11.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς δημοσιευομένους εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελε θεωρήσει αναγκαίον ή σκόπιμον διά την παρεμπόδισιν της κακής χρήσεως ελεγχομένων φαρμάκων.
(2) Ειδικώτερον και άνευ επηρεσμού της γενικότητος του εδαφίου (1) οι τοιούτοι Κανονισμοί δύνανται να προβλέπωσι δι’ άπαντα ή τινα των ακολούθων ζητημάτων:
(α) την λήψιν προληπτικών μέτρων δια την ασφαλή φύλαξιν των ελεγχομένων φαρμάκων˙
(β) την καταχώρησιν των συναλλαγών και την τήρησιν εγγράφων αναφερομένων εις ελεγχόμενα φάρμακα, ως και την προσαγωγήν αντιγράφων των εις τας τοιαύτας συναλλαγάς αναφερομένων εγγράφων εις την αρμοδίαν αρχήν ως ήθελε καθορισθή˙
(γ) την τήρησιν αρχείων και την παροχήν πληροφοριών καθ’ όσον αφορά εις ελεγχόμενα φάρμακα υπό τοιαύτας συνθήκας και κατά τοιούτον τρόπον ως ήθελε καθορισθή.
(δ) τον έλεγχον οιωνδήποτε λαμβανομένων προληπτικών μέτρων ή αρχείων τηρουμένων συμφώνως προς τους δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδομένους Κανονισμούς˙
(ε) την συσκευασίαν και τα της ετικέττας ελεγχομένων φαρμάκων˙
(στ) την ρύθμισιν της μεταφοράς των ελεγχομένων φαρμάκων και των μεθόδων των χρησιμοποιουμένων δια την καταστροφήν ή άλλως πως διάθεσιν των τοιούτων φαρμάκων οσάκις ταύτα δεν χρειάζωνται πλέον˙
(ζ) την ρύθμισιν της εκδόσεως συνταγών αφορωσών εις ελεγχόμενα φάρμακα και την προμήθεια ελεγχομένων φαρμάκων κατόπιν συνταγής και την απαίτησιν όπως άτομα εκδίδοντα ή εκτελούντα συνταγάς τοιούτων φαρμάκων παρέχωσιν εις την αρμοδίαν αρχήν τοιαύτας πληροφορίας αφορώσας εις τας εν λόγω συνταγάς ως ήθελεν καθορισθή.
(η) την απαίτησιν όπως, πας ιατρός όστις παρακολουθεί ιατρικώς πρόσωπον τι όπερ θεωρεί, ή έχει εύλογον αιτίαν να θεωρή, ειθισμένον (εν τη εννοία των Κανονισμών) εις ελεγχόμενα φάρμακα οιασδήποτε κατηγορίας, παρέχη εις την αρμοδίαν αρχήν τοιαύτα στοιχεία εν σχέσει προς το εν λόγω πρόσωπον ως ήθελε καθορισθή˙
(θ) την απαγόρευσιν όπως οιοσδήποτε ιατρός χορηγή, προμηθεύη και εξουσιοδοτή την χορήγησιν και την προμήθειαν εις ειθισμένα πρόσωπα και εκδίδη συνταγήν διά τα τοιαύτα πρόσωπα διά τοιούτα ελεγχόμενα φάρμακα οία ήθελον καθορισθή, ειμή δυνάμει και συμφώνως προς τους όρους αδείας εκδιδομένης υπό του Υπουργού συμφώνως προς τους κανονισμούς˙
(ι) την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, σε περίπτωση παραβίασης προνοιών των Κανονισμών, των οποίων το ύψος δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ (€25.000)˙
(ια) το διορισμό Επιθεωρητών και την εξουσία τους για τη διενέργεια επιθεωρήσεων και ελέγχων.
12.-(1) Άνευ επηρεασμού οιωνδήποτε όρων επιβαλλομένων υπό κανονισμών γενομένων συμφώνως προς το άρθρον 11(2)(α) του παρόντος Νόμου, ο Υπουργός δύναται, διά εγγράφου ειδοποιήσεως επιδιδομένης εις τον ιδιοκτήτην οιωνδήποτε υποστατικών εντός των οποίων ελεγχόμενα φάρμακα φυλάττονται ή πρόκειται να φυλαχθώσι, να εκδίδη οδηγίας όσον αφορά την λήψιν προληπτικών μέτρων ή περαιτέρω προφυλάξεων διά την ασφαλή φύλαξιν ελεγχομένων φαρμάκων τοιαύτης φύσεως καθοριζομένης εν τη ειδοποιήσει και άτινα φυλάττονται εντός των εν λόγω υποστατικών.
(2) Η παράβασις οιωνδήποτε οδηγιών εκδιδομένων δυνάμει του εδαφίου (1) ανωτέρω συνιστά αδίκημα.
13.-(1) Οσάκις πρόσωπον τι όπερ είναι ιατρός, οδοντίατρος, κτηνίατρος ή φαρμακοποιός έχη, μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην το παρόν εδάφιον ετέθη εν ισχύϊ, καταδικασθή-
(α) δι’ αδίκημα κατά παράβασιν του παρόντος Νόμου ή του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων Νόμου ή οιουδήποτε νομοθετήματος καταργηθέντος υπό του εν λόγω Νόμου˙ ή
(β) δι’ αδίκημα κατά παράβασιν του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου εν σχέσει προς απαγόρευσιν ή περιορισμόν επί της εισαγωγής ή εξαγωγής ελεγχομένου φαρμάκου δυνάμει του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, ή δι’ αδίκημα κατά παράβασιν οιασδήποτε διατάξεως δυνάμει του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων Νόμου ή καταργηθείσης υπό τούτου, ο Υπουργός δύναται να δώση οδηγίαν δυνάμει του εδαφίου (2) κατωτέρω εν σχέσει προς το εν λόγω πρόσωπον.
(2) Οδηγία τις δυνάμει του παρόντος εδαφίου εν σχέσει προς πρόσωπον τι-
(α) εάν το ρηθέν πρόσωπον είναι ιατρός, οδοντίατρος ή κτηνίατρος, θέλει είναι οδηγία απαγορεύουσα εις αυτόν να έχη εν τη κατοχή του, να αναγράφη συνταγάς, να χορηγή, να κατασκευάζη, να παρασκευάζη και προμηθεύη και εξουσιοδοτή την χορήγησιν και προμήθειαν τοιούτων ελεγχομένων φαρμάκων οία ήθελον καθορισθή εν τη οδηγία˙
(β) εάν το ρηθέν πρόσωπον είναι φαρμακοποιός, θέλει είναι οδηγία απαγορεύουσα εις αυτόν να έχη εν τη κατοχή του, να κατασκευάζη, παρασκευάζη και προμηθεύη και να επιβλέπη και ελέγχη την κατασκευήν, παρασκευήν και προμήθειαν τοιούτων ελεγχομένων φαρμάκων ως ήθελε καθορισθή εν τη οδηγία.
(3) Ο Υπουργός δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνον να δώση οδηγίαν ακυρούσαν ή αναστέλλουσαν οιανδήποτε δοθείσαν υπ’ αυτού οδηγίαν δυνάμει του εδαφίου (2) ανωτέρω ή ακυρούσαν οιανδήποτε οδηγίαν αυτού δυνάμει του παρόντος εδαφίου δι’ ης η ούτω δοθείσα οδηγία αναστέλλεται.
(4) Ο Υπουργός μεριμνά ούτως ωστε αντίγραφον οιασδήποτε οδηγίας δοθείσης υπ’ αυτού δυνάμει του παρόντος άρθρου επιδίδηται εις το πρόσωπον εις ο αύτη αφορά και μεριμνά ούτως ώστε γνωστοποίησις της τοιαύτης οδηγίας να δημοσιεύηται εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(5) Οδηγία εκδοθείσα δυνάμει του παρόντος άρθρου ισχύει όταν αντίγραφον ταύτης επιδοθή εις το πρόσωπον εις ο αύτη αφορά.
(6) Η παράβασις οδηγίας δοθείσης δυνάμει του εδαφίου (2) ανωτέρω συνιστά αδίκημα.
14.-(1) Εν περιπτώσει παραβάσεως υπό τινος ιατρού των κανονισμών των εκδοθέντων συμφώνως προς την παράγραφον (η) ή (θ) του άρθρου 11(2) του παρόντος Νόμου ή των όρων αδείας εκδοθείσης δυνάμει των κανονισμών των γενομένων συμφώνως προς την ως είρηται παράγραφον (θ), ο Υπουργός δύναται, τηρουμένου του άρθρου 15 του παρόντος Νόμου, και συμφώνως προς αυτό, να δώση οδηγίαν εν σχέσει προς τον εν λόγω ιατρόν απαγορεύουσαν εις αυτόν να αναγράφη συνταγήν, να χορηγή και προμηθεύη φάρμακα και να εξουσιοδοτή την χορήγησιν και προμήθειαν τοιούτων ελεγχομένων φαρμάκων ως ήθελε καθορισθή εν τη οδηγία.
(2) Εάν ο Υπουργός είναι της γνώμης ότι ιατρός τις, οδοντίατρος ή κτηνίατρος μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εδαφίου ανέγραψε ή αναγράφει συνταγάς, εχορήγησε ή χορηγεί, επρομήθευσε ή προμηθεύει, εξουσιοδότησε ή εξουσιοδοτεί την χορήγησιν ή προμήθειαν οιουδήποτε ελεγχομένου φαρμάκου κατά ανεύθυνον τρόπον, δύναται τηρουμένων των άρθρων 15 ή 16 του παρόντος Νόμου και συμφώνως προς ταύτα, να δίδη οδηγίαν εν σχέσει προς τον εν λόγω ιατρόν, οδοντίατρον ή κτηνίατρον απαγορεύουσαν εις αυτόν να αναγράφη συνταγάς, να χορηγή και προμηθεύη τα τοιαύτα ελεγχόμενα φάρμακα καθώς και να εξουσιοδοτή την χορήγησιν και προμήθειαν τοιούτων ελεγχομένων φαρμάκων ως ήθελε καθορισθή εν τη οδηγία.
(3) Τοιαύτη παράβασις ως αναφέρεται εν τω εδαφίω (1) ανωτέρω δεν συνιστά αδίκημα ουχ ήττον συνιστά αδίκημα η παράβασις οδηγίας δυνάμει του εδαφίου (1) ή (2) ανωτέρω.
15.-(1) Εάν ο Υπουργός θεωρή ότι υφίστανται λόγοι διά την έκδοσιν οδηγίας συμφώνως προς το εδάφιον (1) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, λόγω τοιαύτης διαγωγής υπό τινος ιατρού ως αναφέρεται αυτόθι, ή διά την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του εδαφίου (2), του ρηθέντος άρθρου λόγω τοιαύτης διαγωγής υπό τινος ιατρού, οδοντιάτρου ή κτηνιάτρου ως αναφέρεται εν τω ρηθέντι εδαφίω (2) ούτος δύναται να παραπέμψη την υπόθεσιν εις Δικαστικήν Επιτροπήν συγκροτουμένην προς τον σκοπόν τούτον συμφώνως προς τας ακολούθους διατάξεις του παρόντος Νόμου και αποτελεί καθήκον της Δικαστικής Επιτροπής να εξετάση την υπόθεσιν και να υποβάλη έκθεσιν προς τον Υπουργόν.
(2) Εν τω παρόντι Νόμω “ο καθ’ ου” εν σχέσει προς παραπομπήν δυνάμει του παρόντος άρθρου, σημαίνει τον ιατρόν, οδοντίατρον ή κτηνίατρον εν σχέσει προς τον οποίον εγένετο η παραπομπή.
(3) Οσάκις-
(α) εν περιπτώσει παραπομπής αναφερομένης εις έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ρηθέντος εδαφίου (1), η Δικαστική Επιτροπή αποφαίνεται ότι δεν εγένετο τοιαύτη παράβασις υπό του καθ’ ου η παραπομπή ή αποφαίνεται ότι εγένετο τοιαύτη παράβασις αλλά δεν συνιστά την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ως είρηται εδαφίου εν σχέσει προς τον καθ’ ου η παραπομπή˙ ή
(β) εν περιπτώσει καθ’ ην παραπομπή τις αφορώσα εις την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ως είρηται εδαφίου (2), η Δικαστική Επιτροπή αποφαίνεται ότι δεν παρετηρήθη τοιαύτη διαγωγή υπό του καθ’ ου η παραπομπή ή αποφαίνεται ότι παρετηρήθη τοιαύτη διαγωγή υπό του καθ’ου η παραπομπή αλλά δεν συνιστά την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ως είρηται εδαφίου (2) εν σχέσει προς αυτόν, ο Υπουργός εκδίδει σχετικήν γνωστοποίησιν επιδιδομένην εις τον καθ’ου η παραπομπή.
(4) Οσάκις η Δικαστική Επιτροπή ευρίσκει-
(α) εν περιπτώσει καθ’ ην παραπομπή αφορώσα εις την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ως είρηται εδαφίου (1), ότι εγένετο τοιαύτη ως είρηται παράβασις υπό του καθ’ ου η παραπομπή, ή
(β) εν περιπτώσει καθ’ ην αναφορά αφορώσα εις την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του ως είρηται εδαφίου (2), ότι παρετηρήθη τοιαύτη διαγωγή ως είρηται υπό του καθ’ ου η παραπομπή και είναι της γνώμης ότι οδηγία δυνάμει του εν λόγω εδαφίου έδει να εκδοθή εν σχέσει προς αυτόν, η Δικαστική Επιτροπή περιλαμβάνει εν τη εκθέσει αυτής σύστασιν περί τούτου αναφέρουσαν τα ελεγχόμενα φάρμακα άτινα αύτη θεωρεί ότι δέον να καθορισθώσιν εν τη οδηγία ή αναφέρουσαν ότι η οδηγία δέον να καθορίζη άπαντα τα ελεγχόμενα φάρμακα.
(5) Οσάκις η Δικαστική Επιτροπή προβαίνη εις τοιαύτην ως είρηται σύστασιν, ο Υπουργός μεριμνά ώστε να επιδοθή γνωστοποίησις εις τον καθ’ ου η παραπομπή, κατά πόσον ούτος προτίθεται ή μη να εκδώση οδηγίαν δυνάμει ταύτης, και οσάκις προτίθεται να πράξη ούτω, η γνωστοποίησις-
(α) περιέχει τους όρους της προτεινομένης οδηγίας˙ και
(β) πληροφορεί τον καθ’ ου η παραπομπή ότι θα μελετηθώσιν οιαιδήποτε παραστάσεις αφορώσαι εις την υπόθεσιν αίτινες ήθελον γίνει υπ’ αυτού εγγράφως προς τον Υπουργόν εντός εικοσιοκτώ ημερών από της ημερομηνίας επιδόσεως της γνωστοποιήσεως.
(6) Εάν οιαιδήποτε τοιαύται παραστάσεις ληφθώσιν υπό του Υπουργού εντός της ως είρηται προθεσμίας, ούτος παραπέμπει την υπόθεσιν εις Συμβουλευτικόν Σώμα συγκροτούμενον προς τον σκοπόν τούτον συμφώνως προς τας ακολούθους διατάξεις του παρόντος Νόμου, θέλει δε είναι καθήκον του Συμβουλευτικού Σώματος να μελετήση την υπόθεσιν και να συμβουλεύση τον Υπουργόν περί της ενασκήσεως της δυνάμει του εδαφίου (7) εξουσίας αυτού.
(7) Μετά την παρέλευσιν της ως είρηται προθεσμίας των εικοσιοκτώ ημερών και, εν τη περιπτώσει αναφοράς εις Συμβουλευτικόν Σώμα δυνάμει του εδαφίου (6) ανωτέρω, αφού μελετήση την συμβουλήν του εν λόγω συμβουλίου, ο Υπουργός δύναται είτε-
(α) να εκδώση εν σχέσει προς τον καθ’ ου η παραπομπή οδηγίαν δυνάμει του εδαφίου (1), ή, ως ήθελεν είναι η περίπτωσις του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου καθορίζουσαν άπαντα ή τινα των ελεγχομένων φαρμάκων άτινα αναφέρονται εν τη συστάσει της Δικαστικής Επιτροπής˙ ή
(β) να διατάξη όπως η υπόθεσις παραπεμφθή εκ νέου εις την Δικαστικήν Επιτροπήν ή να παραπεμφθή εις ετέραν Δικαστικήν Επιτροπήν συγκροτουμένην ως είρηται ανωτέρω˙ ή
(γ) να διατάξη όπως μη ληφθώσιν οιαδήποτε έτερα διαβήματα εν τη ρηθείση υποθέσει δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(8) Οσάκις υπόθεσις παραπέμπεται ή επαναφέρεται εις Δικαστικήν Επιτροπήν δυνάμει του εδαφίου (7) ανωτέρω αι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (7) ανωτέρω εφαρμόζονται ως εάν η υπόθεσις είχεν αναφερθή εις την Δικαστικήν Επιτροπήν συμφώνως προς το εδάφιον (1) ανωτέρω, οπότε παύη ισχύουσα οιαδήποτε απόφασις, σύστασις, ή συμβουλή ληφθείσα ή δοθείσα εν σχέσει προς την υπόθεσιν αναφορικώς προς τας εν λόγω διατάξεις.
16.-(1) Εάν ο Υπουργός κρίνη ότι υπάρχουν λόγοι διά την έκδοσιν οδηγίας δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 14 εν σχέσει προς ιατρόν τινα, οδοντίατρον ή κτηνίατρον λόγω τοιαύτης διαγωγής υπ’ αυτού ως αναφέρεται εν τω ρηθέντι εδαφίω και λόγω του ότι τα συστατικά της υποθέσεως απαιτούσι την έκδοσιν της τοιαύτης οδηγίας ως οίον τε τάχιστα, ούτος δύναται, υπό την επιφύλαξιν των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, να εκδώση τοιαύτην οδηγίαν εν σχέσει προς αυτόν δυνάμει του παρόντος άρθρου. Οδηγία τις εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 14(2) εν σχέσει προς το παρόν άρθρον δύναται να καθορίζη τοιαύτα ελεγχόμενα φάρμακα ως ο Υπουργός ήθελε θεωρήσει πρέπον.
(2) Οσάκις ο Υπουργός προτίθεται να εκδώση τοιαύτην οδηγίαν ως είρηται δυνάμει του παρόντος άρθρου ούτος παραπέμπτει την υπόθεσιν εις επαγγελματικόν σώμα συγκροτούμενον προς τούτο συμφώνως προς τας ακολούθους διατάξεις του παρόντος Νόμου, και-
(α) αποτελεί καθήκον του σώματος, αφού παράσχη εις τον καθ’ ου η παραπομπή την ευκαιρίαν εμφανίσεως ενώπιον του και ακροάσεως υπό του σώματος, να εξετάση τα περιστατικά της υποθέσεως καθ’ ο μέτρον ταύτα είναι γνωστά εις αυτό, και υποβάλη έκθεσιν εις τον Υπουργόν κατά πόσον η πληροφορία ενώπιον αυτού θεωρείται υπ’ αυτού ευλόγως ως δικαιολογούσα την γνώμην ότι υπήρξε τοιαύτη διαγωγή υπό του καθ’ ου η παραπομπή οία αναφέρεται εν τω άρθρω 14(2) του παρόντος Νόμου˙ και
(β) ο Υπουργός δεν θα εκδίδη δυνάμει του παρόντος άρθρου τοιαύτην οδηγίαν ως είρηται εν σχέσει με τον καθ’ ου η παραπομπή εκτός εάν το σώμα υποβάλη έκθεσιν ότι η ενώπιον αυτού πληροφορία θεωρείται υπ’ αυτού ευλόγως ως δικαιολογούσα τοιαύτην γνώμην.
(3) Eν τω παρόντι Νόμω “ο καθ’ου” η παραπομπή εν σχέσει προς παραπομπήν δυνάμει του εδαφίου (2) ανωτέρω σημαίνει τον ιατρόν, οδοντίατρον ή κτηνίατρον εν σχέσει προς τον οποίον εγένετο η παραπομπή.
(4) Οσάκις ο Υπουργός εκδίδη τοιαύτην οδηγίαν ως είρηται δυνάμει του παρόντος άρθρου ούτος παραπέμπει αμέσως, εάν δεν έχη ήδη διαπράξει τούτο, την υπόθεσιν εις Δικαστικήν Επιτροπήν συμφώνως προς το άρθρον 15(1) του παρόντος Νόμου.
(5) Υπό την επιφύλαξιν του εδαφίου (6) κατωτέρω ως περίοδος ισχύος οδηγίας εκδοθείσης δυνάμει του άρθρου 14(2) του παρόντος Νόμου και αφορώσα εις το παρόν άρθρον θεωρείται η περίοδος των εξ εβδομάδων η αρχομένη από της ημερομηνίας καθ’ην η οδηγία τίθεται εν ισχύϊ.
