4.—(1) Κανένα πρόσωπο, άλλο από πρόσωπο δεόντως εγγεγραμμένο ως φαρμακοποιός βάσει των διατάξεων του Μέρους αυτού του Νόμου αυτού, εκτός ως ήθελε προβλεφθεί ειδικά από οποιεσδήποτε διατάξεις των άρθρων 16 έως 19, και των δύο συμπεριλαμβανομένων, του Νόμου αυτού-
(α) δεν θα διεξάγει, είτε για δικό του λογαριασμό, είτε για λογαριασμό άλλου, την επιχείρηση φαρμακοποιού ή δεν θα εξασκεί τα καθήκοντα υπεύθυνου φαρμακοποιού νοσοκομειακού φαρμακείου·
(β) κατά τη διεξαγωγή οποιουδήποτε εμπορίου ή επιχείρησης δεν θα ετοιμάζει, αναμιγνύει, συνθέτει ή παρασκευάζει οποιοδήποτε φάρμακο ή προμηθεύει οποιοδήποτε δηλητήριο παρά μόνο κάτω από την άμεση επίβλεψη φαρμακοποιού·
(γ) δεν θα αναλαμβάνει, λαμβάνει, εκθέτει ή κατά οποιοδήποτε τρόπο χρησιμοποιεί οποιοδήποτε τίτλο, έμβλημα, ή περιγραφή με την οποία εύλογα εκλαμβάνεται ως εγγεγραμμένος φαρμακοποιός.
(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) με τη χρήση της λέξης "φαρμακοποιός" ή "χημικός" ή "φαρμακολόγος" ή "ιατρικός" ή οποιασδήποτε παρόμοιας λέξης ή συνδυασμού λέξεων θεωρείται ότι ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης και το πρόσωπο που έχει τον έλεγχο της επιχείρησης στα υποστατικά αυτά είναι εγγεγραμμένοι φαρμακοποιοί.
(3) Το Συμβούλιο Φαρμακευτικής δύναται να απαιτήσει όπως κάθε πρόσωπο που διεξάγει την επιχείρηση φαρμακοποιού ή είναι υπεύθυνος φαρμακοποιός νοσοκομειακού φαρμακείου—
(α) Προσκομίσει αποδείξεις που ικανοποιούν το Συμβούλιο ότι έχει επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας· και
(β) προσκομίσει αποδείξεις που να ικανοποιούν το Συμβούλιο ότι κατέχει τέτοια επαγγελματική εμπειρία στη φαρμακευτική ως το Συμβούλιο ήθελε κρίνει επαρκή την οποία απέκτησε στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος για περίοδο 6 τουλάχιστο μηνών.