30.-(1) Καταστηματάρχης, ο οποίος παραβιάζει -
(α) με οποιοδήποτε τρόπο τις διατάξεις του παρόντος Νόμου· ή
(β) οποιονδήποτε κανονισμό που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 10.000,00) ή και στις δύο ποινές μαζί:
(2) ΄Οποιος -
(α) παρεμποδίζει Επιθεωρητή κατά την ενάσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας που του χορητείται από το Νόμο˙ ή
(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα Επιθεωρητή, για την οποία παρέχεται εξουσία από το Νόμο˙ ή
(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σε Επιθεωρητή σύμφωνα με το Νόμο˙ ή
(δ) παρεμποδίζει, ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιασθεί ενώπιον Επιθεωρητή να εξετασθεί από αυτόν,
είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδες λίρες (ΛΚ 2.000,00) ή και με τις δυο αυτές ποινές.
(3) Αν τα προβλεπόμενα στα εδάφια (1) και (2) αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, ο οποίος θα τιμωρείται κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, καθώς και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός που θα τιμωρείται μόνο με τη χρηματική ποινή που προβλέπεται από το εδάφιο αυτό.