να καταδείξει και να επισημάνει ταυτοχρόνως, ότι η παραπονουμένη είχε, ενδεχομένως, δημιουργήσει την εντύπωση στον εφεσείοντα ότι θα ήταν διαθέσιμη για να έλθει σε συνουσία μαζί του, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο κατά τις πρωϊνές ώρες της 19 Ιουλίου 2014.

 

Οι αναφορές του ευπαίδευτου συνηγόρου για σημεία της μαρτυρίας της παραπονουμένης, για τα οποία δεν έπρεπε να γίνει πιστευτή, δεν έχουν έρεισμα, στην παρούσα φάση της αμφισβήτησης της απόφασης, ως προς την ποινή, και έχουμε ήδη αποφασίσει επ' αυτού.

 

Το Κακουργιοδικείο είχε καταλήξει σε εύρημα, το οποίο επιβεβαιώθηκε και κατ' έφεση, ότι η παραπονουμένη είχε εκφράσει με τον πιο έντονο τρόπο την αντίθεση της στο να έλθει σε σεξουαλική επαφή με τον εφεσείοντα. Επιχείρησε, μετά που την τοποθέτησε ο εφεσείων στο κρεβάτι, να τον εμποδίσει από το να της αφαιρέσει το εσώρουχο, πιέζοντας το σώμα της στο κρεβάτι. Αυτή άρχισε να φωνάζει και να τον κλωτσά, κατορθώνοντας να ουρλιάξει και μια φορά για βοήθεια. Ο εφεσείων τοποθετώντας το χέρι του πάνω στο στόμα και τη μύτη εμποδίζοντας την να αναπνεύσει, έκαμψε, ουσιαστικώς, την αντίσταση της και όταν η παραπονουμένη παρέμεινε ακίνητη, προφασιζόμενη ότι έχασε τις αισθήσεις της, ο εφεσείων επανατοποθετούσε το χέρι του στο πρόσωπο της όποτε αυτή εκινείτο. Βρισκόμενη σε αυτή τη φάση, ακινητοποιημένη, ως «νεκρή», ο εφεσείων τοποθέτησε τα πόδια της παραπονουμένης στους ώμους του και εισχώρησε στον κόλπο της με το πέος του.

 

Αυτή τη συμπεριφορά την χαρακτήρισε το Κακουργιοδικείο ως της χειρότερης μορφής εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης στην οποία βρισκόταν η παραπονουμένη, περιλαμβανομένης της κατάστασης της λόγω κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών, που ήταν εν γνώσει του εφεσείοντα πριν από το βιασμό. Το Κακουργιοδικείο περαιτέρω επεσήμανε μια άλλη, εξίσου σημαντική πτυχή, που άπτεται του τρόπου με τον οποίο ο εφεσείων εξευτέλισε την παραπονουμένη, σπρώχοντας την σχεδόν ολόγυμνη (φορώντας μόνο στηθόδεσμο) έξω από το δωμάτιο 137 μετά που ικανοποίησε τις σεξουαλικές του ορέξεις, αναγκάζοντας την να ζητήσει βοήθεια πανικόβλητη τρέχοντας στο διάδρομο του ξενοδοχείου και κτυπώντας τις πόρτες των υπόλοιπων δωματίων, πριν κατευθυνθεί στην είσοδο του ξενοδοχείου.

 

Ο βιασμός αποτελεί τη χείριστη μορφή εξευτελισμού και κακοποίησης που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος. Το σώμα εκάστου αποτελεί μέρος του είναι του, και δικαιούται να το χρησιμοποιεί όπως ο ίδιος επιθυμεί. Η επέμβαση στο αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, ιδιαιτέρως όταν επέρχεται με την άσκηση βίας, επιτάσσει την αυστηρή τιμωρία του παραβάτη.

 

Θα προσθέταμε στο σημείο αυτό ότι όταν λέμε, σε αδικήματα σεξουαλικής φύσεως, ότι ένα άτομο «συγκατατίθεται», σημαίνει ότι συμφωνεί με τη δική του ελεύθερη βούληση ως επιλογή, έχοντας την ελευθερία και τη δυνατότητα να πάρει μια τέτοια απόφαση.

Όπως επισημαίνεται από το Κακουργιοδικείο, για το κακούργημα του βιασμού η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της ισοβίου φυλάκισης (Άρθρο 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).

 

Στις υποθέσεις Mihalta κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 764, ECLI:CY:AD:2014:B776, επιβεβαιώθηκαν ποινές βιασμού 10 και 13 χρόνων, με γεγονότα πολύ πιο επιβαρυντικά για τους εφεσείοντες, απ' ότι στην παρούσα. Αναφερόμαστε σ' αυτή την υπόθεση γιατί ο εξευτελισμός που υφίσταται το θύμα βιασμού, απαιτεί την αυστηρή τιμωρία του δράστη. Στην υπόθεση Hamieh ν. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 259, επιβεβαιώθηκε ποινή φυλάκισης εννέα ετών για βιασμό. Και εδώ τα γεγονότα είναι διαφορετικά από την υπό εξέταση, καθότι ο δράστης δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με το θύμα, που ήταν μια άγνωστη. Η παραδοχή του εφεσείοντα στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 229, κρίθηκε ως το βασικό ελαφρυντικό στοιχείο, που σε συνδυασμό με τη συγχώρεση από τη βιασθείσα, που δηλώθηκε στο Κακουργιοδικείο, η εξαετής ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε χαρακτηρίστηκε ως αυστηρή αλλά όχι σε βαθμό που να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. Για να τεκμηριώσει αυτή την εισήγηση ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα, στην κακή ψυχολογική κατάσταση που περιήλθε και στις επιπτώσεις που είχε γι' αυτόν η όλη διαδικασία, στηριζόμενη σε ιατρική μαρτυρία, που περιλαμβάνεται στην ιατρική έκθεση που συντάχθηκε στις 17 Ιουλίου 2015 από την Ψυχίατρο                  Αγάθη Βαλανίδου. Περαιτέρω, ο συνήγορος αναφέρθηκε στον εξευτελισμό που έτυχε ο εφεσείων μετά τη γνωστοποίηση της υπόθεσης αυτής από τα σουηδικά μέσα ενημέρωσης και είχαν ως έναυσμα την καταγγελία που υπέβαλε η παραπονουμένη στη Σουηδία.

 

Το Εφετείο επεμβαίνει και διαφοροποιεί την επιβληθείσα ποινή όταν αυτή, αντικειμενικώς κρινόμενη και στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, αλλά και των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα, κρίνεται ως έκδηλα υπερβολική ή όπου εντοπίζεται σφάλμα αρχής. Το παράπονο του εφεσείοντα κρίνεται ατεκμηρίωτο. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη, επαρκώς, τόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, όπως τα έχουμε αναλύσει πιο πάνω, που κατέδειξαν την επιμονή του εφεσείοντα να έλθει σε σεξουαλική επαφή με την παραπονουμένη, ανεξαρτήτως της επιθυμίας της τελευταίας, όπως και τις προσωπικές του περιστάσεις και κατέληξε στο να του επιβάλει την ποινή της φυλάκισης των επτά ετών. Με κανένα τρόπο δεν θεωρούμε ότι η εν λόγω ποινή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπερβολική, ούτε και εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής που να δικαιολογούσε επέμβαση μας.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο