ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A25
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 311/2014)
24 Ιανουαρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΙΑΚΩΒΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εφεσείων
ν.
KPMG LTD
Εφεσιβλήτων
....
Λ. Λουκαϊδης, για Λ. Λουκαϊδης & Σία ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα
Δ. Βάκης για Pyrgo Vakis LLC, για τους εφεσίβλητους
.........
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Με αγωγή που είχε καταχωρήσει ο εφεσείων εναντίον της εφεσίβλητης αξίωνε την επιδίκαση σε αυτόν γενικών και ειδικών αποζημιώσεων για ζημιές, τις οποίες η επαγγελματική αμέλεια την οποίαν επέδειξε η δεύτερη έναντι του πρώτου, του είχε προκαλέσει ζημιές.
Ο εφεσείων είναι αρχιτέκτων και η εφεσίβλητη διεξάγει λογιστικές και ελεγκτικές εργασίες.
Σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονταν στην έκθεση απαίτησης του ο εφεσείων στις 4/2/2008 ανέθεσε στην εφεσίβλητη τη λογιστική διεκπεραίωση μέχρι τις 20/3/2008 της απαραίτητης λογιστικής εργασίας ώστε να συμμορφωθεί με επιστολή (τεκμ. 3) που έλαβε από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων ημερ. 20/12/2007.
Στις 30/6/2009 του επιδόθηκε κατηγορητήριο (τεκμ. 4) με το οποίο του καταλογιζόταν η κατηγορία ότι αρνήθηκε ή παρέλειψε να υποβάλει Κατάσταση Κεφαλαίου κατά παράβαση άρθρων του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78, όπως αυτός τροποποιήθηκε).
Ο εφεσείων απέστειλε το κατηγορητήριο στην εφεσίβλητη η οποία τον διαβεβαίωσε ότι θα επιληφθεί της ποινικής υπόθεσης. Βασιζόμενος στη διαβεβαίωση αυτή, δεν έλαβε οποιοδήποτε μέτρο, δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο στις 3/7/00 κατά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεση με αποτέλεσμα να εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης, γεγονός για το οποίο έλαβε γνώση από κάποιο τρίτο πρόσωπο.
Προσπάθησε μετά την πληροφόρηση αυτή να επικοινωνήσει με την εφεσίβλητη χωρίς όμως καμιά εκ μέρους της ανταπόκριση γι' αυτό ζήτησε μέσω του δικηγόρου του και του παραδόθηκαν από τη εφεσίβλητη όλα τα έγγραφα και στοιχεία που είχε ήδη δώσει.
Διόρισε νέους λογιστές, οι οποίοι κατάφεραν εντός μηνός από την ημερομηνία που τους παρέδωσε τα έγγραφα ήτοι 31/7/2009 μέχρι 4/9/2009 να ετοιμάσουν και παραδώσουν στον Έφορο Φόρου Εισοδήματος τις σχετικές καταστάσεις.
Επιρρίπτει αμέλεια στην εφεσίβλητη η οποία δεν κατάφερε έγκαιρα να ετοιμάσει τις απαιτούμενες από τον Έφορο Φόρου Εισοδήματος αξιούμενες καταστάσεις, δεν κατάφερε να συμμορφωθεί με τη συμφωνία τους και απέτυχε να τον εκπροσωπήσει στο Δικαστήριο με αποτέλεσμα την έκδοση εντάλματος σύλληψης, την ταλαιπωρία του και αχρείαστη ενασχόληση του για δύο μήνες με θέματα τα οποία είχε καθήκον η εφεσίβλητη να επιλύσει, ενώ ο ίδιος δεν ηδύνατο να ασχοληθεί με αρχιτεκτονική εργασία.
Η εφεσίβλητη αμφισβήτησε την αποδιδομένη σε αυτήν αμέλεια και παραλείψεις και την δέσμευση της να ετοιμάσει μέχρι συγκεκριμένη ημερομηνία τις φορολογικές καταστάσεις. Ισχυρίζεται με την έκθεση υπεράσπισης της ότι συμφώνησε με τον εφεσείοντα «όπως τον βοηθήσει ή και καθοδηγήσει στην ετοιμασία κατάστασης ενεργητικού και παθητικού του αλλά αρνείται ότι συμφώνησε να ετοιμάσει την εν λόγω κατάσταση μέχρι την αναφερομένη ή οποιαδήποτε άλλη συγκεκριμένη ημερομηνία. Περαιτέρω ειδικά αρνείται ότι έλαβε από τον ενάγοντα και/ή έλαβε έγκαιρα από τον ενάγοντα τα απαραίτητα στοιχεία και έγγραφα.»
Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι είχε διασφαλίσει συμφωνία με το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων όπως, εφόσον ετοιμαστούν οι καταστάσεις παθητικού και ενεργητικού που ζητούσε το Τμήμα μέχρι την 17/9/2009, το Τμήμα θα απέσυρε την ποινική υπόθεση με την καταβολή εξώδικου προστίμου. Για το θέμα της ληφθείσας παράτασης ενημέρωσε με επιστολή της ημερ. 10/7/09 το δικηγόρο του εφεσείοντα.
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το περιεχόμενο του τεκμ. 3, το οποίο ήταν χωρίς ημερομηνίαν αλλά έφερε σφραγίδα με αναγεγραμμένη ημερ. 20/12/2007:
«Καλείστε, σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του περί βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 4/78 όπως αυτός τροποποιήθηκε να υποβάλετε στον Κλάδο που αναφέρεται πιο πάνω, στο Γραφείο Φόρου Εισοδήματος της Επαρχίας σας, μέσα σε 3 μήνες από την ημερομηνία της ειδοποίησης αυτής τα ακόλουθα:
(α) Τις δηλώσεις του εισοδήματος σας για τα φορολογικά έτη
(β) Υπογραμμένη κατάσταση που να δείχνει όλες τις λεπτομέρειες του ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας σας, είτε αυτή βρίσκεται στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό κατά τη 31/12/2006 και 1/1/2001 καθώς και προσδιορισμούς φορολογητέου εισοδήματος για κάθε χρόνο ξεχωριστά. Η κατάσταση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει και τα περιουσιακά στοιχεία της συζύγου και των άγαμων παιδιών σας και να συνοδεύεται με τα αντίστοιχα δικαιολογητικά.
(γ) Κατάσταση εξόδων για κάθε έτος από το 2001 μέχρι και το 2006 η οποία να δίνει ξεχωριστά τα έξοδα συντήρησης, έξοδα αυτοκινήτου για ιδιωτική χρήση, ασφάλιστρα ζωής, έξοδα σπουδών παιδιών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ενοίκιο κατοικίας, έξοδα ταξιδιών στο εξωτερικό, επιδιορθώσεις κατοικίας κ.λ.π.
............»
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν δυο μάρτυρες. Ο εφεσείων και ο εκ των διευθυντών της εφεσίβλητης κ. Χαρ. Τσιντά (ΜΥ1) και αγόρευσαν οι συνήγοροι. Ήταν μια σχετικά σύντομη ακροαματική διαδικασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δόθηκε μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα για τη θέση του ότι ζήτησε και συμφώνησε με την εφεσίβλητη να ετοιμαστούν οι φορολογικές καταστάσεις μέχρι τις 20/3/2008. Αφού απέρριψε τη μαρτυρία του για τα λοιπά θέματα, ως αναξιόπιστη και αποδέχτηκε εκείνη του Μ.Υ.1 ως ειλικρινή προέβη σε εύρημα ότι δεν υπήρχε δέσμευση για διεκπεραίωση της εργασίας μέχρι 20/3/2008 και ότι η συνήθης πρακτική του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων είναι να δίνει παρατάσεις στην υποβολή των σχετικών εγγράφων. Αποφάσισε δε πως «η καθυστέρηση στην υποβολή από μόνη της δεν έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας η οποία επιβάλλεται στη βάση φορολογικών δηλώσεων. Στις 30/6/09 επιδόθηκε κατηγορητήριο στον ενάγοντα για την υπόθεση με αρ. 6607/09 το οποίο απέστειλε στην εναγομένη η οποία επικοινώνησε με το ΤΕΠ και πήρε παράταση ενώ ο ΜΥ1 κάλεσε δικηγόρο για να εκπροσωπήσει τον ενάγοντα ο οποίος εξασφάλισε 2 μήνες παράταση και ο οποίος δεν τους είπε ότι έπρεπε να παρουσιαστεί ο ενάγοντας στο Δικαστήριο. Ο ενάγοντας παρέλαβε τα στοιχεία του από την εναγομένη τα οποία παράδωσε σε άλλους λογιστές».
Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέπτυξε τη νομική πτυχή του θέματος της επαγγελματικής αμέλειας με παραπομπή στην υπόθεση Muriel Beaumont & άλλος v. Ν. Παπακλεοβούλου (2010) 1 ΑΑΔ 525, στο σύγγραμμα Charlesworth & Perry on Negligence, 8th ed., σελ. 567 και στη θέση ότι «παρά το ότι το επίπεδο δεξιότητας που αναμένεται από ένα λογιστή είναι σταθερό, η ακριβής εμβέλεια των καθηκόντων του εξαρτάται από τους όρους της σύμβασης του», κατέληξε πως «η επαγγελματική συμπεριφορά της εφεσίβλητης δεν απέχει από αυτή του συνήθους επιμελούς και ικανού επαγγελματία ούτε δείχνει έλλειψη δέουσας προσοχής», έκρινε πως ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει αμέλεια εναντίον της εφεσίβλητης και απέρριψε την υπόθεση καταδικάζοντας τον, σε έξοδα.
Με επτά (7) λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.
Με τον έκτο και έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο το έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων ήτοι του εφεσείοντα και του ΜΥ1 διευθυντή της εφεσίβλητης.
Πέραν του ότι κατά πάγια νομολογιακή αρχή το Εφετείο δεν επεμβαίνει στο έργο τούτο του Δικαστηρίου εκτός εάν διαφανεί πως τα ευρήματα του συγκρούονται με άλλα ή με παραδεκτά γεγονότα, (Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ΑΑ Pilottos Ltd. v. Cyprus Petroleum Reinery Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 90/2013 ημερ. 19/10/2021) κρίνουμε πως η αιτιολογία που προσφέρεται προς υποστήριξη τούτων των λόγων είναι γενική χωρίς ειδικές αναφορές και εξηγήσεις οι οποίες να υποστηλώνουν τους συγκεκριμένους λόγους.
Το γεγονός που προσφέρεται ως αιτιολογία του έκτου λόγου ότι ο εφεσείων είναι ένας σοβαρός αρχιτέκτονας δεν μπορεί από μόνο του να προσδώσει ικανό και επαρκή λόγο αξιοπιστίας ενός προσώπου. Η ιδιότητα του επιχειρηματία, γνωστού επαγγελματία ή μορφωμένου ανθρώπου δεν κατατάσσει ούτε χαρακτηρίζει κάποιον άνευ άλλου τινός ως αξιόπιστο. Και το αντίθετο. Η ειλικρίνεια, το ήθος και η φιλαλήθεια αποτελούν χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, χωρίς αναφορά ή εξάρτηση από τη μόρφωση, το επάγγελμα και την ενασχόληση του.
Σε σχέση με τον έβδομο λόγο προσφέρεται ως αιτιολογία πως «Απλή ανάγνωση της μαρτυρίας του ΜΥ1 και της αντεξέτασης του αποδεικνύει ότι δεν επρόκειτο για αξιόπιστο μάρτυρα ο οποίος απέφευγε να δώσει βασικά στοιχεία προς υποστήριξη των θέσεων του και συγκρούεται με παραδεκτά γεγονότα. Σε κάποιο δε βαθμό επιβεβαιώνει έμμεσα την εκδοχή του ενάγοντα». Παραλείπεται όμως η εξειδίκευση ή η αναφορά στα ειδικά εκείνα γεγονότα που είναι παραδεκτά ή το μέρος της μαρτυρίας του η οποία επιβεβαιώνει τον εφεσείοντα.
Κρίνουμε πως υπάρχει απόκλιση από τη δικονομική υποχρέωση για αιτιολόγηση των λόγων έφεσης, η απουσία της οποίας οδηγεί σε απόρριψη τους, αν ληφθεί βεβαίως υπόψη πως ούτε στο περίγραμμα αγόρευσης αναπτύσσονται ή προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι (Μελικκίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 832). Έχοντας υπόψη πως τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον, από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και χωρίς το ένα ή το άλλο ο λόγος έφεσης είναι ατελής (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112), οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται (Σαμουρίδης ν. Inzeyannis, Πολ. Εφ. 326/14, ημερ. 18/3/2022), ECLI:CY:AD:2022:A133.
Πέραν βεβαίως των γενικών αυτών λόγων, ευρήματα αξιοπιστίας αλλά και επιμέρους κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλονται με άλλους λόγους.
