2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου-
“αγροτική οδική γραμμή” κέκτηται την έννοιαν την αποδιδομένην εις τον όρον τούτον υπό του εδαφίου (2) του άρθρου 8 του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου
“αγροτική περιφερειακή εταιρεία λεωφορείων” σημαίνει εταιρείαν ήτις ασχολείται με την μεταφοράν επιβατών επί κομίστρω κατ’ επιβάτην διά λεωφορείων δημοσίας χρήσεως, επί αγροτικής τινος οδικής γραμμής εξυπηρετούσης ικανόν αριθμόν χωρίων ή κωμοπόλεων και η οποία έχει χαρακτηρισθή υπό του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων ως περιφερειακή εταιρεία λεωφορείων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (11) του άρθρου 12 των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων
“απόβαρον” σημαίνει το βάρος του οχήματος, περιλαμβανομένων και του αμαξώματος ως και απάντων των εξαρτημάτων (λαμβανομένων εν πάση περιπτώσει υπ’ όψιν των βαρυτέρων τοιούτων, εφ’ όσον χρησιμοποιούνται διαζευκτικώς πλείονα του ενός αμαξώματα ή εξαρτήματα), άτινα είναι αναγκαία ή συνήθως χρησιμοποιούνται μετά του οχήματος, ότε τούτο ευρίσκεται εν οδική χρήσει, εξαιρουμένου όμως του βάρους του ύδατος, των καυσίμων ή συσσωρευτών, των χρησιμοποιουμένων διά την παροχήν ενεργείας αναγκαίας διά την πρόωσιν του οχήματος, ως και των κινητών εργαλείων και του κινητού εξοπλισμού, πλην ενός ανταλλακτικού τροχού:
Νοείται ότι σε ηλεκτροκίνητο όχημα το βάρος των συσσωρευτών περιλαμβάνεται στο απόβαρο
“αστική οδική γραμμή” κέκτηται την έννοιαν την αποδιδομένην εις τον όρον τούτον υπό του εδαφίου (2) του άρθρου 8 του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου
“αστική περιφερειακή εταιρεία λεωφορείων” σημαίνει εταιρείαν ήτις ασχολείται με την μεταφοράν επιβατών επί κομίστρω κατ’ επιβάτην διά λεωφορείων δημοσίας χρήσεως, επί αστικής τινος οδικής γραμμής και η οποία έχει χαρακτηρισθή υπό του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων ως περιφερειακή εταιρεία λεωφορείων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (11) του άρθρου 12 των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων
“βενζινοκίνητον όχημα” ή “όχημα κινούμενον διά μηχανής βενζινοκινήτου” σημαίνει μηχανοκίνητον όχημα η κινητήριος δύναμις του οποίου προέρχεται αποκλειστικώς εκ της καύσεως βενζίνης και το οποίον δεν είναι διεσκευασμένον ούτως ώστε να δύναται να χρησιμοποιή άλλο καύσιμον ειμή μόνον βενζίνην
“γεωργικός ελκυστήρ” σημαίνει μηχανοκίνητον ελκυστήρα χρησιμοποιούμενον αποκλειστικώς δι’ εργασίαν επί του εδάφους συναφώς προς την γεωργίαν και την δασοκομίαν
“Δημοκρατία” σημαίνει την Κυπριακήν Δημοκρατίαν
“Διεθνής Τεχνικός Κώδικας” σημαίνει τον εκάστοτε ισχύοντα Διεθνή Τεχνικό Κώδικα που εκδίδει η Διεθνής Τεχνική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας Παλαιού Οχήματος (FIVA)
“επιβάτης” σημαίνει παν πρόσωπον μεταφερόμενον επί μηχανοκινήτου οχήματος ή επί ρυμουλκουμένου υπ’ αυτού οχήματος, είτε επί μισθώσει ή επ’ αμοιβή είτε όχι, δεν περιλαμβάνει όμως τον οδηγόν του οχήματος
“επισκέπτης” σημαίνει πρόσωπον μη διαμένον κατά κύριον λόγον εν τη Δημοκρατία και σκοπούν να παραμείνη προσωρινώς μόνον εν τη Δημοκρατία, εν πάση δε περιπτώσει διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τους δώδεκα μήνας0 ο όρος “μη διαμένον κατά κύριον λόγον εν τη Δημοκρατία” κέκτηται την εν τοις περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμοις 1967 έως 1971, ή οιωδήποτε ετέρω εκάστοτε εν ισχύϊ νόμω τροποποιούντι ή αντικαθιστώντι αυτούς, και τοις δυνάμει τούτων εκδιδομένοις Κανονισμοίς αποδιδομένην αυτώ έννοιαν
“εταιρεία” κέκτηται την έννοιαν την αποδιδομένην εις τον όρον τούτον υπό του εδαφίου (1) του άρθρου 2 του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου
“ηλεκτροκίνητο όχημα ή όχημα κινούμενο με ηλεκτροκίνητη μηχανή” σημαίνει μηχανοκίνητο όχημα, η κινητήρια δύναμη του οποίου προέρχεται αποκλειστικά από ηλεκτρική ενέργεια και το οποίο είναι διασκευασμένο, έτσι που να μην μπορεί να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε άλλο καύσιμο:
Νοείται ότι δεν επιτρέπεται η οδήγηση ή η διέλευση ηλεκτροκίνητου οχήματος σε ή από αυτοκινητόδρομο στον οποίο το κατώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας είναι εξήντα πέντε χιλιόμετρα την ώρα
“ιατρός” σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο είναι εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου
“ιδιοκτήτης” σημαίνει το πρόσωπον, επ’ ονόματι ούτινος είναι εγγεγραμμένον μηχανοκίνητον τι όχημα, καθ’ όσον δε αφορά εις μηχανοκίνητον όχημα αποτελούν το αντικείμενον συμφωνίας μισθώσεως ή ενοικιαγοράς, σημαίνει το πρόσωπον, εν τη κατοχή ούτινος ευρίσκεται το όχημα δυνάμει της τοιαύτης συμφωνίας
“ιδιωτικόν μηχανοκίνητον όχημα” σημαίνει παν μηχανοκίνητον όχημα πλην των δημοσίας χρήσεως τοιούτων και των φορτηγών μηχανοκινήτων οχημάτων, των χρησιμοποιουμένων διά την μεταφοράν αγαθών ή φορτίου επί μισθώσει ή επ’ αμοιβή, και των μηχανοκινήτων οχημάτων των χρησιμοποιουμένων διά την εκπαίδευσιν οδηγών0 ο όρος “εκπαίδευσις οδηγών” κέκτηται την εις τον περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών) Νόμον του 1968 αποδιδομένην έννοιαν
“λεωφορείον δημοσίας χρήσεως” σημαίνει παν μηχανοκίνητον όχημα δυνάμενον να μεταφέρη πλείονας των οκτώ καθημένων επιβατών, το οποίον χρησιμοποιείται διά την μεταφοράν επιβατών επί κομίστρω κατ’ επιβάτην και το οποίον κατέχει άδειαν οδικής χρήσεως δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5 του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου
“μηχανοκίνητον τρίκυκλον” σημαίνει τρίτροχον μοτοσυκλέτταν
“μηχανοκίνητον όχημα” σημαίνει μηχανικώς κινούμενον όχημα ή όχημα ρυμουλκούμενον υπ’ αυτού, όπερ είναι προωρισμένον ή προσηρμοσμένον προς χρήσιν επί των οδών, περιλαμβάνει δε όχημα κινούμενον δι’ ηλεκτρισμού οθενδήποτε λαμβανομένου, μηχανοκίνητον ελκυστήρα και οιονδήποτε έτερον μηχανοκίνητον όχημα κινούμενον επί ερπυστριών, καίτοι τούτο δεν είναι προωρισμένον ή προσηρμοσμένον προς χρήσιν επί των οδών, δεν περιλαμβάνει όμως οχήματα κατεσκευασμένα αποκλειστικώς προς χρήσιν επί σιδηροδρομικών γραμμών ή ετέρων ειδικώς παρασκευασθεισών τροχιών
“μηχανοκίνητον όχημα δημοσίας χρήσεως” σημαίνει μηχανοκίνητον όχημα, χρησιμοποιούμενον, είτε ως αγοραίον, είτε επί συμβάσει, διά την μεταφοράν επιβατών, ανεξαρτήτως εάν τούτο χρησιμοποιήται ωσαύτως και διά την μεταφοράν αγαθών, της μεταφοράς ενεργουμένης επί μισθώσει ή επ’ αμοιβή
“μηχανοκίνητον όχημα δι’ αναπήρους” σημαίνει μηχανοκίνητον όχημα προς χρήσιν υπό προσώπου πάσχοντος εκ σωματικής τινος αναπηρίας και απολαύον, δυνάμει των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως (Επιβολή και Επιστροφή τούτων) Νόμων του 1967 έως 1972, ή οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου τροποποιούντος ή αντικαθιστώντος αυτούς, και των δυνάμει τούτων εκδιδομένων Κανονισμών, Διαταγμάτων ή ετέρων Διοικητικών Πράξεων, απαλλαγής εισαγωγικού δασμού, και εν όσω τούτο απολαύει της τοιαύτης απαλλαγής0 επίσης σημαίνει μηχανοκίνητο όχημα που αποκτήθηκε από ανάπηρο με οικονομική βοήθεια από το κράτος σύμφωνα με σχέδιο, παροχής οικονομικής βοήθειας σε ανάπηρα πρόσωπα για απόκτηση αυτοκινήτου που εγκρίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο
“μηχανοκίνητον όχημα δι’ επανεξαγωγήν” σημαίνει καινουργές μηχανοκίνητον όχημα εισαγόμενον εν τη Δημοκρατία εκ της αλλοδαπής και προοριζόμενον δι’ επανεξαγωγήν, ουχί δε διά κυκλοφορίαν εντός του εδάφους της Δημοκρατίας
“μηχανοκίνητον όχημα επισκέπτου” σημαίνει μηχανοκίνητον όχημα εισαχθέν προσωρινώς εν τη Δημοκρατία υπό επισκέπτου και απολαύον, δυνάμει των περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων του 1967 έως 1971, ή οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου τροποποιούντος ή αντικαθιστώντος αυτούς, και των δυνάμει τούτων εκδιδομένων Κανονισμών, εξαιρέσεως εκ της καταβολής του εις ον υπόκειται δασμού και εν όσω τούτο απολαύει της τοιαύτης εξαιρέσεως
“μηχανοκίνητος ελκυστήρ” σημαίνει μηχανοκίνητον όχημα, όπερ δεν είναι κατεσκευασμένον αυτό καθ’ εαυτό διά την μεταφοράν φορτίου ετέρου, πλην των ακολούθων ειδών, ήτοι ύδατος, καυσίμων, συσσωρευτών και ετέρου εξοπλισμού, χρησιμοποιουμένου διά σκοπούς προώσεως, κινητών εργαλείων και κινητού εξοπλισμού, και ούτινος το απόβαρον δεν υπερβαίνει τους επτά και εν τέταρτον τόννους
“μοτοσυκλέττα” σημαίνει μηχανοκίνητον όχημα, όπερ έχει ολιγωτέρους των τεσσάρων τροχών και ούτινος το απόβαρον δεν υπερβαίνει τους 8 στατήρας (c.w.t.)
“οδηγός” περιλαμβάνει παν πρόσωπον, όπερ εν τη πραγματικότητι οδηγεί μηχανοκίνητον όχημα εις δεδομένον τινά χρόνον ως και παν πρόσωπον, όπερ φέρει την ευθύνην του οχήματος διά σκοπούς οδηγήσεως αυτού, εν όσω τούτο είναι εσταθμευμένον εφ’ οιασδήποτε οδού, εν τη περιπτώσει δε ρυμουλκουμένου οχήματος, τον οδηγόν του οχήματος, υφ’ ου σύρεται το ρυμουλκούμενον όχημα
“οδός” σημαίνει οιανδήποτε οδόν, δρόμον, πλατείαν, ατραπόν, ανοικτόν χώρον ως και πάντα χώρον προσιτόν εις το κοινόν, περιλαμβάνει δε πάσαν γέφυραν, γεφύριον, ρείθρον, ανάχωμα, αύλακα, λιθόστρωτον ή τοίχωμα υποστηρίξεως, χρησιμοποιούμενον αναφορικώς προς οιανδήποτε οδόν
"όχημα διπλής προώσεως" σημαίνει μηχανοκίνητο όχημα του οποίου η κινητήρια δύναμη προέρχεται από την καύση βενζίνης ή πετρελαίου και το οποίο είναι κατασκευασμένο ή διασκευασμένο ούτως ώστε να μπορεί να λειτουργεί και με άλλο καύσιμο ή άλλη πηγή ενέργειας διαφορετική από βενζίνη ή πετρέλαιο˙
“παλαιό όχημα” σημαίνει μηχανοκίνητο όχημα οι προδιαγραφές του οποίου συνάδουν με εκείνες που καθορίζει ο Διεθνής Τεχνικός Κώδικας
"περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων Νόμος" σημαίνει τον περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων Νόμο, όπως αυτός τροποποιείται ή αντικαθίσταται από οποιοδήποτε άλλο νόμο·
"πετρελαιοκίνητο όχημα" σημαίνει μηχανοκίνητο όχημα του οποίου η κινητήρια δύναμη προέρχεται αποκλειστικά από την καύση πετρελαίου και το οποίο δεν είναι κατασκευασμένο ή διασκευασμένο ούτως ώστε να μπορεί να λειτουργεί με άλλο καύσιμο ή άλλη πηγή ενέργειας παρά μόνο με πετρέλαιο·
“ρυμουλκούμενον όχημα” σημαίνει οιονδήποτε όχημα, όπερ δεν έχει ιδίαν ανεξάρτητον μηχανικήν ενέργειαν, αλλά σύρεται υπό ετέρου οχήματος ο όρος ούτος ουδόλως διαλαμβάνει το αμαξίδιον μοτοσυκλέττας
“τροχαία” σημαίνει δίκυκλα, τρίκυκλα, μηχανοκίνητα οχήματα, τροχιοδρόμους, πάσης φύσεως οχήματα, πεζούς ως και άπαντα τα ζώα, χειραγωγούμενα ή οδηγούμενα υπό καθημένων επ’ αυτών προσώπων
“υπεραστική περιφερειακή εταιρεία λεωφορείων” σημαίνει εταιρεία η οποία απασχολείται με τη μεταφορά επιβατών έναντι της καταβολής κομίστρου από κάθε επιβάτη με λεωφορεία δημόσιας χρήσης, η οποία εξυπηρετεί με τακτικά δρομολόγια τρεις τουλάχιστον επαρχίες της Κύπρου και η οποία χαρακτηρίζεται ως τέτοια με απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων
“φορτηγόν μηχανοκίνητον όχημα” σημαίνει μηχανοκίνητον όχημα κατεσκευασμένον ή διεσκευασμένον κατά τρόπον ώστε να χρησιμοποιήται διά την μεταφοράν ή ρυμούλκησιν πάσης φύσεως αγαθών ή φορτίου ή ρυμουλκούμενον όχημα, ούτω κατεσκευασμένον ή διεσκευασμένον
“χώρος σταθμεύσεως” σημαίνει οιονδήποτε χώρον, εν ω δύνανται να παραμένωσιν εσταθμευμένα μηχανοκίνητα οχήματα, είτε υπό επιτήρησιν, είτε όχι.
(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εν η περιπτώσει μηχανοκίνητον τι όχημα είναι ούτω κατεσκευασμένον ώστε ρυμουλκούμενον υπ’ αυτού όχημα να δύναται διά μερικής υπερθέσεως αυτού να προσαρμοσθή εις το μηχανοκίνητον όχημα κατά τοιούτον τρόπον, ώστε σημαντικόν μέρος του βάρους του ρυμουλκουμένου οχήματος να βαρύνη το μηχανοκίνητον τοιούτο, το μηχανοκίνητον όχημα λογίζεται ως όχημα αυτό καθ’ εαυτό κατεσκευασμένον διά την μεταφοράν φορτίου.
(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εν τη περιπτώσει μηχανοκινήτου οχήματος εξωπλισμένου διά γερανού, γεννητρίας, μηχανικής εγκαταστάσεως συγκολλήσεως ή ετέρας ειδικής συσκευής ή εξοπλισμού, τα είδη ταύτα δεν λογίζονται ως φορτίον ή οιασδήποτε φύσεως αγαθά, αλλ’ ως συνιστώντα μέρος του οχήματος.
(4) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, μηχανοκίνητον τι όχημα χρησιμοποιούμενον ως όργανον κοπής χόρτου και ελεγχόμενον υπό πεζού, μη δυνάμενον να χρησιμοποιηθή ή διασκευασθή δι’ οιονδήποτε έτερον σκοπόν, ως και παν έτερον μηχανοκίνητον όχημα ελεγχόμενον υπό πεζού, όπερ ήθελε καθορισθή διά Κανονισμών εκδοθησομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου, δεν υπόκεινται εις τας διεπούσας τα μηχανοκίνητα οχήματα διατάξεις.
Διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου “ελεγχόμενον υπό πεζού” σημαίνει ότι το όχημα είτε είναι ούτω κατεσκευασμένον ή διεσκευασμένον ώστε να δύναται να χρησιμοποιηθή μόνον υπό τον έλεγχον πεζού είτε είναι ούτω κατεσκευασμένον ή διεσκευασμένον ώστε να δύναται να χρησιμοποιήται είτε υπό τον έλεγχον πεζού είτε υπό τον έλεγχον προσώπου φερομένου επ’ αυτού, όπερ όμως επί του παρόντος δεν χρησιμοποιείται ουδέ κινείται υπό τον έλεγχον προσώπου φερομένου επ’ αυτού.