49.-(1) Αν σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι κάποιο πρόσωπο ενδέχεται να δώσει ουσιώδη μαρτυρία για τα την κατηγορία ή την υπεράσπιση, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει κλήση στο πρόσωπο αυτό η οποία να απαιτεί από αυτό να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην κλήση, για να δώσει μαρτυρία σε σχέση με την υπόθεση και για να μεταφέρει μαζί του οποιοδήποτε ορισμένο έγγραφο ή πράγμα και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ή πράγμα που αφορά την υπόθεση το οποίο δυνατό να βρίσκεται στην κατοχή ή την εξουσία ή τον έλεγχο αυτού:
Νοείται ότι, αν το Δικαστήριο ικανοποιείται με ένορκη απόδειξη ότι οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενδέχεται να δώσει ουσιώδη μαρτυρία δεν θα παραστεί να δώσει μαρτυρία με κλήτευση τότε, αντί της έκδοσης κλήσης, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει από την αρχή ένταλμα για τη σύλληψη του προσώπου αυτού:
Νοείται περαιτέρω ότι οποιοδήποτε πρόσωπο παρόν στο Δικαστήριο και εξαναγκασμένο να καταθέσει ως μάρτυρας, είτε είναι διάδικος ή όχι, δύναται να εξαναγκαστεί από το Δικαστήριο να δώσει μαρτυρία και να παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο ή πράγμα που βρίσκεται στην κατοχή ή την εξουσία του, με τον ίδιο τρόπο και τηρουμένων των ίδιων κανονισμών ωσάν να είχε κλητευθεί να παραστεί και δώσει μαρτυρία ή να παρουσιάσει τέτοιο έγγραφο ή πράγμα και δύναται να επιβληθεί σε αυτό ποινή κατά παρόμοιο τρόπο για οποιαδήποτε άρνηση του να υπακούσει σε διαταγή του Δικαστηρίου.
(2) Αν ο κατήγορος δεν είναι δημόσιος λειτουργός κανένα πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η κλήση δεν υποχρεώνεται να παραστεί εκτός αν προσφέρονται σε αυτό ή καταθέτονται στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου που εκδίδει την κλήση εύλογα οδοιπορικά και έξοδα συντήρησης, που γίνεται για αυτό σημείωση στην κλήση.
(3) Οι διατάξεις του άρθρου 46 εφαρμόζονται σε επίδοση κλήσης μάρτυρα δυνάμει του άρθρου αυτού με τις αναγκαίες προσαρμογές.
50.-(1) Σε περίπτωση ανυπακοής σε κλήση προς μάρτυρα χωρίς νόμιμη δικαιολογία, κατόπι απόδειξης της επίδοσης κλήσης δύναται να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης προς εξαναγκασμό της εμφάνισης του προσώπου που κλητεύθηκε.
(2) Οι διατάξεις των άρθρων 18, 19, 20, 21 και 22 εφαρμόζονται με τις ανάλογες προσαρμογές σε κάθε ένταλμα που εκδίδεται προς εξαναγκασμό της παράστασης μάρτυρα δυνάμει του άρθρου αυτού.
51. Κάθε μάρτυρας που είναι παρών κατά την αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας υπόθεσης ή ο οποίος ειδοποιήθηκε από το Δικαστήριο ή λειτουργό του Δικαστηρίου για το χρόνο και τόπο για τον οποίο αναβάλλεται η ακροαματική διαδικασία, δεσμεύεται, χωρίς περαιτέρω ειδοποίηση, να παραστεί σε τέτοιο χρόνο και τόπο και σε περίπτωση παράλειψης να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, δύναται να τύχει μεταχείρισης με τον ίδιο τρόπο όπως αν αρνείτο ή παρέλειπε να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου συμμορφούμενος με κλήση να παραστεί και δώσει μαρτυρία.
52. Όποιος αφού κλητευθεί να παραστεί ως μάρτυρας παραλείπει, χωρίς νόμιμη δικαιολογία, να παραστεί όπως απαιτείται από κλήση που επιδόθηκε κανονικά ή ο οποίος αφού παραστεί αναχωρεί χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου ή, αφού ειδοποιηθεί κανονικά για το χρόνο και τον τόπο της ακροαματικής διαδικασίας που αναβλήθηκε παραλείπει να παραστεί κατά τη διαδικασία αυτή που αναβλήθηκε, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές και, επιπρόσθετα, διατάσσεται να καταβάλει όλα τα έξοδα που έχουν προκύψει από την παράλειψη του να παραστεί:
Νοείται ότι κανένας δεν διώκεται για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου αυτού, εκτός δυνάμει διαταγής του Δικαστηρίου που εκδίδεται κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης για την οποία απαιτείται η μαρτυρία.
53. Όταν πρόσωπο περιορισμένο σε φυλακή ή ίδρυμα ή πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση υποχρεώνεται να δώσει μαρτυρία, το Δικαστήριο ή οποιοσδήποτε δικαστής αυτού μπορεί να εκδώσει διάταγμα το οποίο να διατάσσει τον υπεύθυνο για το πρόσωπο αυτό λειτουργό να μεριμνήσει για την προσαγωγή τούτου κάτω από κατάλληλη φρούρηση ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρόνο που κατονομάζεται στο διάταγμα, και ο λειτουργός αυτός, αφού πάρει το διάταγμα, το κοινοποιεί αμέσως προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας ο οποίος πρέπει να ενεργήσει σύμφωνα με αυτό και να μεριμνήσει για την ασφαλή φρούρηση του εν λόγω προσώπου για όσο χρόνο απουσιάζει από τον τόπο όπου τελούσε υπό περιορισμό ή εκρατείτο.
54. Το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, δύναται να καλέσει οποιοδήποτε πρόσωπο ως μάρτυρα ή να επανακαλέσει και εξετάσει περαιτέρω οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ήδη εξεταστεί και το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει ή επανακαλέσει και εξετάσει περαιτέρω οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο αν η μαρτυρία του φαίνεται στο Δικαστήριο ότι είναι ουσιώδης για τη δίκαιη κρίση της υπόθεσης.
55.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), κάθε μάρτυρας σε ποινική διαδικασία εξετάζεται ενόρκως και το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εμφανίζεται μάρτυρας έχει πλήρη εξουσία να επάγει σε αυτό τέτοιο όρκο όπως συνηθίζεται να επάγεται σε πρόσωπα που πρεσβεύουν το ίδιο με το μάρτυρα θρήσκευμα ή θρησκεία:
Νοείται ότι πρόσωπο, που ενίσταται να ορκιστεί και που αναφέρει ως λόγο της ένστασης αυτής είτε ότι δεν θρησκεύεται είτε ότι το να ορκιστεί αντίκειται στη θρησκεία του (το γεγονός καταχωρείται στα πρακτικά της διαδικασίας), δικαιούται, αντί να ορκιστεί να προβεί σε βεβαίωση αφού υποσχεθεί και δηλώσει επίσημα ότι η μαρτυρία που θα δοθεί από αυτό στο Δικαστήριο είναι η αλήθεια, όλη η αλήθεια, και τίποτε άλλο παρά η αλήθεια, και η βεβαίωση αυτή έχει την ίδια ισχύ και το ίδιο αποτέλεσμα ωσάν αυτός να είχε ορκιστεί.
(2) Όταν επαχθεί και δοθεί όρκος κανονικά, το γεγονός ότι κατά το χρόνο της ορκωμοσίας το πρόσωπο στο οποίο επάχθηκε ο όρκος δεν θρησκεύετο ή η ορκωμοσία αντίκειτο στη θρησκεία του δεν επηρεάζει για οποιοδήποτε σκοπό την εγκυρότητα του όρκου αυτού.
(3) Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία όποιος έχει ηλικία κάτω των δεκατεσσάρων χρόνων εξετάζεται χωρίς όρκο.
56.-(1) Κάθε μάρτυρας σε ποινική διαδικασία εξετάζεται πρώτα κύρια από το μέρος που τον καλεί, ύστερα, αν οποιοδήποτε άλλο μέρος επιθυμεί αυτό, αντεξετάζεται και ύστερα αν το μέρος που τον καλεί αυτό επιθυμεί, επανεξετάζεται.
(2) Η εξέταση και η αντεξέταση πρέπει να αφορούν γεγονότα συναφή0 δεν είναι όμως αναγκαίο όπως η αντεξέταση περιορίζεται σε γεγονότα για τα οποία ο μάρτυρας κατάθεσε στην κύρια εξέταση του.
(3) Εκτός κατόπι άδειας του Δικαστηρίου, η επανεξέταση αποσκοπεί στην εξήγηση ζητημάτων που αναφέρθηκαν στην αντεξέταση και, αν κατόπι άδειας του Δικαστηρίου εισαχθούν νέα ζητήματα κατά την επανεξέταση, το άλλο μέρος δύναται να αντεξετάσει περαιτέρω για τα εν λόγω ζητήματα.
(4) Αν εμφανίζεται δικηγόρος για οποιοδήποτε μέρος, η κύρια εξέταση, η αντεξέταση και η επανεξέταση όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο διεξάγεται από το δικηγόρο.
57. Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία κατά την οποία κατηγορούνται συγχρόνως περισσότεροι από ένας κατηγορούμενοι-
(α) επιτρέπεται σε κάθε κατηγορούμενο να αντεξετάσει οποιοδήποτε μάρτυρα που κλητεύτηκε από την κατηγορούσα αρχή προτού ο μάρτυρας επανεξεταστεί
(β) αν μάρτυρας ο οποίος κλητεύτηκε από ένα από τους κατηγορούμενους με τη μαρτυρία του ενοχοποιεί άλλο συγκατηγορούμενο, ο μάρτυρας αυτός δύναται να αντεξεταστεί από τον συγκατηγορούμενο αυτό, και αν αντεξεταστεί με αυτό τον τρόπο, η αντεξέταση αυτή πρέπει να προηγείται από την αντεξέταση που γίνεται από τον κατήγορο.
58.-(1) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο, που εμφανίζεται είτε συμμορφούμενο προς κλήση ή δυνάμει εντάλματος ή παριστάμενο στο Δικαστήριο και καλούμενο από το Δικαστήριο να δώσει μαρτυρία-
(α) αρνείται να ορκιστεί ή να δώσει βεβαίωση· ή
(β) αφού ορκιστεί ή δώσει βεβαίωση, αρνείται να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση που του υποβάλλεται· ή
(γ) αρνείται ή αμελεί να παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο ή πράγμα το οποίο απαιτείται από αυτό να παρουσιάσει, χωρίς να παρέχει σε οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση δικαιολογία που ικανοποιεί το Δικαστήριο για την άρνηση αυτή ή αμέλεια, το Δικαστήριο δύναται, με ένταλμα, να φυλακίσει αυτό, εκτός αν αυτό νωρίτερα συναίνεσε να πράξει ότι απαιτείται από αυτό.
(δ) [Διαγράφηκε]
(2) Αν το πρόσωπο αυτό, κατά την προσαγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου και πάλι αρνείται να πράξει ότι απαιτείται από αυτό, το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί αυτό σκόπιμο, και πάλι να φυλακίσει αυτό και τούτο θα επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα μέχρις ότου το πρόσωπο αυτό συναινέσει να πράξει ότι απαιτείται από αυτό.
(3) Κάθε πρόσωπο που φυλακίστηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού δύναται να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οι διατάξεις του Νόμου αυτού που αφορούν σε εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου από πρόσωπα που καταδικάστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο εφαρμόζονται με τις ανάλογες προσαρμογές σε περίπτωση μάρτυρα που φυλακίστηκε δυνάμει του άρθρου αυτού.
(4) Οι παρούσες διατάξεις καθόλου δεν επηρεάζουν την ευθύνη οποιουδήποτε τέτοιου προσώπου να υπόκειται σε οποιαδήποτε άλλη ποινή ή διαδικασία για άρνηση ή αμέλεια να πράξει ότι απαιτείται από αυτό ή εμποδίζουν το Δικαστήριο από το να εκδικάσει στο μεταξύ την υπόθεση σύμφωνα με οποιαδήποτε άλλη επαρκή μαρτυρία που λήφθηκε ενώπιον του.
59.-(1) Μάρτυρας ανίκανος να ομιλήσει δύναται να ορκιστεί ή βεβαιώσει και δύναται να δώσει τη μαρτυρία του με οποιοδήποτε τρόπο κατά τον οποίο είναι ικανός να καταστήσει αυτή αντιληπτή, όπως με γραφή ή με νεύματα αλλά η γραφή αυτή πρέπει να γραφεί και τα νεύματα να εκτελεστούν σε δημόσια συνεδρίαση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.
(2) Μαρτυρία που δόθηκε με αυτό τον τρόπο θεωρείται ως προφορική μαρτυρία.
60. Όταν πρόσωπο εμφανίζεται ενώπιον Δικαστηρίου κατόπι κλήτευσης ή λόγω ανάληψης προσωπικής υποχρέωσης ή δυνάμει εντάλματος για να δώσει μαρτυρία είτε εκ μέρους του κατήγορου είτε εκ μέρους του κατηγορούμενου, το Δικαστήριο δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να διατάξει την καταβολή των εξόδων και δαπανών του μάρτυρα μαζί με αποζημιώσεις για την ενόχληση του και την απώλεια χρόνου, ως ήθελε καθοριστεί.
61. Κάθε δικαστήριο δύναται, σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία στην οποία φαίνεται αναγκαίο για τους σκοπούς της δικαιοσύνης να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, να εκδώσει διάταγμα για τη λήψη ένορκης μαρτυρίας ενώπιον οποιουδήποτε λειτουργού του Δικαστηρίου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή προσώπων και σε οποιοδήποτε τόπο εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, από οποιοδήποτε μάρτυρα ή πρόσωπο και δύναται να διατάξει όπως μαρτυρία που λήφθηκε με αυτό τον τρόπο καταχωριστεί στο Δικαστήριο και δύναται να εξουσιοδοτήσει είτε τον κατήγορο είτε τον κατηγορούμενο να προσάγει τη μαρτυρία αυτή με τέτοιους όρους όπως το Δικαστήριο ήθελε διατάξει. Διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού εφεσιβάλλεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η έφεση ασκείται με την παράδοση ειδοποίησης έφεσης στον Αρχιπρωτοκολλητή και το άλλο μέρος εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία του διατάγματος και το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει, επικυρώσει ή τροποποιήσει το διάταγμα αυτό.