ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ερμηνεία

2. Στο Νόμο αυτό-

“Ανώτατο Δικαστήριο” σημαίνει το δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8) του άρθρου 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διάταξεις) Νόμου καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο στην έκταση που αφορά στη δικαιοδοσία του, το Εφετείο και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην έκταση που αφορά στη δικαιοδοσία αυτών και ο όρος αυτός περιλαμβάνει και οποιονδήποτε Δικαστή των εν λόγω Δικαστηρίων·

“Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο” σημαίνει το δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8) του άρθρου 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου καθιδρυθέν Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο·

“Αρχιπρωτοκολλητής” σημαίνει τον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο όρος αυτός περιλαμβάνει τον Βοηθό Αρχιπρωτοκολλητή και τον Πρωτοκολλητή οποιουδήποτε Δικαστηρίου δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον Αρχιπρωτοκολλητή·

“Δικαστήριο” σημαίνει το αρμόδιο Δικαστήριο∙

“Δικαστής” σημαίνει δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου∙

“Δικαστής Ανωτάτου Δικαστηρίου” σημαίνει τον Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έκταση που αφορά στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τον Δικαστή του Εφετείου στην έκταση που αφορά στη δικαιοδοσία του Εφετείου και τον Δικαστή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην έκταση που αφορά στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ανάλογα με την περίπτωση·

“Εφετείο” σημαίνει το δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 3Α του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου καθιδρυθέν Εφετείο·

“κατηγορητήριο” σημαίνει τη γραπτή κατηγορία για ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται κάποιος κατηγορούμενος σε συνοπτική δίκη ή για σκοπούς παραπομπής σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου∙

“κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο” σημαίνει τη γραπτή κατηγορία για ποινικό αδίκημα η οποία καταχωρίστηκε από, ή εκ μέρους, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε Κακουργιοδικείο εναντίον κατηγορούμενου για δίκη ενώπιον του δικαστηρίου αυτού∙

“νομοθέτημα” περιλαμβάνει νόμους και διοικητικές πράξεις∙

“ποινική διαδικασία” και συναφείς εκφράσεις σημαίνουν οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου προς τιμωρία του για ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση οποιουδήποτε νομοθετήματος∙

“ποινικό αδίκημα” σημαίνει πράξη, απόπειρα ή αξιόποινη παράλειψη δυνάμει οποιουδήποτε νομοθετήματος∙

“προανάκριση” [Διαγράφηκε]

“συνοπτική δίκη” σημαίνει δίκη από δικαστή κατά την άσκηση της συνοπτικής του δικαιοδοσίας∙

“τόπος” περιλαμβάνει οποιαδήποτε οικία, γραφείο, δωμάτιο ή κτίριο και οποιοδήποτε χώρο ή τοπικό σημείο είτε ανοικτό είτε περίκλειστο, επίσης δε οποιοδήποτε όχημα, προσγειωμένο αεροσκάφος και οποιοδήποτε πλοίο, λέμβο ή άλλο σκάφος που επιπλέει ή όχι∙

“υπεύθυνος αστυνομικού σταθμού” περιλαμβάνει, κάθε φορά που ο υπεύθυνος αστυνομικού σταθμού απουσιάζει από το οίκημα του σταθμού ή αδυνατεί για οποιοδήποτε λόγο να εκτελέσει τα καθήκοντα του, τον αστυνομικό, ο οποίος είναι παρών στον αστυνομικό σταθμό και ο οποίος έπεται ιεραρχικά του υπεύθυνου αυτού ή ο οποίος στην απουσία του εν λόγω υπεύθυνου εκτελεί τα καθήκοντα αυτού∙

“χρηματική ποινή” σημαίνει χρηματική ποινή που επιβλήθηκε δυνάμει οποιουδήποτε νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε, κάθε ποσό από εγγυητικό γραμμάτιο για απόλυση που κατατέθηκε ή από προσωπική υποχρέωση, κάθε ποσό που επιδικάστηκε σε ποινική διαδικασία για να καταβληθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο υπό μορφή αποζημίωσης, εξόδων ή άλλως και περιλαμβάνει τα έξοδα εκτέλεσης προς ανάληψη αυτών.

Πότε εφαρμόζεται το Αγγλικό Δίκαιο

3. Αναφορικά με ζητήματα ποινικής δικονομίας για τα οποία δεν υπάρχει ειδική διάταξη στο Νόμο αυτό ή σε οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα που ισχύει εκάστοτε, κάθε Δικαστήριο εφαρμόζει σε ποινική διαδικασία, το δίκαιο που ισχύει εκάστοτε στην Αγγλία και κανόνες πρακτικής οι οποίοι αφορούν την ποινική δικονομία.

Τεκμήριο αθωότητας

3Α. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο είναι ύποπτο ή κατηγορούμενο για τέλεση αξιόποινης πράξης, θεωρείται αθώο μέχρις ότου αποδειχτεί ένοχο σύμφωνα με νόμο.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε φυσικό πρόσωπο κατά την ποινική διαδικασία, από τη στιγμή κατά την οποία αυτό είναι ύποπτο ή κατηγορούμενο για τέλεση αξιόποινης πράξης, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας που συνίσταται στην έκδοση τελικής δικαστικής απόφασης.

Δημόσιες δηλώσεις δημόσιας αρχής

3Β. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης για την ενοχή ύποπτου ή κατηγορούμενου προσώπου, δεν επιτρέπεται σε δημόσια δήλωση δημόσιας αρχής και σε δικαστική απόφαση, με εξαίρεση τις τελικές δικαστικές αποφάσεις περί της ενοχής, το ύποπτο ή κατηγορούμενο πρόσωπο να αναφέρεται ως ένοχο.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) -

(α) Δεν επηρεάζουν τη συνταγματική εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να κινεί, να διεξάγει, να επιλαμβάνεται και να συνεχίζει ή να διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία ή να διατάσσει δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία για οποιοδήποτε αδίκημα,

(β) δεν επηρεάζουν τις προκαταρκτικές ή/και ενδιάμεσες αποφάσεις που λαμβάνονται από δικαστικές ή/και αστυνομικές αρχές και βασίζονται σε υπόνοιες, ενδείξεις και/ή ενοχοποιητικά στοιχεία και  δεν εμποδίζουν τις δημόσιες αρχές να προβαίνουν σε δημόσια μετάδοση πληροφοριών σχετικά με την ποινική διαδικασία, όταν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για λόγους σχετικούς με την ποινική έρευνα ή το δημόσιο συμφέρον.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-

«δημόσια αρχή» σημαίνει οποιαδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα, αρχές ή δικαστήρια:

(α) Αστυνομικές αρχές και πρόσωπα που διεξάγουν ανακρίσεις·

(β) δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία· και

(γ) οποιοδήποτε κρατικό αξιωματούχο·

«αξιωματούχος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει ή ανέλαβε οποιοδήποτε λειτούργημα, αξίωμα ή θέση·

«δημόσια δήλωση δημόσιας αρχής» σημαίνει οποιαδήποτε δημόσια δήλωση που αναφέρεται σε ύποπτο ή κατηγορούμενο πρόσωπο ως ένοχο και η οποία προέρχεται από δημόσια αρχή ως ορίζεται στο παρόν άρθρο·

«λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση» σημαίνει οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση για τα οποία ο μισθός ή η αντιμισθία ή η αποζημίωση ή η χορηγία καταβάλλεται από τη Δημοκρατία ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, και περιλαμβάνει-

(α) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,

(β) το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,

(γ) το Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,

(δ) τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου,

(ε) δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου,

(στ) το Γενικό Ελεγκτή,

(ζ) το Βοηθό Γενικού Ελεγκτή,

(η) το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου,

(θ) το Γενικό Λογιστή,

(ι) το Βοηθό Γενικού Λογιστή,

(ια) Υπουργό,

(ιβ) Υφυπουργό,

(ιγ) τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο,

(ιδ) πρόσωπο που εργάζεται με σύμβαση εργοδότησης για αγορά υπηρεσιών σε κυβερνητική υπηρεσία,

(ιε) πρόσωπο που κατέχει θέση Επιτρόπου ή Εφόρου ή Προέδρου ή Μέλους Αρχής ή άλλου Σώματος ή άλλου αξιωματούχου και του οποίου το λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση προβλέπεται ή καθιδρύεται δυνάμει του Συντάγματος ή οποιουδήποτε νόμου της Δημοκρατίας.

Δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης

3Γ.(1) Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σιωπής σε ότι αφορά την αξιόποινη πράξη για την οποία είναι ύποπτος ή διώκεται.

(2)(α) Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης.

(β) Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης συνίσταται στη μη υποχρέωση του υπόπτου ή κατηγορουμένου να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ή έγγραφα ή να παράσχει πληροφορίες που μπορεί να οδηγήσουν στην αυτοενοχοποίησή του, όταν αυτός καλείται να προβεί σε δήλωση ή να απαντήσει σε ερωτήσεις.

(γ) Η άσκηση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές από τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία μπορούν να ληφθούν νόμιμα από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο μέσω άσκησης εξουσιών νόμιμου καταναγκασμού και τα οποία υφίστανται ανεξάρτητα από τη βούληση του υπόπτου ή κατηγορουμένου.

(3) Η άσκηση από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο του δικαιώματος σιωπής ή/και της μη αυτοενοχοποίησης δεν χρησιμοποιείται εναντίον του ούτε θεωρείται από μόνη της απόδειξη ότι ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει την αξιόποινη πράξη:

Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν επηρεάζουν τις διατάξεις του περί Αποδείξεως Νόμου αναφορικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από τα δικαστήρια.