ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A70
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 268/10)
(Συνεκδικαζόμενες Παραπομπές Αρ. 116/04 και 117/04)
3 Μαρτίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΚΡΟΣΕΛΛΗ
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητοι/Αποζημιούσα Αρχή
ΚΑΙ
ΜΑΤΘΑΙΟΣ Γ. ΜΑΚΡΟΣΕΛΛΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσίβλητοι/Αποζημιούσα Αρχή
----------------
Μ. Δειλινός με Β. Καζάκο, για τους εφεσείοντες.
Ε. Φλωρέντζου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους.
---------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από
τον Δικαστή Τ.Θ. Οικονόμου.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στις 5.4.1994 η εφεσείουσα εταιρεία έλαβε άδεια οικοδομής για προσθηκομετατροπές σε υφιστάμενη βιομηχανική οικοδομή εντός δύο τεμαχίων ιδιοκτησίας δικής της και του άλλου εφεσείοντα. Σύμφωνα με την άδεια, η υφιστάμενη οικοδομή, από εργοστάσιο κατασκευής δερματίνων ειδών θα άλλαζε χρήση και θα γινόταν υπεραγορά. Στην άδεια δε εκείνη, τέθηκε ο ακόλουθος όρος με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 12 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96:
«Τα τμήματα του ενιαίου τεμαχίου που επηρεάζονται από τη ρυμοτομία, θα παραχωρηθούν στο δημόσιο και θα αποτελέσουν τμήμα των δημοσίων δρόμων και πάνω στο επηρεαζόμενο τμήμα από τη ρυμοτομία της λεωφόρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου θα κατασκευαστεί πλακόστρωτο πεζοδρόμιο πλάτους 9'-0 με προκατασκευασμένα κράσπεδα ..»
Ανάλογος όρος είχε τεθεί και σε πολεοδομική άδεια που εκδόθηκε μεταγενέστερα, στις 5.3.1996:
«Τα σύνορα τεμαχίου/ων σε σχέση με την εκτέλεση όρων της παρούσας άδειας είναι αυτά που θα προκύψουν μετά την παραχώρηση γης για σκοπούς διάνοιξης, διεύρυνσης ή συνέχισης δημόσιας οδού (δρόμος, πεζόδρομος κλπ) ή παραχώρησης προς το δημόσιο χώρου για δημιουργία δημόσιας πλατείας, χώρου πρασίνου κλπ».
Οι άδειες αυτές υλοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα μέρος των εν λόγω τεμαχίων να επηρεαστεί από τη διεύρυνση του δρόμου με την κατασκευή πεζοδρομίου, ασφαλτοστρώματος και οχετών. Σημειώνεται, όμως, ότι δεν είχε υποβληθεί αίτηση για ανανέωση των αδειών κατά το χρόνο που υλοποιήθηκαν και στο τέλος δεν εκδόθηκε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.
Αργότερα, στις 27.6.2003 και 25.6.2004, για την έκταση από τα δύο τεμάχια που επηρεάστηκε από τη ρυμοτομία εκδόθηκαν γνωστοποίηση και διάταγμα απαλλοτρίωσης, αντιστοίχως.
Οι εφεσείοντες διεκδίκησαν αποζημιώσεις ένεκα της απαλλοτρίωσης με τις υπό έφεση τώρα παραπομπές. Η ουσία της διαφοράς που προέκυψε, όπως διαφαίνεται από κείμενο που κατατέθηκε από κοινού στο πρωτόδικο Δικαστήριο προς καθορισμό του επιδίκου θέματος, είναι ότι οι μεν εφεσείοντες ισχυρίζονται πως, παρά την επιβολή των προαναφερθέντων όρων, εφόσον εξακολουθούσαν να είναι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες δικαιούνται να αποζημιωθούν με την αγοραία αξία του απαλλοτριωθέντος μέρους κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, η δε εφεσίβλητη απαλλοτριούσα αρχή ισχυρίζεται πως επειδή ήδη παραχωρήθηκε στο οδικό δίκτυο ολόκληρη η έκταση που μετέπειτα απαλλοτριώθηκε, δεν θα έπρεπε να καταβληθεί αποζημίωση.
Οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν τις πρόνοιες του άρθρου 13(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 και τις πρόνοιες του άρθρου 10(α) και (η) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, Ν. 15/1962 (όπως τροποποιήθηκε δια του Ν. 25/1983), σε συνδυασμό με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος, το οποίο αναφερόμενο στους περιορισμούς που δύνανται να επιβληθούν στο δικαίωμα ιδιοκτησίας έναντι δίκαιης αποζημίωσης, προβλέπει τα ακόλουθα:
«3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.
Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.»
Οι πρόνοιες του άρθρου 13(1) του Κεφ. 96 έχουν ως ακολούθως:
«13.-(1) Όταν χορηγείται άδεια από αρμόδια αρχή, και η άδεια αυτή συνεπάγεται νέα εξωτερική πλευρά για οποιαδήποτε οδό, σύμφωνα με οποιοδήποτε σχέδιο, το οποίο κατέστη δεσμευτικό δυνάμει του άρθρου 12, οποιοδήποτε διάστημα μεταξύ τέτοιας εξωτερικής πλευράς της οδού και της παλιάς εξωτερικής πλευράς της οδού, το οποίο εναπομένει όταν χορηγείται κάποια άδεια, καθίσταται τμήμα της οδού αυτής χωρίς καταβολή από την αρμόδια αρχή οποιασδήποτε αποζημίωσης:
Νοείται ότι, αν ήθελε διαπιστωθεί ότι θα προερχόταν βλάβη αν δεν καταβαλλόταν αποζημίωση, η αρμόδια αρχή καταβάλλει τέτοια αποζημίωση ως ήθελε θεωρηθεί εύλογη λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.
(2) Όταν χορηγείται άδεια δυνάμει του εδαφίου (1), το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, κατόπι αίτησης οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, μεριμνά ώστε να επακολουθήσουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις στις σχετικές εγγραφές και η εγγραφή που τροποποιήθηκε θεωρείται τελική ανεξάρτητα από το ότι οποιοδήποτε πιστοποιητικό που αφορά αυτή παραμένει αναλλοίωτο.»
Τέλος, οι πρόνοιες του άρθρου 10(α) και (η) του Ν. 15/1962 έχουν ως ακολούθως:
«10. Η καταβλητέα αvαφoρικώς πρoς αvαγκαστικήv απαλλoτρίωσιv απαζημίωσις υπoλoγίζεται συμφώvως πρoς τoυς εv τoις εφεξής καvόvας:-
(α) τηρoυμέvωv τωv εv τoις εφεξής διατάξεωv, η αξία της ιδιoκτησίας λoγίζεται oύσα ίση πρoς τo πoσόv όπερ η τoιαύτη ιδιoκτησία θα απέφερεv, εάv επωλήτo εκoυσίως εv τη ελευθέρα αγoρά κατά τov χρόvov της δημoσιεύσεως της oικείας γvωστoπoιήσεως απαλλoτριώσεως˙
..................................
(η) εις τηv περίπτωσιv απαλλoτριώσεως ακιvήτoυ ιδιoκτησίας της oπoίας η αξία έχει επηρεασθή λόγω της επιβoλής oιωvδήπoτε περιoρισμώv, δυvάμει τωv διατάξεωv τoυ περί Αρχαιoτήτωv Νόμoυ ή oιoυδήπoτε άλλoυ Νόμoυ υπoλoγίζεται και πάσα απoζημίωσις ήτις ήθελε θεωρηθή ως καταβλητέα συμφώvως πρoς τας διατάξεις τoυ άρθρoυ 23 τoυ Συvτάγματoς˙»[1]
Στήριξαν την υπόθεσή τους οι εφεσείοντες στην Καθλήν Γεωργαλλίδου κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 365, στην οποία, όπως και στην παρούσα, η έκταση της απαλλοτρίωσης καλυπτόταν από χώρο που ήδη επηρεάζετο από δεσμευτική ρυμοτομία. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου η οποία στηρίχθηκε σε παλαιότερη νομολογία, σύμφωνα με την οποία όταν υπάρχει δεσμευτική ρυμοτομία, ουδεμία αποζημίωση είναι καταβλητέα επειδή, υπό κανονικές συνθήκες, όπως το είχε θέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, «το μέρος που επηρεάζεται από δεσμευτική ρυμοτομία παραχωρείται δια νόμου δωρεάν». Η αντίληψη όντως που παλαιότερα επικρατούσε στη νομολογία, ήταν ότι εύλογα ένας μελλοντικός αγοραστής θα θεωρούσε ως δεδομένο πως η έκταση που θα ήταν διαθέσιμη για ανάπτυξη, δεν θα περιελάμβανε το μέρος της γης που περιορίζεται από το σχέδιο ρυμοτομίας, με ανάλογη μείωση της αξίας της γης στην αγορά και συνεπακόλουθη μείωση του ποσού της καταβλητέας αποζημίωσης σε περίπτωση απαλλοτρίωσης (Demades & Sons Ltd v. Republic of Cyprus (1977) 1 CLR 189, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιακωβίδης (1998) 1 ΑΑΔ 1819).
Η στροφή στη νομολογία είχε ήδη σημειωθεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κούλουμου (1995) 1 ΑΑΔ 728, όπου και συζητήθηκε για πρώτη φορά η πρόνοια του άρθρου 10(η) του Ν. 15/1962 η οποία εισήχθη δια του Ν. 25/1983. Εξηγήθηκε ότι η διάταξη αυτή επιβάλλει όπως συνυπολογίζεται στην αποζημίωση για απαλλοτρίωση και η αποζημίωση που θα κατεβάλλετο σύμφωνα με το Άρθρο 23 του Συντάγματος για περιορισμούς που τέθηκαν στην ακίνητη ιδιοκτησία δυνάμει του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, έτσι ώστε να αποζημιώνεται ο ιδιοκτήτης με δίκαιο και εύλογο ποσό, τόσο για τους, δια νόμου επιβαλλόμενους, περιορισμούς, όσο και για την απαλλοτρίωση της ίδιας ακίνητης ιδιοκτησίας, που αμφότερα είναι αποτέλεσμα αποφάσεων της διοίκησης για το καλό και συμφέρον του συνόλου. Είχε δε την ευκαιρία το Ανώτατο Δικαστήριο να διευκρινίσει ότι οι παλαιότερες υποθέσεις αποφασίστηκαν προτού τεθεί σε ισχύ το άρθρο 10(η).
Όμως, εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Γεωργαλλίδου, επειδή ο όρος στην άδεια οικοδομής για «δωρεάν», όπως θεώρησε, παραχώρηση μέρους του κτήματος προς το δημόσιο δεν προσβλήθηκε, αλλά αδιαμαρτύρητα υλοποιήθηκε και η ρυμοτομία παραχωρήθηκε, παρά το ότι παρέμεινε σε εκκρεμότητα η εγγραφή του δεσμευθέντος μέρους επ΄ονόματι της Δημοκρατίας. Εκκρεμότητα τέτοια, που να συνιστά, μάλιστα, παρανομία εκ μέρους των εφεσειόντων, εφόσον δεν μερίμνησαν να λάβουν πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Δεν θα μπορούσαν να ωφεληθούν, έκρινε, από τη δική τους παρανομία. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως συνάγεται ότι η ανάπτυξη του κτήματος οδήγησε σε επαύξηση της αξίας την οποία επωφελήθηκαν οι αιτητές.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι διαφοροποιούνται και δεν τυγχάνουν εφαρμογής η Γεωργαλλίδου και άλλες συναφείς υποθέσεις, ότι επρόκειτο περί δωρεάν παραχώρησης και ότι επειδή οι εφεσείοντες δεν προσέβαλαν τους επίμαχους όρους δεν δικαιούνται σε αποζημίωση, ότι υπήρξε επαύξηση της αξίας του κτήματος και ότι δεν δικαιούνται σε αποζημιώσεις γιατί δεν είναι δυνατό να ωφεληθούν από τη δική τους παρανομία.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η υποχρέωση για αποζημίωση που κατοχυρώνει το άρθρο 10(η) ένεκα περιορισμών που τέθηκαν δυνάμει των διατάξεων του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου. Όπως εξηγήθηκε στην Σάββας Α. Νικολαϊδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 1 ΑΑΔ 1362:
«Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι η αποφυγή της περίπτωσης παροχής μειωμένης αποζημίωσης από το λόγο και μόνο ότι το υπό απαλλοτρίωση κτήμα βαρύνεται με συγκεκριμένους περιορισμούς δυνάμει των διατάξεων είτε των περί Αρχαιοτήτων νόμων ή οιουδήποτε άλλου νόμου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται πραγματική αδικία στον κάτοχο μιας τέτοιας περιουσίας, ο οποίος κι΄ αν ακόμα δεν ελάμβανε χώρα η απαλλοτρίωση, δυνατόν να είχε δικαίωμα αυτόνομης αποζημίωσης λόγω του συγκεκριμένου περιορισμού που έχει τεθεί στην περιουσία του.»
Στην υπόθεση Μιχάλη Ιωάννου Χαραλάμπους ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 ΑΑΔ 2143, εξηγήθηκε ότι με τις διατάξεις του άρθρου 10(η) ο νομοθέτης παρέχει τη δυνατότητα καταβολής, στο πλαίσιο διαδικασίας παραπομπής για τον καθορισμό αποζημίωσης η οποία καταβάλλεται στον ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος ακινήτου, «πρόσθετης αποζημίωσης», την οποία αποδεικνύεται ότι δικαιούται βάσει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος για οποιοδήποτε προγενέστερο περιορισμό στη χρήση του ακινήτου που τέθηκε βάσει του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.
Ως προς δε το επιχείρημα ότι οι επίμαχοι όροι δεν προσβλήθηκαν με προσφυγή, παραπέμπουμε στην υπόθεση Δήμος Στροβόλου ν. Δώρος Ανδρέου κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 1510, όπου διευκρινίστηκε πως η μη αμφισβήτηση της δεσμευτικής ρυμοτομίας ουδόλως επηρεάζει την απαίτηση για καταβολή αποζημίωσης. Ούτε μπορεί η συμμόρφωση σε επιβληθέντα όρο, αν και υποδηλώνει συναίνεση (βλ. Σύλβια Χαραλάμπους και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 149), να εξομοιωθεί με δωρεάν παραχώρηση, κάτι που θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση του δικαιώματος για αποζημίωση και σε εξουδετέρωση κατ΄ουσίαν των προνοιών του άρθρου 10(η) και του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος. Η συναίνεση πάντως έχει σημασία, στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Το ουσιαστικό ερώτημα είναι κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, υπάρχει έρεισμα για αποζημίωση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 10(η), υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ή εάν η Γεωργαλλίδου διαφοροποιείται, ως η εισήγηση των εφεσιβλήτων.
Δεν παραβλέπουμε ότι στην υπόθεση Γεωργαλλίδου ελέχθη ότι το ζήτημα της αποζημίωσης για προγενέστερο περιορισμό, είτε ιδωθεί σε αναφορά με το άρθρο 10(η) είτε σε αναφορά με το άρθρο 13(1), το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Όπως εξηγήθηκε στην πρώτη περίπτωση, το άρθρο 13(1), ως ειδικά ρυθμίζον την αποζημίωση λόγω περιορισμών ρυμοτομίας, υπεισέρχεται στη διαδικασία μέσω του άρθρου 10(η), το οποίο παραπέμπει στην καταβλητέα αποζημίωση λόγω περιορισμών δυνάμει του Άρθρου 23. Το άρθρο 13(1), βεβαίως, παρέχει και δικαίωμα αυτόνομης αποζημίωσης (βλ. Νικολαϊδης, ανωτέρω).
Προκύπτει όμως το ερώτημα κατά πόσο η αρχή της Γεωργαλλίδου θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης έκτασης που παραχωρήθηκε στη ρυμοτομία στο παρελθόν και ακολούθως απαλλοτριώθηκε, δύναται να μην διεκδικήσει αποζημιώσεις δυνάμει του άρθρου 13(1) του Κεφ. 96 για τη βλάβη (hardship) (ή του άρθρου 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, Ν. 90/1972, που αναφέρεται στον καθορισμό αποζημιώσεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των προνοιών του Νόμου αυτού), αλλά να προσφύγει στο Δικαστήριο, αδιακρίτως του χρόνου και των περιστάσεων, διεκδικώντας αποζημίωση με βάση την αγοραία αξία κατά το χρόνο μεταγενέστερης απαλλοτρίωσης, όπως απαιτούν οι εφεσείοντες.