(6) Οσάκις οδηγία τις δυνάμει του άρθρου 14(2) του παρόντος Νόμου ήθελεν εκδοθή εν σχέσει προς πρόσωπον τι δυνάμει του παρόντος άρθρου και η υπόθεσις ήθελε παραπεμφθή εις Δικαστικήν Επιτροπήν συμφώνως προς το άρθρον 15(1), ο Υπουργός δύναται εκάστοτε δι’ εγγράφου γνωστοποιήσεως επιδιδομένης εις το πρόσωπον εις το οποίον η οδηγία αφορά να παρατείνη ή να παρατείνη περαιτέρω την περίοδον ισχύος της εν λόγω οδηγίας δι’ετέρας εικοσιοκτώ ημέρας από του χρόνου καθ’ ον η τοιαύτη περίοδος ήθελεν άλλως εκπνεύσει, αλλά δεν θα παρατείνη ταύτην ή δεν θα παρατείνη ταύτην περαιτέρω άνευ της συναινέσεως της εν λόγω Δικαστικής Επιτροπής ή, εάν η υπόθεσις έχη ήδη παραπεμφθή εις ετέραν Δικαστικήν Επιτροπήν συμφώνως προς το άρθρον 15(7) του παρόντος Νόμου, της ετέρας τοιαύτης Δικαστικής Επιτροπής.
(7) Οδηγία δυνάμει του άρθρου 14(2) του παρόντος Νόμου δοθείσα εν σχέσει προς πρόσωπον τι δυνάμει του παρόντος άρθρου, εκτός εάν αύτη έχη προηγουμένως ακυρωθή δυνάμει του άρθρου 17(3) του παρόντος Νόμου, παύει ισχύουσα επι τη επελεύσει οιουδήποτε των κατωτέρω συμβεβηκότων, ήτοι:
(α) της επιδόσεως εις το εν λόγω πρόσωπον γνωστοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 15(3) του παρόντος Νόμου αφορώσης εις την υπόθεσιν του˙
(β) της επιδόσεως εις το εν λόγω πρόσωπον γνωστοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 15(5) του παρόντος Νόμου αφορώσης εις την υπόθεσιν του ότι ο Υπουργός δεν προτίθεται να εκδώσει οδηγίαν δυνάμει του άρθρου 14(2) του παρόντος Νόμου κατόπιν συστάσεως της Δικαστικής Επιτροπής ότι η τοιαύτη οδηγία δέον να εκδοθή˙
(γ) της επιδόσεως εις το εν λόγω πρόσωπον αντιγράφου τοιαύτης οδηγίας εκδοθείσης εν σχέσει προς αυτόν συμφώνως προς το άρθρον 15(7) του παρόντος Νόμου˙
(δ) της εκδόσεως διαταγής υπό του Υπουργού συμφώνως προς το άρθρον 15(7) ότι ουδεμία περαιτέρω διαδικασία θα λάβη χώραν δυνάμει του άρθρου 15˙
(ε) της εκπνοής της περιόδου ισχύος της οδηγίας δυνάμει του άρθρου 14(2) της εκδοθείσης δυνάμει του παρόντος άρθρου.
17.-(1) Αι διατάξεις του Δευτέρου Πίνακος του παρόντος Νόμου ισχύουν εν σχέσει προς την σύστασιν και διαδικασίαν οιασδήποτε Δικαστικής Επιτροπής, συμβουλευτικού σώματος ή επαγγελματικού σώματος διοριζομένου δια τους σκοπούς του άρθρου 15 ή 16 του παρόντος Νόμου και εν σχέσει προς έτερα ζητήματα αναφερόμενα εις τα εν λόγω άρθρα.
(2) Ο Υπουργός μεριμνά ώστε αντίγραφον οιασδήποτε διαταγής ή οδηγίας εκδοθείσης υπ’ αυτού δυνάμει του άρθρου 15(7) του παρόντος Νόμου ή οιασδήποτε οδηγίας εκδοθείσης υπ’ αυτού συμφώνως προς το άρθρον 15 επιδοθή εις οιονδήποτε πρόσωπον εις το οποίον αύτη αφορά και μεριμνά ωσαύτως ώστε γνωστοποίησις της τοιαύτης οδηγίας ως και αντίγραφον οιασδήποτε τοιαύτης γνωστοποιήσεως επιδοθή δυνάμει του άρθρου 16(6) του παρόντος Νόμου και δημοσιευθή εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(3) Ο Υπουργός δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνον να δώση οδηγίαν:
(α) ακυρούσαν ή αναστέλλουσαν οιανδήποτε οδηγίαν δοθείσαν υπ’ αυτού συμφώνως προς το άρθρον 15(7) του παρόντος Νόμου ή ακυρούσαν οιανδήποτε οδηγίαν αυτού δυνάμει του παρόντος εδαφίου δι’ ής η ούτω δοθείσα οδηγία αναστέλλεται˙ ή
(β) ακυρούσαν οιανδήποτε οδηγίαν δοθείσαν υπ’ αυτού δυνάμει του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, και μεριμνά ώστε αντίγραφον οιασδήποτε οδηγίας αυτού δυνάμει του παρόντος εδαφίου επιδοθή εις το πρόσωπον εις το οποίον αύτη αφορά και γνωστοποίησις ταύτης δημοσιευθή ως προείρηται.
