47. Εγκαθιδρύεται Αρχή Εποπτείας Καταδικασθέντων για Αδικήματα Σεξουαλικής Φύσης κατά Ανηλίκων, η οποία αποτελείται από τα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) Εκπρόσωπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, ως πρόεδρο της Αρχής,
(β) εκπρόσωπο της Αστυνομίας, ως αναπληρωτή πρόεδρο της Αρχής,
(γ) εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως μέλος,
(δ) εκπρόσωπο των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας, ως μέλος
(ε) εκπρόσωπο των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως μέλος,
(στ) εκπρόσωπο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ως μέλος,
(ζ) εκπρόσωπο του Τμήματος Φυλακών του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, ως μέλος,
(η) εκπρόσωπο του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ’ Αδεία, ως μέλος, και
(θ) εκπρόσωπο του Οργανισμού Νεολαίας Κύπρου, ως μέλος.
48.(1) Ο πρόεδρος και τέσσερα (4) άλλα μέρη της Αρχής αποτελούν απαρτία και σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, προεδρεύει ο αναπληρωτής πρόεδρος.
(2) Οι αποφάσεις της Αρχής είναι πλήρως αιτιολογημένες και λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρευρισκόντων μελών της:
Νοείται ότι, σε περίπτωση ισοψηφίας ο πρόεδρος ή ο προεδρεύων της Αρχής έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), η Αρχή ρυθμίζει, με σχετική απόφασή της, οποιοδήποτε θέμα αφορά την εσωτερική λειτουργία της.
49. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως ορίζει λειτουργό του Υπουργείου ως γραμματέα της Αρχής Εποπτείας, ο οποίος παρευρίσκεται σε όλες της συνεδρίες αυτής και τηρεί συνοπτικά πρακτικά της διαδικασίας.
50. Η Αρχή Εποπτείας έχει δικαιοδοσία επί ατόμων οι οποίοι παραπέμπονται σε αυτήν για εποπτεία δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 14 ή του άρθρου 53 για τη χρονική περίοδο η οποία καθορίζεται από το δικαστήριο.
51.(1) Η Αρχή Εποπτείας έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες :
(α) Θεσπίζει κανονισμούς, κριτήρια και κατευθυντήριες γραμμές για την εποπτεία προσώπου που υπόκειται σε αυτήν δυνάμει του παρόντος Νόμου∙
(β) ελέγχει την ορθή διεκπεραίωση της εποπτείας προσώπου που υπόκειται σε αυτήν δυνάμει του παρόντος Νόμου∙
(γ) καθορίζει, ανά περίπτωση και με τη σύμφωνη γνώμη του προσώπου που παραπέμπεται σε αυτή, λαμβάνοντας υπόψη εισήγηση των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, ψυχολογική στήριξη ή θεραπευτική παρέμβαση σε σχέση με το εν λόγω πρόσωπο∙
(δ) καταρτίζει πρόγραμμα επανένταξης προσώπου που παραπέμπεται σε αυτή, ανάλογα με την περίπτωση∙
(ε) συμβουλεύει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή/και την Αστυνομία, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν οδηγιών τους, σχετικά με την αναγκαιότητα υποβολής αιτήματος για επιπρόσθετη ποινή ή κύρωση δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου∙
(στ) συμβουλεύει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή/και την Αστυνομία, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν οδηγιών τους, σχετικά με την επικινδυνότητα οποιουδήποτε προσώπου που παραπέμπεται σε αυτή∙
(ζ) συντονίζει τις αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που σχετίζονται με πρόσωπο που παραπέμπεται στην Αρχή Εποπτείας∙
(η) εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα αποτελεσματικών προγραμμάτων ή μέτρων παρέμβασης με σκοπό την πρόληψη και ελαχιστοποίηση των κινδύνων επανάληψης αδικημάτων σεξουαλικού χαρακτήρα σε βάρος παιδιών∙
(θ) λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την αξιολόγηση της επικινδυνότητας των προσώπων που παραπέμπονται σε αυτή και του πιθανού κίνδυνου επανάληψης αδικήματος που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15, με σκοπό τον προσδιορισμό κατάλληλων προγραμμάτων ή μέτρων παρέμβασης∙
(ι) αποφασίζει την διακοπή της εποπτείας∙
(ια) τηρεί αρχείο των εποπτευόμενων από αυτήν προσώπων∙
(ιβ) ασκεί οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητες ανατεθούν σε αυτή δυνάμει νόμου:
Νοείται ότι στην περίπτωση που το πρόσωπο που παραπέμπεται στην Αρχή Εποπτείας είναι παιδί, οι πιο πάνω αρμοδιότητες ασκούνται λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές αναπτυξιακές ανάγκες και την διαφορετική ψυχοπαθολογία των παιδιών που διαπράττουν σεξουαλικά αδικήματα.
(2) Κατά τη λήψη της αναφερόμενης στην παράγραφο (ι) του εδαφίου (1) απόφασής της, η Αρχή Εποπτείας δύναται να λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:
(α) Την πιθανότητα ο καταδικασθείς να αποτελεί κίνδυνο για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(β) τη σοβαρότητα του αδικήματος ή των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε το πρόσωπο αυτό, στην οποία καταδίκη βασίζεται η εποπτεία,
(γ) το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος ή των αδικημάτων,
(δ) κατά πόσο ο καταδικασθείς διέπραξε αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου,
(ε) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης από την Αρχή Εποπτείας,
(στ) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά τη διάπραξη του αδικήματος,
(ζ) την ηλικία του θύματος του αδικήματος και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ του θύματος και του καταδικασθέντος,
(η) οποιαδήποτε άλλη καταδίκη για αδίκημα που περιλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο,
(θ) κατά πόσο εκκρεμεί ποινική διαδικασία εναντίον του καταδικασθέντος για αδίκημα που περιλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο,
(ι) οποιαδήποτε στοιχεία κατατέθηκαν ενώπιον της Αρχής Εποπτείας αναφορικά με τον κίνδυνο που αποτελεί ο καταδικασθείς για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(ια) οποιαδήποτε στοιχεία κατατέθηκαν από ή εκ μέρους του καταδικασθέντος ενώπιον της Αρχής Εποπτείας που να καταδεικνύουν ότι δεν αποτελεί κίνδυνο για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(ιβ) οτιδήποτε άλλο η Αρχή Εποπτείας κρίνει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη λήψη της απόφασής της.