ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A566
(2016) 1 ΑΑΔ 2903
21 Δεκεμβρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 304/2015)
ΚΑΤ' ΕΦΕΣΗ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 132/2015,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥΣ Β ΚΑΙ Γ ΤΟΥ ΕΔΑΦΙΟΥ 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30.2 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 4 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 183(Ι)/2007,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 11(1)(Δ) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 22(ΙΙΙ)/2004,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΔΗΓΙΑ 2006/24/ΕΚ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-293/12 KAI
τον C-594/12 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08/04/2014,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΓΥΡΙΔΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 132/2015,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΟΧΟΥ-ΧΡΗΣΤΗ ΤΟΥ IP ADDRESS 0151 ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 08/06/2014 ΚΑΙ ΩΡΑ 06:19:21
ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΤΙΣ 08/07/2014.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 305/2015)
ΚΑΤ' ΕΦΕΣΗ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 133/2015,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 91(Ι)/2014,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΓΥΡΙΔΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΓΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 10/07/2014,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΓΥΡΙΔΗ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 133/2015.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 304/2015, 305/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Τύπος ― Απορριπτική κατάληξη σε έφεση εναντίον πρωτοβάθμιας απόφασης ― Απόφανση Εφετείου ότι λόγω μη τήρησης του ενδεδειγμένου τύπου, δεν υφίσταντο λόγοι ακυρότητας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου γεγονός που οδηγούσε στην απόρριψη των εφέσεων αφού όλοι οι λόγοι άμεσα ή εμμέσως στηρίζονται στην επάρκεια των αιτήσεων, κάτι που δεν συνέβαινε εν προκειμένω.
Προνομιακά εντάλματα ― Τύπος ― Ο καθορισμός των λόγων για τους οποίους επιδιώκεται η έκδοση του προνομιακού εντάλματος είναι αλληλένδετος με τον προσδιορισμό του αντικειμένου της αίτησης που συνιστά το υπόβαθρο του αιτήματος ― Στην απουσία καθορισμού των λόγων για την επιδίωξη προνομιακού εντάλματος δε θεμελιώνεται το βάθρο για την ανάληψη και άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος ― Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστούν, σε συνδυασμό με την αιτούμενη θεραπεία, το επίδικο θέμα της διαδικασίας.
Προνομιακά εντάλματα ― Τύπος ― Τα όσα τίθενται υπό μορφή αγορεύσεων δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως πανάκεια για τις πλημμέλειες και τα ελαττώματα του πρωτογενούς βάθρου των αιτήσεων.
Mε τις εφέσεις, επιδιώχθηκε ανατροπή πρωτόδικης κρίσης σε δύο αντίστοιχες αποφάσεις, με τις οποίες δεν παραχωρήθηκε άδεια στον εφεσείοντα για να καταχωρήσει αιτήσεις για Certiorari, με στόχο την ακύρωση διατάγματος ημερ. 8.7.2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για την αποκάλυψη των στοιχείων κατόχου-χρήστη συγκεκριμένου ΙΡ address, καθώς και του εντάλματος έρευνας που ακολούθησε, σε σχέση με διερευνόμενα αδικήματα παιδικής πορνογραφίας.
Το διάταγμα εκδόθηκε στη βάση ένορκης δήλωσης ημερ. 8.7.2014 του Αστυνομικού 4855 και η Cablenet, συμμορφούμενη με το διάταγμα, έδωσε στις 10.7.2014 στην Αστυνομία τα στοιχεία του αιτητή ως του κατόχου-χρήστη του προαναφερθέντος IP Address τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από την Αστυνομία για έκδοση εντάλματος έρευνας το οποίο και ακολούθησε. Τελικό αποτέλεσμα της έρευνας ήταν η κατάσχεση δύο ηλεκτρονικών υπολογιστών και ενός σκληρού δίσκου που κατακρατούνται από την Αστυνομία ως τεκμήρια, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε ποινική υπόθεση που έχει καταχωρηθεί εναντίον του εφεσείοντα/αιτητή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε ό,τι τέθηκε ενώπιον του, έκρινε ότι τα αιτήματα δεν στοιχειοθετούντο και απέρριψε και τις δύο αιτήσεις.
Ο Εφεσείων με δύο ξεχωριστές εφέσεις προσέβαλε την ορθότητα των πιο πάνω αποφάσεων προβάλλοντας διάφορους λόγους έφεσης.
Η εξέταση ωστόσο της παρούσας έφεσης επικεντρώθηκε στο κατά πόσον προβλήθηκαν λόγοι ακυρότητας στη δικογραφία που εκ του νόμου συνιστά την αίτηση για λήψη αδείας για καταχώρηση Certiorari.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τη μελέτη του μέρους της αίτησης, ένορκης ομολογίας και έκθεσης που προβάλλονταν οι λόγοι ακυρότητας, και στις δυο υποθέσεις, προέκυπτε ότι οι λόγοι ακυρότητας δεν προβάλλονταν σε κανένα σημείο της δικογραφίας που εκ του νόμου συνιστά την αίτηση για λήψη αδείας για καταχώρηση certiorari.
2. Συνακόλουθα το εν λόγω σημείο θα έπρεπε να τύχει εξέτασης και στη συνέπεια του, αφού άπτετο άμεσα και της πρωτόδικης κρίσης αλλά και των λόγων έφεσης.
3. Όπως είναι βαθιά εδραιωμένο στο δίκαιο μας, η διαδικασία που αφορά certiorari και γενικά προνομιακά εντάλματα είναι αυστηρού τύπου. Ο τύπος είναι αναγκαίος και αλληλένδετος με την ουσία αφού ακριβώς πρόκειται για κατάλοιπο εξουσίας και επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να γίνεται με πάσα δυνατή περίσκεψη και προσοχή.
4. Από τα νομολογηθέντα πρoέκυπτε ότι η αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari πρέπει να υποστηρίζεται από έκθεση στην οποία να αναφέρεται το όνομα και η περιγραφή του αιτητή, η θεραπεία που ζητείται και οι λόγοι για τους οποίους ζητείται.
5. Η έκθεση πρέπει να καταχωρηθεί ομού με ένορκη δήλωση η οποία να επιβεβαιώνει τα γεγονότα που εκτίθενται σε αυτή.
6. Ο αιτητής για να εξασφαλίσει άδεια πρέπει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή ότι υπάρχει συζητήσιμο θέμα. Για να το πράξει αυτό πρέπει να θέτει ενόρκως τις θέσεις του, γι αυτό τόσο η ένορκη δήλωση όσο και η έκθεση γεγονότων είναι απαραίτητα προαπαιτούμενα της διαδικασίας η έναρξη της οποίας σηματοδοτείται με την ex parte αίτηση.
7. Παρατηρώντας την ένορκη δήλωση με τα επισυνημμένα τεκμήρια 1-6 καθώς και την έκθεση γεγονότων των πρωτοδικών φακέλων σε κανένα σημείο αυτών δεν γίνεται επίκληση (και επεξήγηση) στο αν υπάρχει και γιατί συζητήσιμη υπόθεση.
8. Στην ένορκη δήλωση δίδεται απλώς η εξήγηση ότι το ένταλμα έρευνας ή το διάταγμα αποκάλυψης είναι παράνομο «για τους λόγους που παρατίθενται στις σχετικές αιτήσεις παραμερισμού τους».
9. Αυτή η αναφορά όμως παραμένει μετέωρη και χωρίς αντίκρισμα αφού επί του ιδίου του σώματος των αιτήσεων δεν αναφέρονται «λόγοι παραμερισμού».
10. Κατά ένα επίσης ανεξήγητο τρόπο, εντός των πρωτόδικων φακέλων υπάρχει μια δέσμη εγγράφων που δεν επισυνάπτεται στην αίτηση και δεν αποτελεί τεκμήριο η οποία φέρει τον τίτλο «Λόγοι προσβολής του διατάγματος σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα» ή στην άλλη αίτηση «Λόγοι προσβολής του εντάλματος έρευνας».