(4) Οδηγία εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 14(1) ή (2) του παρόντος Νόμου ή δυνάμει του εδαφίου (3) ανωτέρω τίθεται εν ισχύϊ άμα τη επιδόσει αντιγράφου ταύτης εις το πρόσωπον εις το οποίον αύτη αφορά.
18.-(1) Εάν ο Υπουργός θεωρήση ότι υφίσταται κοινωνικόν πρόβλημα προξενούμενον υπό της εκτεταμένης κακής χρήσεως επικινδύνων ή άλλως επιβλαβών φαρμάκων, ούτος δύναται δι’ εγγράφου γνωστοποιήσεως επιδιδομένης εις οιονδήποτε ιατρόν ή φαρμακοποιόν ή εξουσιοδοτημένον πωλητήν δηλητηρίων, να απαιτήση παρ’ αυτού όπως παράσχη προς τον Υπουργόν, εν σχέσει προς οιονδήποτε τοιούτο φάρμακον ως καθορίζεται εν τη γνωστοποιήσει και εν σχέσει προς οιανδήποτε ούτω καθοριζομένην περίοδον, τοιαύτα στοιχεία, ως ήθελον καθορισθή εν τη γνωστοποιήσει, εν σχέσει προς τας προσότητας, τον αριθμόν, και την συχνότητα των περιπτώσεων καθ’ας τοιαύατα φάρμακα:
(α) εν τη περιπτώσει ιατρού, ανεγράφησαν δια συνταγών ή εχορηγήθησαν ή επρομηθεύθησαν υπ’ αυτού˙ ή
(β) εν τη περιπτώσει φαρμακοποιού, επρομηθεύθησαν υπ’ αυτού˙ ή
(γ) εν τη περιπτώσει εξουσιοδοτημένου πωλητού δηλητηρίων, επρομηθεύθησαν κατά την συνήθη άσκησιν της επιχειρήσεως αυτού εν οιωδήποτε υποστατικώ κειμένω ως ήθελε καθορισθή εν τη γνωστοποιήσει.
(2) Γνωστοποίησις δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να απαιτήση όπως οιαδήποτε τοιαύτα στοιχεία παρασχεθώσι κατά τοιούτον τρόπον και εντός τοιούτου χρόνου ως ήθελε καθορισθή εν τη γνωστοποιήσει, εάν δε αύτη επιδοθή εις φαρμακοποιόν ή εξουσιοδοτημένον πωλητήν δηλητηρίων, δύναται να απαιτηθή παρ’ αυτού όπως παράσχη τα ονόματα και διευθύνσεις των ιατρών οίτινες εξέδωκαν συνταγάς βάσει των οποίων επρομηθεύθησαν οιαδήποτε επικίνδυνα ή άλλως επιβλαβή φάρμακα, εις τα οποία αναφέρεται η γνωστοποίησις, αλλά δεν δύναται να απαιτήση παρ’ οιουδήποτε προσώπου να παράσχη οιαδήποτε στοιχεία αφορώντα εις την ταυτότητα οιουδήποτε προσώπου δια το οποίον ανεγράφη συνταγή δια το τοιούτο φάρμακον ή προς το οποίον το τοιούτο φάρμακον εχορηγήθη ή επρομηθεύθη.
(3) Πρόσωπον τι διαπράττει αδίκημα εάν άνευ ευλόγου δικαιολογίας (το βάρος της αποδείξεως της οποίας φέρει ούτος) παραλείπη να συμμορφωθή προς οιανδήποτε απαίτησιν επιβαλλομένην αυτώ δυνάμει του εδαφίου (1) ανωτέρω.
(4) Πρόσωπον τι διαπράττει αδίκημα εάν εν τη προσπαθεία του να συμμορφωθή προς απαίτησιν επιβληθείσαν αυτώ δυνάμει του παρόντος άρθρου παρέχη οιανδήποτε πληροφορίαν την οποίαν τούτο γνωρίζει ότι είναι ψευδής εν ουσιώδη λεπτομερεία ή αμελώς παρέχη οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις είναι ψευδής.