Αυτή η πτυχή δεν συζητήθηκε στην Γεωργαλλίδου η οποία, ως εκ τούτου, τέθηκε με ευρύτερους όρους. Ούτε στην Σεργίδη και Χριστοφόρου ν. Κύπρου, Αίτηση Αρ. 44730/1998, ημερ. 5.2.2003, ΕΔΑΔ, όπου ειδοποίηση ρυμοτομίας του 1973 ακολουθήθηκε από την παραχώρηση του επηρεασθέντος μέρους του 1978 και από απαλλοτρίωση του ιδίου μέρους το 1989. Το ερώτημα που απασχόλησε το ΕΔΑΔ και το οποίο απάντησε καταφατικά, ήταν γενικότερο, αφορώντας το κατά πόσο ο επηρεασμός του τεμαχίου από σχέδιο διαπλάτυνσης παρακείμενης οδού συνιστούσε στέρηση ιδιοκτησίας, υπό την έννοια της παραβίασης του Άρθρου 1 του Πρωτόκολλου Αρ. 1 και δεν ισοδυναμούσε απλώς με περιορισμό ιδιοκτησίας, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού εμβαδού της ιδιοκτησίας και της επηρεασθείσας γης. Τούτο δεν αμφισβητείται και υπό τους όρους πλέον της υπόθεσης Γεωργαλλίδου.
Η ευρύτητα όμως, της Γεωργαλλίδου περιορίστηκε στην υπόθεση Λένα Ζ. Μιχαηλίδου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 1 ΑΑΔ 657, όπου η δεσμευτική ρυμοτομία είχε ήδη εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος και η έκτασή της αφαιρέθηκε με την έκδοση του νέου τίτλου με αποτέλεσμα, όπως αποφασίστηκε, κατά το χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης να μην υπήρχε περιορισμός εν τη εννοία του άρθρου 10(η) του Νόμου.
Εν προκειμένω, ως άνω, επίσης η άδεια οικοδομής και η πολεοδομική άδεια υλοποιήθηκαν και διαμορφώθηκε το μέρος των τεμαχίων που επηρεάστηκε από τη ρυμοτομία. Δεν φαίνεται να εκδόθηκαν νέοι τίτλοι, εφόσον δεν εκδόθηκε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, όμως τούτο δεν διαφοροποιεί την περίπτωση ουσιωδώς από την υπόθεση Μιχαηλίδου.
Τούτο διότι, όπως ορθά εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων, η υποχρέωση του ιδιοκτήτη για παραχώρηση του επηρεαζομένου από τη ρυμοτομία μέρους στο δημόσιο, υλοποιείται από το Νόμο (by operation of law). Στο άρθρο 13(2) του Κεφ. 96 ορίζεται πως όταν χορηγείται άδεια δυνάμει του εδαφίου (1), το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε ενδιαφερομένου, μεριμνά ώστε να επακολουθήσουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις στις σχετικές εγγραφές και η εγγραφή που τροποποιήθηκε θεωρείται τελική, ανεξάρτητα από το εάν το πιστοποιητικό που την αφορά παραμένει αναλλοίωτο. Η διαφοροποίηση, συνεπώς, στο κτηματολογικό μητρώο, προκύπτει να είναι τυπικής σημασίας (βλ. Nemitsas Industries Ltd v. The Municipal Corporation of Limassol and Another (1967) 3 CLR 134), εφόσον στην πραγματικότητα, όπως και πάλι ορθά εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων, με αναφορά στη Σεργίδη, το μέρος του επηρεαζομένου ακινήτου, με την υλοποίηση της ρυμοτομίας δεν ανήκει πλέον στον ιδιοκτήτη. Στην Σεργίδης, ειδικότερα, αποφασίστηκε ότι το άρθρο 13 έχει αυτόματη εφαρμογή στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης της επηρεαζόμενης γης ζητά άδεια για ανάπτυξη της γης του και ότι η χορήγηση της άδειας ενεργοποιεί τη διαδικασία, με την επηρεαζόμενη ιδιοκτησία να καθίσταται τμήμα της δημοσίας οδού.
