17. (1) Εάν ο φόρος δεν καταβληθή μέχρι της 30ής Σεπτεμβρίου του έτους αναφορικώς προς το οποίον επεβλήθη, ούτος εισπράττεται μετά τόκου, από της ημερομηνίας κατά την οποίαν οφείλεται ο φόρος προς εννέα τοις εκατόν ετησίως, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2006 και από την 1η Ιανουαρίου 2007 και εντεύθεν, προς το εκάστοτε δημόσιον επιτόκιον υπερημερίας που καθορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών δυνάμει των διατάξεων του περί του Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου και αι διατάξεις του παρόντος Νόμου αι αφορώσαι εις την είσπραξιν του φόρου εφαρμόζονται δια την είσπραξιν του ποσού τούτου:
(2) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο, με αίτησή του που υποβάλλεται προς το Διευθυντή μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 1995, αποδείξει ότι έχει καταβάλει τόκο για τα έτη 1980 μέχρι 1991 αναφορικά με ποσό φόρου που κατέστη πληρωτέο μετά την αναθεώρηση της αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία έγινε με βάση οποιεσδήποτε διατάξεις του παρόντος Νόμου, τότε το πρόσωπο αυτό δικαιούται να του επιστραφεί το ποσό του τόκου που κατέβαλε, υπό τον όρο ότι έχει υποβάλει μέχρι την 31η Μαρτίου 1992 τις δηλώσεις που απαιτούνται από το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο ετήσιος τόκος υπολογίζεται με βάση τους συμπληρωμένους μήνες για τους οποίους καθυστερεί η καταβολή του φόρου και αφορά οφειλομενο φόρο ο οποίος καταβάλλεται κατά ή μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2020