19Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο με πρόθεση και με σκοπό την αποκόμιση κέρδους βοηθά υπήκοο τρίτης χώρας προκειμένου να εισέλθει ή να διέλθει το έδαφος της Δημοκρατίας ή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, κατά παράβαση του παρόντος Νόμου ή της οικείας νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αντίστοιχα, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο με πρόθεση και με σκοπό την αποκόμιση κέρδους βοηθά υπήκοο τρίτης χώρας προκειμένου να διαμείνει στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της οικείας νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αντίστοιχα, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(3) Κατά την εκδίκαση των αδικημάτων που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) και κατά την επιβολή της ποινής το Δικαστήριο θεωρεί ως επιβαρυντικές σε σχέση με το διαπραχθέν αδίκημα τις ακόλουθες περιστάσεις:
(α) Το αδίκημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο της δράσης εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 63Β του Ποινικού Κώδικα.
(β) Η διάπραξη του αδικήματος έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή των υπηκόων τρίτων χωρών κατά των οποίων αυτό στρεφόταν.