Τούτο επιβεβαιώνεται από την υπόθεση Σύλβια Χαραλάμπους, ανωτέρω, στην οποία οι εφεσείουσες, όπως και εν προκειμένω, είχαν συναινέσει σε όρο άδειας οικοδομής που αξίωνε όπως τμήμα των ακινήτων τους παραχωρηθεί στο Δήμο Πάφου, στα πλαίσια δεσμευτικής ρυμοτομίας. Παράλληλα, η Δημοκρατία απαλλοτρίωσε μέρος των πιο πάνω τεμαχίων. Όταν, όμως, η Δημοκρατία διαπίστωσε την ύπαρξη δεσμευτικής ρυμοτομίας προχώρησε σε ανάκληση της απαλλοτρίωσης, εναντίον της οποίας οι εφεσείουσες καταχώρισαν προσφυγή. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι η ανάκληση ήταν απολύτως νόμιμη, εφόσον το απαλλοτριωθέν τεμάχιο παραχωρήθηκε στα πλαίσια δεσμευτικής ρυμοτομίας και το νομικό καθεστώς μεταβλήθηκε με τη βούληση των εφεσειουσών. Κρίθηκε ότι, η Δημοκρατία δεν ήταν νοητό να συνεχίσει τη διαδικασία απαλλοτρίωσης τεμαχίου το οποίο δεν ανήκε πλέον στις εφεσείουσες, αλλά είχε παραχωρηθεί με δική τους συναίνεση στο Δήμο Πάφου.
Υπ΄αυτές τις περιστάσεις, η Ολομέλεια προβληματίστηκε ως προς το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος, εφόσον οι εφεσείουσες δεν ήταν πλέον ιδιοκτήτριες του συγκεκριμένου τεμαχίου, αλλά δεν αποφάσισε επί αυτής της προκριματικής βάσης, θεωρώντας, επί της ουσίας, ότι από τη στιγμή που το συγκεκριμένο τμήμα της ακίνητης περιουσίας των εφεσειουσών άλλαξε ιδιοκτησία και περιήλθε στο Δήμο Πάφου, δεν υπήρχε νόημα συνέχισης της διαδικασίας απαλλοτρίωσης και η ανάκληση όχι μόνο ήταν νόμιμη, αλλά αποτελούσε και τη μόνη ανοικτή διέξοδο που είχε η Δημοκρατία για να τηρήσει τις νόμιμες διαδικασίες. Οπότε τίθεται και το ερώτημα προς τί η απαλλοτρίωση σε τέτοιες περιπτώσεις.
Εν κατακλείδι, χωρίς να αμφισβητείται η γενικότερη αρχή όπως διατυπώθηκε στην Γεωργαλλίδου αλλά και στην Σεργίδη για δικαίωμα αποζημίωσης ένεκα ρυμοτομίας υπό τους όρους του άρθρου 13, εν προκειμένω τέθηκε μια ειδικότερη διάσταση. Υπό το φως της Μιχαηλίδου, αφ΄ης στιγμής η ρυμοτομία υλοποιηθεί, δεν υπάρχει, κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, ο περιορισμός στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 10(η), ώστε τούτο να βρίσκει πλέον εφαρμογή.
Εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από τα αποφασισθέντα στη Μιχαηλίδου, σκοπός του 10(η) δεν ήταν να εξομοιώσει την αποζημίωση για τον προϋφιστάμενο περιορισμό, που στην περίπτωση ρυμοτομίας προσδιορίζεται ως «βλάβη» εν τη εννοία του άρθρου 13(1), με την αποζημίωση που είναι καταβλητέα ένεκα απαλλοτρίωσης, δυνάμει του άρθρου 10(α) του Ν. 15/1962, που προσδιορίζεται με βάση την αξία στην ελεύθερη αγορά. Σκοπός ήταν, ως άνω, να αποτρέπεται η παραχώρηση μειωμένης αποζημίωσης κατά τα μέχρι τότε κρατούντα και όχι η διαφοροποίηση των προϋποθέσεων και της φύσης της αποζημίωσης του άρθρου 13(1). Το άρθρο 13(1), αν δεν έχει ασκηθεί αυτόνομα, παραμένει και υπεισέρχεται μέσω του άρθρου 10(η), όπως στην ίδια την Γεωργαλλίδου αναφέρεται, υπό τις δικές του ασφαλώς προϋποθέσεις, ως πρόνοια που αφορά τυχόν βλάβη εκ της ρυμοτομίας, εφόσον ήθελε αποδειχθεί και όχι ως πρόνοια που να δικαιολογεί αποζημίωση με βάση την αγοραία αξία κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, όπως επιχειρήθηκε εν προκειμένω.
Ορθά, συνεπώς, αν και με λανθασμένη αιτιολογία, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι διαφοροποιείται η Γεωργαλλίδου.
Ενόψει της κατάληξης αυτής, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε άλλα θέματα που συζητήθηκαν. Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Δ.
Δ.
Δ.
[1] Το εδάφιο (η) εισήχθη δια του Ν. 25/1983.