166.-(1) Τα έξοδα κάθε δημόσιας δίωξης, κατ’ αρχή, καταβάλλονται από τις δημόσιες προσόδους.
(2) Κάθε διάταγμα για την καταβολή εξόδων καταρτίζεται από λειτουργό του Δικαστηρίου και παραδίνεται στο πρόσωπο που δικαιούται αυτά.
(3) Κάθε διάταγμα για την καταβολή εξόδων από τις δημόσιες προσόδους απευθύνεται προς το Διοικητή της Επαρχίας στην οποία διεξάγεται η δίκη και κάθε διάταγμα που απευθύνεται με αυτό τον τρόπο είναι επαρκής εξουσιοδότηση για κάθε Διοικητή και για κάθε πρόσωπο που ενεργεί υπό τις διαταγές του Διοικητή ως ταμίας για την επαρχία, ή άλλως για να πληρώσει το χρηματικό ποσό που αναφέρεται στο διάταγμα. Και κάθε Διοικητής όπως και άλλο πρόσωπο όπως έχει λεχθεί, κατά την προσαγωγή του διατάγματος, καταβάλλει τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε αυτό στο πρόσωπο που κατονομάζεται στο διάταγμα ή σε οποιοδήποτε άλλο που είναι εξουσιοδοτημένος δεόντως να παραλάβει αυτά για λογαριασμό αυτού.
167. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο δύναται να διατάξει όπως τα έξοδα μαρτύρων που κλήθηκαν για την υπεράσπιση και δεσμεύτηκαν με προσωπική υποχρέωση να δώσουν μαρτυρία για τον κατηγορούμενο καταβληθούν από τις δημόσιες προσόδους.
168. Όταν πρόσωπο καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει αυτό να καταβάλει τα έξοδα της κατηγορίας επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή η οποία δύναται να επιβληθεί σε αυτό και σε περίπτωση δημοσίων διώξεων τα έξοδα αυτά, όταν εισπραχθούν, καταβάλλονται στις δημόσιες προσόδους.
169. Αν σε συνοπτική δίκη ο κατηγορούμενος αθωωθεί το Δικαστήριο δύναται να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο κατά τη γνώμη του προσάχθηκε κατηγορία ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει υπεύθυνο για την πρόκληση της πρόσαψης κατηγορίας, να καταβάλει στον κατηγορούμενο τα έξοδα αυτού.
170.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, όταν περιουσία περιέλθει στην κατοχή της αστυνομίας σε σχέση με οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, το Δικαστήριο δύναται, με αίτηση είτε αστυνομικού είτε προσώπου που διεκδικεί την περιουσία, να εκδώσει διάταγμα για την παράδοση της περιουσίας στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστήριο ότι είναι ο κύριος αυτής ή, αν ο κύριος δεν δύναται να εξακριβωθεί, να εκδώσει τέτοιο διάταγμα σε σχέση με την περιουσία ως το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
(2) Διάταγμα δυνάμει του άρθρου αυτού δεν επηρεάζει το δικαίωμα οποιουδήποτε προσώπου να εγείρει εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της έκδοσης του διατάγματος αγωγή για ανάκτηση της περιουσίας εναντίον οποιουδήποτε προσώπου που κατέχει περιουσία η οποία παραδόθηκε δυνάμει του διατάγματος, αλλά μετά την παρέλευση των εν λόγω έξι μηνών το δικαίωμα αποσβέννεται.
171. Όταν πρόσωπο καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα με το οποίο άλλο πρόσωπο αποστερήθηκε οποιασδήποτε περιουσίας, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η περιουσία αυτή ή οποιοδήποτε μέρος της αποδοθεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστήριο ότι είναι ο κύριος αυτής, είτε χωρίς πληρωμή ή με πληρωμή από τον κύριο αυτό στο πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκεται η περιουσία αυτή ή μέρος αυτής, οποιουδήποτε ποσού που ορίζεται στο διάταγμα:
Νοείται ότι το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε-
(α) αξιόγραφο το οποίο καλή τη πίστει πληρώθηκε ή ξοφλήθηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο που υποχρεώνεται στην πληρωμή ή εξόφληση αυτού0
(β) διαπραγματεύσιμο έγγραφο το οποίο λήφθηκε καλή τη πίστει με μεταβίβαση ή παράδοση από οποιοδήποτε πρόσωπο αντί δίκαιης και αξιόλογης αντιπαροχής χωρίς γνώση ή χωρίς εύλογη αιτία για υπόνοια ότι αυτό κλάπηκε ή άλλως λήφθηκε για κακούργημα
(γ) αγαθά ή έγγραφα τίτλου εμπιστευμένα ή υπό τον έλεγχο, με έγγραφα τίτλου ή άλλως, οποιουδήποτε επιτρόπου εμπιστεύματος, τραπεζίτη, εμπόρου, πληρεξούσιου αντιπροσώπου, πράκτορα, μεσίτη ή άλλου αντιπροσώπου που καταδικάστηκε υπό την ιδιότητα αυτή για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα σε σχέση με αυτά
(δ) κινητή περιουσία που αγοράστηκε καλή τη πίστει σε ελεύθερη αγορά από πρόσωπο που συναλλάσσεται στην αγορά αυτή με αυτό το είδος περιουσίας, ή σε οποιοδήποτε εμπορικό κατάστημα όπου πωλείται περιουσία του είδους αυτού και από πρόσωπο συνήθως υπεύθυνο αυτού.
172.-(1) Όταν πρόσωπο καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα που συνοδεύεται από εγκληματική βία και φαίνεται στο Δικαστήριο ότι με βία αυτή πρόσωπο αποστερήθηκε της κατοχής ακίνητης περιουσίας το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί σκόπιμο, να διατάξει όπως αποδοθεί η κατοχή της στο εν λόγω πρόσωπο.
(2) Κανένα τέτοιο διάταγμα δεν βλάπτει δικαίωμα ή συμφέρον επί της ακίνητης αυτής περιουσίας ή στην ακίνητη αυτή περιουσία το οποίο δύναται οποιοδήποτε πρόσωπο συμπεριλαμβανόμενου και του καταδικασθέντος να αποδείξει σε πολιτική αγωγή.