4.-(1) Οποιοσδήποτε αστυνομικός δύναται να διεξάγει ανάκριση σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο ή ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε πρόσωπο, με το όνομα ή το αξίωμα του, το οποίο θεωρεί κατάλληλο για το σκοπό, να διεξάγει ανακρίσεις σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος.
(3) Αστυνομικός ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο δυνάμει του εδαφίου (2) που διεξάγει ανάκριση σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος στο εξής στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως “ανακριτής”.
5.-(1) Κάθε ανακριτής δύναται να απαιτήσει από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο αυτός έχει λόγο να θεωρεί ενήμερο των γεγονότων ή περιστατικών του ποινικού αδικήματος για το οποίο διεξάγει ανακρίσεις, να παραστεί σε τέτοιο τόπο και χρόνο ως ο ανακριτής ήθελε εύλογα ορίσει για το σκοπό εξέτασης και λήψης κατάθεσης από αυτό σε σχέση με το ποινικό αδίκημα.
(2) Ο ανακριτής δύναται να καταγράψει οποιαδήποτε κατάθεση του εξεταζόμενου προσώπου, η οποία τότε διαβάζεται στο πρόσωπο αυτό που στη συνέχεια την υπογράφει ή αν είναι αναλφάβητο, θέτει το σημείο του σε αυτήν και αν το πρόσωπο αυτό αρνείται να ενεργήσει με αυτό τον τρόπο, ο ανακριτής σημειώνει την άρνηση στο τέλος της κατάθεσης αναφέροντας επίσης το λόγο της, αν εξακριβώθηκε, και η κατάθεση στη συνέχεια υπογράφεται από τον ανακριτή.
(3) Κάθε τέτοια κατάθεση, αν αποδειχτεί ότι έγινε θεληματικά, είναι δεκτή ως μαρτυρία σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία εναντίον του προσώπου που κατέθεσε.
(4) Όποιος, χωρίς εύλογη αιτία, αρνείται να παραστεί σε τέτοιο τόπο και χρόνο ως ήθελεν ορίσει ο ανακριτής, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
6.-(1) Ο ανακριτής δύναται κατά τη διάρκεια της ανάκρισης για ποινικό αδίκημα, αν αυτός θεωρεί την παρουσίαση κάποιου εγγράφου αναγκαία ή επιθυμητή για τους σκοπούς της ανάκρισης, να εκδώσει γραπτή διαταγή στο πρόσωπο υπό την κατοχή ή τον έλεγχο του οποίου βρίσκεται το έγγραφο αυτό ή πιστεύεται ότι βρίσκεται, απαιτώντας από αυτό την παρουσίαση του εγγράφου σε τέτοιο εύλογο τόπο και χρόνο ως ήθελε καθοριστεί στη διαταγή.
(2) Κάθε πρόσωπο που καλείται βάσει γραπτής διαταγής δυνάμει του παρόντος άρθρου να παρουσιάσει έγγραφο, θεωρείται ότι συμμορφώθηκε με τη διαταγή, αν προκάλεσε, την παρουσίαση του εγγράφου αντί να παρεβρεθεί αυτοπροσώπως για να το παρουσιάσει.
(3) Όποιος χωρίς εύλογη αιτία, όταν διαταχτεί δυνάμει του παρόντος άρθρου να παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο, αρνείται να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για οποιοδήποτε έγγραφο για την παρουσίαση του οποίου απαιτείται από το Νόμο αυτό ή από άλλο Νόμο ένταλμα του Υπουργικού Συμβουλίου ή διάταγμα του Δικαστηρίου.
7.(1) Πρόσωπο, το οποίο συλλαμβάνεται και κρατείται, δικαιούται να ζητήσει όπως χορηγηθεί εγκαίρως στο ίδιο ή το δικηγόρο του πρόσβαση στα ουσιώδη έγγραφα, που είναι σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση και βρίσκονται στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής και τα οποία είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική αμφισβήτηση της νομιμότητας της σύλληψης και της κράτησής του.
(2) Όταν κλήση ή ένταλμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 44 του παρόντος Νόμου επιδοθεί στον κατηγορούμενο, αυτός δικαιούται με γραπτό αίτημά του προς την κατηγορούσα αρχή να έχει δωρεάν πρόσβαση στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου:
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος αιτείται γραπτώς την παροχή αντιγράφων τέτοιου υλικού, καταβάλλεται το τέλος, το οποίο καθορίζεται εκάστοτε από τον Αρχηγό Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
(4) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (2), εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αν αυτή ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου, ή στην περίπτωση που τέτοια άρνηση θεωρείται απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, ή που η πρόσβαση ενδέχεται να διακυβεύσει τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) η κατηγορούσα αρχή δεν παρέχει στον κατηγορούμενο πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των έγγραφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αυτός δύναται κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον.
7Α.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 7, ο κατηγορούμενος σε ιδιωτική ποινική διαδικασία ή ο δικηγόρος αυτού δικαιούται, με γραπτό αίτημά του προς τον κατήγορο, εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την ημερομηνία που υποβάλλεται το εν λόγω αίτημα, να έχει δωρεάν πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και/ή μαρτυρικό υλικό που διατηρεί στην κατοχή του ο κατήγορος, περιλαμβανομένου ονομαστικού καταλόγου μαρτύρων κατηγορίας και υπογραμμένης γραπτής δήλωσης εκάστου παραπονούμενου προσώπου, στην οποία καταγράφεται η μαρτυρία του επί όλων των γεγονότων της υπόθεσης, καθώς και σύνοψη της μαρτυρίας οποιουδήποτε άλλου μάρτυρα κατηγορίας, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου:
(2) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (1), εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε τμήμα των εγγράφων, του μαρτυρικού υλικού, των γραπτών δηλώσεων και/ή οποιασδήποτε σύνοψης μαρτυρίας που διατηρεί στην κατοχή του ο κατήγορος σε περίπτωση που-
(α) η πρόσβαση ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου· ή
(β) τέτοια άρνηση θεωρείται απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος· ή
(γ) η πρόσβαση ενδέχεται να διακυβεύσει τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), ο κατήγορος δεν παρέχει στον κατηγορούμενο ή στο δικηγόρο του πρόσβαση σε τμήμα των εγγράφων, του μαρτυρικού υλικού, των γραπτών δηλώσεων και/ή οποιασδήποτε σύνοψης μαρτυρίας που διατηρεί στην κατοχή του, ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του δύναται να ζητήσουν από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και, αφού ακούσει και τις δυο πλευρές, να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «πρόσβαση» σημαίνει τη λήψη αντίγραφων και/ή φωτοαντίγραφων των εγγράφων, του μαρτυρικού υλικού, των γραπτών δηλώσεων και των συνόψεων μαρτυρίας που έχει στην κατοχή του ο κατήγορος.
8. Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του άρθρου 3 και άνευ επηρεασμού της εφαρμογής του άρθρου 5 οι εκάστοτε εγκρινόμενοι από τους δικαστές της Αυτής Μεγαλειότητας του Queen’s Bench Division της Αγγλίας κανόνες που αφορούν τη λήψη καταθέσεων από αστυνομικούς (γνωστοί ως “Οι Δικαστικοί Κανόνες”) (“The Judges’ Rules”) ισχύουν για τη λήψη καταθέσεων στη Δημοκρατία όπως αυτοί ισχύουν για τη λήψη καταθέσεων στην Αγγλία.