35. Όποιος δικάστηκε μια φορά από αρμόδιο Δικαστήριο για ποινικό αδίκημα και καταδικάστηκε ή αθωώθηκε για αυτό το ποινικό αδίκημα, εφόσον αυτή η καταδίκη ή η αθώωση παραμένει σε ισχύ, δε δικάζεται εκ νέου βάσει των ίδιων γεγονότων για το ίδιο ποινικό αδίκημα.
36. Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου καμιά θεραπεία με πολιτική αγωγή, την οποία δυνατό να έχει κάποιος εναντίον άλλου για πράξη ή παράλειψη, αναστέλλεται ή με οποιοδήποτε τρόπο επηρεάζεται λόγω του ότι η πράξη αυτή ή η παράλειψη ανάγεται σε ποινικό αδίκημα.
37. Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, η ποινική δίωξη προσώπου αρχίζει με κατηγορητήριο που απαγγέλλεται εναντίον του προσώπου αυτού ενώπιον Δικαστηρίου.
38. Κάθε κατηγορητήριο είναι στον καθορισμένο τύπο υπογράφεται από ή εκ μέρους του προσώπου που απαγγέλλει αυτό και όταν το κατηγορητήριο απαγγέλλεται από Κυβερνητικό Τμήμα το κατηγορητήριο αυτό υπογράφεται από αντιπρόσωπο του Τμήματος. Αναφέρει το όνομα του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου θα διεξαχθεί η συνοπτική δίκη ή το οποίο θα παραπέμψει την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο και περιλαμβάνει επίσης τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
(α) το όνομα και περιγραφή του κατηγορουμένου όπως αυτά είναι γνωστά στον κατήγορο τα οποία είναι εύλογα επαρκή προς διαπίστωση της ταυτότητας του κατηγορουμένου
(β) το ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος τα οποία περιλαμβάνουν τις λεπτομέρειες που εκτίθενται στο άρθρο 39.
39. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε κάθε κατηγορητήριο και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε Νόμο ή κανόνα πρακτικής, το κατηγορητήριο, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, δεν επιδέχεται ένσταση σε σχέση με τον τύπο ή το περιεχόμενο αυτού αν είναι συνταγμένο σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού-
(α) εκτίθεται στο κατηγορητήριο σε χωριστή παράγραφο που καλείται κατηγορία η διατύπωση του ποινικού αδικήματος που βρίσκεται στο κατηγορητήριο ή όταν προσάπτονται κατηγορίες για περισσότερα από ένα ποινικά αδικήματα η διατύπωση καθενός τέτοιου ποινικού αδικήματος
(β) όταν το κατηγορητήριο περιλαμβάνει περισσότερες από μία κατηγορίες, οι κατηγορίες αριθμούνται κατά σειρά
(γ) η κατηγορία στο κατηγορητήριο περιγράφει εν συντομία σε κοινή γλώσσα το ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αποφεύγοντας, στο μέτρο του δυνατού τη χρήση τεχνικών όρων και χωρίς απαραίτητα να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία του ποινικού αδικήματος, και περιλαμβάνει αναφορά στο άρθρο του νομοθετήματος που δημιουργεί το ποινικό αδίκημα. Όταν κάποιο αδίκημα συνίσταται από πράγμα το οποίο απαγορεύεται από το συνδυασμένο αποτέλεσμα περισσότερων του ενός νομοθετημάτων, το κατηγορητήριο περιλαμβάνει αναφορά και στα δύο αυτά νομοθετήματα και αν το ποινικό αδίκημα ορίζεται από ένα και η ποινή προβλέπεται από άλλο νομοθέτημα γίνεται επίσης αναφορά στο νομοθέτημα που προβλέπει την ποινή
(δ) όταν το νομοθέτημα που συνιστά το ποινικό αδίκημα αναφέρει ότι το ποινικό αδίκημα είναι η τέλεση ή η παράλειψη τέλεσης οποιασδήποτε από τις διάφορες πράξεις διαζευτικά ή η τέλεση ή η παράλειψη τέλεσης οποιασδήποτε πράξης με οποιαδήποτε από τις διάφορες ιδιότητες, ή με οποιαδήποτε από τις διάφορες προθέσεις ή διατυπώνει οποιοδήποτε μέρος του ποινικού αδικήματος διαζευκτικά, οι πράξεις, παραλείψεις, ιδιότητες ή προθέσεις, ή άλλα ζητήματα που συνιστούν τη διάζευξη στο νομοθέτημα δύνανται να διατυπωθούν διαζευκτικά στην κατηγορία που προσάπτεται για το εν λόγω ποινικό αδίκημα
(ε) σε οποιαδήποτε κατηγορία για ποινικό αδίκημα, δεν είναι αναγκαίο να αντικρούεται οποιαδήποτε εξαίρεση ή απαλλαγή από την εφαρμογή ή επιφύλαξη ή περιορισμό στην εφαρμογή του νομοθετήματος που δημιουργεί το ποινικό αδίκημα
(στ) αν το ποινικό αδίκημα για το οποίο προσάπτεται κατηγορία συνίσταται από οποιαδήποτε πράξη που σχετίζεται με περιουσία ή σε περιουσία, δεν είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι η περιουσία ανήκει σε συγκεκριμένο πρόσωπο, εκτός όταν αυτό απαιτηθεί για το σκοπό περιγραφής ποινικού αδικήματος που εξαρτάται από ειδική ιδιοκτησία περιουσίας ή από ειδική αξία περιουσίας, και είτε γίνεται είτε όχι τέτοια αναφορά, είναι αρκετό για την κατηγορία να αποδείξει τέτοια γεγονότα ως προς την ιδιοκτησία ώστε να καταδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται
(ζ) δεν είναι αναγκαίο ή δεν χρησιμοποιείται βεβαιότητα ή λεπτομέρεια αναφοράς σχετικά με έγγραφα, γεγονότα, πράγματα, πρόσωπα, τόπους, χρόνο ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, στο κατηγορητήριο μεγαλύτερη από αυτή που είναι εύλογα επαρκή για το σκοπό παροχής ειδοποίησης στον κατηγορούμενο για αυτά.
Γεγονότα και έγγραφα δύνανται να καταρτιστούν ως παράρτημα και αντίγραφα αυτών δύνανται να συναφθούν στο κατηγορητήριο αν η μέθοδος αυτή είναι κατάλληλη
(η) δεν είναι αναγκαίο κατά την αναφορά οποιασδήποτε πρόθεσης καταδολίευσης, απάτης ή βλάβης να αναφέρεται πρόθεση να καταδολιευθεί, εξαπατηθεί ή βλαφτεί συγκεκριμένο πρόσωπο, εκτός αν το νομοθέτημα που δημιουργεί το αδίκημα καθιστά την πρόθεση να καταδολιευθεί, εξαπατηθεί ή βλαφτεί συγκεκριμένο πρόσωπο ουσιαστικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος
(θ) όταν ο κατηγορούμενος κατηγορείται για ποινική κατάχρηση εμπιστοσύνης, δόλια ιδιοποίηση περιουσίας, δόλια παραποίηση λογαριασμών, δόλιο σφετερισμό ή δεκασμό ή κατάχρηση αξιώματος, είναι αρκετό να οριστεί το συνολικό ποσό σε σχέση με το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι το ποινικό αδίκημα διαπράχτηκε και οι ημερομηνίες μεταξύ των οποίων υπάρχει ισχυρισμός ότι διαπράχτηκε αυτό χωρίς ορισμό συγκεκριμένων επί μέρους ποσών ή ακριβών ημερομηνιών
(ι) όταν το κατηγορητήριο περιλαμβάνει προηγούμενη καταδίκη για ποινικό αδίκημα αυτή πρέπει να περιλαμβάνεται στο τέλος της κατηγορίας με αναφορά ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε προηγουμένως για το εν λόγω ποινικό αδίκημα σε ορισμένο χρόνο και τόπο χωρίς να εκτεθούν οι λεπτομέρειες του αδικήματος:
Νοείται ότι κανένα λάθος στην έκθεση του ποινικού αδικήματος ή των λεπτομερειών που απαιτούνται να αναφερθούν στο κατηγορητήριο δεν θεωρείται σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης ως μη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του Νόμου αυτού εκτός αν σύμφωνα με τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος πράγματι παραπλανήθηκε λόγω του λάθους αυτού.
40.-(1) Οποιοσδήποτε αριθμός κατηγοριών είτε για το ίδιο ποινικό αδίκημα είτε για διαφορετικά ποινικά αδικήματα δύναται να περιληφθεί στο ίδιο κατηγορητήριο και το Δικαστήριο δύναται είτε να καταδικάσει είτε να αθωώσει τον κατηγορούμενο γενικά για ολόκληρο το κατηγορητήριο είτε να τον καταδικάσει για μια ή μερικές από τις κατηγορίες και να τον αθωώσει για άλλες.
(2) Αν διαφορετικές κατηγορίες αφορούν διαφορετικά πραγματικά γεγονότα, το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί αυτό ότι εξυπηρετεί το σκοπό της δικαιοσύνης, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να διατάξει όπως ο κατηγορούμενος δικαστεί χωριστά για οποιαδήποτε ή περισσότερες από τις κατηγορίες αυτές.
(3) Αν το Δικαστήριο καταδικάσει τον κατηγορούμενο γενικά επί ολόκληρου του κατηγορητηρίου, το νομικό αποτέλεσμα της καταδίκης αυτής θα είναι να καταδικαστεί αυτός για κάθε κατηγορία που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο και το Δικαστήριο δύναται, μετά από αυτά, να επιβάλει στον κατηγορούμενο την ίδια ποινή ωσάν αυτός να είχε καταδικαστεί για κάθε τέτοια κατηγορία ξεχωριστά:
Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν επιβάλλεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο με βάση τα ίδια γεγονότα πέρα της μιας ποινής.
41. Τα ακόλουθα πρόσωπα δύνανται να περιληφθούν στο ίδιο κατηγορητήριο και να δικαστούν μαζί, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει ότι θα δικαστούν ξεχωριστά, δηλαδή πρόσωπα κατηγορούμενα-
(α) για το ίδιο ποινικό αδίκημα
(β) για διάφορα ποινικά αδικήματα που έχουν διαπραχτεί κατά τη διάρκεια της ίδιας πράξης
(γ) για ποινικό αδίκημα και πρόσωπα τα οποία, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος, θεωρούνται ότι έχουν μετάσχει στη διάπραξη του ποινικού αυτού αδικήματος
(δ) για ποινικό αδίκημα και πρόσωπα κατηγορούμενα για απόπειρα διάπραξης του ποινικού αυτού αδικήματος
(ε) για ποινικό αδίκημα που αφορά κλοπή, δόλια κατάχρηση εμπιστοσύνης, δόλια ιδιοποίηση περιουσίας, δόλια παραποίηση λογαριασμών ή δόλιο σφετερισμό και πρόσωπα κατηγορούμενα για αποδοχή ή ανάληψη από τα ίδια του ελέγχου ή της διάθεσης του αντικειμένου του ποινικού αυτού αδικήματος.
42. Καθένας ο οποίος υπόκειται σε τιμωρία δυνάμει οποιουδήποτε νομοθετήματος ως πρόσωπο που μετείχε σε ποινικό αδίκημα δύναται να κατηγορηθεί είτε για διάπραξη του εν λόγω ποινικού αδικήματος ή για συμμετοχή στη διάπραξη αυτού ή για άμεση ή έμμεση παρακίνηση οποιουδήποτε άλλου προσώπου να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, είτε το άλλο πρόσωπο που μετείχε στο αδίκημα έχει ή δεν έχει κατηγορηθεί ή καταδικαστεί είτε υπόκειται ή όχι στη δικαιοσύνη.
43.-(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.
(2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί με αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγμα εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.
44.-(1) Κατά οποιοδήποτε χρόνο μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, Δικαστής δύναται να εκδώσει είτε κλήση είτε ένταλμα που να εξαναγκάζει την παράσταση του κατηγορουμένου ενώπιον του Δικαστηρίου είτε για συνοπτική δίκη είτε για παραπομπή του στο Κακουργιοδικείο, ανάλογα με την περίπτωση:
(2) Οι διατάξεις των άρθρων 18, 19, 20, 21 και 22 εφαρμόζονται, επιφέροντας τις αναγκαίες προσαρμογές σε κάθε ένταλμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού.
45.-(1) Κάθε κλήση που εκδίδεται από Δικαστή δυνάμει του Νόμου αυτού εκδίδεται κατά τον καθορισμένο τύπο0 υπογράφεται από Δικαστή ή λειτουργό Δικαστηρίου από τον οποίο εκδίδεται και απευθύνεται προς τον κατηγορούμενο ζητώντας από αυτόν να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρόνο και τόπο που αναφέρεται σε αυτή και αναφέρει σε συντομία το ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορείται το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδίδεται:
(α) να επιτρέψει σε αυτόν να εμφανιστεί και απαντήσει στην κατηγορία με δικηγόρο οπότε στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος δύναται να εμφανιστεί και απαντήσει με αυτό τον τρόπο:
(β) να επιτρέψει σε αυτόν, αν αυτός επιθυμεί να ομολογήσει ενοχή, να αποστείλει στο Δικαστήριο την απάντηση αυτή κανονικά βεβαιωμένη και σφραγισμένη από πρωτοκολλητή ή Λοχία ή Αξιωματικό ή Ανώτερο Αξιωματικό της Αστυνομίας, δυνάμει του περί Αστυνομίας Νόμου ή πιστοποιούντα υπάλληλο δυνάμει του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου ή από δικηγόρο δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου ο οποίος χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό την προσωπική του σφραγίδα στην οποία φαίνεται καθαρά το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του, ή από κοινοτάρχη, μαζί με την κλήση αναφορικά με την οποία δίνεται η απάντηση, οπότε στην περίπτωση αυτή η απάντηση θεωρείται ως ομολογία ενοχής για τους σκοπούς της διαδικασίας:
(2) Καμιά αντικανονικότητα, μειονέκτημα ή λάθος σχετικά με την έκδοση, τον τύπο ή την ουσία της κλήσης ακυρώνει αυτήν ή οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία βάσει αυτής.
- ΚΕΦ.155
- 54(I)/1998
- 16(Ι)/2014
46.-(1) Κάθε κλήση δύναται να επιδοθεί οπουδήποτε στη Δημοκρατία από αστυνομικό ή λειτουργό του Δικαστηρίου από το οποίο αυτή εκδίδεται ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο όπως το Δικαστήριο δύναται να διατάξει και-
(α) αν ο κατηγορούμενος είναι άτομο, η κλήση επιδίδεται είτε με παράδοση στον ίδιο προσωπικά ή αφήνεται σε κάποιο ενήλικο πρόσωπο που ζει με αυτό ή σε υπεύθυνο του τόπου όπου αυτό διαμένει ή του τόπου εργασίας ή ασχολίας αυτού
(β) αν το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται η επίδοση είναι συνεταιρισμός ή οργανισμός, η κλήση επιδίδεται στον κεντρικό τόπο των εργασιών του συνεταιρισμού ή του οργανισμού στη Δημοκρατία ή με την παράδοση της-
(ι) σε ένα από τους συνεταίρους
(ιι) στο διευθυντή
(ιιι) στο γραμματέα
(ιν) στον κύριο αντιπρόσωπο στην κατά τόπο δικαιοδοσία ή
(ν) σε οποιοδήποτε που έχει τον έλεγχο των εργασιών του συνεταιρισμού ή του οργανισμού κατά το χρόνο της επίδοσης.
(1Α) Αν ήθελε να φανεί στο Δικαστήριο ότι για οποιοδήποτε λόγο είναι αδύνατο να γίνει επίδοση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται κατόπιν προφορικού αιτήματος της κατηγορούσας αρχής να διατάξει επίδοση με άλλο τρόπο που θα θεωρήσει δίκαιο.
(2) Η επίδοση κάθε κλήσης αποδεικνύεται είτε προφορικά από το πρόσωπο που επέδωσε αυτή είτε με ένορκη δήλωση αυτού.
47. Τηρουμένων των εξουσιών αναβολής της ακροαματικής διαδικασίας υπόθεσης όπως προβλέπεται στο Νόμο αυτό, κάθε Δικαστήριο, κατά τη δίκη οποιουδήποτε προσώπου, είτε αθωώνει αυτό και για αυτό το απαλλάσσει είτε το καταδικάζει και επιβάλλει σε αυτό τέτοια ποινή όπως προβλέπεται από το νομοθέτημα δυνάμει του οποίου καταδικάζεται και όπως απαιτούν τα περιστατικά της υπόθεσης:
Νοείται ότι, αν κάποιο πρόσωπο αθωώνεται εξ αιτίας φρενοπάθειας δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού, το Δικαστήριο διατάσσει να τεθεί υπό περιορισμό ως το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε ορίσει όπως προβλέπεται στο Νόμο αυτό.
48. Κάθε Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί αυτό σκόπιμο να αναβάλει οποιαδήποτε υπόθεση που είναι ενώπιον του και βάσει της αναβολής αυτής δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 157, είτε να απολύσει τον κατηγορούμενο υπό τέτοιους όρους τους οποίους θεωρεί εύλογους είτε να προφυλακίσει αυτόν.
49.-(1) Αν σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι κάποιο πρόσωπο ενδέχεται να δώσει ουσιώδη μαρτυρία για τα την κατηγορία ή την υπεράσπιση, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει κλήση στο πρόσωπο αυτό η οποία να απαιτεί από αυτό να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην κλήση, για να δώσει μαρτυρία σε σχέση με την υπόθεση και για να μεταφέρει μαζί του οποιοδήποτε ορισμένο έγγραφο ή πράγμα και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ή πράγμα που αφορά την υπόθεση το οποίο δυνατό να βρίσκεται στην κατοχή ή την εξουσία ή τον έλεγχο αυτού:
Νοείται ότι, αν το Δικαστήριο ικανοποιείται με ένορκη απόδειξη ότι οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενδέχεται να δώσει ουσιώδη μαρτυρία δεν θα παραστεί να δώσει μαρτυρία με κλήτευση τότε, αντί της έκδοσης κλήσης, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει από την αρχή ένταλμα για τη σύλληψη του προσώπου αυτού:
Νοείται περαιτέρω ότι οποιοδήποτε πρόσωπο παρόν στο Δικαστήριο και εξαναγκασμένο να καταθέσει ως μάρτυρας, είτε είναι διάδικος ή όχι, δύναται να εξαναγκαστεί από το Δικαστήριο να δώσει μαρτυρία και να παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο ή πράγμα που βρίσκεται στην κατοχή ή την εξουσία του, με τον ίδιο τρόπο και τηρουμένων των ίδιων κανονισμών ωσάν να είχε κλητευθεί να παραστεί και δώσει μαρτυρία ή να παρουσιάσει τέτοιο έγγραφο ή πράγμα και δύναται να επιβληθεί σε αυτό ποινή κατά παρόμοιο τρόπο για οποιαδήποτε άρνηση του να υπακούσει σε διαταγή του Δικαστηρίου.
(2) Αν ο κατήγορος δεν είναι δημόσιος λειτουργός κανένα πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η κλήση δεν υποχρεώνεται να παραστεί εκτός αν προσφέρονται σε αυτό ή καταθέτονται στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου που εκδίδει την κλήση εύλογα οδοιπορικά και έξοδα συντήρησης, που γίνεται για αυτό σημείωση στην κλήση.
(3) Οι διατάξεις του άρθρου 46 εφαρμόζονται σε επίδοση κλήσης μάρτυρα δυνάμει του άρθρου αυτού με τις αναγκαίες προσαρμογές.
50.-(1) Σε περίπτωση ανυπακοής σε κλήση προς μάρτυρα χωρίς νόμιμη δικαιολογία, κατόπι απόδειξης της επίδοσης κλήσης δύναται να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης προς εξαναγκασμό της εμφάνισης του προσώπου που κλητεύθηκε.
(2) Οι διατάξεις των άρθρων 18, 19, 20, 21 και 22 εφαρμόζονται με τις ανάλογες προσαρμογές σε κάθε ένταλμα που εκδίδεται προς εξαναγκασμό της παράστασης μάρτυρα δυνάμει του άρθρου αυτού.
51. Κάθε μάρτυρας που είναι παρών κατά την αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας υπόθεσης ή ο οποίος ειδοποιήθηκε από το Δικαστήριο ή λειτουργό του Δικαστηρίου για το χρόνο και τόπο για τον οποίο αναβάλλεται η ακροαματική διαδικασία, δεσμεύεται, χωρίς περαιτέρω ειδοποίηση, να παραστεί σε τέτοιο χρόνο και τόπο και σε περίπτωση παράλειψης να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, δύναται να τύχει μεταχείρισης με τον ίδιο τρόπο όπως αν αρνείτο ή παρέλειπε να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου συμμορφούμενος με κλήση να παραστεί και δώσει μαρτυρία.
52. Όποιος αφού κλητευθεί να παραστεί ως μάρτυρας παραλείπει, χωρίς νόμιμη δικαιολογία, να παραστεί όπως απαιτείται από κλήση που επιδόθηκε κανονικά ή ο οποίος αφού παραστεί αναχωρεί χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου ή, αφού ειδοποιηθεί κανονικά για το χρόνο και τον τόπο της ακροαματικής διαδικασίας που αναβλήθηκε παραλείπει να παραστεί κατά τη διαδικασία αυτή που αναβλήθηκε, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές και, επιπρόσθετα, διατάσσεται να καταβάλει όλα τα έξοδα που έχουν προκύψει από την παράλειψη του να παραστεί:
Νοείται ότι κανένας δεν διώκεται για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου αυτού, εκτός δυνάμει διαταγής του Δικαστηρίου που εκδίδεται κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης για την οποία απαιτείται η μαρτυρία.
53. Όταν πρόσωπο περιορισμένο σε φυλακή ή ίδρυμα ή πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση υποχρεώνεται να δώσει μαρτυρία, το Δικαστήριο ή οποιοσδήποτε δικαστής αυτού μπορεί να εκδώσει διάταγμα το οποίο να διατάσσει τον υπεύθυνο για το πρόσωπο αυτό λειτουργό να μεριμνήσει για την προσαγωγή τούτου κάτω από κατάλληλη φρούρηση ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρόνο που κατονομάζεται στο διάταγμα, και ο λειτουργός αυτός, αφού πάρει το διάταγμα, το κοινοποιεί αμέσως προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας ο οποίος πρέπει να ενεργήσει σύμφωνα με αυτό και να μεριμνήσει για την ασφαλή φρούρηση του εν λόγω προσώπου για όσο χρόνο απουσιάζει από τον τόπο όπου τελούσε υπό περιορισμό ή εκρατείτο.
54. Το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, δύναται να καλέσει οποιοδήποτε πρόσωπο ως μάρτυρα ή να επανακαλέσει και εξετάσει περαιτέρω οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ήδη εξεταστεί και το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει ή επανακαλέσει και εξετάσει περαιτέρω οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο αν η μαρτυρία του φαίνεται στο Δικαστήριο ότι είναι ουσιώδης για τη δίκαιη κρίση της υπόθεσης.
55.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), κάθε μάρτυρας σε ποινική διαδικασία εξετάζεται ενόρκως και το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εμφανίζεται μάρτυρας έχει πλήρη εξουσία να επάγει σε αυτό τέτοιο όρκο όπως συνηθίζεται να επάγεται σε πρόσωπα που πρεσβεύουν το ίδιο με το μάρτυρα θρήσκευμα ή θρησκεία:
Νοείται ότι πρόσωπο, που ενίσταται να ορκιστεί και που αναφέρει ως λόγο της ένστασης αυτής είτε ότι δεν θρησκεύεται είτε ότι το να ορκιστεί αντίκειται στη θρησκεία του (το γεγονός καταχωρείται στα πρακτικά της διαδικασίας), δικαιούται, αντί να ορκιστεί να προβεί σε βεβαίωση αφού υποσχεθεί και δηλώσει επίσημα ότι η μαρτυρία που θα δοθεί από αυτό στο Δικαστήριο είναι η αλήθεια, όλη η αλήθεια, και τίποτε άλλο παρά η αλήθεια, και η βεβαίωση αυτή έχει την ίδια ισχύ και το ίδιο αποτέλεσμα ωσάν αυτός να είχε ορκιστεί.
(2) Όταν επαχθεί και δοθεί όρκος κανονικά, το γεγονός ότι κατά το χρόνο της ορκωμοσίας το πρόσωπο στο οποίο επάχθηκε ο όρκος δεν θρησκεύετο ή η ορκωμοσία αντίκειτο στη θρησκεία του δεν επηρεάζει για οποιοδήποτε σκοπό την εγκυρότητα του όρκου αυτού.
(3) Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία όποιος έχει ηλικία κάτω των δεκατεσσάρων χρόνων εξετάζεται χωρίς όρκο.
56.-(1) Κάθε μάρτυρας σε ποινική διαδικασία εξετάζεται πρώτα κύρια από το μέρος που τον καλεί, ύστερα, αν οποιοδήποτε άλλο μέρος επιθυμεί αυτό, αντεξετάζεται και ύστερα αν το μέρος που τον καλεί αυτό επιθυμεί, επανεξετάζεται.
(2) Η εξέταση και η αντεξέταση πρέπει να αφορούν γεγονότα συναφή0 δεν είναι όμως αναγκαίο όπως η αντεξέταση περιορίζεται σε γεγονότα για τα οποία ο μάρτυρας κατάθεσε στην κύρια εξέταση του.
(3) Εκτός κατόπι άδειας του Δικαστηρίου, η επανεξέταση αποσκοπεί στην εξήγηση ζητημάτων που αναφέρθηκαν στην αντεξέταση και, αν κατόπι άδειας του Δικαστηρίου εισαχθούν νέα ζητήματα κατά την επανεξέταση, το άλλο μέρος δύναται να αντεξετάσει περαιτέρω για τα εν λόγω ζητήματα.
(4) Αν εμφανίζεται δικηγόρος για οποιοδήποτε μέρος, η κύρια εξέταση, η αντεξέταση και η επανεξέταση όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο διεξάγεται από το δικηγόρο.
57. Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία κατά την οποία κατηγορούνται συγχρόνως περισσότεροι από ένας κατηγορούμενοι-
(α) επιτρέπεται σε κάθε κατηγορούμενο να αντεξετάσει οποιοδήποτε μάρτυρα που κλητεύτηκε από την κατηγορούσα αρχή προτού ο μάρτυρας επανεξεταστεί
(β) αν μάρτυρας ο οποίος κλητεύτηκε από ένα από τους κατηγορούμενους με τη μαρτυρία του ενοχοποιεί άλλο συγκατηγορούμενο, ο μάρτυρας αυτός δύναται να αντεξεταστεί από τον συγκατηγορούμενο αυτό, και αν αντεξεταστεί με αυτό τον τρόπο, η αντεξέταση αυτή πρέπει να προηγείται από την αντεξέταση που γίνεται από τον κατήγορο.
58.-(1) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο, που εμφανίζεται είτε συμμορφούμενο προς κλήση ή δυνάμει εντάλματος ή παριστάμενο στο Δικαστήριο και καλούμενο από το Δικαστήριο να δώσει μαρτυρία-
(α) αρνείται να ορκιστεί ή να δώσει βεβαίωση· ή
(β) αφού ορκιστεί ή δώσει βεβαίωση, αρνείται να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση που του υποβάλλεται· ή
(γ) αρνείται ή αμελεί να παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο ή πράγμα το οποίο απαιτείται από αυτό να παρουσιάσει, χωρίς να παρέχει σε οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση δικαιολογία που ικανοποιεί το Δικαστήριο για την άρνηση αυτή ή αμέλεια, το Δικαστήριο δύναται, με ένταλμα, να φυλακίσει αυτό, εκτός αν αυτό νωρίτερα συναίνεσε να πράξει ότι απαιτείται από αυτό.
(δ) [Διαγράφηκε]
(2) Αν το πρόσωπο αυτό, κατά την προσαγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου και πάλι αρνείται να πράξει ότι απαιτείται από αυτό, το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί αυτό σκόπιμο, και πάλι να φυλακίσει αυτό και τούτο θα επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα μέχρις ότου το πρόσωπο αυτό συναινέσει να πράξει ότι απαιτείται από αυτό.
(3) Κάθε πρόσωπο που φυλακίστηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού δύναται να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οι διατάξεις του Νόμου αυτού που αφορούν σε εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου από πρόσωπα που καταδικάστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο εφαρμόζονται με τις ανάλογες προσαρμογές σε περίπτωση μάρτυρα που φυλακίστηκε δυνάμει του άρθρου αυτού.
(4) Οι παρούσες διατάξεις καθόλου δεν επηρεάζουν την ευθύνη οποιουδήποτε τέτοιου προσώπου να υπόκειται σε οποιαδήποτε άλλη ποινή ή διαδικασία για άρνηση ή αμέλεια να πράξει ότι απαιτείται από αυτό ή εμποδίζουν το Δικαστήριο από το να εκδικάσει στο μεταξύ την υπόθεση σύμφωνα με οποιαδήποτε άλλη επαρκή μαρτυρία που λήφθηκε ενώπιον του.
59.-(1) Μάρτυρας ανίκανος να ομιλήσει δύναται να ορκιστεί ή βεβαιώσει και δύναται να δώσει τη μαρτυρία του με οποιοδήποτε τρόπο κατά τον οποίο είναι ικανός να καταστήσει αυτή αντιληπτή, όπως με γραφή ή με νεύματα αλλά η γραφή αυτή πρέπει να γραφεί και τα νεύματα να εκτελεστούν σε δημόσια συνεδρίαση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.
(2) Μαρτυρία που δόθηκε με αυτό τον τρόπο θεωρείται ως προφορική μαρτυρία.
60. Όταν πρόσωπο εμφανίζεται ενώπιον Δικαστηρίου κατόπι κλήτευσης ή λόγω ανάληψης προσωπικής υποχρέωσης ή δυνάμει εντάλματος για να δώσει μαρτυρία είτε εκ μέρους του κατήγορου είτε εκ μέρους του κατηγορούμενου, το Δικαστήριο δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να διατάξει την καταβολή των εξόδων και δαπανών του μάρτυρα μαζί με αποζημιώσεις για την ενόχληση του και την απώλεια χρόνου, ως ήθελε καθοριστεί.
61. Κάθε δικαστήριο δύναται, σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία στην οποία φαίνεται αναγκαίο για τους σκοπούς της δικαιοσύνης να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, να εκδώσει διάταγμα για τη λήψη ένορκης μαρτυρίας ενώπιον οποιουδήποτε λειτουργού του Δικαστηρίου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή προσώπων και σε οποιοδήποτε τόπο εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, από οποιοδήποτε μάρτυρα ή πρόσωπο και δύναται να διατάξει όπως μαρτυρία που λήφθηκε με αυτό τον τρόπο καταχωριστεί στο Δικαστήριο και δύναται να εξουσιοδοτήσει είτε τον κατήγορο είτε τον κατηγορούμενο να προσάγει τη μαρτυρία αυτή με τέτοιους όρους όπως το Δικαστήριο ήθελε διατάξει. Διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού εφεσιβάλλεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η έφεση ασκείται με την παράδοση ειδοποίησης έφεσης στον Αρχιπρωτοκολλητή και το άλλο μέρος εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία του διατάγματος και το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει, επικυρώσει ή τροποποιήσει το διάταγμα αυτό.
62. Το πρόσωπο που θα δικαστεί βάσει κατηγορητηρίου ή κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, όταν είναι παρόν, τοποθετείται ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς δεσμά εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά και το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο διαβάζεται σε αυτό από το Δικαστή ή άλλο λειτουργό του Δικαστηρίου, ο οποίος δύναται, αν είναι αναγκαίο, να εξηγήσει το ζήτημα και το περιεχόμενο του, και το πρόσωπο αυτό καλείται να απαντήσει σε αυτό αμέσως:
Νοείται ότι ο κατηγορούμενος δύναται, προτού απαντήσει να ζητήσει όπως εφοδιαστεί με αντίγραφο του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο και το Δικαστήριο μεριμνά ώστε να εφοδιαστεί αυτός με τέτοιο αντίγραφο ή αυτός δύναται να ζητήσει παράταση χρόνου για να απαντήσει και το Δικαστήριο δύναται να παραχωρήσει παράταση χρόνου υπό τέτοιους όρους ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
63.-(1) Ο κατηγορούμενος δικαιούται να είναι παρών στο Δικαστήριο καθόλη τη διάρκεια της δίκης εφόσον συμπεριφέρεται ευπρεπώς.
(2) Αν ο κατηγορούμενος δεν συμπεριφέρεται ευπρεπώς, το Δικαστήριο δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να διατάξει όπως ο κατηγορούμενος μεταφερθεί και παραμείνει υπό κράτηση και να συνεχίσει τη δίκη στην απουσία του προβαίνοντας σε τέτοιες διευθετήσεις οι οποίες κατά την κρίση του φαίνονται επαρκείς για την ενημέρωση του κατηγορούμενου για όσα ανταλλάχτηκαν κατά τη δίκη και για την προετοιμασία της υπεράσπισης του.
(3) Το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί αυτό κατάλληλο, να επιτρέψει στον κατηγορούμενο να παραμένει εκτός του Δικαστηρίου καθόλη τη διάρκεια ή μέρος της δίκης, με τέτοιους όρους ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
64.-(1) Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου δικάζεται κατηγορούμενος βάσει κατηγορητηρίου ή κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο ή κατά την ακροαματική διαδικασία έφεσης από απόφαση Κακουργιοδικείου, δύναται να ορίσει δικηγόρο για να υπερασπίσει τον κατηγορούμενο ή τον εφεσείοντα, ανάλογα με την περίπτωση, αν η σοβαρότητα, η δυσκολία ή άλλα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούν αυτό επιθυμητό προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και το Δικαστήριο πρέπει να ορίσει δικηγόρο για να υπερασπίσει μη υπερασπιζόμενο πρόσωπο το οποίο δικάζεται για ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με θανατική ποινή.
(2) Δικηγόρος που ορίστηκε από το Δικαστήριο λαμβάνει από το δημόσιο ταμείο τέτοια αμοιβή, την οποία το Δικαστήριο, τηρούμενης της γενικής διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ήθελε χορηγήσει.
65.-(1) Όταν μαρτυρία δίνεται σε γλώσσα μη κατανοητή από τον κατηγορούμενο και αυτός είναι παρών, αυτή διερμηνεύεται σε αυτόν σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν:
Νοείται ότι όταν αυτός υπερασπίζεται από δικηγόρο η διερμηνεία δύναται, με τη συναίνεση του δικηγόρου και την έγκριση του Δικαστηρίου, να παραλειφθεί.
(2) Όταν καταθέτονται έγγραφα για σκοπούς τυπικής απόδειξης, επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η διερμηνεία τόσου μέρους αυτών όπως φαίνεται αναγκαίο.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να ελέγξει την ικανότητα του διερμηνέα με τέτοιο τρόπο όπως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο και δύναται να επάγει σε αυτόν όρκο, όπως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο, ότι αυτός καλώς και αληθώς θα εκτελέσει τη διερμηνεία.
66. Οποιαδήποτε ένσταση στο κατηγορητήριο ή σε κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο για οποιοδήποτε εκ πρώτης όψεως τυπικό μειονέκτημα αυτού προβάλλεται αμέσως μετά την ανάγνωση στον κατηγορούμενο του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο και προτού αυτός απαντήσει σε αυτό αλλά όχι αργότερα.
67. Όταν ο κατηγορούμενος κληθεί να απαντήσει, αυτός δύναται να ομολογήσει ή όχι ενοχή ή να κάμει οποιαδήποτε ειδική απολογία όπως καθορίζεται στο άρθρο 69 του Νόμου αυτού και η απάντηση του καταχωρείται από το Δικαστήριο.
68.-(1) Αν ο κατηγορούμενος ομολογήσει ενοχή και το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι αυτός αντιλήφθηκε το χαρακτήρα της απάντησης του, αυτό προχωρεί ωσάν ο κατηγορούμενος να είχε καταδικαστεί με απόφαση του Δικαστηρίου.
(2) Αν ο κατηγορούμενος δεν ομολογεί ενοχή, το Δικαστήριο προχωρεί στην ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης, κατά τον τρόπο που προβλέπεται από το άρθρο 74.
(3) Αν ο κατηγορούμενος αρνείται, ή δεν απαντά αμέσως ή λόγω σωματικής αναπηρίας είναι ανίκανος να απαντήσει, το Δικαστήριο προχωρεί με τον ίδιο τρόπο ωσάν αυτός δεν ομολόγησε ενοχή.
69.-(1) Ο κατηγορούμενος δύναται, προτού απαντήσει στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, να ισχυριστεί-
(α) ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου αυτός καλείται να απαντήσει δεν έχει δικαιοδοσία και ότι άλλο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε σχέση με αυτόν ή για το ποινικό αδίκημα για το οποίο αυτός κατηγορείται, και, αν ο ισχυρισμός γίνει αποδεκτός, το Δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση για να εκδικαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου της Δημοκρατίας το οποίο έχει δικαιοδοσία για τον υπαίτιο ή για το ποινικό αδίκημα
(β) ότι έχει προηγουμένως καταδικαστεί ή αθωωθεί ανάλογα με την περίπτωση, βάσει των ιδίων γεγονότων για το ίδιο ποινικό αδίκημα
(γ) ότι έτυχε χάριτος για το ποινικό του αδίκημα.
(2) Αν καθένας από τους ισχυρισμούς των παραγράφων (β) ή (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού προβληθεί αλλά προβάλλεται άρνηση ως προς την πραγματική αλήθεια αυτού, το Δικαστήριο δικάζει κατά πόσο ο ισχυρισμός αυτός είναι πράγματι αληθινός ή όχι.
Αν το Δικαστήριο αποφασίσει ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος δεν αποδεικνύουν τον ισχυρισμό, ή ότι ο ισχυρισμός είναι πράγματι ψευδής, ο κατηγορούμενος υποχρεώνεται να απαντήσει στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.
70.-(1) Αν κατά τη δίκη οποιουδήποτε προσώπου εγείρεται το ερώτημα, είτε εκ μέρους της υπεράσπισης είτε εκ μέρους οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου μέρους στη διαδικασία είτε εκ μέρους του δικαστηρίου, κατά πόσο ο κατηγορούμενος είναι ανίκανος λόγω ψυχικής διαταραχής σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου να παρακολουθήσει τη διαδικασία, το δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) δύναται να διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας, για να εξακριβώσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος πάσχει από ψυχική διαταραχή που τον καθιστά ανίκανο να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Αν, μετά τη διεξαγωγή της έρευνας, το δικαστήριο είναι της γνώμης ότι ο κατηγορούμενος είναι πράγματι ανίκανος να παρακολουθήσει τη διαδικασία, τότε διατάσσει αυτός να-
(α) Κρατηθεί σε κρατικό ψυχιατρικό κέντρο σύνηθες ή ασφαλούς κράτησης για τη νοσηλεία ψυχικά ασθενών προσώπων για χρονική περίοδο όπως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (5)0 ή
(β) τεθεί υπό παρακολούθηση ψυχιάτρου για την παροχή της αναγκαίας νοσηλείας, μέχρις ότου βελτιωθεί η κατάσταση του σε σημείο που να δύναται να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή αναβάλλει την υπόθεση για χρονικά διαστήματα τα οποία στο σύνολο τους δεν υπερβαίνουν τους τέσσερις μήνες. Αν στο τέλος της περιόδου αυτής ο κατηγορούμενος εξακολουθεί να μην είναι σε θέση να παρακολουθήσει τη διαδικασία, το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α).
(2) Το δικαστήριο προτού διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας βεβαιώνεται ότι υπάρχουν καταθέσεις και τυχόν άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εύλογα στοιχειοθετούν το αδίκημα με το οποίο βαρύνεται ο κατηγορούμενος. Για το σκοπό αυτό το δικαστήριο επιθεωρεί και μελετά στην παρουσία του κατηγορουμένου ή του δικηγόρου του όλες τις καταθέσεις και τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση της κατηγορούσας αρχής, επί των οποίων στηρίζεται η κατηγορία.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο κρίνει ότι η διαθέσιμη εναντίον του κατηγορουμένου μαρτυρία και τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία δε στοιχειοθετούν το αδίκημα, απαλλάσσει τον κατηγορούμενο από τις κατηγορίες με τις οποίες βαρύνεται, ως αν αυτές να είχαν αποσυρθεί δυνάμει του άρθρου 92 του παρόντος Νόμου, προτού κληθεί ο κατηγορούμενος να απαντήσει στο κατηγορητήριο, ανεξάρτητα αν ο κατηγορούμενος απάντησε ή όχι στο κατηγορητήριο.
(4) Στις περιπτώσεις που πρόσωπο αθωώνεται κατόπιν δίκης δυνάμει του άρθρου 12 του Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που συνιστά το αδίκημα, αλλά αθωώνεται λόγω ψυχικής διαταραχής και ακολούθως εκδίδει διάταγμα για κράτηση του σε κρατικό ψυχιατρικό κέντρο σύνηθες ή ασφαλούς κράτησης για τη νοσηλεία ψυχικά ασθενών προσώπων ανάλογα με την κατάσταση του κατηγορουμένου.
(5) Η χρονική περίοδος κράτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με τον ίδιο τρόπο ως αν ο κατηγορούμενος να είναι πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε διάταγμα διάρκειας δυνάμει του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου και υπόκειται στις ίδιες διατάξεις σχετικά με την ανανέωση ή τον τερματισμό του.
- ΚΕΦ.155
- 89(I)/1997
71.-(1) Κάθε φορά που κατηγορούμενος κατηγορείται για προηγούμενη καταδίκη, όταν κληθεί να απαντήσει στην κατηγορία δεν υποχρεώνεται να απαντήσει σε οποιαδήποτε αναφορά για την οποία κατηγορείται για προηγούμενη καταδίκη παρά στο τέλος της δίκης και μόνο αν ομολόγησε ενοχή, ή βρέθηκε ένοχος, για το υπόλοιπο μέρος του κατηγορητηρίου το οποίο περιλαμβάνει την αναφορά αυτή.
(2) Όταν είναι δυνατό να απαιτηθεί κανονικά από πρόσωπο να απαντήσει σε αναφορά για την οποία κατηγορείται για προηγούμενη καταδίκη, αυτό ερωτάται αν καταδικάστηκε προηγουμένως όπως υπάρχει ισχυρισμός και, αν παραδεχτεί ότι καταδικάστηκε με αυτό τον τρόπο προηγουμένως, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην επιβολή ποινής αλλά, αν αρνηθεί ότι καταδικάστηκε προηγουμένως με αυτό τον τρόπο ή σιωπά κακόβουλα ή δεν απαντά ευθέως στην ερώτηση αυτή, το Δικαστήριο προβαίνει σε έρευνα αναφορικά με την προηγούμενη καταδίκη και προχωρεί στην επιβολή ποινής ως τα περιστατικά της υπόθεσης ήθελαν απαιτήσει.
72. Όταν ο κατηγορούμενος είναι οργανισμός, αυτός δύναται να εμφανιστεί και απαντήσει σε κατηγορητήριο ή σε κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, με τον αντιπρόσωπο του, καταχωρώντας έγγραφη απάντηση0 και, αν είτε ο οργανισμός δεν εμφανίζεται με αντιπρόσωπο είτε, αν και εμφανίζεται με αυτό τον τρόπο παραλείπει να καταχωρίσει οποιαδήποτε απάντηση, το Δικαστήριο προκαλεί την καταχώριση μη ομολογίας και η δίκη προχωρεί ανάλογα.
(2) Στο άρθρο αυτό ο όρος “αντιπρόσωπος” αναφορικά με οργανισμό σημαίνει πρόσωπο που έχει διοριστεί κανονικά από τον οργανισμό για να αντιπροσωπεύσει αυτόν προς τέλεση οποιασδήποτε πράξης ή πράγματος για το οποίο ο αντιπρόσωπος οργανισμού με το άρθρο αυτό εξουσιοδοτείται να τελέσει, αλλά πρόσωπο που διορίστηκε με αυτό τον τρόπο δεν είναι αρμόδιο να ενεργεί εκ μέρους του οργανισμού ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου για οποιοδήποτε άλλο σκοπό, δυνάμει μόνο του διορισμού αυτού.
Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού δεν είναι αναγκαίο ο αντιπρόσωπος να διορίζεται με έγγραφο που φέρει την επίσημη σφραγίδα του οργανισμού αλλά έγγραφη δήλωση που φέρεται ότι είναι υπογραμμένη από διευθύνοντα σύμβουλο του οργανισμού ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο αποκαλείται με οποιοδήποτε όνομα, το οποίο έχει ή είναι από τα πρόσωπα που έχουν τη διεύθυνση των υποθέσεων του οργανισμού η οποία συνεπάγει ότι το πρόσωπο που κατονομάζεται στη δήλωση έχει διοριστεί ως αντιπρόσωπος του οργανισμού για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, είναι δεκτή χωρίς περαιτέρω απόδειξη ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι το πρόσωπο αυτό έχει διοριστεί με αυτό τον τρόπο.
73. Αν ο κατηγορούμενος δεν ομολογήσει ενοχή, το Δικαστήριο διατάσσει όπως όλοι οι μάρτυρες, εγκαταλείψουν το Δικαστήριο:
Νοείται ότι-
(α) το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει σε μάρτυρες για θέματα της ειδικότητας τους και τέτοιους τεχνικούς να παραμείνουν στο Δικαστήριο και
(β) παράλειψης συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν καθιστά άκυρη τη διαδικασία.
74.-(1) Μετά την εγκατάλειψη του Δικαστηρίου από τους μάρτυρες όπως προβλέπεται στο άρθρο 73, το Δικαστήριο προχωρεί στην ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης κατά τον ακόλουθο τρόπο:
(α) ο κατήγορος ή ο δικηγόρος της κατηγορίας προχωρεί στην κλήση των μαρτύρων και προσάγει τέτοια άλλη μαρτυρία η οποία δύναται να προσαχθεί προς υποστήριξη της υπόθεσης για την κατηγορία
(β) μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορία, ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του δύναται να υποβάλει ότι δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου επαρκώς ώστε να υποχρεώνεται να προβάλει υπεράσπιση και, αν το Δικαστήριο αποδεχτεί την εισήγηση, αθωώνει τον κατηγορούμενο
(γ) μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορία αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου επαρκώς ώστε να υποχρεώνεται να προβάλει την υπεράσπιση του, το Δικαστήριο καλεί αυτόν να προβάλει την υπεράσπιση του και τον πληροφορεί ότι δύναται να δώσει μαρτυρία από τη θέση εξεταζόμενου μάρτυρα, αφού ορκιστεί ως μάρτυρας, οπότε υπόκειται σε αντεξέταση ως μάρτυρας
(δ) μετά την ένορκη μαρτυρία όπως προβλέπεται πιο πάνω ο κατηγορούμενος δύναται να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχει να προβάλει προς υπεράσπιση του
(ε) αν ο κατηγορούμενος προβάλει προς υπεράσπιση του νέα στοιχεία τα οποία η κατηγορία δεν μπορούσε να προβλέψει, ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος για την κατηγορία δύναται, με άδεια του Δικαστηρίου, να παρουσιάσει μαρτυρία προς ανατροπή των νέων αυτών στοιχείων.
(2) Σε κάθε δίκη, ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος ή οι αντίστοιχοι δικηγόροι τους δύναται να εισάγουν την υπόθεσή τους, εξηγώντας αυτή σε γενικές γραμμές, και στο τέλος της δίκης, οι τελικές αγορεύσεις γίνονται με την ακόλουθη σειρά:
(α) Ο κατήγορος ή ο δικηγόρος του αγορεύει πρώτος∙
(β) ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του αγορεύει δεύτερος∙ και
(γ) ο κατήγορος ή ο δικηγόρος του έχει δικαίωμα απάντησης σε νομικούς ισχυρισμούς οι οποίοι αφορούν στην παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και στην κατάχρηση της διαδικασίας:
75. Κάθε φορά που δικάζονται μαζί περισσότερα του ενός πρόσωπα, το Δικαστήριο δύναται να ρυθμίσει τη διαδικασία που θα ακολουθείται κατά την ακροαματική διαδικασία με οποιοδήποτε τρόπο ο οποίος δυνατό να φανεί επιθυμητός και ο οποίος δεν είναι ασυμβίβαστος με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.
76. Όταν κατά τη διάρκεια της συνεκδίκασης ή κατά τη συνεκδίκαση, ένας από τους κατηγορούμενους δίνει μαρτυρία δυνάμει του άρθρου 74(γ), και ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, ενοχοποιεί ένα από τους συγκατηγορούμενους του, ο συγκατηγορούμενος δικαιούται να αντεξετάσει αυτόν και η αντεξέταση αυτή προηγείται της αντεξέτασης που γίνεται από την κατηγορία.
77.-(1) Στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας το Δικαστήριο μελετά ολόκληρη την υπόθεση και εκδίδει την απόφαση του και, για το σκοπό αυτό δύναται να αναβάλει τη δίκη.
(2) Όταν το Δικαστήριο απαρτίζεται από περισσότερους του ενός δικαστές, εκτός αν η πλειοψηφία του Δικαστηρίου κρίνει τον κατηγορούμενο ένοχο, αυτός αθωώνεται.
(3) Αν ο κατηγορούμενος βρεθεί ένοχος το Δικαστήριο τον καταδικάζει και τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 78 και 79, προχωρεί στη μελέτη της ποινής που θα του επιβληθεί.
Κατά τη λήψη απόφασης για την ποινή που θα επιβληθεί, σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο απαρτίζεται από περισσότερους του ενός δικαστές και υπάρχει ισοψηφία, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου έχει πρόσθετη ή νικώσα ψήφο.
(4) Αν το Δικαστήριο αθωώσει τον κατηγορούμενο αυτός απολύεται αμέσως από την κράτηση εκτός αν αθωώθηκε λόγω φρενοπάθειας.
78. Αν το Δικαστήριο βρει τον κατηγορούμενο ένοχο ή αν ο κατηγορούμενος ομολογήσει ενοχή, είναι καθήκο του δικαστή ή άλλου λειτουργού του Δικαστηρίου να ερωτήσει αυτόν αν έχει να πει οτιδήποτε γιατί δεν θα έπρεπε να του επιβληθεί ποινή σύμφωνα με το νόμο, αλλά η παράλειψη να ερωτηθεί δεν επηρεάζει το έγκυρο της διαδικασίας.
79.-(1) Ο κατηγορούμενος δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την επιβολή ποινής, είτε στην ομολογία ενοχής του ή άλλως, να εισηγηθεί αναστολή της απόφασης για το λόγο ότι το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, μετά από οποιαδήποτε μεταβολή την οποία το Δικαστήριο είναι πρόθυμο και έχει εξουσία να επιφέρει, δεν εκθέτει οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να δικάσει.
(2) Το Δικαστήριο δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, είτε να ακούσει και αποφασίσει το ζήτημα κατά τη διάρκεια της ίδιας συνεδρίασης, ή να αναβάλει την ακρόαση αυτού σε μελλοντικό χρόνο που θα οριστεί για τον εν λόγω σκοπό.
(3) Αν το Δικαστήριο αποφασίσει υπέρ του κατηγορούμενου, αυτός απαλλάσσεται από το κατηγορητήριο ή από το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.
80. Αν το Δικαστήριο αποφασίσει εναντίον του κατηγορούμενου μετά την εισήγηση για αναστολή της απόφασης ή αν ο κατηγορούμενος αφού ερωτηθεί όπως προβλέπεται στο άρθρο 78, δεν έχει να πει κάτι ή αφού το Δικαστήριο ακούσει οτιδήποτε αυτός έχει να πει, είναι της γνώμης ότι παρόλα αυτά πρέπει να επιβληθεί ποινή, αυτό δύναται είτε να προχωρήσει στην επιβολή σε αυτόν ποινής σύμφωνα με το νόμο ή να αναβάλει την επιβολή τέτοιας ποινής σε μελλοντικό χρόνο.
80Α.(1) Το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής ή σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της ποινικής διαδικασίας δύναται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις για πράξεις που συνιστούν αδίκημα σύμφωνα και με τους νόμους της Δημοκρατίας οι οποίες εκδόθηκαν κατά του κατηγορουμένου από δικαστήρια που ασκούν ποινική δικαιοδοσία σε άλλα κράτη μέλη και για τις οποίες διατίθενται επαρκείς κατά την κρίση του Δικαστηρίου πληροφορίες, κατά τον ίδιο τρόπο και στο βαθμό που θα μπορούσε να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από Δικαστήρια στη Δημοκρατία:
(α) πλήρες ονοματεπώνυμο, ημερομηνία και τόπο γέννησης του προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η καταδικαστική απόφαση∙
(β) ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, όνομα του δικαστηρίου και ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση κατέστη αμετάκλητη∙
(γ) πληροφορίες σχετικά με το αδίκημα που οδήγησε στην καταδίκη και ειδικά ημερομηνία τέλεσης της αξιόποινης πράξης, όνομα ή νομικό χαρακτηρισμό της, καθώς και μνεία των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων∙ και
(δ) πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο της καταδίκης και κυρίως την ποινή, καθώς και συμπληρωματικές κυρώσεις, μέτρα ασφάλειας και επακόλουθες αποφάσεις που τροποποιούν την εκτέλεση της ποινής.
(2) Το Δικαστήριο κατά τη συνεκτίμηση των προηγούμενων καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν από δικαστήρια άλλων κρατών μελών κατά του κατηγορουμένου εφαρμόζει τις αρχές που ισχύουν για τη συνεκτίμηση καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά του κατηγορουμένου από Δικαστήρια στη Δημοκρατία.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
“καταδικαστική απόφαση” σημαίνει αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, η οποία θεμελιώνει την ενοχή προσώπου για ποινικό αδίκημα.
“κράτος μέλος” σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
81.-(1) Όταν σε ποινική διαδικασία που ασκήθηκε από ή εκ μέρους δημόσιου λειτουργού ο κατηγορούμενος βρίσκεται ένοχος ποινικού αδικήματος, το Δικαστήριο, κατά τη λήψη απόφασης και την επιβολή ποινής, δύναται, με τη συναίνεση του κατήγορου και του κατηγορούμενου, να λάβει υπόψη οποιοδήποτε άλλο ή άλλα ποινικά αδικήματα για τα οποία δεν άρχισε ακόμη δίωξη ή δίκη τα οποία ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε:
Νοείται ότι αν εκκρεμεί οποιαδήποτε ποινική διαδικασία σε σχέση με οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα για τα οποία δεν άρχισε ακόμη δίωξη ή δίκη από ή εκ μέρους δημόσιου λειτουργού, το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί πρώτα ότι ο κατήγορος στη διαδικασία αυτή συναινεί στην εν λόγω πορεία.
(2) Όταν παρέχεται συναίνεση όπως στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού και ποινικό αδίκημα για το οποίο δεν άρχισε δίωξη ή δίκη λαμβάνεται υπόψη, το Δικαστήριο καταχωρεί ή προκαλεί σχετική καταχώριση στα πρακτικά και, μετά την επιβολή ποινής, ο κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε κατηγορία ή δίκη σχετικά με οποιοδήποτε αδίκημα που λήφθηκε υπόψη με αυτό τον τρόπο, εκτός αν η γενομένη καταδίκη ακυρωθεί.
82. Καμιά ασυμφωνία μεταξύ των γεγονότων που έχουν αποδειχθεί στη δίκη και της διατύπωσης του αδικήματος στο κατηγορητήριο ή στο κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε κακουργιοδικείο δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της διαδικασίας εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει ότι ο κατηγορούμενος έχει πράγματι παραπλανηθεί και επηρεαστεί δυσμενώς στην υπεράσπιση του, οπότε το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του κατηγορούμενου, να αναβάλει τη δίκη και να επιτρέψει την επανακλήτευση οποιουδήποτε μάρτυρα και την υποβολή σε αυτόν τέτοιων ερωτήσεων οι οποίες, λόγω της διατύπωσης του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου σε συνοπτική δίκη, δυνατό να παραλείφτηκαν.
83.-(1) Όταν, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης φαίνεται στο Δικαστήριο ότι το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο είναι ελαττωματικό, είτε ουσιαστικά είτε τυπικά, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα για τη μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο είτε με τροποποίηση του ή με υποκατάσταση του ή με προσθήκη σε αυτό νέας κατηγορίας ως το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο ώστε να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης.
(2) Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται με τον τρόπο αυτό, το διάταγμα για τη μεταβολή σημειώνεται πάνω στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο, και αυτά χρησιμοποιούνται για το σκοπό κάθε συναφούς διαδικασίας ωσάν να είχαν καταχωριστεί με τη μορφή που έχει μεταβληθεί.
84.-(1) Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται όπως προβλέπεται στο άρθρο 83, το Δικαστήριο καλεί αμέσως τον κατηγορούμενο να απολογηθεί σε αυτό και να δηλώσει κατά πόσο είναι έτοιμος να δικαστεί βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο ως έχει μεταβληθεί.
(2) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει ότι δεν είναι έτοιμος, το Δικαστήριο εξετάζει τους προβαλλόμενους λόγους και, αν η άμεση συνέχιση της διαδικασίας δεν ενδέχεται κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου να επηρεάσει δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του ή τον κατήγορο στο χειρισμό της υπόθεσης από αυτόν, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει τη δίκη ωσάν, το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο που έχει μεταβληθεί, να ήταν το αρχικό.
(3) Αν το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο κακουργιοδικείο που έχει μεταβληθεί είναι τέτοιο ώστε η άμεση συνέχιση της δίκης να ενδέχεται, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου να επηρεάσει, δυσμενώς τον κατηγορούμενο ή τον κατήγορο, το Δικαστήριο δύναται είτε να διατάξει νέα δίκη είτε να αναβάλει τη δίκη για τέτοια χρονική περίοδο ως το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει αναγκαία.
(4) Όταν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο μεταβάλλεται από το Δικαστήριο μετά την έναρξη της δίκης η μαρτυρία που έχει ήδη δοθεί κατά τη διάρκεια της δίκης, δύναται να χρησιμοποιηθεί χωρίς επανακρόαση αλλά επιτρέπεται στους διαδίκους να επανακαλέσουν ή επανακλητεύσουν οποιοδήποτε μάρτυρα ο οποίος είναι δυνατό να εξετάστηκε και να εξετάσουν ή αντεξετάσουν αυτόν αναφορικά με την εν λόγω μεταβολή.
85.-(1) Αν μέρος μόνο του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο αποδεικνύεται και το μέρος που αποδείχτηκε συνιστά ποινικό αδίκημα, ο κατηγορούμενος δύναται, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο, να καταδικαστεί για το ποινικό αδίκημα το οποίο αποδεικνύεται ότι διέπραξε.
(2) Αν πρόσωπο κατηγορείται για ποινικό αδίκημα, αυτό δύναται, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου ή κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο, να καταδικαστεί για απόπειρα διάπραξης του εν λόγω ποινικού αδικήματος.
(3) Αν πρόσωπο αποδεικνύεται ότι τέλεσε οποιαδήποτε πράξη με σκοπό να διαπράξει το ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται και αν η τέλεση της πράξης με τέτοια πρόθεση συνιστά ποινικό αδίκημα, αυτός δύναται, αν ακόμη δεν του προσάφθηκε κατηγορία για το ποινικό αδίκημα που αναφέρθηκε αμέσως πιο πάνω, να καταδικαστεί για αυτό, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο.
(4) Αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν με αυτό δυσμενώς στην υπεράσπιση του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο κατηγορίας ή κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου για τέτοιο ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα, και το Δικαστήριο αποφασίζει για αυτά ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.
86. Αν κατηγορητήριο ή κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο δεν εκθέτει, και δεν δύναται με οποιαδήποτε μεταβολή που επιτρέπεται από το Νόμο αυτό να καταστεί τέτοιο ώστε να εκθέτει οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα το οποίο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, βρισκόταν στην εύλογη σκέψη του κατηγορούμενου, αυτό ακυρώνεται είτε με εισήγηση που υποβάλλεται πριν από την απολογία του κατηγορούμενου ή με εισήγηση που υποβάλλεται για αναστολή της απόφασης.
Γραπτή έκθεση κάθε τέτοιας εισήγησης παραδίδεται στον Πρωτοκολλητή ή άλλο λειτουργό του Δικαστηρίου υπό ή εκ μέρους του κατηγορούμενου και καταχωρείται στα πρακτικά.
87.-(1) Όταν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι ενδείκνυται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως το Δικαστήριο επιθεωρήσει οποιοδήποτε τόπο, πρόσωπο ή πράγμα που συνδέεται με την υπόθεση, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην επιθεώρηση του σχετικού τόπου, προσώπου ή πράγματος.
(2) Ο κατηγορούμενος πρέπει να είναι παρών κατά την επιθεώρηση, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά και το Δικαστήριο δύναται γενικά να δώσει τέτοιες οδηγίες αναφορικά με την εν λόγω επιθεώρηση και την εκεί διαδικασία ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
88. Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου με τις οποίες καθορίζεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εντός του οποίου δύναται να προσαφθεί κατηγορία για ποινικό αδίκημα, καμιά κατηγορία δε δύναται να προσαφθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα για το οποίο δύναται να επιβληθεί -
(α) Ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα οκτακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ (€854) ή/και οι δύο αυτές ποινές μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την ημέρα της διάπραξης του ποινικού αδικήματος,
(β) ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια οκτώ ευρώ (€1.708) ή/και οι δύο αυτές ποινές μετά την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα της διάπραξης του ποινικού αδικήματος.
89.-(1) Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 45, παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπι απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψη του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.
(2) Αν, κατά το χρόνο που ορίζεται για την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης, ο κατηγορούμενος εμφανίζεται αλλά ο κατήγορος παραλείπει να εμφανιστεί, το Δικαστήριο αθωώνει τον κατηγορούμενο εκτός αν για κάποιο λόγο θεωρεί ορθό να αναβάλει την ακροαματική διαδικασία για μερικές ημέρες, με τέτοιους όρους ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.155
- 165(I)/2011
91. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 154, αν κατήγορος σε συνοπτική δίκη, σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την έκδοση τελικού διατάγματος, ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υφίστανται επαρκείς λόγοι για να του επιτραπεί να αποσύρει την κατηγορία, το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει σε αυτόν να αποσύρει αυτήν, και για το λόγο αυτό αθωώνει τον κατηγορούμενο:
Νοείται ότι, αν η κατηγορία αποσυρθεί με αυτό τον τρόπο πριν από την απολογία του κατηγορούμενου σε αυτή, ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται αλλά αυτή η απαλλαγή δεν ισχύει ως αθώωση.
92. Όταν προσάπτεται κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα που δεν δικάζεται συνοπτικά ή για το οποίο ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι της γνώμης ότι δεν είναι κατάλληλο για να δικαστεί συνοπτικά, ο Δικαστής παραπέμπει απευθείας το πρόσωπο αυτό σε δίκη από το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στην επαρχία όπου καταχωρήθηκε το κατηγορητήριο και είτε απολύει αυτόν με εγγύηση ή υπό τέτοιους όρους τους οποίους θεωρεί εύλογους είτε τον φυλακίζει για ασφαλή κράτηση.
93. Σε περίπτωση παραπομπής σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου, ένα κυρωμένο αντίγραφο του κατηγορητηρίου διαβιβάζεται, χωρίς καθυστέρηση, από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου, από το οποίο έγινε η παραπομπή σε δίκη, στον Αρχιπρωτοκολλητή, προς διαβίβαση στο Κακουργιοδικείο, ενώπιον του οποίου θα διεξαχθεί η δίκη και ένα κυρωμένο αντίγραφο διαβιβάζεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
94. Πρόσωπο που παραπέμπεται σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου δικαιούται να λάβει χωρίς καθυστέρηση αντίγραφο του κατηγορητηρίου και αντίγραφα των καταθέσεων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το αδίκημα για το οποίο παραπέμπεται σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.155
- 165(I)/2011
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.155
- 165(I)/2011
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.155
- 165(I)/2011
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.155
- 165(I)/2011
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.155
- 165(I)/2011
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.155
- 165(I)/2011
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.155
- 165(I)/2011
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.155
- 165(I)/2011
107. Κανένας δεν δικάζεται για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που δεν δικάζεται συνοπτικά, αν και δυνατόν να έχει παραπεμφθεί σε δίκη, εκτός βάσει κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στο Κακουργιοδικείο ενώπιον του οποίου το πρόσωπο αυτό πρόκεται να εκδικαστεί.
108. Σε οποιοδήποτε τέτοιο κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να προσάψει εναντίον του κατηγορούμενου οποιαδήποτε κατηγορία, η οποία, κατά τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποκαλύπτεται από τις καταθέσεις που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο σύμφωνα με το άρθρο 94 του παρόντος Νόμου, είτε επιπρόσθετα με το ποινικό αδίκημα, ή σε υποκατάσταση του ποινικού αδικήματος, για το οποίο ο κατηγορούμενους παραπέμφθηκε σε δίκη.
109. Κάθε κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο πρέπει να είναι κατά τον καθορισμένο τύπο και να υπογράφεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφέρει το όνομα του Κακουργιοδικείου στο οποίο πρόκειται να καταχωριστεί και περιλαμβάνει επίσης τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
(α) το όνομα και περιγραφή του κατηγορούμενου που παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου·
(β) το όνομα του δικαστή που παρέπεμψε σε δίκη και την ημερομηνία παραπομπής·
(γ) το ποινικό ή ποινικά αδικήματα για τα οποία ο κατηγορούμενος κατηγορείται τα οποία περιλαμβάνουν τις λεπτομέρειες που εκτίθενται στο άρθρο 39 το οποίο ισχύει με τις αναγκαίες προσαρμογές για τη διατύπωση των κατηγοριών που καταχωρίστηκαν σε Κακουργιοδικείο όπως αυτό ισχύει για τη διατύπωση κατηγορητηρίων·
(δ) τα ονόματα των μαρτύρων τους οποίους η κατηγορούσα αρχή προτίθεται να καλέσει που οπισθογραφούνται στην τελευταία σελίδα του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο.
110. Τα άρθρα 40, 41 και 42 (τα οποία αναφέρονται αντιστοίχως στη συνεκδίκαση κατηγοριών, συνεκδίκαση προσώπων και τον τρόπο με τον οποίο οι συμμετάσχοντες σε αδικήματα δύνανται να κατηγορηθούν) ισχύουν με τις αναγκαίες προσαρμογές για τα κατηγορητήρια που καταχωρίστηκαν σε Κακουργιοδικείο όπως αυτά ισχύουν για τα κατηγορητήρια.
111. Πρόσωπο του οποίου το όνομα δεν οπισθογραφήθηκε στο κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο δεν καλείται από την κατηγορία να δώσει μαρτυρία κατά τη δίκη εκτός αν έχει δοθεί προηγουμένως στον κατηγορούμενο ή το δικηγόρο του γραπτή ειδοποίηση που περιέχει το όνομα του μάρτυρα που θα κληθεί και την ουσία της μαρτυρίας που θα δοθεί:
(α) συγκατηγορούμενος ο οποίος έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί·
(β) πρόσωπο που καλείται μόνο για να αποδείξει ότι μάρτυρας του οποίου το όνομα οπισθογραφήθηκε στο κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείου δεν δύναται να προσαχθεί κατά τη δίκη·
(γ) μάρτυρας του οποίου η μαρτυρία είναι τυπικού χαρακτήρα·
(δ) μάρτυρας, της μαρτυρίας του οποίου ο κατήγορος έλαβε γνώση την ημέρα κατά την οποία καλείται ο μάρτυρας.
112.-(1) Η απόφαση σε κάθε δίκη δυνάμει του Νόμου αυτού απαγγέλλεται ή η ουσία της επεξηγείται σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου είτε αμέσως μετά το πέρας της δίκης είτε σε μεταγενέστερο χρόνο για τον οποίο δίδεται ειδοποίηση είτε στους διαδίκους ή τους δικηγόρους τους, αν υπάρχουν.
(2) Ο κατηγορούμενος, αν τελεί υπό κράτηση, προσκομίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου ή, αν δεν τελεί υπό κράτηση υποχρεώνεται από το Δικαστήριο να παραστεί προς ακρόαση της έκδοσης της απόφασης, εκτός όπου το Δικαστήριο προέβηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του κατηγορούμενου δυνάμει των άρθρων 63 ή 89 ή όπου η αυτοπρόσωπη παράσταση του ενόσω διαρκεί η δίκη δεν απαιτήθηκε και η ποινή είναι μόνο χρηματική ή αυτός αθωώνεται.
(3) Καμιά απόφαση που εκδόθηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο δεν λογίζεται άκυρη λόγω μόνο της απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου ή του δικηγόρου του κατά την ημέρα που γνωστοποιήθηκε η έκδοση της ή λόγω οποιασδήποτε παράλειψης να παρασχεθεί στους διαδίκους ή στους δικηγόρους τους ή σε οποιοδήποτε από αυτούς, ειδοποίηση για την ημέρα αυτή ή λόγω οποιουδήποτε μειονεκτήματος στην παροχή τέτοιας ειδοποίησης.
113.-(1) Κάθε απόφαση καταχωρείται γραπτά και σε υποθέσεις όπου χωρεί έφεση, περιλαμβάνει το σημείο ή σημεία που θα εκδικαστούν, την απόφαση για αυτά και την αιτιολογία της, χρονολογείται και υπογράφεται από το Δικαστή ή όταν το Δικαστήριο απαρτίζεται από περισσότερους από ένα Δικαστές, από τον Πρόεδρο του ή με την εντολή του Προέδρου από οποιοδήποτε άλλο μέλος του Δικαστηρίου, κατά το χρόνο της απαγγελίας της.
(2) Απόφαση που υπογράφτηκε με τον τρόπο αυτό δεν μεταβάλλεται ή αναθεωρείται από το Δικαστή ή το Δικαστήριο που την έκδωσε εκτός για διόρθωση γραφικού λάθους.
114. Όταν Δικαστής, που εκδίκασε υπόθεση εμποδίζεται λόγω ασθένειας ή άλλης αναπόφευκτης αιτίας να εκδώσει την απόφαση του, η απόφαση αυτή, αν έχει καταγραφεί και υπογραφεί από το Δικαστή, δύναται να εκδοθεί και απαγγελθεί σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου από οποιοδήποτε άλλο Δικαστή.
115. Με αίτηση του κατηγορούμενου, δίνεται σε αυτόν χωρίς καθυστέρηση αντίγραφο της απόφασης ατελώς.
116. Κάθε φορά που δίνονται οδηγίες όπως κάποιο πρόσωπο τεθεί υπό περιορισμό υπό όρους που καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Δικαστής ή ο Δικαστής που προεδρεύει αποστέλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο αντίγραφο των σημειώσεων των αποδείξεων οι οποίες λήφθηκαν κατά τη δίκη με γραπτή έκθεση που περιλαμβάνει οποιεσδήποτε συστάσεις ή παρατηρήσεις για την υπόθεση ως ο Δικαστής ήθελε θεωρήσει σκόπιμο να κάμει.
117.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού η έκτιση ποινής φυλάκισης αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία αυτή διαβάζεται, η περίοδος όμως αυτή, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει άλλως, μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός που καταδικάστηκε τελούσε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού σε προφυλάκιση.
(2) Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.