ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1990) 2 ΑΑΔ 242
1 Ιουνίου, 1990
[ΠΙΚΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 5232).
Ποινή — Παράβαση Κανονισμών Ασφαλείας Εργοδοτουμένων — Λευκό ποινικό μητρώο — £300 πρόστιμο και ενός μηνός φυλάκιση η maximum προβλεπομένη ποινή — Επιβολή προστίμου £170 — Δεν κρίνεται υπερβολική.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση εναντίον της ποινής από τους Παντελή Κυριάκου και Υιοί Λτδ οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι στις 21 Νοεμβρίου, 1989 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Αριθμός Ποινικής Υπόθεσης 37606/89) στην κατηγορία παράλειψης τοποθέτησης καταλλήλων και επαρκούς αντοχής χειρολίσθηρων και θωρακίων ή άλλων εμποδίων σε πλευρά δαπέδου εργασίας κατά παράβαση των Καν. 4 και 28 (1) των Περί Οικοδομών και Έργων Μηχανικών Κατασκευών (Ασφάλεια, Υγεία και Ευημερία) Κανονισμών του 1973 και καταδικάστηκε από τον Προσ. Επαρχιακό Δικαστή Βλαδίμηρου σε πρόστιμο £170.-
Μ. Χριστοδούλου, για τους εφεσείοντες.
Λ. Κουρσουμπά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΠΙΚΗΣ: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή κ. Γ. Παπαδόπουλο.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Η έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης των εφεσειόντων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε £170.- πρόστιμο για παράλειψη τοποθέτησης καταλλήλων και επαρκούς αντοχής χειρολισθήρων και θωρακίων ή άλλων εμποδίων σε πλευρά δαπέδου εργασίας κατά παράβαση των Κανονισμών 4 και 28(1) των Περί Οικοδομών και Έργων Μηχανικών Κατασκευών (Ασφάλεια, Υγεία και Ευημερία) Κανονισμών του 1973 καθώς και των άρθρων 66, 75, 94 και 95(2) του περί Εργοστασίων Νόμου, Κεφ. 134, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 43/64 και 32/72.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι συνοπτικά ως εξής:
Η εναγομένη εταιρεία, που είναι εταιρεία κατασκευών, εργοδοτούσε πέντε άτομα σε μιά οικοδομή στη Λεωφόρο Στασίνου στη Λευκωσία και παρέλειψε να τοποθετήσει χειρολισθήρες επαρκούς αντοχής πάνω από το δάπεδο εργασίας ικριωμάτων, όπως και θωράκια ύψους τουλάχιστον 20 εκατοστών, προς παρεμπόδιση της πτώσης προσώπων από κατακόρυφη απόσταση πάνω από δύο μέτρα. Με τον τρόπο αυτό τα πρόσωπα που εργάζονταν στην οικοδομή, εκτίθονταν σε κίνδυνο για τη ζωή ή/και τη σωματική τους ακεραιότητα.
Το παράπονο των εφεσειόντων εναντίον της καταδίκης είναι πως η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση τα ελαφρυντικά υπέρ των εφεσειόντων. Πιο συγκεκριμένα, κατά την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων, η επιβληθείσα ποινή αντιπροσωπεύει πέραν της μισής ποινής που προβλέπει ο Νόμος. Κατά τον κ. Χριστοδούλου, η ποινή αυτή είναι υπερβολική γιατί οι εφεσείοντες δεν είχαν καμιά προηγούμενη καταδίκη. Επιπλέον, είναι εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων πως οι λεπτομέρειες της ισχυριζόμενης αμέλειας ήσαν γενικές και αόριστες γιατί αναφέρθηκε στο Δικαστήριο πως ο κίνδυνος πτώσης ήταν από δύο μέχρι δέκα μέτρα.
Έχουμε εξετάσει με κάθε δυνατή προσοχή την έφεση αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων. Το αδίκημα για το οποίο καταδικάσθηκαν οι εφεσείοντες, είναι πολύ σοβαρό. Η μη συμμόρφωση προς τους κανονισμούς ασφαλείας ενέχει εμφανείς κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα ή ακόμα και για την ίδια τη ζωή των εργοδοτουμένων. Είναι αποκλειστική ευθύνη των εργοδοτών να μεριμνούν για διασφάλιση συμμόρφωσης με τους κανονισμούς ασφαλείας άλλωστε είναι οι μόνοι οι οποίοι έχουν τον έλεγχο της εργασίας. Αντίθετα, οι εργοδοτούμενοι δεν έχουν εκλογή για τις συνθήκες εργασίας τους. Η εισήγηση ότι η επιβληθείσα ποινή υπερβαίνει κατά το ήμισυ του ανωτάτου ορίου ποινής που προβλέπει ο Νόμος, δεν ευσταθεί γιατί ο Νόμος προνοεί πρόσθετα με την ποινή προστίμου, £300.-, και φυλάκιση ενός μηνός. Ως προς τις λεπτομέρειες του αδικήματος φαίνεται πως τα ικριώματα είχαν διαφορετικά ύψη που κυμαίνονταν από δύο μέχρι δέκα μέτρα και προφανώς η αναφορά στο μικρότερο ύψος των δύο μέτρων έγινε γιατί οι Κανονισμοί προνοούν πως σε ύψος πέρα από τα δύο μέτρα επιβάλλονται ειδικά μέτρα ασφαλείας.
Έχει τονισθεί επανειλημμένα, και δεν συντρέχει κανένας λόγος για εκτενή αναφορά στις αρχές, ότι η επιβολή ποινής είναι πρωταρχικό καθήκο του πρωτόδικου δικαστηρίου· το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η ποινή κρίνεται έκδηλα υπερβολική ή βασίζεται σε λανθασμένες αρχές. Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται πως το Δικαστήριο επέβαλε την ποινή αφού έλαβε υπόψη του όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία επενεργούν υπέρ του κατηγορουμένου αλλά ταυτόχρονα και τη σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η μη συμμόρφωση προς τους ειδικούς αυτούς κανονισμούς ασφαλείας στη ζωή και στη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων σημειώνεται επίσης και ο μεγάλος αριθμός παρόμοιας φύσης υποθέσε-ων που εκκρεμούν στα δικαστήρια και που καθημερινά καταχωρούνται.
Για τους πιο πάνω λόγους δεν νομίζουμε ότι δικαιολογείται η επέμβαση μας. Η επιβολή αυστηρών ποινών για τέτοια αδικήματα φανερώνει τη σοβαρότητα τους και την ανησυχία του δικαστηρίου για πιθανές επιπτώσεις στην ασφάλεια των εργαζομένων από παραβάσεις.
Η έφεση απορρίπτεται.