11. Αυτοί όμως οι μακροσκελείς λόγοι δεν αποτελούν έρεισμα των αιτήσεων με οποιονδήποτε τρόπο - συσχετιζόμενοι είτε δια της κατάθεσης τους ως τεκμηρίου είτε άλλως πως - επί των αιτήσεων - Εν πάση περιπτώσει, ενόρκως, δεν υπήρχε υπόβαθρο γεγονότων και θέσεων που να καταδεικνύει συζητήσιμη υπόθεση.
12. Εξάλλου, αυτό θα μπορούσε να συντελεστεί μόνο δια της αίτησης και των απαραίτητων εγγράφων που τη συνοδεύουν. Συνεπώς δεν υφίσταντο λόγοι ακυρότητας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
13. Δικαιολογημένα λοιπόν, έστω και σε ευρύτερη βάση, κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι οι αιτήσεις ουσιαστικά στερούντο υποβάθρου και εξηγεί ενδεχομένως γιατί ο συνήγορος του εφεσείοντα έχει την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε ούτε τους λόγους «ακυρότητας» ούτε τη νομολογία.
14. Τα όσα τίθενται υπό μορφή αγορεύσεων δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως πανάκεια για τις πλημμέλειες και τα ελαττώματα του πρωτογενούς βάθρου των αιτήσεων, ως συμβαίνει εδώ.
15. Τα πιο πάνω οδηγούσαν άνευ ετέρου στην απόρριψη των εφέσεων αφού όλοι οι λόγοι άμεσα ή εμμέσως στηρίζονται στην επάρκεια των αιτήσεων, κάτι που δεν συνέβαινε εν προκειμένω.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας v. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476,
Γεωργιάδης (Aρ.2) (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1428.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χριστοδούλου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 132/2015), ημερομηνίας 20/10/2015.
Γ. Μυλωνάς με Ν. Παυλίδη, για τον Εφεσείοντα και στις δύο εφέσεις.
Cur. adv. vult.
ΔικαστHριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Mε τις δύο αυτές εφέσεις, επιδιώκεται ανατροπή πρωτόδικης κρίσης σε δύο αντίστοιχες αποφάσεις (Αιτήσεις 132/2015 και 133/2015) με τις οποίες δεν παραχωρήθηκε άδεια στον εφεσείοντα για να καταχωρήσει αιτήσεις για certiorari, με στόχο την ακύρωση διατάγματος ημερ. 8.7.2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για την αποκάλυψη των στοιχείων κατόχου-χρήστη συγκεκριμένου ΙΡ address, καθώς και του εντάλματος έρευνας που ακολούθησε, σε σχέση με διερευνόμενα αδικήματα παιδικής πορνογραφίας.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, στις 8.7.2014 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ενέκρινε αίτηση της Αστυνομίας και εξέδωσε διάταγμα εναντίον του διευθυντή της Cablenet για αποκάλυψη των προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 4(4) και 4(1) του Νόμου 183(Ι)/2007 που αφορούσαν τα στοιχεία του κατόχου-χρήστη του IP Address με στοιχεία 164.215.20.151. Το διάταγμα εκδόθηκε στη βάση ένορκης δήλωσης ημερ. 8.7.2014 του Αστυνομικού 4855 και η Cablenet, συμμορφούμενη με το διάταγμα, έδωσε στις 10.7.2014 στην Αστυνομία τα στοιχεία του αιτητή ως του κατόχου-χρήστη του προαναφερθέντος IP Address τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από την Αστυνομία για έκδοση εντάλματος έρευνας το οποίο και ακολούθησε. Τελικό αποτέλεσμα της έρευνας ήταν η κατάσχεση δύο ηλεκτρονικών υπολογιστών και ενός σκληρού δίσκου που κατακρατούνται από την Αστυνομία ως τεκμήρια, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε ποινική υπόθεση που έχει καταχωρηθεί εναντίον του εφεσείοντα/αιτητή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε ό,τι τέθηκε ενώπιον του, έκρινε ότι τα αιτήματα δεν στοιχειοθετούντο και απέρριψε και τις δύο αιτήσεις.
Ο Εφεσείων με δύο ξεχωριστές εφέσεις προσβάλλει την ορθότητα των πιο πάνω αποφάσεων ως εξής:
Έφεση 304/15 - αίτηση 132/15 τρεις λόγοι έφεσης:
(1) Εσφαλμένα το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445, ECLI:CY:AD:2014:A476 αφού η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι σχετική με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, (2) λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα για αντισυνταγματικότητα του Νόμου 183(Ι)/2007 ήταν γενική και αόριστη και χωρίς την απαιτούμενη θεμελίωση και (3) το σοβαρότερο σφάλμα του δικαστηρίου, κατά το δικηγόρο του Εφεσείοντος, είναι ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τους οκτώ λόγους που προβλήθηκαν πρωτοδίκως για ακύρωση των διαταγμάτων αποκάλυψης και έρευνας.
Έφεση 305/15 - αίτηση 133/15 δύο λόγοι έφεσης:
(1) Ότι είναι αυθαίρετη και αβάσιμη η κατάληξη του κατώτερου δικαστηρίου ότι η αίτηση, η οποία αφορούσε σε ένταλμα έρευνας, ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη ενόψει της διασύνδεσής της με την αίτηση που αφορούσε το διάταγμα αποκάλυψης, και (2) ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το δικαστήριο δεν εξέτασε τους λόγους προσβολής του εντάλματος έρευνας προς διακρίβωση του κατά πόσον υφίστατο συζητήσιμη υπόθεση.
Κατά τη μελέτη των λόγων έφεσης, ειδικά του λόγου (3) ανωτέρω, της πρώτης έφεσης και του λόγου (2) ανωτέρω της δεύτερης έφεσης, έχουμε ανατρέξει - ως ήταν υποχρέωση μας - στο μέρος της αίτησης, ένορκης ομολογίας και έκθεσης που προβάλλονται οι λόγοι ακυρότητας, και στις δυο υποθέσεις. Έχουμε διαπιστώσει ότι οι λόγοι ακυρότητας δεν προβάλλονται σε κανένα σημείο της δικογραφίας που εκ του νόμου συνιστά την αίτηση για λήψη αδείας για καταχώρηση certiorari.
Συνακόλουθα είμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε σ' αυτό το σημείο και στη συνέπεια του αφού άπτεται άμεσα και της πρωτόδικης κρίσης αλλά και των λόγων έφεσης.
Για να το πράξουμε πρέπει να ασχοληθούμε με τη μορφή και το σκοπό των προνομιακών ενταλμάτων.
Όπως είναι γνωστό και βαθιά εδραιωμένο στο δίκαιο μας, η διαδικασία που αφορά certiorari και γενικά προνομιακά εντάλματα είναι αυστηρού τύπου.
Ο τύπος είναι αναγκαίος και αλληλένδετος με την ουσία αφού ακριβώς πρόκειται για κατάλοιπο εξουσίας και επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να γίνεται με πάσα δυνατή περίσκεψη και προσοχή.
Από τα νομολογηθέντα προκύπτει ότι η αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης certiorari πρέπει να υποστηρίζεται από έκθεση στην οποία να αναφέρεται το όνομα και η περιγραφή του αιτητή, η θεραπεία που ζητείται και οι λόγοι για τους οποίους ζητείται. Η έκθεση πρέπει να καταχωρηθεί ομού με ένορκη δήλωση η οποία να επιβεβαιώνει τα γεγονότα που εκτίθενται σε αυτή. (βλ. το Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 39). Xρήσιμη αναφορά στην αναγκαιότητα αυστηρής συμμόρφωσης στον τύπο επί της αίτησης για λήψη αδείας και επί των εγγράφων που δέον να καταχωρούνται δίδει η Γεωργιάδης (αρ.2) (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1428 (ειδικά σελ.1437-1438).
Ο αιτητής για να εξασφαλίσει άδεια πρέπει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή ότι υπάρχει συζητήσιμο θέμα. Για να το πράξει αυτό πρέπει να θέτει ενόρκως τις θέσεις του, γι 'αυτό τόσο η ένορκη δήλωση όσο και η έκθεση γεγονότων είναι απαραίτητα προαπαιτούμενα της διαδικασίας η έναρξη της οποίας σηματοδοτείται με την ex parte αίτηση. Στο ίδιο Σύγγραμμα ανωτέρω, στη σελίδα 45, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ο προσδιορισμός του λόγου για τον οποίο επιζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστά το ουσιωδέστερο στοιχείο της αίτησης. Η παροχή άδειας για υποβολή αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι συνυφασμένη με τους λόγους για τους οποίους επιδιώκεται και συναρτάται με αυτούς. (βλ. Αίτηση 96/1990, εκδόθηκε στις 27.9.1990 και θα δημοσιευθεί στο (1990) 1 Α.Α.Δ.)».
Και παρακάτω εξηγούνται τα ακόλουθα:
«Ο καθορισμός των λόγων για τους οποίους επιδιώκεται η έκδοση του προνομιακού εντάλματος είναι αλληλένδετος με τον προσδιορισμό του αντικειμένου της αίτησης που συνιστά το υπόβαθρο του αιτήματος. Στην απουσία καθορισμού των λόγων για την επιδίωξη προνομιακού εντάλματος δε θεμελιώνεται το βάθρο για την ανάληψη και άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος. Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστούν, σε συνδυασμό με την αιτούμενη θεραπεία, το επίδικο θέμα της διαδικασίας».
Παρατηρώντας την ένορκη δήλωση με τα επισυνημμένα τεκμήρια 1-6 καθώς και την έκθεση γεγονότων των πρωτοδικών φακέλων σε κανένα σημείο αυτών δεν γίνεται επίκληση (και επεξήγηση) στο αν υπάρχει και γιατί συζητήσιμη υπόθεση. Στην ένορκη δήλωση δίδεται απλώς η εξήγηση ότι το ένταλμα έρευνας ή το διάταγμα αποκάλυψης είναι παράνομο «για τους λόγους που παρατίθενται στις σχετικές αιτήσεις παραμερισμού τους».
Αυτή η αναφορά όμως παραμένει μετέωρη και χωρίς αντίκρισμα αφού επί του ιδίου του σώματος των αιτήσεων δεν αναφέρονται «λόγοι παραμερισμού». Κατά ένα επίσης ανεξήγητο τρόπο, εντός των πρωτοδικών φακέλων υπάρχει μια δέσμη εγγράφων που δεν επισυνάπτεται στην αίτηση και δεν αποτελεί τεκμήριο η οποία φέρει τον τίτλο «Λόγοι προσβολής του διατάγματος σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα» ή στην άλλη αίτηση «Λόγοι προσβολής του εντάλματος έρευνας». Αυτοί όμως οι μακροσκελείς λόγοι δεν αποτελούν έρεισμα των αιτήσεων με οποιονδήποτε τρόπο - συσχετιζόμενοι είτε δια της κατάθεσης τους ως τεκμηρίου είτε άλλως πως - επί των αιτήσεων - Εν πάση περιπτώσει, ενόρκως, δεν υπάρχει υπόβαθρο γεγονότων και θέσεων που να καταδεικνύει συζητήσιμη υπόθεση.
Εξάλλου, αυτό θα μπορούσε να συντελεστεί μόνο δια της αίτησης και των απαραίτητων εγγράφων που τη συνοδεύουν. Συνεπώς δεν υφίσταντο λόγοι ακυρότητας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δικαιολογημένα λοιπόν, έστω και σε ευρύτερη βάση, κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι οι αιτήσεις ουσιαστικά στερούντο υποβάθρου και εξηγεί ενδεχομένως γιατί ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έχει την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε ούτε τους λόγους «ακυρότητας» ούτε τη νομολογία. Επιπροσθέτως να πούμε και το αυτονόητο ότι δηλαδή όσα τίθενται υπό μορφή αγορεύσεων δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως πανάκεια για τις πλημμέλειες και τα ελαττώματα του πρωτογενούς βάθρου των αιτήσεων, ως συμβαίνει εδώ.
Τα πιο πάνω οδηγούν άνευ ετέρου στην απόρριψη των εφέσεων αφού όλοι οι λόγοι αμέσως ή εμμέσως στηρίζονται στην επάρκεια των αιτήσεων, κάτι που όπως εξηγήσαμε δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συνεπώς, οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτοναι.