ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπσθεση Αρ. 103/2002)

9 Ιουνίου, 2004

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

CYPOIL TRADING LIMITED,

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η αίτηση.

 

Ι. Νικολάου, για την Αιτήτρια.

Δ. Μέρτακκα, για Τ. Παπαδόπουλο & Σία, για την Καθ'ης η αίτηση.

Ν. Ιωάννου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η CYPOIL TRADING LTD (αιτήτρια) αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης της Αρχής Λιμένων Κύπρου (η Αρχή Λιμένων) με την οποία παραχωρήθηκε στην ECOFUEL (Cyprus) Ltd (ενδιαφερόμενο μέρος) η χερσαία περισυλλογή καταλοίπων με βυτιοφόρα οχήματα από το λιμάνι Λεμεσού και η μετέπειτα επεξεργασία τους σε μονάδα επεξεργασίας του ενδιαφερόμενου μέρους στο Βασιλικό.

 

(α) Τα γεγονότα.

Τα ιδιάζοντα περιστατικά που οδήγησαν στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής επιβάλλουν μια σύντομη αναφορά στα διάφορα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν πριν από την επίδικη απόφαση, την εγκυρότητα της οποίας αμφισβητεί η αιτήτρια.

Η αιτήτρια κατείχε δυνάμει συμφωνίας που είχε συνάψει στις 22/11/2000 με την Αρχή Λιμένων άδεια για χρήση χώρου στο νέο λιμάνι Λεμεσού και πετρέλευση σκαφών με βυτιοφόρα οχήματα μέσα σε λιμενικές περιοχές. Στις 24/9/2001 και στις 8/11/2001 ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων παραχώρησε στο ενδιαφερόμενο μέρος και στην εταιρεία V.G.N. SLUDGE LTD άδειες για την εγκατάσταση και λειτουργία χερσαίας και πλωτής ευκολίας υποδοχής πετρελαιοειδών καταλοίπων εντός του χώρου όλων των λιμένων, μαρίνων, αλιευτικών καταφυγίων και αγκυροβολίων. Σύμφωνα με τους σχετικούς όρους, το ενδιαφερόμενο μέρος ανέλαβε τη χερσαία περισυλλογή καταλοίπων με βυτιοφόρα οχήματα και την επεξεργασία τους στη μονάδα επεξεργασίας που διέθετε στο Βασιλικό, ενώ η εταιρεία V.G.N. SLUDGE LTD ανέλαβε την πλωτή περισυλλογή καταλοίπων με ρυμουλκούμενες φορτηγίδες και την παράδοση και επεξεργασία τους στη μονάδα επεξεργασίας του ενδιαφερόμενου μέρους στο Βασιλικό ή οποιασδήποτε άλλης αδειούχας εταιρείας. Μετά την έκδοση των αδειών από τον Υπουργό οι δύο εταιρείες υπέβαλαν σχετικό αίτημα στην καθ'ης η αίτηση για έκδοση άδειας για είσοδο στα λιμάνια και λιμενικές περιοχές για συλλογή των πετρελαιοειδών καταλοίπων από πλοία. Η Αρχή Λιμένων εξέδωσε κατ' αρχήν την αιτούμενη άδεια κι στις δύο εταιρείες.

Στις 28/11/2001 το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων προέβηκε σε μια ενδελεχή εξέταση της κατάστασης που επικρατούσε σε σχέση με τη συλλογή και επεξεργασία των πετρελαιοειδών καταλοίπων των πλοίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου δεν υπήρχαν κατάλληλες ευκολίες υποδοχής πετρελαιοειδών στα λιμάνια και η συλλογή πετρελαιοειδών καταλοίπων από πλοία γινόταν από μερικούς ιδιώτες, χωρίς άδεια, αλλά με την ανοχή της Αρχής Λιμένων, κατά παράβαση διεθνών συμβατικών δεσμεύσεων της Δημοκρατίας (Διεθνής Σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης της θάλασσας από τα πλοία (MARPOL 73/78 - Κυρωτικός Νόμος 57/89) και της Οδηγίας 2000/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Σύμφωνα δε με πληροφορίες, οι ιδιώτες άδειαζαν παράτυπα σε διάφορες τοποθεσίες το νερό που υπήρχε στα βυτιοφόρα και πουλούσαν το υπόλοιπο μίγμα στα τσιμεντοποιΐα Βασιλικού/Μονής ως καύσιμη ύλη. Η Αρχή Λιμένων είχε γι' αυτό το λόγο απαγορεύσει, μετά την έναρξη της λειτουργίας της μονάδας του ενδιαφερόμενου μέρους, τη συλλογή των πετρελαιοειδών καταλοίπων από μη αδειούχους. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων αποφάσισε τελικά να επιτρέψει την είσοδο μέσα στα λιμάνια και σε λιμενικούς χώρους για τη συλλογή καταλοίπων πετρελαιοειδών, πέραν του ενδιαφερόμενου μέρους και της άλλης αδειούχας εταιρείας V.G.N. SLUDGE LTD "και σε όσους μέχρι σήμερα ασχολούνται με αυτή την εργασία, με περίοδο χάριτος μέχρι τις 31/5/2002". Προς υλοποίηση της τελευταίας αυτής απόφασής της η Αρχή Λιμένων κοινοποίησε επιστολή ημερομηνίας 29/11/2001 σε τέσσερις εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους, πληροφορώντας τις ότι "αναστέλλεται η απαγόρευση εισόδου στο λιμάνι μέχρι νεώτερης ειδοποίησης". Το γεγονός αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση του ενδιαφερόμενου μέρους στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είχε παραχωρηθεί η σχετική άδεια στις 23/9/2001, που διαμαρτυρήθηκε εγγράφως καλώντας την Αρχή να εφαρμόσει πιστά την ισχύουσα νομοθεσία.

Στις 18/2/2002 παραχωρήθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος, δυνάμει συμφωνίας της με την Αρχή Λιμένων, άδεια για συλλογή των καταλοίπων πετρελαιοειδών των πλοίων μέσα σε λιμενικές περιοχές με το όχημά της ΗΕΤ 422 και με πέντε βυτία. Κατά την ίδια ημερομηνία η Αρχή Λιμένων συνήψε πανομοιότυπη συμφωνία παραχώρησης άδειας με την εταιρεία V.G.N. SLUDGE LTD για συλλογή των καταλοίπων μέσα σε λιμενικές περιοχές με τη χρήση πλωτών μέσων και μεταφορά και παράδοσή τους στις αδειούχες εγκαταστάσεις του ενδιαφερόμενου μέρους. Οι δύο εκδοθείσες άδειες θα ίσχυαν για την περίοδο 28/2/2002 - 23/9/2003 και από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους θα απαγορευόταν σε μη αδειούχους η είσοδος μέσα σε λιμενικές περιοχές για τη συλλογή καταλοίπων πετρελαιοειδών των πλοίων. Οι σχετικές οδηγίες προς τους Διευθυντές των λιμανιών Λεμεσού και Λάρνακας κοινοποιήθηκαν από το Γενικό Διευθυντή της Αρχής Λιμένων στις 20/2/2002. Στο μεταξύ στις 4/2/2002 η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή αμφισβητώντας το κύρος της απόφασης της Αρχής Λιμένων της 26/11/2001 σύμφωνα με την οποία χορηγήθηκε άδεια στο ενδιαφερόμενο μέρος να περισυλλέγει πετρελαιοειδή κατάλοιπα από πλοία με ένα βυτιοφόρο όχημα και/ή απαγορεύθηκε στην αιτήτρια να περισυλλέγει πετρελαιοειδή κατάλοιπα.

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη γιατί,

  1. Είναι αποτέλεσμα πλάνης περί το Νόμο και περί τα πράγματα,
  2. Στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας,
  3. Παραβιάζει τα άρθρα 26-28 του Συντάγματος και
  4. Παραβιάζει τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου και ειδικότερα τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της επιείκειας.

 

(γ) Η προδικαστική ένσταση.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της Αρχής Λιμένων ότι η αιτήτρια στερείται έννομου συμφέροντος για την προώθηση της παρούσας προσφυγής και τούτο γιατί κατά την ημερομηνία καταχώρισης της προσφυγής δεν υπήρχε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός των συμφερόντων της αιτήτριας, αφού η απόφαση απαγόρευσης εισόδου μη αδειούχων στα λιμάνια και στους λιμενικούς χώρους για συλλογή καταλοίπων πετρελαιοειδών τελούσε υπό αναστολή. Υποβλήθηκε επίσης ότι η αιτήτρια δεν είχε καθ' οιονδήποτε τρόπο αποταθεί με αίτηση για την παραχώρηση άδειας για την περισυλλογή καταλοίπων ή και για είσοδο στους λιμενικούς χώρους για την περισυλλογή. Η μόνη άδεια που παραχωρήθηκε στην αιτήτρια ήταν εκείνη που αφορούσε την πετρέλευση πλοίων στα λιμάνια με βυτιοφόρα οχήματα της 21/11/2000 και επομένως εφόσον η αιτήτρια δεν είχε υποβάλει αίτηση για παραχώρηση άδειας περισυλλογής πετρελαιοειδών καταλοίπων, δεν μπορεί να επικαλείται ζημιογόνο ως προς τα συμφέροντά της αποτέλεσμα λόγω της παραχώρησης της στο ενδιαφερόμενο μέρος.

Επίσης υποβλήθηκε ότι η Αρχή Λιμένων Κύπρου δεν είναι το αρμόδιο όργανο για την έκδοση αδειών εγκατάστασης και λειτουργίας ευκολίας υποδοχής πετρελαιοειδών καταλοίπων και ότι οι εξουσίες της περιορίζονται στην παραχώρηση άδειας εισόδου και παραμονής στους λιμενικούς χώρους προς το σκοπό υλοποίησης της άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας ευκολίας υποδοχής πετρελαιοειδών καταλοίπων, η οποία παραχωρείται από τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων και ότι η προσφυγή είναι αλυσιτελής.

Η εξέταση της προδικαστικής ένστασης προϋποθέτει την παράθεση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει το ζήτημα, προς το σκοπό της πληρέστερης εξέτασης των θιγόμενων ζητημάτων. Η Αρχή Λιμένων αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου το οποίο καθιδρύθηκε από τον περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμο του 1973 (Ν. 38/73 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 59/77) με απώτερο σκοπό τη διαχείριση και εκμετάλλευση των λιμένων της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30 του πιο πάνω Νόμου εκδόθηκαν οι περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Κανονισμοί του 1976 (ΚΔΠ 8/76), από τους οποίους ο Κανονισμός 15 προβλέπει τα ακόλουθα:

"15. Άνευ της γενικής ή ειδικής αδείας της Αρχής, απαγορεύεται η είσοδος ή παραμονή εντός της περιοχής λιμένος ή επί της ιδιοκτησίας της Αρχής παντός σκάφους, οχήματος, ζώου ή προσώπου ή η τέλεσις οιασδήποτε πράξεως εντός αυτών, η Αρχή δε δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνον να εμποδίζη την είσοδον οιουδήποτε σκάφους, οχήματος, ζώου ή προσώπου εντός της περιοχής λιμένος ή επί ιδιοκτησίας αυτού ή να διατάσση παν σκάφος, όχημα, ζώον ή πρόσωπον να εγκαταλείψη την περιοχήν λιμένος ή την ιδιοκτησίαν ταύτην ή να ανακαλή, είτε γενικώς είτε ειδικώς δι' οιανδήποτε ή άνευ οιασδήποτε αιτίας ή παροχής οιασδήποτε περί τούτου αιτιολογίας, οιανδήποτε χορηγηθείσαν τοιαύτην άδειαν."

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προλήψεως της Ρύπανσης της θάλασσας από Πλοία του 1973, του Πρωτοκόλλου αυτής του 1978 και των Αποφάσεων MEPC 14(20) του 1984, MEPC 16(22) και MEPC 21(22) του 1985 (Κυρωτικός) και περί Συναφών θεμάτων Νόμος του 1989 (Ν. 57/89, άρθρο 2 - ερμηνευτικές διατάξεις):

 

 

 

"«ευκολίες υποδοχής» σημαίνει τις κάθε φύσης μορφής και είδους, κατασκευές που προορίζονται ή χρησιμοποιούνται για την παραλαβή, επεξεργασία ή περαιτέρω διάθεση από πλοία κατάλοιπων πετρελαιοειδών μιγμάτων, τοξικών και δηλητηριωδών ουσιών, απορριμμάτων, υπολειμμάτων φορτίου, λυμάτων και γενικά κάθε είδους ουσίας ή αντικειμένου, η εκβολή ή η διαφυγή των οποίων στη θάλασσα, οπωσδήποτε ενεργούμενη, μπορεί να προκαλέσει ρύπανση."

 

Το άρθρο 4 καθορίζει ως αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης, του Πρωτοκόλλου, των Αποφάσεων, του παρόντα Νόμου και των δυνάμει αυτού Κανονισμών τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων και τα εξουσιοδοτημένα από αυτόν πρόσωπα. Με το άρθρο 9 επιβάλλονται σε πλοία και δεξαμενόπλοια οι πιο κάτω υποχρεώσεις σε σχέση με πετρελαιοειδή κατάλοιπα:

"9.-(1) Όλα τα πλοία που καταπλέουν σε λιμένες της Δημοκρατίας, σε αγκυροβόλια ή εγκαταστάσεις, έχουν υποχρέωση -

(α) Να παραδίδουν τα πετρελαιοειδή μίγματα και κάθε είδους απορρίμματα στις προς τούτο καθοριζόμενες από την Αρμόδια Αρχή ευκολίες υποδοχής· και

(β) να παραδίδουν τα κατάλοιπα μεταφερόμενων δηλητηριωδών και τοξικών ουσιών σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αρμόδιας Αρχής.

(2) Ειδικά προκειμένου περί δεξαμενοπλοίων, εκτός από τις κατά το προηγούμενο εδάφιο υποχρεώσεις αυτά οφείλουν, πριν από την πραγματοποίηση της φόρτωσης, να εκτελέσουν τις εργασίες απαλλαγής των δεξαμενών από τα αέρια (GAS FREEING). Από την υποχρέωση αυτή απαλλάσσονται σε περίπτωση που πρόκειται να φορτώσουν ομοειδές προς το προηγούμενο φορτίο ή σε περίπτωση που θα εξασφαλίσουν την προς τούτο άδεια της Αρμόδιας Αρχής.

(3) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία, αφού λάβει υπόψη και εκτιμήσει τις ειδικές περιστάσεις της κάθε περίπτωσης, να απαγορεύει τον απόπλουν πλοίων και δεξαμενοπλοίων, μέχρις ότου αυτά προβούν στην παράδοση των καταλοίπων και πετρελαιοειδών τους μιγμάτων, όπως και των καταλοίπων δηλητηριωδών και τοξικών ουσιών και απορριμμάτων, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο:

Νοείται ότι, προκειμένου περί τοξικών και δηλητηριωδών ουσιών και απορριμμάτων και εφόσο δεν είναι δυνατή η κατά τον παρόντα Νόμο παραλαβή τους, η Αρμόδια Αρχή επιτρέπει τον απόπλουν, εφόσο βεβαιωθεί για την ασφαλή μεταφορά τους."

 

Ειδικότερη πρόβλεψη για τις λεγόμενες "ευκολίες υποδοχής" υπάρχει στο άρθρο 12:

"12.-(1) Ευκολίες υποδοχής που λειτουργούν στους λιμένες της Δημοκρατίας πρέπει να καλύπτουν τις ανάγκες των πλοίων που πρόκειται να εξυπηρετηθούν απ' αυτές και να διασφαλίζουν ότι κατά τη λειτουργία τους θα λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για να αποφεύγεται η ρύπανση.

(2) Οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και σε ευκολίες υποδοχής που λειτουργούν και ως τμήμα εγκατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 2 του παρόντα Νόμου.

(3) Με Κανονισμούς καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις λειτουργίας των ευκολιών υποδοχής, η δυνατότητα παραχώρησης δικαιώματος εκμετάλλευσης ευκολιών υποδοχής σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, ο έλεγχος αυτών των συγκροτημάτων και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια."

 

Στο άρθρο 22 γίνεται ειδικότερη πρόνοια για την έκδοση Κανονισμών που θα ρυθμίζουν τα συγκεκριμένα θέματα. Για τις ευκολίες υποδοχής προβλέπονται τα πιο κάτω:

"22.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία προς έκδοση Κανονισμών για τον καθορισμό οποιουδήποτε θέματος που κατά τον παρόντα Νόμο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.

(2) Ειδικότερα και χωρίς να επηρεάζεται η κατά το εδάφιο (1) γενική εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου προς έκδοση Κανονισμών, οι κατά τον παρόντα Νόμο εκδιδόμενοι Κανονισμοί μπορούν να προνοούν για τα ακόλουθα θέματα:

(α) .................................................. .....................

(γ) τον καθορισμό των όρων, προϋποθέσεων και απαιτήσεων προς αναγνώριση ευκολιών υποδοχής και προς παροχή άδειας στον ιδιωτικό τομέα για την κατασκευή, οργάνωση και εκμετάλλευση ευκολιών υποδοχής, για την άσκηση ελέγχου επ' αυτών και τον καθορισμό των τιμολογίων για τις παρεχόμενες ευκολίες."

 

Με βάση τα πιο πάνω άρθρα 12(3) και 22(2)(γ) του Κυρωτικού Ν. 57/89, εκδόθηκαν οι περί της Αναγνώρισης Ευκολιών Υποδοχής Πετρελαιοειδών Καταλοίπων Κανονισμοί του 1993 (ΚΔΠ 282/93). Ο Κανονισμός 10 καθιστά απαραίτητη την έκδοση άδειας προς το σκοπό εκμετάλλευσης της ευκολίας υποδοχής. Η αίτηση παραχωρείται από την αρμόδια Αρχή, δηλαδή τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων, κατόπιν υποβολής αίτησης και όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών, των ενδιαφερομένων. Το πλήρες κείμενο του Κανονισμού 10 έχει ως ακολούθως:

"10.-(1) Δεν επιτρέπεται η λειτουργία ευκολίας υποδοχής παρά μόνο ύστερα από άδεια της Αρμόδιας Αρχής, που εκδίδεται κατά τον τύπο του Παραρτήματος VII των Κανονισμών αυτών. Στην άδεια μπορούν να τεθούν όροι, κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής που αποσκοπούν στην καλύτερη λειτουργία της ευκολίας υποδοχής.

(2) Για την έκδοση της άδειας υποβάλλονται στην Αρμόδια Αρχή τα ακόλουθα δικαιολογητικά:

(α) Αίτηση·

(β) εγκεκριμένο από την Αρμόδια Αρχή εγχειρίδιο οδηγιών λειτουργίας της ευκολίας υποδοχής·

(γ) Πιστοποιητικό Γενικής Επιθεώρησης και το συμπλήρωμά του·

(δ) τα τιμολόγια που η ευκολία υποδοχής προτίθεται να χρεώνει στα εξυπηρετούμενα πλοία εφόσον τελικά εγκριθούν από την Αρμόδια Αρχή· και

(ε) προκειμένου περί πλωτής ευκολίας υποδοχής, εγκεκριμένη κατά περίπτωση από την Αρμόδια Αρχή Ειδική Σύνθεση Πληρώματος.

(3) Η άδεια λειτουργίας της ευκολίας υποδοχής ισχύει για περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία της έκδοσής της, εκτός αν προηγουμένως λήξει η ισχύς του Πιστοποιητικού Γενικής Επιθεώρησης, οπότε λήγει και η ισχύς άδειας. Επιτρέπεται ανανέωση της άδειας για περίοδο δύο ετών, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις προς έκδοσή της.

(4) Για την αρχική έκδοση της άδειας λειτουργίας της ευκολίας υποδοχής καταβάλλεται τέλος τριακόσιων λιρών, για κάθε δε ανανέωση, τέλος εκατό λιρών.

(5) Η άδεια αυτή μπορεί να ανακληθεί από την Αρμόδια Αρχή εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσής της ή εφόσον δεν υπάρχει συμμόρφωση με τους όρους, υπό τους οποίους εκδόθηκε η άδεια.

(6) Σε περίπτωση λήξης ή ανάκλησης της ισχύος της πιο πάνω άδειας, αυτή επιστρέφεται στην Αρμόδια Αρχή.

11.-(1) Κάθε ευκολία υποδοχής επιθεωρείται από την Αρμόδια Αρχή, κατά διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τους δώδεκα (12) μήνες, όσον αφορά την καταλληλότητα και λειτουργικότητα του όλου εξοπλισμού της.

(2) Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ευκολίας υποδοχής διενεργούνται από την Αρμόδια Αρχή έκτακτες επιθεωρήσεις για τη διαπίστωση της κανονικής λειτουργίας της και την ύπαρξη του απαραίτητου εξοπλισμού, καθώς και την τήρηση των όρων και προϋποθέσεων λειτουργίας της ευκολίας υποδοχής.

(3) Μετά το πέρας κάθε έκτακτης επιθεώρησης, ενεργείται σχετική εγγραφή από την Αρμόδια Αρχή στο προσαρτημένο στην άδεια λειτουργίας της ευκολίας υποδοχής φύλλο έκτακτων επιθεωρήσεων κατά τον τύπο του Παραρτήματος VIII των Κανονισμών αυτών.

(4) Οι πλωτές ευκολίες υποδοχής, ανελκύονται και επιθεωρούνται στην ξηρά ή σε πλωτή δεξαμενή κατά διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τους τριάντα έξι (36) μήνες. Το διάστημα αυτό μπορεί να παραταθεί για δώδεκα (12) ακόμη μήνες με έγκριση της Αρμόδιας Αρχής. Αντί της ανέλκυσης, κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να γίνει επιθεώρηση των υφάλων με δύτη, σε περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα ανέλκυσης στην περιοχή λειτουργίας της. Σε καμιά όμως περίπτωση το χρονικό αυτό διάστημα, δεν μπορεί να υπερβεί τα έξι (6) χρόνια. Για τις πλωτές ευκολίες υποδοχής που βρίσκονται ήδη σε λειτουργία το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ανέλκυσή τους δεν θα υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τα οκτώ (8) χρόνια."

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η προδικαστική ένσταση κρίνεται ως βάσιμη. Από το ιστορικό της υπόθεσης προκύπτει ότι η Αρχή Λιμένων είχε εκδώσει στην αιτήτρια άδεια μόνο για πετρέλευση σκαφών και είχε προς το σκοπό αυτό άδεια εισόδου στα λιμάνια. Εκμεταλλευόμενη τη μη τήρηση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που προεκτέθηκαν σε σχέση με τη λειτουργία ευκολίας υποδοχής πετρελαιοειδών καταλοίπων εκ μέρους της Αρχής Λιμένων, η αιτήτρια, όπως και άλλοι μη αδειούχοι ιδιώτες, ασχολούνταν ταυτόχρονα, προφανώς παράτυπα, και με τη συλλογή των καταλοίπων πετρελαιοειδών των πλοίων που ελλιμενίζονταν στις λιμενικές εγκαταστάσεις της Δημοκρατίας. Η κατάσταση άλλαξε όταν λήφθηκε η απόφαση για πλήρη εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών προνοιών και των διεθνών συμβατικών δεσμεύσεων. Η Αρχή Λιμένων, έχοντας αποφασίσει κατ' αρχήν να απαγορεύσει την είσοδο στα λιμάνια για συλλογή πετρελαιοειδών από μη αδειούχους, παραχώρησε ένα χρονικό διάστημα "χάριτος" μέχρι 31/5/2000 σε όσους μέχρι τότε ασχολούνταν με αυτή την εργασία, συμπεριλαμβανομένης της αιτήτριας. Η απόφαση αναστολής της απαγόρευσης εισόδου μη αδειούχων διαφοροποιήθηκε με μεταγενέστερη απόφαση της Αρχής Λιμένων μετά τις δικαιολογημένες αντιδράσεις του ενδιαφερόμενου μέρους. Έτσι, από την έναρξη ισχύος της άδειας του (28/2/2002) κοινοποιήθηκε προς όλους τους εμπλεκομένους η απαγόρευση εισόδου μη αδειούχων στα λιμάνια για συλλογή καταλοίπων πετρελαιοειδών των πλοίων. Αυτό που προκύπτει στην παρούσα υπόθεση είναι κατ' αρχήν η έλλειψη νομιμοποίησης της αιτήτριας, κατά το χρονικό σημείο καταχώρισης της προσφυγής, στις 4/2/2002. Το ζήτημα του κρίσιμου χρόνου συνδρομής του έννομου συμφέροντος του προσφεύγοντος, αναλύεται διεξοδικά από τη Γλυκερία Π. Σιούτη στο σύγγραμμά της "Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως", όπου στη σελ. 161 επισημαίνεται πως:

"147. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει στο πρόσωπο του αιτούντος σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία: κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης, κατά την άσκηση, δηλ. την κατάθεση της αίτησης ακυρώσεως και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης."

 

Στην παρούσα περίπτωση αναμφίβολα κατά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής η αιτήτρια δεν είχε έννομο συμφέρον, αφού επωφελείτο από την αναστολή της απαγόρευσης εισόδου στα λιμάνια και συνέχιζε την χωρίς άδεια, συλλογή πετρελαιοειδών καταλοίπων μέχρι τις 28/2/2002, όταν δόθηκαν οι οδηγίες στους διευθυντές των λιμανιών να απαγορεύουν την είσοδο σε μη αδειούχους.

Επιπρόσθετα η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι είναι φορέας έννομου συμφέροντος και ότι υπάρχει ιδιαίτερος δεσμός μεταξύ αυτής και της προσβαλλόμενης απόφασης παραχώρησης άδειας περισυλλογής πετρελαιοειδών καταλοίπων από πλοία, στο ενδιαφερόμενο μέρος. Στην αιτήτρια, όπως ήδη επισημάνθηκε, είχε παραχωρηθεί άδεια μόνο για πετρέλευση πλοίων στα λιμάνια με βυτιοφόρα οχήματα. Δεν είχε υποβάλει την προβλεπόμενη στον Κανονισμό 10 της ΚΔΠ 282/93 (πιο πάνω) αίτηση στην Αρμόδια Αρχή για να της επιτραπεί η εκτέλεση αυτού του είδους εργασίας και συνεπώς κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο της έκδοσης της προσβαλλόμενης άδειας του ενδιαφερόμενου μέρους στις 24/9/2001, απουσίαζε ο ιδιαίτερος εκείνος δεσμός που θα θεμελίωνε το έννομο συμφέρον της αιτήτριας. Όπως το θέτει η Γ. Σιούτη στο σύγγραμμά της (βλ. πιο πάνω) στη σελ. 162:

"148. Το έννομο συμφέρον δεν υφίσταται, όταν κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη ο ιδιαίτερος δεσμός του αιτούντος με αυτήν.

Για παράδειγμα, δεν έγινε δεκτό το έννομο συμφέρον των αιτούντων για τη νόμιμη πλήρωση θέσεων νοσοκομείου με ειδικότητα στη χειρουργική θώρακος, μόνον από χειρουργούς θώρακος, διότι αυτοί αν και γιατροί, δεν είχαν αποκτήσει την ειδικότητα της χειρουργικής θώρακος κατά το χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων. Επομένως, δεν τους συνέδεε κανένας ιδιαίτερος δεσμός με την προσβαλλόμενη πράξη και ως εκ τούτου η βλάβη, την οποία επικαλούνταν ότι υφίστανται (ενδεχόμενο κατάληψης θέσεων που προορίζονται γι' αυτούς από γιατρούς ξένης ειδικότητας), ήταν απλώς ενδεχόμενη, με αποτέλεσμα να μην είναι ενεστώς το έννομο συμφέρον τους. Το γεγονός ότι μερικοί είχαν τελειώσει την ειδικότητα τους, κατά το χρόνο της συζήτησης της υποθέσεως, δεν αρκούσε για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος τους, εφόσον και αυτοί έπρεπε να είχαν την ειδικότητα χειρουργικής θώρακος και κατά τα τρία ανωτέρω χρονικά σημεία."

 

Η έλλειψη έννομου συμφέροντος της αιτήτριας είναι προφανής. Τυχόν ακύρωση της άδειας του ενδιαφερόμενου μέρους δεν θα επιφέρει οποιαδήποτε ωφέλεια στην αιτήτρια, η οποία εφόσον δεν έχει υποβάλει αίτηση, θα υπόκειται στην απαγόρευση εισόδου στα λιμάνια προς το σκοπό περισυλλογής πετρελαιοειδών καταλοίπων.

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

 

 

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο