39.-(1) Πρόσωπο το οποίο -
(α) εσκεμμένα παρακωλύει Επιθεωρητή από του να ενεργήσει σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, ή
(β) εσκεμμένα παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απαίτηση που του απευθύνει δικαιωματικά ο Επιθεωρητής δυνάμει του άρθρου 37, ή
(γ) χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να παράσχει στον πιο πάνω Επιθεωρητή οποιαδήποτε άλλη βοήθεια ή πληροφορία την οποία εύλογα ήθελε ζητήσει αυτός κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 37,
διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο, παρέχοντας οποιαδήποτε πληροφορία που του ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37, προβαίνει εν γνώσει του σε ανακριβή δήλωση, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) ή (2) του παρόντος άρθρου, μπορεί, επιπρόσθετα με την επιβαλλόμενη ποινή, να διατάξει τον καταδικασθέντα να καταβάλει στο Συμβούλιο τέτοιο άλλο ποσό υπό μορφή αποζημίωσης για τυχόν ζημιές που προκλήθηκαν ως αποτέλεσμα της διάπραξης των αδικημάτων αυτών, όπως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο.
(4) Ουδεμία διάταξη του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 37 μπορεί να ερμηνευτεί ότι επιβάλλει σε πρόσωπο την υποχρέωση να απαντήσει σ’ οποιαδήποτε ερώτηση ή να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία με την οποία θα μπορούσε να αυτοενοχοποιηθεί.