Με τον πρώτο λόγο, ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο συνήγορος του εφεσείοντα αποτελεί το «βασικό θεμέλιο της έφεσης» και εκείνον υποστήριξε και προώθησε με το περίγραμμα του αλλά και προφορικά ενώπιον μας, προβάλλεται πως «το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε έκδηλα σε βαθμό σκανδαλώδη απορρίπτοντας την αγωγή του εφεσείοντα για τον λόγο ότι δεν αποδείκτηκε ο όρος που αυτός επέβαλε στην εναγόμενη να προβεί μέχρι τις 20/3/2008 σε λογιστική διεκπεραίωση της απαραίτητης εργασίας για την ετοιμασία της κατάστασης που να δείχνει όλες τις λεπτομέρειες του ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας του κατά την 31/12/2006 και 1/1/2001.»
Aποτελεί την αιτιολογία του λόγου τούτου αλλά και την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο συνήγορος του εφεσείοντα πως εδόθη εκ μέρους του εφεσείοντα ένορκη μαρτυρία για την προθεσμία, θέμα για το οποίο δεν αντεξετάστηκε.
Το ανωτέρω εύρημα του Δικαστηρίου, συνεχίζει η εισήγηση, συγκρούεται με το χαρακτηρισθέν ως παραδεκτό γεγονός, όπως το ίδιο το καταγράφει στην απόφαση του ότι «Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι η εναγόμενη είχαν αναλάβει να ετοιμάσουν την κατάσταση περιουσίας που είχε ζητήσει ο Φόρος Εισοδήματος με το τεκμ. 3, το οποίο φέρει σφραγίδα 20/12/2007, απευθείας στον ενάγοντα και αναφέρει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα.»
Είναι αντιληπτό από το ανωτέρω απόσπασμα πως το παραδεκτό γεγονός που καταγράφει το Δικαστήριο, αναφέρεται στην αναγκαιότητα ετοιμασίας των καταστάσεων και εγγράφων που ζητούσε το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων και όχι στην προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να ετοιμαστούν και υποβληθούν.
Η εφεσίβλητη δεν παραδέχθηκε με την έκθεση υπεράσπισης της την υποχρέωση συμμόρφωσης εντός προθεσμίας 3 μηνών πολύ δε περισσότερο αρνήθηκε ότι συμφώνησε με τον εφεσείοντα να ετοιμάσει τα έγγραφα εντός αυτού του χρονικού διαστήματος. Συνεπώς δεν υπήρξε παραδεκτό γεγονός ότι συμφωνήθηκε ή ότι η εφεσίβλητη ανέλαβε να ετοιμάσει μέχρι τις 20/3/2008 τα σχετικά έγγραφα. Αυτό παρέμεινε ως επίδικο θέμα και ήταν προς επίλυση από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εκείνο για το οποίο, ο εφεσείων μέμφεται ιδιαίτερα το Δικαστήριο, είναι η κρίση του πως δεν πρόσφερε μαρτυρία, όπως την καταγράφει στη σελ. 9 της απόφασης του:
«Ο ΜΕ2 ισχυρίστηκε ότι είχε αναθέσει την ετοιμασία των πιο πάνω ζητηθέντων από το Φόρο στοιχείων στην εναγόμενη μέχρι την 20/3/2008. Παραταύτα δεν στήριξε την εν λόγω θέση του με μαρτυρία.»
Συνεχίζει δε αναφέροντας και σχολιάζοντας:
«είχε μιλήσει με κάποιο συγκεκριμένο άτομο από την εταιρεία και ορίζοντας την πιο πάνω προθεσμία. Τίποτε σχετικό δεν ανέφερε ο ΜΕ1 από τη μαρτυρία του οποίου προκύπτει πως μάλλον υπέθεσε πως η ανάθεση της εργασίας θα ήταν μέχρι την 20/3/08 υπολογίζοντας 3 μήνες από την σφραγίδα. Θεωρώ συνεπώς τα περί προθεσμίας, άνευ υποστηρικτικού υποβάθρου και κατ' επέκταση μη πειστικά.»
Η ως άνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνεται εσφαλμένη. Ο εφεσείων προσέφερε μαρτυρία ένορκη μέσω γραπτής δήλωσης (τεκμ. 1) όπως εδύνατο να πράξει, δυνάμει του Άρθρου 25 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, στην παράγραφο 3 της οποίας αναφέρει πως «Την 04/2/2008 ανέθεσα στην εναγόμενη εταιρεία τη λογιστική διεκπεραίωση μέχρι την 20/3/2008 της απαραίτητης εργασίας για την ετοιμασία της κατάστασης που να δείχνει όλες τις λεπτομέρειες του ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας μου οπουδήποτε και αν βρίσκεται κατά την 31/12/2006 και 1/1/2001.»
Συνέχισε τονίζοντας πως η εργασία αυτή ήταν απαραίτητη για συμμόρφωση του προς επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων ημερ. 20/12/2007.
Παρά το ότι η κυρίως εξέταση του μέσω του τεκμ. 1 ήταν κυρίως επανάληψη της έκθεσης απαιτήσεως του, όμως ήταν ρητή και σαφής η αναφορά και μαρτυρία του εφεσείοντα για τούτο το επίδικο θέμα, το οποίο ήταν και το κυριότερο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη θέση του αυτή και εδώ έγκειται η παράλειψη. Ενώ η λοιπή μαρτυρία του αξιολογήθηκε, επί τούτου του ζητήματος εκλήφθηκε ότι ο εφεσείων δεν πρόσφερε μαρτυρία και ότι δεν ήταν αποκαλυπτικός με ποιον συζήτησε και αν συζήτησε. Από την όλη διαδικασία όμως προέκυψε πως ο εφεσείων συζήτησε με τον ΜΥ1, διευθυντή της εφεσίβλητης ο οποίος δέχθηκε τόσο κατά την κυρίως εξέταση του όσο και κατά την αντεξέταση του, ότι με εκείνον συζήτησε ο εφεσείων, αρνούμενος βέβαια την αποδοχή και συμφωνία χρονικού ορίζοντα ετοιμασίας των σχετικών φορολογικών εγγράφων.
Υπήρξε αντεξέταση του εφεσείοντα - παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση του συνηγόρου του ενώπιον μας - κατά την οποίαν δεν αμφισβητήθηκε ευθέως η συζήτηση για την ημερομηνία ετοιμασίας των εγγράφων, πλην όμως αμφισβητήθηκε η δυνατότητα ετοιμασίας και συμπλήρωσης τους στην προθεσμία που ισχυρίστηκε ότι έθεσε ο εφεσείων.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αντεξέταση:
«Ε. Λέτε στην παρά. 3 της γραπτής σας δήλωσης ότι εναγομένη αποδέχθηκε να διεκπεραιώσει την εργασία για ετοιμασία (διαβάζει μέχρι την ημερ. 20/3/08):
Α. Σωστά.
Ε. Η εναγομένη μπορούσε να ετοιμάσει αυτή την κατάσταση από μόνη της;
Α. Όχι χρειαζόταν κάποιο υλικό.
Ε. Πληροφορίες και έγγραφα;
Α. Ναι.
Ε. Οπότε το αν θα ετοιμάσει αυτή την εργασία εξαρτάται από το αν θα την πληροφορούσατε εγκαιρα, έτσι είχε συμφωνηθεί;
Α. Αν θα την πληροφορούσα γενικά.
Ε. Αν δεν την πληροφορούσατε ικανοποιητικά θα μπορούσε να κάνει αυτή τη δουλειά;
Α. Σίγουρα όχι.
Ε. Σου υποβάλω ότι δεν έδωσες στην εναγόμενη όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να διεκπεραιώσει την εργασία που όντως ανάλαβε;»
Συνεπώς υπήρχε μαρτυρία και ισχυρισμοί του εφεσείοντα την οποίαν το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει και αξιολογήσει ώστε να αχθεί σε συμπέρασμα και εύρημα για την ύπαρξη ή όχι συμφωνίας συμπλήρωσης της εργασίας που ανατέθηκε ήτοι της συμπλήρωσης των εγγράφων που ζητούσε το Τμήμα Εσωτερικων Προσόδων μέχρι συγκεκριμένης ημερομηνίας/προθεσμίας και εάν αυτή ετηρήθη ή παραβιάστηκε.
Η έλλειψη κρίσης του Δικαστηρίου για τούτο το ουσιώδες επίδικο θέμα, δεν μας επιτρέπει να εξάξουμε συμπέρασμα και δεν μας αφήνει άλλη επιλογή από τη διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Συνεπώς η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται επανεκδίκαση. Τα έξοδα της έφεσης ύψους €1,700, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν τα έξοδα της δίκης κατά την επανεκδίκαση.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/Κας